Ποιοί θα πληρώσουν για την κρίση; Αυτοί ή εμείς; Ο Σωτήρης Κοντογιάννης αναλύει τις συγκρούσεις που ανοίγονται μπροστά μας.
“Την εβδομάδα που ακολούθησε τη Μαύρη Πέμπτη” γράφει ο Τζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, ο ιστορικός του Κραχ του 1929, “τα λαϊκά έντυπα του Λονδίνου παραληρούσαν για τις σκηνές που υποτίθεται ότι εκτυλισόνταν στο κέντρο της Νέας Υόρκης: κερδοσκόποι αυτοκτονούσαν πηδώντας από τα παράθυρα. Και οι πεζοί περπατούσαν με προσοχή στα πεζοδρόμια για να μην πατήσουν τα πτώματα των πεσμένων χρηματιστών”.
Φυσικά δεν ήταν μόνο υπερβολή αλλά και ψέμα. “Λίγοι ακολούθησαν την κλασσική μέθοδο να πηδήξουν από το παράθυρο” γράφει ο Γκάλμπρεϊθ. “Ο επικεφαλής της Rochester Gas and Electric Company αυτοκτόνησε με γκάζι. Κάποιος άλλος μάρτυρας έβρεξε τα ρούχα του με βενζίνη και αυτοπυρπολήθηκε... Ενας επίδοξος αυτόχειρας πήδηξε στον ποταμό Σουιλκίλ, αλλά άλλαξε γνώμη μόλις έπεσε στο νερό... Είχαμε επίσης την αυτοκτονία του Τζ.Τζ.Ριόνταν... Την Παρασκευή 8 Νοεμβρίου πήγε στην τράπεζά του, πήρε ένα πιστόλι από τη θυρίδα ενός ταμία, γύρισε σπίτι του και αυτοπυροβολήθηκε.”
Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε κύμα αυτοκτονιών. Συνήθως, όμως, αυτοί που δίνουν μόνοι τους τέλος στη ζωή τους -κατά κανόνα απλοί άνθρωποι που λυγίζουν κάτω από την πίεση του συστήματος- ελάχιστα ενδιαφέρουν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η τραγωδία του θανάτου τους μένει στην αφάνεια, όπως είχε μείνει στην αφάνεια και όλα τα προηγούμενα χρόνια το δράμα της ζωής τους. Αλλά ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, ένας τραπεζίτης -έ αυτό είναι είδηση!
Ούτε σήμερα υπάρχει κύμα αυτοκτονιών. Αλλά όπως και τότε έτσι και σήμερα ο κατάλογος των αυτοχείρων περιλαμβάνει μερικά τρανταχτά και αναπάντεχα ονόματα: τον Αντολφ Μέρκλε, τον πέμπτο πλουσιότερο άνθρωπο της Γερμανίας. Η αυτοκρατορία του περιλάμβανε πάνω από 120 επιχειρήσεις και σχεδόν 100.000 εργαζόμενους. Τη Δευτέρα στις 6 Γενάρη πήδηξε στις γραμμές του τρένου. Τον Τιερύ Μαγκόν ντε λα Βιλχουσέτ, έναν τραπεζίτης από τη Γαλλία που έκοψε τις φλέβες του στο γραφείο του στο Μανχάταν. Τον Κρίστεν Σνορ, διευθυντικό στέλεχος της τράπεζας HSBC, που διάλεξε το πανάκριβο ξενοδοχείο Καρλτον Τάουερ του Λονδίνου για να κρεμαστεί. Τον Κιρκ Στήβενσον, τον δοιηκητής του Ολιβαντ, ενός από τα μεγαλύτερα hedge funds της Βρετανίας, που έπεσε στις γραμμές του μετρό του Λονδίνου. 'Η τον Αλεξ Βίντμερ, τον πρόεδρο της ελβετικής τράπεζας Julius Bear που αυτοκτόνησε κάτω από αδιευκρίνιστες συνθήκες στις αρχές του Δεκέμβρη.
