Άρθρο
Αντινεοφιλελεύθερη ή Aντικαπιταλιστική Aριστερά;

Συλλαλητήριο την επόμενη μέρα της δολοφονίας.

Οι αντιστάσεις των εργατών και της νεολαίας παίρνουν διαστάσεις εξεγέρσεων. Αυτό, σε συνδιασμό με την έκταση της κρίσης του καπιταλισμού, βάζει επιτακτικά το ζήτημα της προοπτικής υποστηρίζει η Μαρία Στύλλου. Είναι ώρα επιλογών για την Αριστερά.

Ένα πολύ μεγάλο κίνημα έχει γεννηθεί – απεργίες, καταλήψεις, νεολαιίστικη εξέγερση, αντιπολεμικά συλλαλητήρια – διεθνώς και στην Ελλάδα.

Το κίνημα στην Ελλάδα είναι τόσο έντονο που έχει γίνει πρότυπο σε όλη την Ευρώπη. Προκάλεσε συλλαλητήρια συμπαράστασης σε όλες τις χώρες, διαδηλώσεις στην Πολωνία, στη Βρετανία, στη Γαλλία, στην Ισπανία, στην Ιταλία, την Τουρκία, στο Βελιγράδι. Ακόμα και στην Κορέα και στην Αργεντινή. 

Όποιος παρακολουθεί την τελευταία χρονιά την Ελλάδα είναι δύσκολο να μην έχει εντυπωσιαστεί. Το 2008 μπήκε με απεργίες ενάντια στο ασφαλιστικό. Η κυβέρνηση ανέβαλε συνεχώς την κατάθεση του νομοσχεδίου και την συζήτηση στη Βουλή, ελπίζοντας ότι η εργατική αντίσταση θα σταματήσει. Έλπιζε ότι οι κινητοποιήσεις και οι απεργίες που ξεκίνησαν τον Οκτώβρη του 2007 (ένα μήνα μετά τις εκλογές) δε θα μπορούσαν να συνεχίσουν για πέντε ολόκληρους μήνες, μέχρι το τέλος του Μάρτη του 2008. Κι όταν τελείωσε το μεγάλο απεργιακό κύμα για το ασφαλιστικό, δεν τελείωσαν και οι απεργίες.

Ως η χρονιά των απεργιών, των καταλήψεων και της εξέγερσης μπορεί άνετα να χαρακτηριστεί το 2008, όχι μόνο λόγω ασφαλιστικού αλλά και για ό,τι  επακολούθησε το φθινόπωρο. Τα νέα για την κρίση και την κατάρρευση των τραπεζών ακολούθησαν ομοβροντίες εργατικών κινητοποιήσεων με κατάληψη της Ζήμενς στη Θεσσαλονίκη, της Άλτεκ στη Μεταμόρφωση της Αθήνας, και μαζί το ξαναζωντάνεμα των φοιτητικών και μαθητικών καταλήψεων. Η πρώτη Πανεργατική στις 21 Οκτώβρη και η επόμενη στις 10 Δεκέμβρη ήταν απόδειξη ότι μια καινούργια περίοδος εργατικών συγκρούσεων ξεκίνησε. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ξέσπασε η εξέγερση.  Η σπίθα που άναψε την πυρκαγιά ήταν η δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου. Οι μαθητικές και φοιτητικές καταλήψεις μετατράπηκαν σε  διαρκείας. Για 3 εβδομάδες η κυρίαρχη τάξη δεν μπορούσε να ελέγξει την κατάσταση. Προσπάθησε να χρησιμοποιήσει την πολιτική της έντασης για να βγάλει τον κόσμο από τους δρόμους, αλλά απότυχε. Εάν έλπιζαν ότι οι γιορτές θα καταλάγιαζαν το κλίμα, η επίθεση του Ισραήλ στη Γάζα ξαναέβγαλε τον κόσμο στους δρόμους. Σε όλες τις πόλεις τα συλλαλητήρια με σύνθημα «Κάτω τα χέρια από τη Γάζα», «Λευτεριά στην Παλαιστίνη» ήταν πολύ μεγάλα. Η ατμόσφαιρα θύμιζε το αντιπολεμικό κίνημα του 2003. 

