O Κρις Χάρμαν έιναι διευθυντής του περιοδικού "Διεθνής Σοσιαλισμός" και πήγε στο Καράκας για το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ. Εδώ γράφει για την εικόνα που είδε.
Η Βενεζουέλα είναι μια χώρα που ο λαός της τα τελευταία 30 χρόνια έχει υποφέρει τα πάνδεινα από το παγκόσμιο σύστημα. Όμως, είναι και μια χώρα όπου εκατομμύρια άνθρωποι έχουν τώρα την αυτοπεποίθηση ότι μπορούν να αλλάξουν τη ζωή τους προς το καλύτερο.
Δεν έχει περάσει και πολύς καιρός από τότε που η Βενεζουέλα ήταν μια από τις πλουσιότερες χώρες στη Λατινική Αμερική. Η πλειοψηφία του πληθυσμού είχε υψηλότερο βιοτικό επίπεδο και έτσι τη δεκαετία του '50 η χώρα έγινε μαγνήτης για τους μετανάστες από τη νότια Ευρώπη.
Όμως, η ευημερία βασιζόταν στα εισοδήματα από το πετρέλαιο που εξαρτιόταν από τα πάνω και τα κάτω ενός παγκόσμιου συστήματος που από τη φύση του είναι ασταθές. Όταν η τιμή του πετρελαίου ήταν υψηλή, οι κυβερνήσεις είχαν τους πόρους και για να εκτονώσουν την αγανάκτηση των φτωχών αλλά και για να ξοδεύουν τεράστια ποσά σε έργα βιτρίνας.
Όμως, όταν οι τιμές του πετρελαίου έπεσαν, τα έσοδα μειώθηκαν επίσης. Από αυτά, τη μερίδα του λέοντος την καρπώνονταν οι καπιταλιστές και το πιο πλούσιο στρώμα των μεσοαστών. Για τον κόσμο έμεναν ψίχουλα. Οι αυτοδιορισμένοι διευθυντές της PDVSA (της κρατικής εταιρείας πετρελαίου) και οι πολυεθνικές (ανάμεσα τους και δυο που διευθύνονται από τις πλουσιότερες οικογένειες της Βενεζουέλας) άρπαζαν το μεγαλύτερο κομμάτι από τα λάφυρα της λεηλασίας.
Το βιοτικό επίπεδο της πλειοψηφίας έπεσε -και έπεσε ακόμα περισσότερο όταν οι κυβερνήσεις που υπόσχονταν ότι θα βελτιώσουν την κατάσταση έκαναν συμφωνίες με το ΔΝΤ. Οι πραγματικοί μισθοί μειώθηκαν στο μισό, και οι άνεργοι ανακάλυψαν ότι ο μόνος τρόπος για να τα βγάλουν πέρα ήταν στην «ανεπίσημη» οικονομία - μικροπωλητές στα πεζοδρόμια, «μαύρη» εργασία χωρίς συμβάσεις και, οι πιο απελπισμένοι, κάνουν πιάτσα έξω από τα ξενοδοχεία προσπαθώντας να πουλήσουν τα κορμιά τους σε αυτούς που σουλατσάρουν με τα πολυτελή τους αυτοκίνητα.
Οικογένειες που έλπιζαν να ζήσουν σε σύγχρονα διαμερίσματα αναγκάστηκαν να στήσουν παράγκες σε οποιοδήποτε ελεύθερο κομμάτι γης. Καθώς τα χρόνια περνούσαν, πολλοί κατάφεραν να μετατρέψουν αυτές τις παράγκες σε σπιτάκια από τούβλα προσπαθώντας να τα κρατήσουν καθαρά και όμορφα. Αυτές οι συνοικίες χτίστηκαν στις απότομες πλαγιές των βουνών που περιβάλλουν την πρωτεύουσα, όπου σε κάθε πλημμύρα γίνονται κατολισθήσεις σκοτώνοντας -όπως έγινε στις αρχές της χιλιετίας- χιλιάδες ανθρώπους.