Annus Horibilis
Φυσικά ούτε σήμερα έχουν γεμίσει τα πεζοδρόμια της Νέας Υόρκης και του Λονδίνου με πτώματα χρηματιστών και τρπεζιτών. Αλλά η απόγνωση και ο πανικός κάνουν κυριολεκτικά θραύση. “Η περασμένη χρονιά” έγραφε στις 5 Γενάρη τη εφημερίδα Financial Times “ήταν για τις μετοχές, το πιστωτικό σύστημα και τις αναδυόμενες αγορές η χειρότερη από την εποχή της Μεγάλης Υφεσης (της δεκαετίας του 1930)”. Τον Δεκέμβρη η αμερικανική οικονομία έχασε μισό εκατομμύριο θέσεις εργασίας, αφού είχε χάσει άλλο μισό τον προηγούμενο μήνα. Συνολικά το 2008 χάθηκαν στις ΗΠΑ περισσότερες θέσεις εργασίας από όσες είχαν χαθεί όλες τις προηγουμενες χρονιές από το 1945 μέχρι σήμερα! Πραγματικά μια “τρομαχτική χρονιά” (annus horibilis).
Τώρα ακόμα και οι πιο επίσημες φωνές, αυτές που μέχρι πριν από λίγο κραύγαζαν για την “ελευθερία της αγοράς” τρέχουν να ζητήσουν μέτρα που θα σταματήσουν τον κατήφορο.
“Αν δεν υπάρξει αλλαγή πολιτικής” γράφει η επίσημη έκθεση του αμερικανικού Γραφείου Προϋπολογισμού της Γερουσίας, “η οικονομία θα συρρικνωθεί κατά 2.2% μέσα στο 2009, η ανεργία θα εκτιναχθεί το 2010 στο 9.2%, οι τιμές των σπιτιών θα πέσουν άλλο ένα 14% κάτω και η οικονομία δεν πρόκειται να επιστρέψει στα κανονικά της επίπεδα μέχρι το 2015”.
Το πρόβλημα είναι ότι κανένας δεν έχει την παραμικρή ιδέα για το τι πρέπει να γίνει. Μέσα στους προηγούμενους μήνες οι κυβερνήσεις όχι μόνο των ΗΠΑ αλλά όλων σχεδόν των χωρών του πλανήτη έριξαν δισεκατομμύρια δολάρια για να σταματήσουν τον κατήφορο της οικονομίας -αλλά χωρίς κανένα πρακτικά αποτέλεσμα. Στις ΗΠΑ το Κογκρέσο αναγκάστηκε στο τέλος να εγκρίνει τα έκτακτα μέτρα για την ενίσχυση της αυτοκινητοβιομηχανίας γιατί το κόστος για την αμερικανική οικονομία συνολικά, αν χρεωκοπούσε, θα ήταν τρομαχτικό: πάνω από 4 εκατομμύρια εργαζόμενοι θα έχαναν άμεσα τη δουλιά τους, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες συνεργαζόμενες επιχειρήσεις θα οδηγούνταν αστραπιαία και αυτές στην χρεωκοπία. Οι αλυσιδοτές αντιδράσεις απειλούσαν να διαλύσουν ολόκληρη την αμερικανική οικονομία. Οι General Motors, η Chrysler και η Ford πήραν αυτά που ζητούσαν -αλλά φυσικά η ζήτηση αυτοκινήτων δεν διορθώθηκε ούτε ένα χιλιοστό.
Τη δεκαετία του 1970, όταν ο πλανήτης είχε χτυπηθεί, για πρώτη φορά μετά την ευφορία των χρυσών δεκαετιών του 1950 και του 1960 από την “πετρελαϊκή κρίση” οι κυβερνήσεις είχαν τρέξει, όπως και σήμερα, να σώσουν τις επιχειρήσεις τους με γενναίες επιδοτήσεις από τον προϋπολογισμό. Το μόνο, όμως, που κατάφεραν στο τέλος ήταν να τινάξουν τα ελλείμματα στα ύψη και να φορτώσουν το δημόσιο με χρέη. Αντί να σώσουν τις “προβληματικές” επιχειρήσεις έκαναν τα κράτη “προβληματικά”.
