Άρθρο
Οι ρίζες της εξέγερσης - Πέρα από τη «γενιά των 700 ευρώ»

Mάρτης 2008, οι απεργοί της ΔEH συγκρούονται.

Τυφλό ξέσπασμα μιας νεολαίας περιθωριοποιημένης ή πρόγευση από τις εργατικές εξεγέρσεις που έρχονται; Ο Πάνος Γκαργκάνας προτείνει να ξεφύγουμε από τα κλισέ των πρώτων εντυπώσεων.

Η οργισμένη εκρηξη που συγκλόνισε την Αθήνα και τις περισσότερες μεγάλες πόλεις μετά τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου έχει αρχίσει ήδη να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων και αναλύσεων στην Ελλάδα και όχι μόνο. Ενώ το κίνημα βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, πολλοί σχολιαστές βιάζονται να το «τελειώσουν», να το κλείσουν μέσα σε ένα ερμηνευτικό σχήμα που περιλαμβάνει μερικές άγριες νύχτες βίας, που άλλοι την ονομάζουν «τυφλή» και άλλοι τη βρίσκουν «κατανοητή». Και οι μεν και οι δε, πάντως, συγκλίνουν στην άποψη ότι οι πρωταγωνιστές ήταν ένα νέο κοινωνικό υποκείμενο, η «γενιά των 700 ευρώ». Η ταξική πάλη, η εργατική τάξη και οι αγώνες της, η ιδεολογική, οικονομική και πολιτική κρίση ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος, η στάση, η δράση (ή η αδράνεια) των πολιτικών δυνάμεων, όλα αυτά χάνονται και απομένει μόνο μια απλή εξίσωση: μια ανασφαλής νεολαία που ξέρει μόνο να τα σπάει.

Αυτή η πατερναλιστική προσέγγιση μπορεί να είναι χρήσιμη για μια τρομοκρατημένη συντήρηση που έπαθε σοκ από την έκρηξη και αναζητάει τρόπους να εξομαλύνει την κατάσταση. Αλλά είναι τελείως άχρηστη για την Αριστερά που θέλει να αλλάξει τα πράγματα. Δεν αποδίδει ούτε την πραγματικότητα ούτε τις προοπτικές που ανοίγονται.

Το σοκ για τους κυβερνώντες είναι αναμφισβήτητο. Η πιο απτή απόδειξη γι’αυτό ήταν η έκτακτη συνεδρίαση της Κυβερνητικής Επιτροπής στο Μαξίμου το βράδι με τις πιο βίαιες «ταραχές», με τις φήμες στα ΜΜΕ να οργιάζουν ότι συζητάνε την κήρυξη κατάστασης «Εκτάκτου Ανάγκης». Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναγκάστηκε να κάνει επίσημη διάψευση. Ήταν σαφές ότι η κυβέρνηση, οι αρμόδιοι υπουργοί και η ηγεσία της ΕΛΑΣ δεν περίμεναν τέτοια έκταση «επεισοδίων». Είχαν συνηθίσει να διαχειρίζονται «μπάχαλα» στο περιθώριο οργισμένων διαδηλώσεων των φοιτητών και να προσπαθούν να τα αξιοποιούν προς την κατεύθυνση της απομόνωσης του κινήματος. Αλλά από την πολιτική αξιοποίηση μιας σπασμένης βιτρίνας ή έστω του καμένου φυλάκιου των ευζώνων στον Άγνωστο Στρατιώτη (τον Μάρτη του 2007) μέχρι την πολιορκία αστυνομικών τμημάτων από ολόκληρα σχολεία και τα σπασίματα και τις φωτιές από τα Εξάρχεια μέχρι την Ερμού και το Κολωνάκι, υπήρχε τεράστια απόσταση. Ο Καραμανλής ήταν αυτός που πήρε τον Χηνοφώτη από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τον έκανε υφυπουργό Δημόσιας Τάξης. Εκείνο το βράδυ πρέπει να αναρρωτιόταν μήπως έπρεπε να δώσει αστυνομικά καθήκοντα στις Ένοπλες Δυνάμεις αντί να στρατιωτικοποιεί την Αστυνομία.