Οι μικροπωλητές χρειάζονται προστασία από τους κλέφτες -και ο ένας από τον άλλο. Ανακάλυψαν γρήγορα ότι η διεφθαρμένη αστυνομία δε προσφέρει καμιά προστασία. Γι' αυτό στηρίζονται στα ρόπαλα του μπέιζμπολ που κρατάνε, και όταν ούτε αυτά φέρνουν αποτέλεσμα, στις διάφορες μαφίες που τους προμηθεύουν τα λαθραία που πουλάνε. Στα μπάριος (ημι-μόνιμες παραγκογειτονιές) η απελπισία έχει οδηγήσει κάποιους στα ναρκωτικά δίνοντας έτσι τη δυνατότητα στις μαφίες να εγκατασταθούν εκεί για να ελέγχουν το εμπόριο. Δεν είναι παράξενο, λοιπόν, που το Καράκας έχει τη φήμη ενός από τα πιο βίαια μέρη στο κόσμο.
Ο κόσμος δε συμβιβάστηκε ποτέ πλήρως με αυτές τις συνθήκες. Το 1989 ο διπλασιασμός της τιμής των εισιτηρίων για τα λεωφορεία έκανε τον κόσμο από τα μπάριος να κατέβει στο κέντρο της πόλης λεηλατώντας τα πολυτελή καταστήματα και τα διαμερίσματα των πλουσίων. Ο στρατός και η αστυνομία απάντησαν με απίστευτη σκληρότητα. Μετά από δυο μέρες συγκρούσεων οι νεκροί μετριόνταν σε χιλιάδες και οι φτωχοί σπρώχτηκαν πίσω στους λόφους όπου ζούσαν. Οι ανώτερες τάξεις ζητωκραύγασαν, θεωρώντας ότι πια είχαν εξασφαλίσει τη συνέχιση της πολυτελούς ζωής τους.
Όμως, μετά την εξέγερση του 1989 κάτι άλλαξε. Μέσα σε εννιά χρόνια οι παλιές κυβερνήσεις της φτώχειας και της καταστολής έχασαν κάθε αξιοπιστία. Στις εκλογές του 1998 ένας συνταγματάρχης, ο Ούγκο Τσάβες -που το 1992 είχε οργανώσει ένα αποτυχημένο πραξικόπημα- έβαλε υποψηφιότητα για πρόεδρος. Παρόλο που ήταν το αουτσάιντερ σάρωσε στις κάλπες. Οι ανώτερες τάξεις αρχικά δεν ανησύχησαν. 0 νέος πρόεδρος πίστευε ότι θα μπορούσε να βελτιώσει τις ζωές των φτωχών χωρίς να αντιπαρατεθεί με τους πλούσιους και τον ξένο προστάτη τους, τις ΗΠΑ.
Οι πλούσιοι έδειξαν γρήγορα ότι βάζουν όρια στη προθυμία τους να συνεργαστούν με τον Τσάβες. Η αντιπολίτευση τους έγινε πιο έντονη όταν ο Τσάβες προσπάθησε να αναδιοργανώσει την κρατική εταιρεία πετρελαίου έτσι ώστε να χάνονται λιγότερα χρήματα σε μίζες και ρεμούλες. Η απάντηση τους ήταν ένα στρατιωτικό πραξικόπημα. Οι πραξικοπηματίες απήγαγαν τον Τσάβες και ο πρόεδρος της ομοσπονδίας των εργοδοτών ανακηρύχτηκε πρόεδρος στις 1 1 Απρίλη 2002. Όμως, δεν είχαν λογαριάσει τη δράση των φτωχών. Χιλιάδες ξεχύθηκαν από τα μπάριος προς το Προεδρικό Μέγαρο. Με αυτό τον τρόπο διαίρεσαν το στρατό και έφεραν πίσω τον Τσάβες.