Όταν εκεί έχουν φτάσει τα πράγματα, είναι σαφές ότι η κυρίαρχη τάξη ανησυχεί και η κυβέρνηση έχει χάσει τον έλεγχο. Για να αλλάξει το κλίμα, προσπάθησε να παίξει το χαρτί του ανασχηματισμού. Να διώξει ή να αλλάξει τους πιο μισητούς υπουργούς. Αλλά ούτε αυτό το τέχνασμα δεν φάνηκε να δουλεύει. Η αλλαγή του Στυλιανίδη και η αντικατάσταση του από τον Αρη Σπηλιωτόπουλο δεν σταμάτησε το κύμα των καταλήψεων. Πολύ αργά για να μπορέσουν τέτοιες τακτικές να σταματήσουν τις αντιδράσεις. 

Η Ντόρα Μπακογιάννη προσπάθησε να εμφανίσει ότι η Ελλάδα διαφωνεί με την επέμβαση στη Γάζα. Διαψεύστηκε οικτρά όταν δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες η μεταφορά αμερικάνικων όπλων - μέσω Αστακού – στο Ισραήλ. Η συνέχεια είναι ότι αντί τα συλλαλητήρια ενάντια στην εισβολή να σταματήσουν, επεκτάθηκαν και στον Αστακό και έγιναν πιο πολύ αντικυβερνητικά.   

Η προοπτική για το 2009 είναι ότι οι συγκρούσεις θα είναι ακόμα μεγαλύτερες. Όλα είναι ανοιχτά, κι αυτό ανησυχεί τους από πάνω.

Στρατηγική

 Είναι επιτακτικό μέσα στη σημερινή συγκυρία να μπαίνει καθαρά το ζήτημα της προοπτικής. Εάν τα προηγούμενα χρόνια μπορούσε κανείς να το ξεχάσει, η διάσταση της οικονομικής κρίσης, οι επιθέσεις και η πόλωση ανοίγουν το θέμα της προοπτικής είτε το θέλουν οι ηγεσίες της αριστεράς είτε όχι. Αυτές οι εξελίξεις είναι που ενεργοποιούν διάφορους από το χώρο της αριστεράς να κτυπήσουν το καμπανάκι του κινδύνου. Να θυμίσουν ότι ο σοσιαλισμός πέθανε το 1989 κα οποιαδήποτε προσπάθεια να ξαναμπεί αυτή η προοπτική θα ήταν θανάσιμο λάθος (Γιώργος Γιαννουλόπουλος, Ελευθεροτυπία). Να επισημάνουν ότι η αριστερά πρέπει να στηρίζει το αστικό κράτος, θυμίζοντας άρθρο της Unita (εφημερίδα του Ιταλικού ΚΚ) το 1977 (άρθρο του Παύλου Τσίμα στα Νέα) και τέλος στην Εποχή στις 11 Γενάρη ο Περικλής Κοροβέσης, βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Αθήνα, ζητάει από την αριστερά να διακηρύξει ότι απεχθάνεται τη βία.

Το πραγματικό ζήτημα είναι ότι έχει ανοίξει πολύ πλατιά η συζήτηση για την προοπτική και κανένας δεν μπορεί να την ξορκίσει με κινδυνολογίες και με επιχειρήματα ότι ο σοσιαλισμός είναι μια παρωχημένη ιστορία. Ούτε τα επιχειρήματα περί αντινεοφιλεύθερης στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η αποκατάσταση του Στάλιν από το ΚΚΕ μπορούν να κλείσουν αυτή τη συζήτηση. 