Τελικά ο πανικός δεν έφτασε σε αυτό το σημείο. Επέλεξαν μια διαφορετική τακτική. Βαφτισαν τη στάση της Αστυνομίας «αμυντική» (δηλαδή η επιθετική τι θα ήταν; Να επιτραπεί σε κάθε μπάτσο να κάνει ελεύθερα χρήση του όπλου του;) και προσπάθησαν να εμφανίσουν «στοργικό» πρόσωπο απέναντι στη νεολαία. Ακόμα και ο Ψωμιάδης άρχισε να μιλάει για τα «παιδιά των 700 ευρώ».

Έτσι είδαμε εικόνες που αναμφισβήτητα εντάσονται στη γενικότερη ιδεολογική κρίση της σημερινής περιόδου. Με τον ίδιο τρόπο που οι μέχρι χτες απολογητές του νεοφιλελευθερισμού αναγκάζονται ξαφνικά να αποκηρύτουν την «απληστία των κερδοσκόπων», είδαμε τον υπουργό Παιδείας που γλένταγε το σαββατοκύριακο της δολοφονίας του Αλέξη να ισχυρίζεται ότι νοιάζεται για τους αγώνες της νεολαίας και την περιφρούρησή τους! Είδαμε τον υπουργό –πολιτικό προϊστάμενο της δολοφονίας να χασκογελάει και να χαριεντίζεται λίγο πριν αρχίσει η δακρύβρεχτη συνέντευξη τύπου για το «ατυχές συμβάν». Ιδεολογικοί κήρυκες των υψηλών ιδανικών της «ανοιχτής κοινωνίας» που παραδοσιακά μαστιγώνουν τους μαρξιστές για το «χυδαίο υλισμό» τους βρέθηκαν να ανησυχούν ότι η νεολαία έγινε μια μάζα χωρίς ιδανικά, επιρρεπής προς την τυφλή βία, γιατί τάχα προσπαθεί να φτάσει τα καταναλωτικά πρότυπα της κοινωνίας και δεν τα καταφέρνει.

Ο Μαρξ ποτέ δεν αντιμετώπισε τις κοινωνικές τάξεις με τέτοια φτηνή κοινωνιολογία. Ούτε αντιμετώπιζε τους ανθρώπους σαν τυποποιημένες μηχανές που αντιδρούν σαν τα σκυλάκια του Παβλόφ: αν δουλεύουν σε δουλειές του ποδαριού, τότε είναι ανίκανοι για πολιτική σκέψη, είναι ικανοί μόνο για άναρθρες κραυγές και σπασίματα. Αν δουλεύουν με ΙΚΑ και το μέσο μηνιάτικο, τότε ξέρουν να περιφρουρούν την πολιτική δράση τους!

Ο Μαρξ τοποθέτησε την εργατική τάξη στη θέση του επαναστατικού υποκειμένου που μπορεί να αλλάξει την κοινωνία με κριτήριο τις δυνατότητες που της δίνει η κοινωνική θέση της ως παραγωγός της υπεραξίας με την οποία αναπαράγεται το σύστημα, και όχι με τη λογική ότι αποτελεί το πιο καταπιεσμένο θύμα της κοινωνίας. Και ο Λένιν, πιστός στα διδάγματα του Μαρξ, συμβούλευε τους επαναστάτες να εξετάζουν την καταστάση της εργατικής τάξης πάντα σε συνάρτηση με τις σχέσεις της με όλες τις άλλες τάξεις της κοινωνίας. Αυτή ήταν, και παραμένει, η καλύτερη αφετηρία για να κατανοήσουμε εκρήξεις σαν αυτές που ζούμε στην Ελλάδα στο τέλος του 2008.

