Τα ανεξίτηλα ίχνη των αγώνων
Ο χαρακτηρισμός «σύντομη» στον τίτλο του βιβλίου χρειάζεται να διαβαστεί σε δυο επίπεδα, όπως λέει και η εισαγωγή. Από τη μια το στρατιωτικό πραξικόπημα που ήρθε να σταματήσει βίαια το κίνημα και να δώσει λύση στην κρίση της κυρίαρχης τάξης. Και από την άλλη, ίσως το πιο σημαντικό, η ένταση των εξελίξεων που κάνει τη συγκεκριμένη δεκαετία πυκνή αν όχι σύντομη. Είναι αυτό που δένει τις εξελίξεις στην Ελλάδα με τις εξελίξεις διεθνώς.
Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 2008, συμβολικά πάνω στην επέτειο των 40 χρόνων από τον Μάη του 68. Είναι πολύ χρήσιμη έκδοση, γιατί μέσα σε 24 άρθρα που λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους, προσπαθεί να δώσει την εικόνα μιας συγκλονιστικής περιόδου σε τρία επίπεδα. Το πρώτο επίπεδο είναι η ανάπτυξη του κινήματος. Το δεύτερο, η κρίση της άρχουσας τάξης και η αδυναμία της να ελέγξει τις αντιδράσεις. Και το τρίτο, η Αριστερά και η δική της αδυναμία να παίξει τον ηγετικό ρόλο που απαιτούσαν οι συνθήκες.
Όταν τελείωσε ο εμφύλιος το 1949, κανένας δεν φανταζόταν ότι δέκα χρόνια αργότερα το κίνημα θα ξαναφούντωνε και στα Πανεπιστήμια και στα σχολεία και στους χώρους δουλειάς και στα συνδικάτα. Στις αρχές της δεκαετίας του 60 δεν μιλάμε πια μόνο για φοιτητικές διαδηλώσεις αλλά για τη γενιά του 114 και του 15%. Το άρθρο του Νίκου Σερντεδάκη περιγράφει την πορεία του φοιτητικού κινήματος από το 1959 μέχρι το 1964.
«Την Τρίτη και την Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 1959 θα δημοσιευθούν ειδήσεις σχετικά με την σαρανταοκτάωρη αποχή των φοιτητών του Πανεπιστημίου Αθήνας. Η κινητοποίηση οργανώνεται από τη ΔΕΣΠΑ με αιχμή την ελλειπή χρηματοδότηση με αποτέλεσμα το Ιδρυμα να αναστείλει τις ατελείς εγγραφές των δικαιούχων φοιτητών…Το φοιτητικό κίνημα γοργά μετασχηματίζεται σε κίνημα του 1-1-4 της υπεράσπισης του ακαδημαϊκού ασύλου και των ακαδημαϊκών ελευθεριών, ενώ στις αρχές Δεκεμβρίου πλάϊ στο 114 θα εμφανιστεί και το σύνθημα για το 15% για τις δαπάνες για την Παιδεία.»
Το κίνημα απλώνεται από το Πανεπιστήμιο στα σχολεία. Το Γενάρη του 1963 οι μαθητές θα κηρύξουν αποχή από τα μαθήματα και οι φοιτητές τους συμπαραστέκονται. Αλλά δεν είναι μόνο η νεολαία που συγρούεται με την κυβέρνηση.
Το άρθρο της Δήμητρας Λαμπροπούλου περιγράφει την «Αγρια» απεργία των οικοδόμων το Δεκέμβρη του 1960.
«Το 1960 είναι μάλλον ταραγμένη χρονιά από την άποψη εκδήλωσης της κοινωνικής δυσαρέσκειας και των απεργιακών κινητοποιήσεων… Στις 1 Δεκεμβρίου οι οικοδόμοι κατεβαίνουν σε απεργία. Περίπου 15 χιλιάδες απεργοί συγκεντρώνονται έξω από το Εργατικό Κέντρο… Όταν οι απεργοί ξεκινούν να πάνε πορεία για να δώσουν ψήφισμα στον υπουργό Εργασίας, η αστυνομία τους εμποδίζει. Οι απεργοί χρησιμοποιούν πέτρες, πλάκες από τα πεζοδρόμια, ξύλα από γειτονικές αποθήκες και στήνουν οδοφράγματα. Η αστυνομία χρησιμοποιεί κάθε μέσο, δακρυγόνα, καπνογόνα και την Πυροσβεστική για να τους διαλύσει. Την επόμενη μέρα γίνεται νέα απεργία για να διαμαρτυρηθούν για τους τραυματισμούς και τις συλλήψεις που έγιναν.»