Ο καπιταλισμός την τελευταία εικοσαετία χρησιμοποίησε το ιδεολόγημα του νεοφιλελευθερισμού, για να στηρίζει τις επιθέσεις και πάνω απ’ όλα για να δείξει ότι είχε βρει το φάρμακο απέναντι στην οικονομική κρίση. Τα νέα κινήματα που συγκρουστήκαν στο Σηάτλ, στην Πράγα, στη Γένοβα, με τους G8, με το Δ.Ν.Τ., την Παγκόσμια Τράπεζα και τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, ριζοσπαστικοποιήθηκαν πάνω σ’αυτήν την αντιπαράθεση. Αυτή η σύγκρουση στις αρχές του 2000 ήταν η κινητήρια δύναμη για τις καινούργιες ιδέες και για την ανάπτυξη αυτών των κινημάτων. Η σύγκρουση με τον νεοφιλελευθερισμό ήταν η σύγκρουση με την κυρίαρχη ιδεολογία της περιόδου. Απ’ αυτή την άποψη οι αντινεοφιλελεύθερες δυνάμεις έπαιξαν προωθητικό ρόλο για το κίνημα στις αρχές της δεκαετίας. Τα πράγματα άλλαξαν όταν άρχισε να φουντώνει η κρίση. Όταν δεν έφτανε να δηλώνεις απλά αντινεοφιλελεύθερος, αλλά χρειαζόταν να πάρεις θέση απέναντι στις συγκρούσεις που ξεσπούσαν. Οι πιέσεις μεγάλωσαν ιδιαίτερα μετά το 2007. Οι δυνάμεις που δήλωναν αντινεοφιλελεύθερες δεν μπορούσαν να περιορίζονται σε γενικές καταγγελίες, ήταν ανάγκη να πάρουν χειροπιαστές πρωτοβουλίες και να στηρίζουν τους αγώνες που ξεσπούσαν.

Στην Ελλάδα οι εξελίξεις προχώρησαν γρήγορα. Η κρίση της Ν.Δ. στις εκλογές του 2007, και παράλληλα η πτώση του ΠΑΣΟΚ στις ίδιες εκλογές, ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ σαν τις πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να οργανώσουν τις αντιστάσεις και να τους δώσουν προοπτική. Για τον κόσμο που καταψήφισε τα δυο μεγάλα κόμματα και κοίταζε στα αριστερά, οι εξελίξεις ήταν πολύ γοργές. Η οικονομική κρίση και οι αγώνες που ξέσπασαν την τελευταία χρονιά αποκάλυψαν την αδυναμία και των δυο κομμάτων να παίξουν ηγετικό ρόλο στις εξελίξεις. 

Το απέδειξαν πρώτα απ’ όλα σε όλες τις μάχες που άνοιξαν τον τελευταίο χρόνο. Στις απεργίες για το ασφαλιστικό, τις αυξήσεις, τις ιδιωτικοποιήσεις και τις απολύσεις. Έπαιξαν ρόλο ανασταλτικό στις κινητοποιήσεις των φοιτητών ενάντια στην εφαρμογή του νόμου πλαίσιου στις πρυτανικές εκλογές. Οι φοιτητικές καταλήψεις νίκησαν στο άρθρο 16 και συνέχισαν ενάντια στο νόμο πλαίσιο. Παρ’όλο που ο νόμος πέρασε από τη Βουλή, το φοιτητικό κίνημα συνέχισε να παλεύει για να μην εφαρμοστεί. Η συγκεκριμένη αντιπαράθεση συγκεντρώθηκε γύρω από τις πρυτανικές εκλογές την άνοιξη του 2008. Οι φοιτητές οργανώθηκαν για να μπλοκάρουν τις εκλογές και στη μάχη αυτή ανακάλυψαν ότι είχαν από την άλλη μεριά όχι μόνο την κυβέρνηση και τους υποψήφιους πρυτάνεις κλπ, αλλά και τις ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. Πρακτικά σήμαινε ότι αυτό το τεράστιο κίνημα που έδωσε τη μάχη ενάντια στο άρθρο 16 και το νόμο πλαίσιο, το διέσπασαν τα ρεφορμιστικά κόμματα με δική τους ευθύνη. Επέβαλαν στις φοιτητικές νεολαίες τους να μη συμμετέχουν (αν και αυτό δεν πέρασε παντού) και κατηγόρησαν αυτούς που συνέχισαν να δίνουν τη μάχη σαν προβοκάτορες και «βίαιες μειοψηφίες». Ήταν μια απόπειρα με αφορμή την εφαρμογή του νόμου πλαισίου να περάσει ξανά ο έλεγχος των σχολών στη συμμαχία Υπουργείου και αντιδραστικών καθηγητών που στήριζαν από την αρχή το νόμο πλαίσιο. 