Οι αναλυτές που εντοπίζουν την εξέγερση στο «πρεκαριάτο», δηλαδή στη νεολαία με επισφαλή (precarious) απασχόληση (π.χ. Ξυδάκης στην Καθημερινή 28 Δεκέμβρη) πρέπει να αναλογιστούν κάποια ερωτήματα. Από πού έρχονται οι ιδεές που κυριαρχούν στα μυαλά των εξεγερμένων; Έχουν σχέση με την κινήση της εργατικής τάξης; Είναι η Πανεργατική της 10 Δεκέμβρη και οι απεργίες των εκπαιδευτικών και των νοσοκομειακών στις 18 Δεκέμβρη κομμάτι από τις «μέρες του Αλέξη»; Είναι οι μαθητές και οι φοιτητές κομμάτια του «πρεκαριάτου»; Και αν όχι, τι είναι αυτό που ξεσηκώνει το κύμα των καταλήψεων σε σχολές και σχολεία; Τι είναι αυτό που κάνει τόσο δύσκολο για την κυβέρνηση να απομονώσει του εξεγερμένους με ή χωρίς τη συναίνεση των κομμάτων της αντιπολίτευσης που καταδικάζουν απερίφραστα τους «κουκουλοφόρους»;

Ας σταθούμε σ’αυτά τα ερωτήματα, αρχίζοντας από τη νεολαία. Η σχέση ανάμεσα στη σημερινή έκρηξη και το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της Πανεπιστημιακής εκπαίδευσης είναι φανερή και ομολογημένη από όλες τις πλευρές. Το κίνημα των καταλήψεων προετοίμασε το έδαφος για τις σημερινές εξελίξεις, εξευτέλισε υπουργούς Παιδείας και Δημόσιας Τάξης, συγκρούστηκε με τα ΜΑΤ ξανά και ξανά, ριζοσπαστικοποίησε χιλιάδες φοιτητές, μαθητές και νεολαίους γενικότερα, και ετοίμασε τη ραχοκοκαλιά των σημερινών κινητοποιήσεων. Χωρίς τα παμφοιτητικά συλλαλητήρια και τις καταλήψεις στις σχολές, οι «μέρες του Αλέξη» θα ήταν σίγουρα βραχύβιες.

Στην πρώτη γραμμή αυτής της ραχοκοκαλιάς βρίσκονται αναμφισβήτητα οι φοιτητές του Ε.Μ. Πολυτεχνείου. Ξεκίνησαν πρώτοι το 2006, σταμάτησαν τελευταίοι το 2007 και βρέθηκαν επικεφαλής στα συλλαλητήρια μετά τη δολοφονία του Αλέξη. Οι φοιτητές του ΕΜΠ, όμως, δεν χωράνε στα καλούπια του «πρεκαριάτου». Το ποσοστό των φοιτητών που πηγαινοέρχονται στην Πολυτεχνειούπολη με το ιδιωτικό αυτοκίνητο της οικογενειάς τους είναι ασύγκριτα ανώτερο από το μέσο όρο που ισχύει για το σύνολο της νεολαίας, για να μην συγκρίνουμε με τα ποσοστά της άνεργης νεολαίας ή των νέων που απασχολούνται ευκαιριακά. Αντίστοιχες παρατηρήσεις μπορούν να γίνουν για όλα τα Πανεπιστήμια. Έστω και αν η Ανώτατη Εκπαίδευση έχει μαζικοποιηθεί σήμερα, οι φοιτητές δεν έχουν μετατραπεί ούτε σε προλετάριους, ούτε σε «πρεκαριάτο». Η σύνθεσή τους απο άποψη ταξικής προέλευσης των οικογενειών τους παραμένει μικτή, με μεγάλα ποσοστά απο τα μεσοστρώματα και από τα «χαρτογιακάδικα» τμήματα της εργατικής τάξης. Δεν υπάρχει κανένας κοινωνικός αυτοματισμός που να τοποθετεί τους φοιτητές επικεφαλής των εξεγέρσεων της άνεργης νεολαίας.

