Πώς απαντάμε όταν το αφεντικό δηλώνει ότι “δεν βγαίνει” και απαιτεί απολύσεις και κλεισίματα τμημάτων; Η Κατερίνα Θωίδου παρουσιάζει την εμπειρία του κινήματος των εργατικών καταλήψεων και δίνει το λόγο στους πρωταγωνιστές του.
Eνα από τα πιο βασικά μέτωπα που έχει να παλέψει η εργατική τάξη τη νέα χρονιά σε όλο τον πλανήτη είναι το ζήτημα των απολύσεων. Ολες οι προβλέψεις μιλούν για ένα τσουνάμι απολύσεων μέσα στο 2009, ως αποτέλεσμα της οικονομική κρίσης, από το οποίο δεν θα γλιτώσουν οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα.
Δεν είναι η πρώτη φορά που το εργατικό κίνημα στην Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει την απειλή της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας μέσα από τα κλεισίματα και τις απολύσεις. Η δεκαετία του 80 ήταν η περίοδος που αναπτύχθηκε το κίνημα των «προβληματικών». Χιλιάδες εργαζόμενοι ξεκινώντας από το βασικό αίτημα της εξασφάλισης της δουλειάς τους, προχώρησαν σε καταλήψεις και δυναμικές απεργίες, ξεδιπλώνοντας ένα ολόκληρο κίνημα που απαιτούσε από την κυβέρνηση την κρατικοποίηση των εργοστασίων που είχαν φαλιρίσει.
Η επίσημη δικαιολογία για το πώς φτάσαμε στις προβληματικές εκείνης της περιόδου ήταν από τη μία ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται πολύ πίσω σε σχέση με τις άλλες αναπτυγμένες οικονομίες, ότι η Ελλάδα ήταν μία υποανάπτυκτη και εξαρτημένη οικονομικά χώρα. Από την άλλη ήταν ότι φταίει ο συνδικαλισμός που ζητάει πολλά χωρίς να νοιάζεται για το αν αντέχουν οι επιχειρήσεις. Αυτά τα επιχειρήματα δεν ήταν μόνο από την πλευρά της ΝΔ, αλλά έφτασε να τα αποδέχονται και στελέχη του ΠΑΣΟΚ. Ο υπουργός Eργασίας της κυβέρνησης Παπανδρέου, ο Γιαννόπουλος είχε δηλώσει προς τους εργαζόμενους του Σκαραμαγκά ότι «θα χτυπάνε το κεφάλι τους αν με τις πολλές απεργίες αναγκάσουν το Νιάρχο να φύγει».
Το πραγματικό πρόβλημα ήταν η οικονομική κρίση της δεκαετίας του ‘70. Η απάντηση του ελληνικού καπιταλισμού για να ξεπεράσει την κρίση ήταν να αναπτύξει τις εξαγωγές. Οι τράπεζες άρχισαν να χορηγούν φτηνά δάνεια για να στρέψουν τους βιομήχανους προς τα εκεί. Μέσα σε αυτή τη διαδικασία συσσωρεύτηκαν τα χρέη όλων των επιχειρήσεων που αργότερα βρέθηκαν στον κατάλογο των προβληματικών. Όλα αυτά άρχισαν από μία στιγμή και πέρα να μην λειτουργούν. Από τη μία οι ελληνικές βιομηχανίες έπρεπε να ανταγωνιστούν τις επιχειρήσεις άλλων χωρών που έκαναν τις ίδιες κινήσεις και από την άλλη έπρεπε να ανταπεξέλθουν στην αύξηση των επιτοκίων με αποτέλεσμα τα χρέη των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες να διογκωθούν. Επιπλέον το διεθνές εμπόριο έπεσε ξανά σε ύφεση με τη δεύτερη πετρελαϊκή κρίση του 1980.
Ετσι εταιρείες που θεωρούνταν αναπτυσσόμενες τη δεκαετία του 70, όπως η AΓET των Tσάτσων, η ΠYPKAΛ του Mποδοσάκη, η Πειραϊκή-Πατραϊκή των Στράτου-Kατσάμπα, τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά του Nιάρχου κάτω από τα χτυπήματα της οικονομικής κρίσης μετατράπηκαν σε "βαρίδια" για τους ιδιοκτήτες τους. Μέσα σε αυτήν την κατάσταση οι βιομήχανοι στην Ελλάδα προσπάθησαν να βρουν τρόπους να ξεφορτωθούν τις επιχειρήσεις τους. Από την άλλη οι τράπεζες άρχισαν να ανησυχούν ότι τα δάνεια δεν θα ξεπληρώνονταν ποτέ.