Παρόμοια είναι η εμπειρία και με τους εργατικούς αγώνες. Οι απεργίες για το ασφαλιστικό είχαν αναγκάσει την κυβέρνηση να αναβάλει συνεχώς την κατάθεση και τη συζήτηση στη Βουλή. Αυτό έδειχνε το πόσο η κυβέρνηση φοβόταν την κλιμάκωση και προσπαθούσε να την αποφύγει. Η δυνατότητα να συνεχιστούν οι απεργίες και μετά την ψήφιση του νόμου στη Βουλή ήταν ορθάνοικτη. Αυτό θα βοηθούσε το εργατικό κίνημα να συνεχίσει ενωμένο αυτή τη μάχη που αφορούσε όλους τους εργαζόμενους. Και αυτούς που πάλευαν για την ένταξη στα βαριά και ανθυγιεινά, και ενάντια στις συνενώσεις των ταμείων και ενάντια στη διάλυση δυνατών ασφαλιστικών ταμείων και την υπαγωγή τους στο ΙΚΑ όπως ήταν της ΔΕΗ, της Τράπεζας της Ελλάδος και όλων των τραπεζών. Η απόφαση που πήραν οι ομοσπονδίες στις 19 και 20 Μάρτη για να κλείσουν τις απεργίες, διέσπασε εκ των πραγμάτων την ενότητα και τη δύναμη αυτής της μάχης. Δυναμική που μπορούσε να φτάσει σε νίκη ακόμα και μετά την ψήφιση του ασφαλιστικού. Αυτή η απόφαση πάρθηκε σε όλες τις ομοσπονδίες με την ενεργή συμμετοχή των συνδικαλιστών του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ. 

Η μάχη για να μην γίνουν απολύσεις και για να μην χάσουν οι εργάτες τις δουλειές τους σε περίοδο κρίσης, σήμαινε καταλήψεις και διεκδίκηση να αναλάβει το κράτος τα εργοστάσια χωρίς να πληρώσει αποζημίωση τους ιδιώτες. Η Άλτεκ στην Αθήνα, η Ζήμενς στη Θεσσαλονίκη έδειξαν το δρόμο. Οι καταλήψεις χώρων δουλειάς ανοίγουν μια σειρά από ζητήματα: πώς θα συνεχίσει και θα απλωθεί η συγκεκριμένη μάχη, αλλά και η σημασία της αλληλεγγύης και της στήριξης της κατάληψης. Αυτό δεν μπορεί να περιοριστεί σε επισκέψεις βουλευτών και δηλώσεις στα ραδιόφωνα και στην τηλεόραση, αλλά χρειάζονται απεργίες συμπαράστασης για να μετατραπεί αυτή η μάχη σε αγώνα όλης της εργατικής τάξης.

Η μάχη για τις αυξήσεις: Το φθινόπωρο άνοιξε η προοπτική οι εκπαιδευτικοί στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια να ξεκινήσουν απεργίες με αίτημα αυξήσεις 1400 ευρώ κατώτερο μισθό. Ο ΣΥΝ και το ΚΚΕ καταψήφισαν μέσα στις συνελεύσεις την απόφαση για πενθήμερες απεργίες που ήταν η πρόταση της ΟΛΜΕ. Άφησαν στην πραγματικότητα την πρωτοβουλία στη δεξιά να κινδυνολογεί, στα πιο συντηρητικά κομμάτια του ΣΥΝ και της ΠΑΣΚΕ να βάλουν τις πιέσεις και να επιχειρηματολογούν γιατί μια τέτοια απεργία δεν πρόκειται να κερδίσει. Στις συνελεύσεις επικρατούσε κλίμα διάλυσης εκτός από τις ΕΛΜΕ που η αντικαπιταλιστική αριστερά έδωσε τον τόνο. 