Υπάρχουν, όμως, ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της φοιτητικής ύπαρξης που κάνουν αυτό το κομμάτι της νεολαίας ευαίσθητο στη ριζοσπαστικοποίηση. Πρώτο, οι φοιτητές ζούν και κινούνται μέσα στα ιδρύματα που αναπαράγουν την ιδεολογία της κυρίαρχης τάξης και είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην ιδεολογική κρίση του καπιταλισμού που σήμερα παίρνει τόσο μεγάλες διαστάσεις. Δεν είναι μόνο οι φοιτητές των Κοινωνικών Επιστημών που βιώνουν τον εξευτελισμό των γκουρού του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμα και στις Θετικές Επιστήμες, αν αγαπάς τα Μαθηματικά ή τη Φυσική, η μόνη προοπτική να τα υπηρετήσεις είναι αν κάνεις έρευνα για το ΝΑΤΟ, την Microsoft ή τη Siemens. Αυτή η αντίφαση ανάμεσα στη γνώση και στη βρωμιά του πολέμου ή των σκανδάλων είναι καθημερινή συνθήκη για τη σπουδάζουσα νεολαία.

Δεύτερο, απο όπου κι αν προέρχονται ταξικά οι οικογένειες τους, το μεγαλύτερο μέρος των φοιτητών δεν ξέρει σε ποιά κοινωνική τάξη θα καταλήξει. Ζουν την αλλοτριωμένη ύπαρξη των βαθμών και των εξετάσεων, της υποβολής στο διαρκές κοσκίνισμα που καταστρέφει και τη χαρά της γνώσης και τη βεβαιότητα της μελλοντικής πορείας. Όταν έρθουν τα κατάλληλα ερεθίσματα, η αλλοτρίωση μετατρέπεται στο αντίθετο της, στη συλλογική ριζοσπαστικοποίηση.

Η ριζοσπαστικοποίηση στις ιδέες των φοιτητών και της νεολαίας ξεκινάει από τους ίδιους τους δικούς τους αγώνες, στηρίζεται από τις παραδόσεις της εξέγερσης του Νοέμβρη 1973 που διατηρούνται ζωντανές, τροφοδοτείται από τα νεα κινήματα του Σιατλ, της Γένοβας, της αντιπολεμικής έκρηξης του 2003 και συναντιέται με την πολιτικοποίηση των προηγούμενων γενιών που διατηρεί τα ποσοστά της Αριστεράς σε υψηλά επιπεδα. Στο Λεκανοπέδιο, ακόμα και με στενά κριτήρια ένας στους τρεις βρίσκεται στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος. Η φοιτητική πολιτικοποίηση όχι μόνο δεν κλείνεται σε κάποια χωριστή κατηγορία, αλλά αλληλοεπηρεάζεται με τις μαζικές εργατικές κινητοποιήσεις που σημαδεύουν τη ζωή του Λεκανοπεδίου τα τελευταία χρόνια. Πριν απο τη «γενιά των 700 ευρώ» πέταγαν αυγά στα ΜΑΤ οι απεργοί της ΔΕΗ και σκουπίδια οι απεργοί των Δήμων.

Το γεγονός ότι κάποια τμήματα της νεολαιίστικης πολιτικοποίησης στρέφονται προς αντιεξουσιαστικές αντιλήψεις και υιοθετούν τα σπασίματα σαν πρακτική είναι πολιτικό ζήτημα και όχι τυφλός κοινωνικός αυτοματισμός.