Oι εργάτες απάντησαν με κινητοποιήσεις στη ΛAPKO, στο Mαντούδι, στην Πειραϊκή Πατραϊκή. Το ίδρυμα Μποδοσάκη έβγαλε 4.000 εργάτες της ΠΥΡΚΑΛ σε διαθεσιμότητα. Oι εργάτες της ΠYPKAΛ βγήκαν στο δρόμο απαιτώντας "έξω για πάντα ο Mποδοσάκης-εδώ και τώρα κρατικοποίηση". Oι εργάτες στα Nαυπηγεία του Σκαραμαγκά κατέβηκαν σε πολύμηνο αγώνα, με κατάληψη του ναυπηγείου, που από ένα σημείο και μετά υιοθέτησε το σύνθημα "Eξω ο Nιάρχος" και το "ούτε δραχμή στο Nιάρχο τον ληστή".
Το κίνημα των προβληματικών δημιούργησε την ΟΒΕΣ (Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατικών Σωματείων). Το καταστατικό της η ΟΒΕΣ δεν περιορίζονταν μόνο στα βασικά αιτήματα, αλλά υποστήριζε ότι το μέλλον των εργατών είναι η αυτοδιαχείριση των εργοστασίων. Τα κείμενα του δεύτερου συνεδρίου της ΟΒΕΣ αναφέρουν: «…πραγματικά αγωνιστικός, πραγματικά ταξικός συνδικαλισμός είναι αυτός που συνδυάζει τον αγώνα για τα άμεσα προβλήματα με τον ευρύτερο αγώνα για την επαναστατική μετατροπή της κοινωνίας, για την κατάργηση του συστήματος που δημιουργεί και αναπαράγει τα προβλήματα... Στόχος μας δεν είναι να εξωραΐσουμε το καπιταλιστικό σύστημα. Αλλά αναπτύσσοντας ένα πλατύ κίνημα εργατικού ελέγχου βάζουμε τις κατευθύνσεις για μία διέξοδο από την κρίση προς όφελος του εργαζόμενου λαού, για μία νέα κοινωνία» (Το εργοστασιακό κίνημα-αφιέρωμα στα 5 χρόνια δράση της ΟΒΕΣ 1979-1984).
Αυτές οι μάχες κατέκτησαν νίκες. Ανάγκασαν την κυβέρνηση του ΠAΣOK να κρατήσει ανοιχτά τα εργοστάσια. Η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 1981 είχε υποσχεθεί ότι θα έδινε «ριζική λύση» στο θέμα των προβληματικών επιχειρήσεων. Kάτω από την πίεση τέτοιων αγώνων το ΠΑΣΟΚ ψήφισε το νόμο 1386 του 1983 και ίδρυσε τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων. Στον ΟΑΕ εντάχθηκαν δεκάδες επιχειρήσεις που κινδύνευαν να κλείσουν και οι εργαζόμενοι να πεταχτούν στο δρόμο. Aν σήμερα ο Σκαραμαγκάς, η ΠYPKAΛ ή η AΓET λειτουργούν αυτό οφείλεται στους αγώνες που έχουν δώσει οι εργαζόμενοι εκείνα τα χρόνια.
Η κεντρική ιδέα ήταν η μετοχοποίηση των χρεών, το πούλημα των νέων μετοχών στους ιδιώτες και το ξεδιάλεγμα των μη βιώσιμων εργοστασίων και τμημάτων με κλεισίματα και απολύσεις. Ετσι το σχέδιο άφηνε ανέγγιχτους τους εργοδότες και εξασφάλιζε ότι το κράτος θα κάλυπτε τα χρέη που είχαν οι εργοδότες προς τις τράπεζες. Στην ουσία η κυβέρνηση βοήθησε τις τράπεζες να ξεπεράσουν τον κίνδυνο της μαζικής χρεοκοπίας. Στα πλαίσια της μετοχοποίησης των χρεών που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, το κράτος πλήρωσε 85 δις δραχμές στην Εθνική Τράπεζα σαν «αποζημίωση» για το τμήμα των μετοχών που θα έμενε στα χέρια του ΟΑΕ.