Η κρίση χρειάζεται αγώνες διαφορετικούς από προηγούμενα. Η κυρίαρχη τάξη δεν είναι διατεθειμένη για εύκολες υποχωρήσεις. Την οργάνωση αυτών των αγώνων δεν μπορούν να την εξασφαλίσουν ηγεσίες που αναζητούν γρήγορους συμβιβασμούς, δηλαδή οι ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων. Το 2007, και τα δυο αυτά κόμματα έμοιαζαν ότι βρίσκονται στα αριστερά του κινήματος. Η ήττα της Ν.Δ. στις εκλογές, η μείωση της δύναμης του ΠΑΣΟΚ, και η άνοδος των κομμάτων της αριστεράς έμοιαζε να επιβραβεύουν τις στρατηγικές τους. Όμως οι εξελίξεις ήταν γρήγορες και οι πιέσεις μεγαλύτερες. Το κίνημα άρχισε να δίνει μεγαλύτερες μάχες και οι ρεφορμιστές βρέθηκαν στα δεξιά του. Παράλληλα υπήρξε μια σχετική ανάκαμψη της σοσιαλδημοκρατίας. Το ΠΑΣΟΚ και η ΝΔ ασκούν την ίδια διαχείρηση του καπιταλισμού όταν ανεβαίνουν στην κυβέρνηση, αλλά έχουν διαφορετικές δυνατότητες πρόσβασης στον κόσμο της αριστεράς. Η σοσιαλδημοκρατία ακόμα και στη σημερινή παρακμή της διατηρεί δεσμούς με την εργατική τάξη. Είναι διαφορετικό για τους ρεφορμιστές όταν θεωρούν ότι αυτοί μπορούν να καλύψουν το χώρο του ΠΑΣΟΚ και διαφορετικό όταν το ίδιο το ΠΑΣΟΚ κινείται στο χώρο τους. Οι πιέσεις για προσαρμογή είναι πολύ μεγαλύτερες. Αυτό που φαινόταν αριστερό μέσα από ρητορικές και συμβολικές κινήσεις δεν είναι πια αρκετό.

Η στρατιωτική επέμβαση του Ισραήλ στη Γάζα και η προσπάθεια να τσακίσει την Παλαιστινιακή Αντίσταση αποκάλυψε άλλο ένα πρόβλημα της αριστεράς. Το πόσο έχει συμβιβαστεί με το Ισραήλ. Αυτό φάνηκε, παρά τις δηλώσεις και των δύο – ΚΚΕ και ΣΥΡΙΖΑ - ότι είναι λάθος οι ίσες αποστάσεις. Τόσο η ηγεσία του ΚΚΕ όσο και του ΣΥΡΙΖΑ αγνόησαν επιμελώς την εκλεγμένη κυβέρνηση των Παλαιστίνιων και περιόρισαν τις επαφές τους γύρω από τον Πρόεδρο Αμπάς. Ενώ το Ισραήλ σφυροκοπάει τη Γάζα, οι ελληνικές ηγεσίες αναζητούσαν συνομιλητές στα πιο συμβιβασμένα με το Ισραήλ τμήματα. Εάν κοιτάξει κανένας τα μεγάλα συλλαλητήρια που έγιναν, η συμμετοχή και των δύο κομμάτων ήταν πολύ μικρή. Η μεγαλύτερη κινητοποίηση του ΚΚΕ στην Αθήνα δεν ξεπερνούσε τους 2000, του δε ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ μικρότερη. Στο κέντρο αυτής της αντιμετώπισης βρίσκονται τρία προβλήματα. Το πρώτο είναι το επιχείρημα ότι τα κινήματα που ελέγχονται από ισλαμιστές δεν αξίζουν την συμπαράστασή μας. Πρόκειται για τραγικό λάθος τη ώρα που η Χαμάς και η Χεζμπολάχ βγαίνουν στην πρώτη γραμμή της αντίστασης στον ιμπεριαλισμό στην Μέση Ανατολή. Το δεύτερο είναι ο εξωραϊσμός της συνεργασίας των αντιδραστικών αραβικών καθεστώτων με την Ευρωπαϊκή Ένωση σε οποιοδήποτε σχέδιο εκεχειρίας προτείνουν. Και το τρίτο είναι η αποφυγή της πόλωσης εδώ, μέσα στην Ελλάδα. Ηγεσίες ενεργοποιήθηκαν για να σταματήσουν την έκρηξη του Δεκέμβρη, δεν θα ήθελαν ξανά ένα νέο κίνημα στο δρόμο που να φωνάζει «Κάτω η κυβέρνηση των δολοφόνων από τα Εξάρχεια μέχρι την Παλαιστίνη». 