Οχτώ μήνες μετά, μια ακόμα απόπειρα ανατροπής του Τσάβες, αυτή τη φορά με τη μορφή λοκ-άουτ στη βιομηχανία πετρελαίου, αποκρούσθηκε όταν οι εργαζόμενοι στα πετρέλαια ενώθηκαν με τους φτωχούς για να κρατήσουν τις επιχειρήσεις εν λειτουργία. Η θέση του Τσάβες ενισχύθηκε παραπέρα στους επόμενους δεκαοχτώ μήνες με την ήττα της δεξιάς στο δημοψήφισμα για την απομάκρυνση του τον Αύγουστο του 2004 και στις βουλευτικές εκλογές του Δεκέμβρη. Η κυβέρνηση του Τσάβες έχει καταφέρει να κάνει μερικές πραγματικές μεταρρυθμίσεις χρησιμοποιώντας γι' αυτό το σκοπό ένα μέρος του πετρελαϊκού πλούτου που τώρα ελέγχει.
Παραδόξως, όλα τα σύμβολα του τι ήταν λάθος στην Βενεζουέλα πριν τον Τσάβες, παραμένουν όρθια. Οι πλούσιοι συνεχίζουν να απολαμβάνουν τις πολυτέλειες τους, η ανεργία παραμένει υψηλή -γύρω στο 9%. Δεν υπάρχει κανένα σημάδι ότι μειώνεται ο αριθμός αυτών που προσπαθούν να επιβιώσουν πουλώντας ψευτοπράγματα -ή και τους εαυτούς τους- στους δρόμους.
Παρόλα αυτά όμως, τα τέσσερα τελευταία χρόνια η μάχη ανάμεσα στο παλιό και το νέο έχει φουντώσει. Όμως, υπάρχει ακόμα πολύς δρόμος μπροστά και όπως μας είπαν πολλοί ακτιβιστές, υπάρχει ο κίνδυνος το παλιό να μολύνει μερικές από τις δυνάμεις που λένε ότι στηρίζουν το νέο.
Στα μπάριος
Το μπάριο «23 Γενάρη» απλώνεται στους λόφους και στη κοιλάδα που αποτελεί το κεντρικό τμήμα της πόλης. «Είμαστε μόλις τρία οικοδομικά τετράγωνα μακριά από το Προεδρικό Μέγαρο» λέει ο Χουάν Κοντρέρας, ακτιβιστής σε μια από τις τοπικές πρωτοβουλίες αγώνα.
Ακτιβιστές από το μπάριο εξήγησαν με ποιο τρόπο οι misiones (τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας που λειτουργεί η κυβέρνηση) τους έχουν προσφέρει για πρώτη φορά αξιοπρεπή πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, με τάξεις για ενήλικες που δεν είχαν ποτέ την ευκαιρία να μάθουν γράμματα, και με ιατρικά κέντρα που στελεχώνονται από κουβανούς γιατρούς (που στάλθηκαν στη Βενεζουέλα σαν ανταπόδοση για το πετρέλαιο που δίνει ο Τσάβες στη Κούβα σπάζοντας το αμερικάνικο εμπάργκο). «Όταν είμαστε άρρωστοι μπορούμε να έχουμε άμεση περίθαλψη εδώ -όχι μόνο πρώτες βοήθειες αλλά ακόμα και προχωρημένη οδοντιατρική» μας λέει η Φελίσιτα, μια εβδομηντάχρονη που ζει 40 χρόνια στο μπάριο.
Η ιστορία της αντίστασης του μπάριο ξεκίνησε στις 23 Γενάρη 1958 όταν μια εξέγερση ανέτρεψε τον δικτάτορα Χιμένεζ. Η εξέγερση ξεκίνησε στο εργοτάξιο όπου ο δικτάτορας έχτιζε 97 πολυτελείς πολυκατοικίες για τους ευκατάστατους. Ο κόσμος από το μπάριο αφού πήρε μέρος στην έφοδο στο Προεδρικό Μέγαρο, άρχισε να καταλαμβάνει τις πολυκατοικίες για να στεγασθεί. Από κει πήρε το όνομα του.