Πολλοί φοβούνται ότι σήμερα επαναλαμβάνεται το ίδιο σενάριο -αυτή τη φορά σε γρήγορη ταχύτητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο Γιούργκεν Σταρκ, ο πρώην υποδιοικητής της Bundesbank, της γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας και τώρα στέλεχος της διοίκησης της Ευρωπϊκής Κεντρικής Τράπεζας. “Δεν μπορώ να καταλάβω”, λέει ο Σταρκ, “γιατί... πολιτικές που αποδείχτηκαν ανποτελεσματικές στο παρελθόν θα πρέπει να δουλέψουν τώρα”. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Πιρ Στάινμπρουκ, ο σοσιλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης του “Μεγάλου Συνασπισμού” της Ανγκελα Μέρκελ -παρόλο που το πρόγραμμα διάσωσης της οικονομίας της Γερμανίας δεν διαφέρει σε τίποτα από τα αντίστοιχα προγράμματα της Βρετανίας, της Γαλλίας και των άλλων αναπτυγμένων χωρών. Ο Στάινμπρουκ θεωρεί, ότι το μόνο που θα καταφέρουν τα δισεκατομμύρια που μοιράζουν οι κυβερνήσεις σε “πακέτα διάσωσης” θα είναι να φορτώνουν την επόμενη γενιά με ένα τεράστιο, δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος.
Οι φόβοι αυτοί δεν είναι θεωρητικοί: στις 7 Γενάρη η γερμανική κυβέρνηση προσπάθησε να δανειστεί 6 δισεκατομμύρια ευρώ με την μορφή ομολόγων δεκαετούς διάρκειας από τις χρηματαγορές. Και απέτυχε! Οι “επενδυτές” δεν εμφανίστηκαν καν στη δημοπρασία -η προσφορές ήταν λιγότερες από το ποσό που ζητούσε ο Στάινμπρουκ ενώ τα επιτόκια που ζητούσαν ήταν πολύ μεγαλύτερα από αυτά που ήταν διατεθειμένο να δώσει το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών. Στο τέλος ο Στάινμπρουκ κατάφερε να συγκεντρώσει μόνο τα 4.1 δισεκατομμύρια Ευρώ.
Η αποτυχία της Γερμανίας, της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρωζώνης, να συγκεντρώσει τα ποσά που ζητούσε έλουσε με κρύο ιδρώτα τα οικονομικά επιτελεία σε κάθε γωνιά του πλανήτη. “Η μοίρα της πρώτης δημοπρασίας ομολόγων στην Ευρωζώνη για το 2009” γράφει η Finacial Times, “κρούει τον κώδωνα του κινδύνου καθώς οι κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη σχεδιάζουν να εκδόσουν ομόλογα αξία 3.000 δισεκατομμυρίων δολαρίων αυτή τη χρονιά, τρείς φορές περισσότερα από το 2008”.
Κοινοτική Εποπτεία
Στα οικονομικά επιτελεία της κυβέρνησης του Καραμανλή επικρατεί η απόγνωση. Ο Αλογοσκούφης έφυγε από το υπουργείο Οικονομικών αφήνοντας πίσω του κυριολεκτικά συντρίμμια: το δημόσιο έλλειμμα ξεπέρασε το 2008, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά, το όριο του 3% που έχει θέσει το “Σύμφωνο Σταθερότητας” της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ο δημόσιος δανεισμός ξεπέρασε κατά 6 περίπου δισεκατομμύρια τον στόχο που είχε βάλει ο προϋπολογισμός. Και για να καταφέρει να βρει αγοραστές για τα ομόλογα του δημοσίου ο Αλογοσκούφης υποχρεώθηκε να προσφέρει στους “επενδυτές” περίπου 2.5% μεγαλύτερα επιτόκια από ότι προσέφερε η Γερμανία, υπονομεύοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμα περισσότερο τους προϋόλογισμούς των επόμενων ετών. Η πρώτη επιστολή που πήρε ο Γιάννης Παπαθανασίου, ο νέος υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, ήταν από τον Standart & Poor's, τον διαβόητο “οίκο” αξιολόγησης που τον προειδοποίησε ότι ετοιμάζεται να υποβιβάσει την εκτίμησή του για την “πιστοληπτική ικανότητά” της χώρας. Η κυβέρνηση χρειάζεται να συγκεντρώσει φέτος δάνεια 45 δισεκατομμυρίων ευρώ για να επαναχρηματοδοτήσει το δημόσιο χρέος και να καλύψει τους τόκους και τα νέα ελλείμματα. Από που θα βρεθούν αυτά τα χρήματα κανένας δεν ξέρει. Τα σενάρια κάνουν λόγο ακόμα και για προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο.