Αντικαπιταλιστική Αριστερά

Η επαναστατική αριστερά διεθνώς ήταν μικρή όταν έγινε το Σηάτλ. Όμως αναπτύχτηκε μέσα από τη συμμετοχή της στους αγώνες και την στήριξη της επαναστατικής προοπτικής για το κίνημα. Κάθε φορά που ο κόσμος ξεσηκώνεται, μαζί ανοίγει και η συζήτηση για την αντιμετώπιση, για το πώς μπορεί να προχωρήσει παραπέρα. Σ’αυτή τη συζήτηση η παρουσία του επαναστατικού πόλου είναι πολύ σημαντική, γιατί έτσι μπορεί και αντιπαρατίθεται και με τον ρεφορμισμό και με την αυτονομία. Πολύς κόσμος που επηρεάζεται από τους ρεφορμιστές, όταν μπαίνει στη μάχη σπάει απ’ αυτούς γιατι τους γνωρίζει καλύτερα μέσα στη δράση. Αυτός ο κόσμος χρειάζεται να συνεχίσει οργανωμένος, εάν θέλουμε να συνεχίσει το ίδιο το κίνημα και να μεγαλώσει. Μ’αυτόν τον τρόπο θα βοηθήσει και όσους έχουν συγκρουστεί με τις παλιές ιδέες να ξεκόψουν τελείως. 

Ο Τρότσκι τη δεκαετία του 30, υποστήριζε ότι το κίνημα χρειάζεται μια νέα ηγεσία που δεν ήταν ούτε τα σταλινικά Κ.Κ., ούτε τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Το ίδιο απαιτεί και η σημερινή περίοδος. Γι’ αυτό και σε όλη την Ευρώπη υπάρχουν προσπάθειες να συνεργαστούν οργανώσεις, άτομα και κινήσεις που αναφέρονται στην αντικαπιταλιστική και στην επαναστατική αριστερά. 

Το δυνάμωμα μιας τέτοιας αριστεράς εξαρτάται από τρία πράγματα.

Το πρώτο είναι η προοπτική. Απέναντι στους ρεφορμιστές που μέσα σε περίοδο κρίσης και εξέγερσης, προσπαθούν να εμφανιστούν σαν οι συνεπείς διαχειριστές ενός άλλου καπιταλισμού πιο «ανθρώπινου» ή πιο «λαϊκού» και απέναντι σε μια αυτονομία που υποκαθιστά την ταξική πάλη με την εξέγερση του ατόμου, η επαναστατική αριστερά χρειάζεται να προβάλει την απελευθερωτική δυνατότητα της εργατικής εξουσίας και του σοσιαλισμού. Μέσα σε συνθήκες κοινωνικής κρίσης και πόλωσης δεν μπορούν να υπάρχουν νησίδες ούτε «φιλολαϊκής» διαχείρισης ούτε ατομικής «απελευθέρωσης». Αν το κίνημα δεν οργανωθεί για να επιβάλει την εργατική δημοκρατία νικώντας τους καπιταλιστές και το κράτος τους, τότε θα χαραμίσει τις δυνάμεις του.