 Αν κάποιος έχει αμφιβολίες για τις πολιτικές επιλογές αυτών που πρωτοστάτησαν στα σπασίματα, ας αναλογιστεί το εξής. Λίγες βδομάδες πριν από τη δολοφονία του Αλέξη στα Εξάρχεια, έπεφτε νεκρός ένας μετανάστης από το Πακιστάν, θύμα της αστυνομικής βίας έξω από το Αλλοδαπών. Τη Δευτέρα 27 Οκτώβρη έγινε στο κέντρο της Αθήνας μια πολύ μαζική οργισμένη διαδήλωση καταγγελίας της δολοφονίας που είχε συμβεί πριν από δύο μέρες. Η σύνθεση των διαδηλωτών περιλάμβανε κομμάτια που έξι βδομάδες αργότερα θα έκαναν «λίμπα» το κέντρο της Αθήνας. Όμως στις 27 Οκτώβρη δεν έσπασε τίποτα και ο λόγος ήταν καθαρά πολιτικός. Η «άγρια νεολαία» σεβάστηκε τους μετανάστες που θα ήταν εύκολοι στόχοι της αστυνομικής καταστολής αν ξεκινούσαν επεισόδια.

Όσοι ζωγραφίζουν τη σημερινή έκρηξη σαν έργα και ημέρες ενός νεανικού κομματιού που δεν έχει αιτήματα, δεν έχει συνθήματα, δεν έχει τίποτα άλλο παρά απόγνωση που δικαιολογεί (ή δεν δικαιολογεί) άναρθρα ξεσπάσματα βίας, παγιδεύονται και παγιδεύουν σε στερεότυπα που δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Η πολιτική σκέψη δεν λείπει από τη νεολαία, λείπει από αυτούς που επιχειρούν να τη συμβουλέψουν για την «περιφρούρηση» των αγώνων της αφ υψηλού, χωρίς να έχουν το κύρος για να δίνουν τέτοιες συμβουλές. Δεν είναι μόνο οι υπουργοί του Καραμανλή αναξιόπιστοι όταν καλούν τη νεολαία να απομονώσει τα «βίαια στοιχεία» την ώρα που στέλνουν πάνοπλους αστυνομικούς εναντίον της. Είναι και ο Γιώργος Παπανδρέου που παριστάνει τον κήρυκα της «μη βίας», λες και έχουμε ξεχάσει τη δράση του στο πλευρό του Κόλιν Πάουελ όταν ετοίμαζαν τη «μη βίαιη» επέμβαση στο Ιράκ. Είναι και η Αλέκα Παπαρήγα που δεν μπορεί να ξεχωρίσει ανάμεσα σε έναν εξεγερμένο νεολαίο και έναν ασφαλίτη που προβοκάρει μια πορεία. Είναι και ο Λεωνίδας Κύρκος όταν βγαίνει στο δελτίο του Mega και ρίχνει το βάρος της ηλικίας του και των ηττών της Αριστεράς στο παρελθόν για να συνετίσει τους νέους. Αν ολόκληρα τμήματα επηρεάζονται από αναρχικές ιδέες, η εξήγηση γι’αυτό είναι πολιτική και όχι κοινωνιολογική. Με τέτοια κόμματα τριγύρω, είναι πειρασμός να γίνει κανείς αντιεξουσιαστής. 

Ας πάμε, όμως, πιο πέρα από τη νεολαία, στη σχέση της εξέγερσης με την εργατική τάξη. Είναι άραγε αλήθεια ότι η παλιά εργατική τάξη που έκανε εξεγέρσεις στο παρελθόν, το Δεκέμβρη του ‘44 ή στα Ιουλιανά του ‘65, εχεί χαθεί είτε γιατί έχει ενσωματωθεί, είτε γιατί έχει υποβιβαστεί στις τάξεις του «πρεκαριάτου»; Βρισκόμαστε σε έναν διχασμό όπου οι εργάτες πάνε με τη μεριά των «νοικοκυραίων» και η νεολαία μένει έρμαιο των «κουκουλοφόρων»; 