Αντάρτικες ομάδες βρήκαν μια βάση στο μπάριο, καθώς αντιμετώπιζαν την αστυνομία που προσπαθούσε να ελέγξει τους φτωχούς με ορμητήριο το βαριά οχυρωμένο αστυνομικό τμήμα. «Εχουμε μια παράδοση αντίστασης που πάει τέσσερις γενιές πίσω» λέει ο Χουάν. «Υπάρχει μια παράδοση τοιχογραφιών του Σιμόν Μπολιβάρ [του ηγέτη του αγώνα για την απελευθέρωση της Λατινικής Αμερικής από την Ισπανία το 19ο αιώνα] του Τσε Γκεβάρα, του Ιησού Χριστού και συμβόλων αλληλεγγύης με τους λαούς του κόσμου».
Ηταν φυσικό λοιπόν το Μπάριο «23 Γενάρη» να πάρει σύσσωμο μέρος στην εξέγερση του 1989 και να βρεθεί στη πρώτη γραμμή των διαδηλώσεων ενάντια στο πραξικόπημα του 2002. «Στις 1 1 Απρίλη 2002, τη μέρα του πραξικοπήματος, προσπαθήσαμε να διαδηλώσουμε στο Προεδρικό Μέγαρο» μας λέει ο Γκουστάβο, ένας άλλος ακτιβιστής, «όμως οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν έτοιμες να πυροβολήσουν στο ψαχνό, έτσι επιστρέψαμε δυο μέρες μετά, με τη γιγάντια διαδήλωση που κατάφερε να υπερασπίσει τον Τσάβες.»
Από τότε που ηττήθηκε και η τρίτη απόπειρα ανατροπής του Τσάβες στο μπάριο έχει υπάρξει μια πολύ σημαντική συμβολική αλλαγή. Το παλιό αστυνομικό τμήμα, που στέγαζε αυτούς που πυροβολούσαν και βασάνιζαν τους φτωχούς, έχει μετατραπεί σε κοινωνικό κέντρο. Εκεί λειτουργεί ο κοινοτικός ραδιοφωνικός σταθμός και φυλάσσεται από έναν ένοπλο φαντάρο που θεωρείται μέλος της κοινότητας.
Όμως, η αστυνομία παραμένει πρόβλημα έξω από το μπάριο. «Για χρόνια» λέει ο Γκουστάβο «όλες οι δυνάμεις ασφαλείας χτυπούσαν όποιον πάλευε για κοινωνικά ζητήματα, και δυστυχώς αυτό δεν έχει αλλάξει. Τώρα ο έλεγχος της αστυνομίας βρίσκεται στα χέρια των δήμων αλλά πολλοί απ' αυτούς συνεχίζουν να ελέγχονται από τη δεξιά. Έτσι, παρόλο που ο τωρινός δήμαρχος είναι καλύτερος από τον προηγούμενο, η Μητροπολιτική Αστυνομία του Καράκας δεν έχει αλλάξει τη στάση της. Την ίδια κατάσταση έχουμε και με τα ΜΜΕ που κι αυτά τα ελέγχει η δεξιά. Πώς αντιμετωπίζονται αυτά τα προβλήματα; Αυτή τη στιγμή στο Κογκρέσο συζητιέται μια πρόταση για τη δημιουργία μιας εθνικής αστυνομικής δύναμης κάτι που ελπίζουμε ότι θα θέσει υπό έλεγχο την αστυνομία».
Στο Μπάριο «23 Γενάρη» λειτουργούν περίπου 40 ομάδες ακτιβιστών, η καθεμιά χαλαρά οργανωμένη. Οι ακτιβιστές που μιλήσαμε έχουν μια σχεδόν θρησκευτική πίστη στον Ούγκο Τσάβες. Η Φελίσιτα, που με περηφάνια δηλώνει επαναστάτρια, λέει «Δεν υπάρχει κανένας που να μας καταλαβαίνει σαν κι αυτόν».