Το δεύτερο είναι η στήριξη και η σύνδεση των αγώνων για να νικήσουν. Μπορεί η σοσιαλδημοκρατία να βρίσκεται σε κρίση και οι αριστερός ρεφορμισμός να είναι ανεπαρκής, όμως και οι δυο συνεχίζουν να επηρεάζουν και να δεσμεύουν γύρω τους τεράστια κομμάτια της εργατικής τάξης. Ο Τρότσκι το 30 μέσα σε δύσκολες συνθήκες για τους επαναστάτες συνέχιζε να υποστηρίζει την ανάγκη της κοινής δράσης με την βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων. Αυτή η τακτική είναι σήμερα ακόμα πιο αναγκαία και για να νικάνε οι αγώνες και για να κερδηθεί ένα ακόμα μεγαλύτερο κομμάτι στην επαναστατική προοπτική. Η συνεργασία των αντικαπιταλιστών διευρύνει το ακροατήριο τους και τη δυνατότητα να επηρεάζουν ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι του κινήματος. Μέσα απ’ αυτόν τον τρόπο βάζει πιέσεις στις ρεφορμιστικές ηγεσίες. Τις αναγκάζει πολλές φορές να «δράσουν εκτός γραμμής». Έχουμε αυτήν την εμπειρία και πρόσφατα στην Ελλάδα. Στο αντιπολεμικό κίνημα, στις φοιτητικές και μαθητικές καταλήψεις, στις μεγάλες απεργίες. Σε όλα αυτά οι ρεφορμιστές ήταν στην κόντρα, αλλά αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν γιατί μια άλλη αριστερά έσπρωχνε και κέρδιζε τον κόσμο. Όσο η κρίση αγριεύει, η λογική του ρεφορμισμού σπρώχνει τέτοιες ηγεσίες να βρουν καταφύγιο στο «μίνιμουμ πρόγραμμά» τους, να αναζητούν τα ελάχιστα «μέτρα ανακούφισης» για τους εργαζόμενους. Όμως οι εργαζόμενοι όταν μπαίνουν σε κίνηση δεν έχουν κανένα φραγμό ανάμεσα στο «μίνιμουμ» και στο «μάξιμουμ» πρόγραμμα. Η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι η δύναμη που σπρώχνει τους αγώνες να ξεδιπλωθούν ενωτικά, γιατί έχει την εμπιστοσύνη ότι η δυναμική τους οδηγεί στη γενίκευση και όχι στο μινιμάρισμα. 

Το τρίτο είναι ο ρόλος της επαναστατικής οργάνωσης. Το ΣΕΚ ήταν από το ξεκίνημα μέσα στην πρωτοβουλία για την συνεργασία αντικαπιταλιστικών κινήσεων και οργανώσεων. Από την αρχή απευθύνθηκε σε όλες τις οργανώσεις και κινήσεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και στις οργανώσεις του ΜΕΡΑ, και στις οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΕΝΑΝΤΙΑ. Τώρα έχουμε φτάσει στο σημείο που η συνεργασία των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς προχωράει και γίνεται το κέντρο των προσδοκιών χιλιάδων κόσμου της αριστεράς. Παλιοί και νέοι αγωνιστές αντιμετωπίζουν αυτή την προσπάθεια με τον πιο θερμό τρόπο. Ελπίζουν ότι θα πετύχει και ότι θα λειτουργήσει για χιλιάδες άτομα σαν πόλος δράσης και συσπείρωσης. 

Αυτή είναι μια προοπτική που πρέπει να την αντιμετωπίσουμε σοβαρά. Όσο πιο πετυχημένα θα προχωράει η συνεργασία και η ενότητα των αντικαπιταλιστών, τόσο πιο σύνθετα προβλήματα τακτικής, οργάνωσης των αγώνων και ιδεολογικής αντιπαράθεσης θα έχει να αντιμετωπίσει. Μαζικοποίηση των πρωτοβουλιών του αντικαπιταλιστικού χώρου σημαίνει κοινή δράση και τριβή με κομμάτια που επηρεάζονται από τις ιδέες του ρεφορμισμού και της αυτονομίας. Από τις ιδέες του «ρεαλισμού» από τη μια μεριά και της «ανυπομονησίας» από την άλλη. Ένα δυνατό επαναστατικό κόμμα μέσα σ’αυτή την πορεία είναι πιο απαραίτητο παρά ποτέ. Τόσο σαν καθημερινό στήριγμα για την οργάνωση των αγώνων σε όλους τους χώρους, όσο και σαν δύναμη που βοηθάει τον αντικαπιταλισμό να εξελιχθεί στην κατεύθυνση της εργατικής επανάστασης και του σοσιαλισμού.