Αυτή η καρικατούρα δεν αντέχει στη σύγκριση με την πραγματικότητα. Πρώτα απ’όλα με τα γεγονότα των ημερών. Είναι πλήθος τα παραδείγματα από όλες τις γειτονιές της Αθήνας, όπου ο κόσμος αποδοκίμαζε τα ΜΑΤ όταν επιτίθονταν σε νεολαίους που διαδήλωναν έξω απο αστυνομικά τμήματα. Οι εκπαιδευτικοί, που δύσκολα μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι ρέπουν προς τις τάξεις των «αντιεξουσιαστών» (αντίθετα, μέχρι πρόσφατα πολλοί τους τοποθετούσαν στο άλλο άκρο, προς τη μικροαστική τάξη και οι ίδιοι οι αντιεξουσιαστές τους θεωρούν σαν «ιδεολογικούς μπάτσους»), έκαναν κινητοποιήσεις πιο μαζικές στο πλευρό των μαθητών και των φοιτητών απ’ όσο έκαναν για δικά τους αιτήματα, όπως οι αυξήσεις και οι προσλήψεις. Οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία, που είχαν πανελλαδική συγκέντρωση στο Υπουργείο Υγείας για δικά τους αιτήματα στις 18 Δεκέμβρη, ανέβηκαν με ενθουσιασμό μέσα στη βροχή στα Προπύλαια για να ενωθούν με το συλλαλητήριο των φοιτητών. Μπροστά-μπροστά ήταν το πανό των εργαζόμενων στο νοσοκομείο του Κιλκίς, που ούτε αυτοί φημίζονται ως «αντιεξουσιαστές». Και βέβαια δε μπορούμε να παραβλέψουμε τη μαζική πορεία απο το Μουσείο στο Σύνταγμα στις 10 Δεκέμβρη, τη μέρα της Πανεργατικής όταν οι ηγεσίες ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ υπέκυψαν στην κυβερνητική κινδυνολογία και ακύρωσαν τη διαδήλωση. Hταν η μαζικότερη ανταρσία ενάντια στη επίσημη ηγεσία απο το 1985. Μπορεί οι οργανώσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς να έπαιξαν βασικό ρόλο για να εκφραστεί αυτή η ανταρσία, αλλά δεν ήταν τα μέλη τους που την μαζικοποίησαν. Μεγάλα τμήματα απεργών έδωσαν το παρόν σα μια δική τους συμβολή στην εξέγερση ενάντια στη κυβέρνηση που δολοφονεί.

Το υπόβαθρο γι’αυτές τις εικόνες είναι η τεράστια εργατική συμβολή στο κύμα ριζοσπαστικοποίησης που κορυφώθηκε αυτές τις μέρες. Οι μαζικές απεργίες για το Ασφαλιστικό, όχι μόνο οι Πανεργατικές που ήταν τεράστιες, αλλά και οι απεργίες διαρκείας στη ΔΕΗ, στους Δήμους, στην Τράπεζα της Ελλάδας, τροφοδότησαν τις πολιτικές ιδέες με τις οποίες η εργατική τάξη υποδέχθηκε το ξέσπασμα της νεολαίας. Το μίσος γι’αυτούς που λεηλατούν τα Ασφαλιστικά Ταμεία και τις συλλογικές συμβάσεις των εργατών ενώνεται με την οργή για αυτούς που λεηλατούν το μέλλον της νεολαίας. Το ένα ενισχύει το άλλο και μόνο έτσι μπορεί να γίνει κατανοητό πώς η μισητή κυβέρνηση αδυνατεί να επιβάλει την τάξη. Η εργατική συμπάθεια για τους εξεγερμένους είναι ισχυρότερη απο τη κυβερνητική κινδυνολογία για τους «κουκουλοφόρους» και αυτή είναι η δύναμη που εμποδίζει τη λήψη δραστικότερων μέτρων καταστολής. Μόνο μια αντιπολίτευση που διαρκώς ψελίζει για την «ανυπαρξία» της Αστυνομίας αδυνατεί να το καταλάβει αυτό.