Ετσι οι επιχειρήσεις πέρασαν στον έλεγχο του κράτους, αλλά οι πρώην ιδιοκτήτες και οι τράπεζες αποζημιώθηκαν πλουσιοπάροχα με αποτέλεσμα όλες αυτές οι επιχειρήσεις να φορτωθούν νέα χρέη. Αυτή η πολιτική βαφτίστηκε «σοσιαλιστική», έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συναίνεση των εργατών. Τη «λύση» που έδωσε το ΠΑΣΟΚ χαιρέτησαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες της ΠΑΣΚΕ αλλά και της ΕΣΑΚ (ΚΚΕ). Το σχέδιο του ΠΑΣΟΚ περιλάμβανε επίσης τη συμμετοχή των εκπροσώπων των εργαζομένων στα όργανα διοίκησης των εργοστασίων. Αυτή η τακτική έδωσε τη δυνατότητα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να κρατά κάτω από τον έλεγχό της τις επιχειρήσεις και αφόπλισε το εργατικό κίνημα. Ετσι άρχισε ένα παζάρι για το ποιες επιχειρήσεις θα μπουν στον ΟΑΕ και ποιες όχι.
Τα σωματεία όσων εργοστάσιων μπήκαν στον ΟΑΕ, άρχισαν να ταυτίζονται με την υπεράσπιση της δικιάς τους επιχείρησης. Αντί για ένα ενιαίο κίνημα κατά των απολύσεων τα σωματεία άρχισαν να μπλέκονται στους ανταγωνισμούς των διευθυντών για το πόσο μεγάλη επιχορήγηση θα πάρουν. Μέσα σε κάθε εργοστάσιο τα ΔΣ των σωματείων άρχισαν να μετατρέπονται σε απολογητές της εντατικοποίησης και των θυσιών για να «πάει μπροστά» η επιχείρηση. Αντί να συζητάνε για τις διεκδικήσεις άρχισαν να συζητάνε για το πώς θα βελτιωθεί η παραγωγικότητα. Για παράδειγμα στη ΛΑΡΚΟ σύμφωνα με τα στοιχεία του σωματείου η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 16,5% το 1983 αν και δεν έγινε αύξηση του προσωπικού και κανένα έργο βελτίωσης των εγκαταστάσεων. Με βάση αυτή τη λογική πολλά εργοστασιακά σωματεία άρχισαν να αποδέχονται περικοπές στις κατακτήσεις της δεκαετίας του ‘70. Mοτίβο ήταν «δουλέψτε για να ξεχρεώσουμε».
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες από εκεί που πρότασσαν την ταξική ενότητα κόντρα στους βιομήχανους άρχισαν να μιλούν για την ανάγκη «αυτομόρφωσης» των εργαζομένων στις προβληματικές πάνω στο πώς λειτουργεί η αγορά, έτσι ώστε να μπορέσουν να λειτουργήσουν προς όφελος της εθνικής οικονομίας. Αυτό σήμαινε προσαρμογή στις ανάγκες της αγοράς και πίεση να δεχτούν περισσότερες θυσίες. Μέσα στα πλαίσια της οικονομικής κρίσης μετά από λίγα χρόνια, ο κόσμος δούλεψε για να ξεπληρώσει τις τράπεζες αλλά άρχισε να χάνει τη δουλειά του γιατί οι επιχειρήσεις δεν έβγαζαν αρκετά κέρδη και άρχισαν ξανά τα κλεισίματα και οι απολύσεις.
Έτσι το ΠΑΣΟΚ πέρασε από τα μεγάλα λόγια για τις ευθύνες των βιομηχάνων και την ανάγκη παρέμβασης του κράτους με τη συναίνεση των εργαζομένων, στις συκοφαντίες σε βάρος του συνδικαλιστικού κινήματος ότι δήθεν με τις υπερβολικές διεκδικήσεις τους επιβάρυναν την χρεοκοπία των προβληματικών. Ταυτόχρονα άρχισε η προπαγάνδα για τους χαραμοφάηδες των προβληματικών που δήθεν τους συντηρούν οι άλλοι εργαζόμενοι. Η πραγματικότητα ήταν όμως ότι το κράτος ξόδευε έναν τεράστιο προϋπολογισμό για να πληρώνει τόκους στις τράπεζες για το δημόσιο.