Ο Γκουστάβο προσθέτει «Σκέφτομαι για κάτι που πιστεύω ότι είναι λάθος και την επόμενη βδομάδα ο Τσάβες θα λέει το ίδιο στην τηλεόραση. Παρά τη γραφειοκρατία που τον τριγυρίζει, ο Τσάβες καταλαβαίνει πώς σκέφτεται ο κόσμος. To Hello Presidente! είναι η κυριακάτικη εκπομπή του Τσάβες στην τηλεόραση, είναι το κύριο μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στον Τσάβες και στο λαό. Γι' αυτό διαρκεί περισσότερο από εφτά ώρες. Αλλά δε χρειάζεται να περιμένουμε τον πρόεδρο να μας πει να κάνουμε κάτι -το κάνουμε για λογαριασμό μας».
Το πιο σημαντικό μήνυμα που πήραμε από αυτούς τους ακτιβιστές είναι ότι τώρα υπάρχει ελπίδα εκεί που πρώτα υπήρχε απελπισία. Ωστόσο κάνουν μεγάλες κριτικές σε αυτούς που βρίσκονται στην ηγεσία του κινήματος και εργάζονται στην κυβέρνηση ή σε άλλους θεσμούς.
«Είναι αυτό που αποκαλούμε σιωπηλό αγώνα» λέει ο Γκουστάβο. «Είναι πολύ σημαντικό να υπάρχει μια ώθηση από τη βάση, από τα κάτω. Και υπάρχουν ολόκληρα κομμάτια όπως οι δήμαρχοι που ανησυχούν για το χώρο που έχει δοθεί στις μάζες και προσπαθούν να τον πάρουν πίσω. θέλουν να πισωγυρίσουν τις κατακτήσεις. Έτσι έχουμε έναν αγώνα από τα κάτω ενάντια στη γραφειοκρατικοποίηση και την διαφθορά. Είμαστε στο σημείο να κατεβάσουμε υποψήφιο για το τοπικό συμβούλιο κάποιον σαν τον Χουάν, γιατί το γραφειοκρατικό στρώμα είναι πολύ σημαντικό πρόβλημα».
Ο Χουάν περιγράφει την σύγκρουση σαν «μια μάχη ανάμεσα στον ατομισμό και τη συλλογικότητα». Εξηγεί ότι «η κυβέρνηση μας ενθαρρύνει να παλέψουμε ενάντια στη διαφθορά και τα προβλήματα στους διάφορους θεσμούς. Αρχικά δε καταλαβαίναμε πόση δύναμη έχουμε. Αλλά τώρα έχουμε την ελευθερία να οργανωνόμαστε από τα κάτω».
Ο Γκουστάβο μας λέει πόσο ανησύχησε ο κόσμος όταν ο Τσάβες δεν έκανε δημόσιες εμφανίσεις για δυο βδομάδες: «Ο κόσμος διαδήλωσε στο Προεδρικό Μέγαρο για να πάρει διαβεβαιώσεις ότι ο Τσάβες ήταν καλά».
Η κόρη της Φελίσιτα μας λέει: «Από τον Τσάβες μαθαίνουμε πράγματα. Μας έμαθε για τον Σιμόν Μπολιβάρ. Αλλά θέλουμε να προχωρήσουν πολύ περισσότερα τα πράγματα. Δεν υπάρχει άλλος σαν τον Τσάβες αλλά με τον καιρό θα αναπτυχθούν και άλλοι ηγέτες. Υπερασπιζόμαστε τον Τσάβες γιατί είναι το μέλλον των παιδιών μας. Η δεξιά θέλει να καταστρέψει όλες μας τις ελπίδες. Πιστεύουν ότι αν ξεφορτωθούν τον Τσάβες θα σκοτώσουν τις ελπίδες μας».
Κατάληψη εργοστασίου
Το κίνημα που τρεις φορές έχει υπερασπίσει αποτελεσματικά τον Τσάβες, έχει επίσης δώσει αυτοπεποίθηση σε εργάτες να αντισταθούν στα κλεισίματα επιχειρήσεων. Πιστεύουν ότι αν παλέψουν θα έχουν υποστήριξη από την κυβέρνηση.