Η εργατική τάξη αναμφίβολα αντιμετωπίζει δυσκολίες για να ενώσει τα κομμάτια της. Υπάρχουν πολιτικές δυσκολίες για να φτάσουμε στο σημείο όπου θα ενωθούν τα παραδοσιακά κάστρα του εργατικού συνδικαλισμού στις ΔΕΚΟ με τα ασυνδικάλιστα κομμάτια της «επισφαλούς απασχόλησης» των νέων ή των μεταναστών. Αλλά δεν υπάρχουν αντικειμενικά εμπόδια για μια τέτοια ενότητα. Σύμφωνα με τον μαρξιστικό ορισμό της, η εκμετάλλευση είναι μεγαλύτερη στα πιο παραγωγικά και όχι στα πιο καταπιεσμένα τμήματα της τάξης. Πιο πολλή υπεραξία ρίχνουν στον κορβανά των καπιταλιστών οι εργάτες της Ιντρακόμ ή του ΟΛΠ παρά οι νέοι με τα μηχανάκια που μοιράζουν πίτσες. Τα κλισέ για τους «προνομιούχους» απέναντι στους «πρεκαριάτους» δεν βοηθούν. Άλλωστε πάντοτε υπήρχαν οι απόπειρες να μας χωρίσουν σε «ρετιρέ» και σε «υπόγεια». Όποιος νομίζει ότι ήταν αντικειμενικά πιο εύκολο πριν 90 χρόνια να ενωθούν οι μεταλλεργάτες του Πουτίλοφ με τις πλύστρες στις γειτονιές της Πετρούπολης σε ενιαία σοβιέτ, ας το ξανασκεφτεί.

Ο καπιταλισμός έφερε πολλές αλλαγές στην εργατική τάξη μέσα σ’αυτά τα ενενήντα χρόνια, όπως είχε φέρει και στον αιώνα πριν τη Ρώσικη Επανάσταση. Στο 19ο αιώνα στη Βρετανία, «προνομιούχοι» θεωρούνταν οι πρώτοι εργάτες που πέταξαν τα τσόκαρα και άρχισαν να φορούν παπούτσια. Αλλά αυτό δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ο καπιταλισμός δημιουργούσε τον «ιστορικό νεκροθάφτη» που έκανε την εμφάνιση του τόσο εκρηκτικά στις Επαναστάσεις του 1917-1923. Σήμερα, οι κλάδοι αιχμής δεν είναι πιά οι καπνεργάτες της εποχής του ΣΕΚΕ, ούτε οι οικοδόμοι των Ιουλιανών του 1965. Αλλά από τους κομπιουτεράδες των κλάδων πληροφορικής μέχρι τους ντελιβεράδες των κλάδων παροχής υπηρεσιών, η εργατική τάξη παραμένει αντικειμενικά ενιαία. Επιπλέον, η δύναμη που είχε το σύστημα να εξαπολύει τις νεοφιλελεύθερες επιθέσεις του αποδομώντας τα παραδοσιακά ισχυρά τμήματα της εργατικής τάξης και ενθαρρύνοντας την απασχόληση σε νέα «ευέλικτα» κομμάτια μπαίνει σε κρίση. Ο νεοφιλελευθερισμός δεν βρίσκεται πια στο απόγειο, αλλά στο ναδίρ του. Η απέναντι πλευρά της ταξικής πάλης αποδυναμώνεται μέσα απο τις οικονομικές αποτυχίες, την ιδεολογική χρεωκοπία, τις πολεμικές ήττες. Οι δυνατότητες για την εργατική τάξη να οικοδομίσει την ενότητα της είναι όχι μόνο αντικειμενικά υπαρκτές, αλλά και ενισχυμένες απο τη μεταβολή των συσχετισμών που φέρνει η κρίση. 

Όταν δούμε τις εξελίξεις μ’αυτόν τον τρόπο, τότε γίνεται καθαρό ότι η εξέγερση των τελευταίων ημερών του 2008 μπορεί να πάει πολύ πέρα απο τη «γενιά των 700 ευρώ». Για την ακρίβεια, είναι μόνο το πρελούδιο για τις εργατικές εξεγέρσεις του 21ου αιώνα.