Το γεγονός ότι οι απόπειρες του ΠΑΣΟΚ δεν έλυσαν το πρόβλημα χρησιμοποιήθηκε και από του Σημίτη και από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ως επιχείρημα υπέρ της «ελευθερης αγοράς» και των ιδιωτικοποιήσεων. Ταυτόχρονα χρησιμοποιήθηκε και σαν χτύπημα απέναντι στα συνδικάτα και στο κίνημα. Οσες επιχειρήσεις επιβίωσαν, η κυβέρνηση Μητσοτάκη τους έδωσε το τελειωτικό χτύπημα. Η Nέα Δημοκρατία προχώρησε σε μια σαρωτική επίθεση με 6.500 απολύσεις στις «προβληματικές». Οι απολυμένοι απάντησαν με απεργίες και καταλήψεις με κεντρικό σύνθημα των εργατών το MOΛΩN ΛABE.
Το ζήτημα ήταν ότι το συνδικαλιστικό κίνημα της δεκαετίας του ’80 δεν πάλεψε το ζήτημα «της κρατικοποίησης χωρίς αποζημίωση». Κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι κάθε εργοστάσιο που απειλείται με κλείσιμο ή απολύσεις γιατί οι ιδιοκτήτες του δηλώνουν ότι έχει γίνει ασύμφορο είτε γιατί φυγαδεύουν τα κεφάλαιά τους είτε γιατί οι τράπεζες δεν κατάφερναν να μαζέψουν τους τόκους τους, πρέπει να περνάει στο δημόσιο χωρίς δεκάρα για τους βιομήχανους και τις τράπεζες. Μόνο έτσι μπορούσαν οι εργάτες των «προβληματικών» να διατηρήσουν και να δυναμώσουν τους δεσμούς τους με το υπόλοιπο εργατικό κίνημα αποκρούοντας τις συκοφαντίες που προσπαθούσαν να τους απομονώσουν.
Ταυτόχρονα το ζήτημα του εργατικού ελέγχου θα σήμαινε ότι θα είχε σαν προσανατολισμό την ανάπτυξη ενός εργατικού κινήματος ικανού να συγκρουστεί κεντρικά πολιτικά με την κυβέρνηση και τους καπιταλιστές με στόχο να πληρώσουν αυτή την κρίση και όχι οι εργαζόμενοι με τις θυσίες τους.
Η πάλη ενάντια στις απολύσεις σήμερα χρειάζεται να παραδειγματιστεί από το κίνημα των «προβληματικών». Η απάντηση απέναντι στις σημερινές προβληματικές είναι οι καταλήψεις, η απαίτηση της κρατικοποίησης χωρίς αποζημίωση και η σύνδεση με όλα τα κομμάτια που παλεύουν ενάντια στην κρίση. Σύνδεση με τους εργαζόμενους στις ΔΕΚΟ που παλεύουν για Συλλογικές Συμβάσεις, για να μην πουληθούν τα Λιμάνια και η Ολυμπιακή στους ιδιώτες, η σύνδεση με την πάλη του φοιτητικού κινήματος και της νεολαίας που παλεύει για να ρίξει την κυβέρνηση της ανεργίας και των δολοφόνων.
H απάντηση στις απειλές για απολύσεις και κλεισίματα πρέπει να είναι αντικαπιταλιστική. Οι χαραμοφάηδες είναι τα αφεντικά, αυτοί που βουλιάζουν τα εργοστάσια. Αν δεν μπορούν να τα κρατήσουν ανοιχτά τότε χρειάζεται να φύγουν από τη μέση και να παλέψουμε για να περάσουν τα εργοστάσια στον έλεγχο του κράτους χωρίς καμιά αποζημίωση για αυτούς που ευθύνονται για την κρίση.
Τέτοιοι αγώνες δείχνουν το δρόμο για το μέλλον: για μια κοινωνία όπου οι εργαζόμενοι θα οργανώνουν σχεδιασμένα την παραγωγή και τη διανομή των αγαθών, με κριτήριο τις ανάγκες της κοινωνίας και όχι τα κέρδη. Ετσι ανοίγει ο δρόμος για να παλέψουμε την κοινή αιτία που παράγει «νέες προβληματικές». Τον παραλογισμό του καπιταλιστικού συστήματος και το σφαγείο της αγοράς.