Αυτή η απεργία ήταν η αρχή. Την καλύτερη περιγραφή για το πώς αισθάνθηκαν οι απεργοί εκείνη τη μέρα τη δίνει ένας οικοδόμος.
«Ηταν η πρώτη φορά που έμπαινα σε τέτοιο πανηγύρι. Βέβαια είχα ζήσει σε έναν εμφύλιο πόλεμο και πολύ έντονα αλλά δεν είχαμε φτάσει ποτέ σε μαζικούς αγώνες… ήταν μια άλλη πρωτόγνωρη εμπειρία, η οποία από ένα σημείο και ύστερα αισθάνεσαι να μεθάς, έτσι? Αισθάνεσαι να μεθάς, να είσαι ικανός για όλα.» (σελίδα 239).
Η συνέχεια ήταν ακόμα πιο σκληρή για την κυρίαρχη τάξη και τη δεξιά (ΕΡΕ) που ήταν στην κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Κωνσταντίνο Καραμανλή. Η πρώτη φορά που είχε κερδίσει τις εκλογές ο Καραμανλής ήταν το 1956. Το 1958 αναγκάστηκε να κάνει ξανά εκλογές τις οποίες κέρδισε με μεγάλο κόστος. Αξιωματική αντιπολίτευση έγινε η ΕΔΑ με 25% και 78 βουλευτές. Οι επόμενες εκλογές έγιναν το 1961, οι γνωστές εκλογές της «βίας και νοθείας». Για την ΕΡΕ και την κυρίαρχη τάξη ήταν θέμα επιβίωσης. Ηθελαν με κάθε τρόπο να εξασφαλίσουν τη σταθερότητα εσωτερικά και αυτό σήμαινε την απόπειρα να τσακίσουν το κίνημα.
Οι ευκαιρίες για τον ελληνικό καπιταλισμό εκείνη την περίοδο ήταν μεγάλες. Ψυχρός Πόλεμος και Βαλκάνια, εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και Μέση Ανατολή, η Ελλάδα ήταν ο δυνατός κρίκος των ιμπεριαλιστών ΗΠΑ και Ευρώπης στην περιοχή. Αυτό μεταφραζόταν ότι το «Ανήκουμε στη Δύση» ήταν το διαβατήριο προς κάθε ευκαιρία. Η Ελλάδα είχε γίνει μέλος του ΝΑΤΟ από την αρχή, η Ελλάδα συνδέεται με την ΕΟΚ σχεδόν από το ξεκίνημά της, η Ελλάδα διεκδικεί προνομιακή θέση στη νοτιοανατολική Μεσόγειο απέναντι στην Τουρκία. Αυτή την εικόνα προσπαθούν να παρουσιάσουν πέντε άρθρα μέσα στο βιβλίο κάτω από τον κοινό τίτλο «Εξωτερικές σχέσεις και εσωτερικές προεκτάσεις».
Το άρθρο του Ιάκωβου Μιχαηλίδη «Επώδυνη γειτονία – Μακεδονικό 1960-62» θυμίζει πως το Μακεδονικό δεν είναι μια σημερινή ιστορία. Γενικότερα στη δεκαετία του ‘60 το ελληνικό κράτος είχε αναδείξει ξανά την ελληνικότητα σε κυρίαρχο ιδεολόγημα με αντίστοιχες εδαφικές διεκδικήσεις στη Βόρεια Ηπειρο σε βάρος της Αλβανίας, στη Δημοκρατία της Μακεδονίας που τότε ήταν τμήμα της Ομοσπονδιακής Γιουγκοσλαβίας και στην Κύπρο. Αυτό σήμαινε καταπίεση για τις μειονότητες που ζούσαν μέσα στα ελληνικά σύνορα. Την εικόνα για τη Θράκη τη δίνει ο Χρίστος Ηλιάδης στο άρθρο του «Ένα «απωθημένο αρχείο» - το Συντονιστικό Συμβούλιο Μειονοτικής Πολιτικής Θράκης». Το Συμβούλιο Μειονοτικής Πολιτικής ιδρύεται το 1959, βρίσκεται κάτω από τον έλεγχο του υπουργού εξωτερικών Ευάγγελου Αβέρωφ και αντιμετωπίζει τη μειονότητα σαν θέμα «εθνικής ασφάλειας».