Στις 19 Γενάρη η Κομισιόν θα δώσει στη δημοσιότητα την έκθεσή της για τις οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα ειδησιογραφικά πρακτορεία εκτιμούν ότι η Ελλάδα θα τεθεί “υπό καθεστώς κοινοτικής εποπτείας” -με άλλα λόγια σε άτυπη, μεν, ουσιαστική δε κοινοτική επιτήρηση. Το τι σημαίνει η “κοινοτική εποπτεία” δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς: σημαίνει απλά και μόνο μέτρα για την μείωση του “ελλείμματος και του υπέρογκου κρατικού χρέους”. Και δεν χρειάζεται να είναι μάγος κανένας για να προβλέψει από που θα προκύψουν αυτές οι μειώσεις: από τον περιορισμό των “ελαστικών” δαπανών. Από περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, από ξεπούλημα και των τελευταίων υπολλειμμάτων των δημόσιων επιχειρήσεων, από απολύσεις των εκτάκτων του δημοσίου, από επιδρομές στα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Υπάρχει άλλη λύση; Η κυβέρνηση και οι “σοβαρές” εφημερίδες παρουσιάζουν ούτε λίγο ούτε πολύ αυτά τα πικρά μέτρα σαν αναγκαία. Παρουσιάζουν την παγκόσμια οικονομική κρίση σαν μια θεομηνία, σαν κάτι που ήρθε από το πουθενά, που είναι αναξάρτητο από το τις πολιτικές που ακολούθησαν τα προηγούμενα χρόνια. Οι τόκοι -12 δισεκατομμύρια ευρώ- στον φετεινό προϋπολογισμό είναι “ανελαστικές” δαπάνες. Το ίδιο και τα κονδύλια για τους εξοπλισμούς. Το ίδιο και οι επιδοτήσεις προς τους τραπεζίτες και τους βιομήχανους.
Μόνο μια λύση υπάρχει απέναντι σε αυτά τα εφιαλτικά σενάρια: η αντίσταση. Απαντάμε με απεργίες σε κάθε απόπειρα να περικοπεί έστω και μία θέση εργασίας. Απαντάμε με κατάληψη στις επιχειρήσεις που κλείνουν και απαιτούμε από το κράτος να τις αναλάβει, χωρίς να δώσει ούτε μια δεκάρα αποζημίωση στα χρεωκοπημένα αφεντικά. Αντί να παρακαλεί το κράτος τους τραπεζίτες να αγοράσουν τα ομόλογα που τυπώνει να τους απαλλοτριώσει.
Η κρίση δεν ήρθε από το πουθενά. Η κρίση είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του καπιταλισμού -του συστήματος του τυφλού ανταγωνισμού και της συσσώρευσης για την συσσώρευση. Οσο συνεχίζουν να μας κυβερνάνε οι βιομήχανοι, οι τραπεζίτες και οι κερδοσκόποι θα συνεχίζουμε να είμαστε χαμένοι. Αντιστεκόμαστε τώρα σε κάθε προσπάθεια που κάνουν να φορτώσουν τον λογαριασμό για την κρίση τους στις πλάτες μας. Και χτίζουμε, μέσα από αυτούς τους αγώνες,
ένα κίνημα και μια Aριστερά που θα έχει τη δύναμη να τους σαρώσει.