Αυτές οι πολιτικές λογοδοτούσαν στην ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού. «Η συνέχεια στην εξωτερική πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων δικαιολογείται από την αποδοχή εκ μέρους των κυρίαρχων πολιτικών δυνάμεων της ένταξης της χώρας στο δυτικό συνασπισμό. Το ΝΑΤΟ, η Ευρώπη, η ΕΟΚ και βέβαια η οικονομική βοήθεια από τη Δύση (και συγκεκριμένα από τη Γερμανία) αποτελούν τα σημεία στα οποία συγκλίνουν οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων της σύντομης δεκαετίας του 60» (σελ. 349, στο άρθρο του Δημήτρη Αποστολόπουλου «Ελλάδα-Γερμανία 1961-67, εξωτερική πολιτική»).
Με τέτοιες φιλόδοξες βλέψεις, η κυρίαρχη τάξη είχε ανάγκη να ελέγξει το εσωτερικό μέτωπο. Οι απεργίες, το φοιτητικό κίνημα, η αριστερά που μεγάλωνε έπρεπε να χτυπηθούν με κάθε δυνατό μέσο. Αυτό οδηγούσε στη δημιουργία ενός κράτους που μπορούσε σε κάθε στιγμή να χρησιμοποιεί νόμους, διατάγματα και θεσμούς «έκτακτης» ανάγκης. Αυτή είναι η ρίζα του λεγόμενου «παρακράτους» της δεκαετίας του ‘50 και του ‘60. Αυτά τα μέτρα έδιναν τη δυνατότητα στα δικαστήρια να δικάζουν και να καταδικάζουν μέλη του ΚΚΕ με κατηγορίες «περί κατασκοπίας» και να στέλνουν αγωνιστές του κινήματος σε ξερονήσια. Το «παρακράτος», όταν δεν έμπαινε σε εφαρμογή, λειτουργούσε σαν «σκιάχτρο» για την αντιμετώπιση του «εσωτερικού εχθρού». (άρθρο του Νίκου Αλεβιζάτου, «Η αδύνατη μεταρρύθμιση»).
Αυτό που χρειάζεται ξεκαθάρισμα είναι ότι η δυνατότητα να συνυπάρχουν ταυτόχρονα η κοινοβουλευτική δημοκρατία και τα έκτακτα μέτρα δεν ήταν αποτέλεσμα της υπανάπτυξης, αλλά τουναντίον εργαλεία της κυρίαρχης τάξης για την «ανάπτυξη», για να ελέγξει τις αντιδράσεις. Η Ελλάδα δεν είναι ο μόνος καπιταλισμός που χρησιμοποίησε τέτοιες μεθόδους εκείνη την περίοδο. Το παράδειγμα της Γαλλίας το 1958 είναι χαρακτηριστικό. Η άνοδος του Ντε Γκολ στην εξουσία συνοδεύτηκε με αναστολή του Συντάγματος και δικτατορικές δυνατότητες του νέου Προέδρου της Δημοκρατίας.
Τα άρθρα της Κωνσταντίνας Μποτσίου «Η αρχή του τέλους της Βασιλευόμενης Δημοκρατίας» και του Στράτου Δορδανά «Η οργάνωση της Καρφίτσας στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του 1960» δίνουν την εικόνα μιας κυβέρνησης και μιας άρχουσας τάξης που πατάνε επί πτωμάτων για να εξασφαλίσουν τη συνέχεια τους. Εκλογές βίας και νοθείας το 1961, δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη τον Μάη του ‘63, ανακτορικό πραξικόπημα τον Ιούλη του ‘65 και στρατιωτική δικτατορία το 1967.
Ομως, όλη αυτή η πορεία δεν ήταν γραμμική. Ηταν μια περίοδος με μεγάλες ταξικές συγκρούσεις όπου το ποιος θα έβγαινε νικητής ήταν ανοιχτό. Ο Σεραφείμ Σεφεριάδης στο άρθρο του «Συλλογικές δράσεις, κινηματικές πρακτικές» δίνει τα χαρακτηριστικά εκείνης της εποχής από άποψη κινήματος. «Στα βασικά γνωρίσματα των συγκρουσιακών κύκλων περιλαμβάνονται η εμφάνιση νέων διεκδικητικών οργανώσεων, η ανάδυση νέων διεκδικητικών συμβόλων..., η ανανέωση μορφών συλλογικής δράσης και βέβαια η συγκρουσιακή διάχυση- γρήγορη μετάδοση διεκδικητικών δράσεων από παραδοσιακά ενεργούς και δραστήριους σε λιγότερο ευεπίφορους κλάδους».
Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι χρήσιμα εργαλεία και για τότε και για σήμερα. Οπως το Δεκέμβρη του 2008 είδαμε το άπλωμα από «παραδοσιακά ενεργούς και δραστήριους» σε νέα κομάτια, έτσι λειτούργησε και τότε. Η δολοφονία του Λαμπράκη έβγαλε στους δρόμους ένα κίνημα που συνέχισε να παλεύει ακόμα και όταν η Ενωση Κέντρου έγινε κυβέρνηση. Τον Ιούλη του ‘65 και για ‘70 μέρες παιζόταν μέχρι πού θα έφτανε εκείνο το κίνημα και εκείνη η εξέγερση. Δεν ήταν μόνο το 114 και το 15%, ούτε μόνο η κίνηση των 115 σωματείων, ήταν η σύνθεση όλων εκείνων των αντιστάσεων που προχωρούσε να απαιτήσει να φύγει η Μοναρχία και τα στηρίγματά της.
Το ότι αυτό το κίνημα ηττήθηκε δεν ήταν φταίξιμο δικό του. Ηταν ευθύνη της ηγεσίας του και κύρια της Αριστεράς. Η παρατήρηση που κάνει ο Σεφεριάδης ότι «το καθεστωτικό δεν θα τεθεί και αντ’ αυτού θα καταβληθεί προσπάθεια ώστε το κίνημα να περιχαρακωθεί στο αίτημα περί περιορισμού των βασιλικών παρεμβάσεων στα συνταγματικά όρια» περιγράφει την πραγματικότητα που προέκυψε μέσα από το συμβιβασμό της ηγεσίας της ΕΔΑ με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις και τα Ανάκτορα.
Το άρθρο της Ιωάννας Παπαθανασίου «Η Βουλή εμανταλώθη...εκτροπή ολοκληρώθη- αριστερές αυταπάτες τις παραμονές του πραξικοπήματος της 21ης Απριλίου» είναι χρήσιμο γιατί αναφέρεται στις ευθύνες της ΕΔΑ. Αυτό όμως δεν φτάνει. Και ίσως αυτή είναι η μεγάλη αδυναμία και έλλειψη αυτού του συλλογικού αφιερώματος.Το πρόβλημα με την τότε αριστερά δεν είναι τα λάθη που έκανε, και έκανε πολλά, αλλά η άρνηση της να οργανώσει τη σύγκρουση μέχρι την ανατροπή μιας αδίστακτης κυρίαρχης τάξης και να ανοίξει την προοπτική μιας άλλης κοινωνίας. Το πιο εμπνευστικό είναι το απόσπασμα του Μεϋνό που καταγράφει ο Σεφεριάδης (σελ. 74).
«Συμβαίνει συχνά ορισμένες εκδηλώσεις που επιφανειακά δεν φέρνουν κανένα αποτέλεσμα, να αφήνουν ανεξίτηλα ίχνη στη συνείδηση του λαού και να αποτελούν τελικά την αφετηρία ή την υπόσχεση νέων αγώνων...»
Αυτά τα «ανεξίτηλα ίχνη» γέννησαν το Πολυτεχνείο, δημιούργησαν την επαναστατική αριστερά στην Ελλάδα και άνοιξαν τη δυνατότητα μέσα στον νέο «συγκρουσιακό κύκλο» να οργανώνει όχι μόνο τους αγώνες αλλά και την προοπτική τους. Η «Σύντομη Δεκαετία του 60», με όλες τις παρατηρήσεις και κριτικές που μπορεί κανείς να έχει, είναι πολύτιμη για όλους μας.
Η «σύντομη» δεκαετία του ‘60 - Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης
Τιμή: €26€, 450 σελίδες
Εκδόσεις Καστανιώτη