Πήγαμε στο εργοστάσιο SEIFEX στο ανατολικό Καράκας, σε μια μικροαστική γειτονιά. Οι 240 εργαζόμενοι -η μεγάλη πλειοψηφία εργάτριες- κατασκεύαζαν πολυτελή ρούχα για την εταιρεία Lony. Αλλά πέρσι στις 12 Δεκέμβρη οι ιδιοκτήτες τους ανακοίνωσαν ότι το εργοστάσιο κλείνει. Οι εργάτριες ανακάλυψαν ότι όχι μόνο θα χάσουν τις δουλειές τους αλλά δε θα πληρώνονταν ούτε το επίδομα αδείας που τους χρωστούσαν, ούτε τα διάφορα επιδόματα.
Οι εργάτριες κατέλαβαν αμέσως το εργοστάσιο και από τότε το κρατάνε υπό τον έλεγχο τους. Εχουν οργανώσει βάρδιες έτσι ώστε να το φυλάνε μέρα και νύχτα.
Όταν ρωτήσαμε την Κάρμεν Φουέντες ποιος αποφάσισε την κατάληψη οι γυναίκες ένα γύρω απάντησαν εν χορώ «Ολες μας!» Η Κάρμεν εξηγεί ότι «Οι γυναίκες το έκαναν. Το 90% των εργαζόμενων εδώ είναι γυναίκες. Δουλεύω εδώ σα γαζώτρια 24 χρόνια. Ξεκίνησα όταν ήμουν 22 χρόνων και τώρα έχω τέσσερα παιδιά. Όταν οι ιδιοκτήτες μας είπαν ότι θα κλείσουν το εργοστάσιο κατάλαβα ότι μας έλεγαν ψέματα και ότι μας έκλεβαν. Δε τους εμπιστευόμουν πια».
Τις ρωτήσαμε αν πριν την ανακοίνωση του κλεισίματος είχαν σκεφτεί ποτέ ότι μπορεί κάποτε να καταλάμβαναν το εργοστάσιο. Πάλι εν χορώ απάντησαν «Όχι, όχι!».
«Κάποιες από μας είναι εδώ 40 και 50 χρόνια» συνέχισε η Κάρμεν. «Όμως ποτέ δε κάναμε απεργίες ή τίποτα τέτοια. Δεν είχαμε ποτέ συγκρούσεις με τη διεύθυνση, τους εμπιστευόμασταν. Υπήρχαν πράγματα να παραπονεθούμε βέβαια, αλλά δε το κάναμε ποτέ».
Όταν ρωτιούνται πως αισθάνονται τώρα, οι γυναίκες απαντούν «Δεν έχουμε δουλειά, δεν έχουμε λεφτά, και έπρεπε να περάσουμε έτσι τα Χριστούγεννα, έχουμε και παιδιά».
Οι εργάτριες δε ζουν στη γειτονιά που βρίσκεται το εργοστάσιο και μας είπαν ότι δεν είχαν συμπαράσταση από τις γύρω περιοχές. Ούτε καν ανθρώπους να χτυπάνε τις κόρνες των αυτοκινήτων καθώς περνάνε απ' έξω. Όμως, είχαν συμπαράσταση από τις οικογένειες τους στα μπάριος. Οι οικογένειες τους ήρθαν στο εργοστάσιο τα Χριστούγεννα και τη Πρωτοχρονιά.
Η μεγαλύτερη συμπαράσταση έρχεται από το συνδικάτο κλωστοϋφαντουργίας που είναι μέλος της UNT, της συνομοσπονδίας που ιδρύθηκε πρόσφατα. Ο Ελίντιο Ρόχος, πρώην εργάτης στον κλάδο που τώρα είναι οργανωτής του συνδικάτου, μας εξήγησε το υπόβαθρο στο οποίο αναπτύχθηκε ο αγώνας.
Το κλείσιμο, όπως και τόσα άλλα στη Βενεζουέλα, είναι αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης της τελευταίας δεκαετίας. Το συνδικάτο κλωστοϋφαντουργίας του Καράκας και της Μιράντα είχε 1 1.000 μέλη, τώρα έχει μόνο 2.400. Τρία χρόνια πριν ο αριθμός είχε πέσει στα 1.400 και κρινόταν η ίδια η ύπαρξη του. Όμως, όταν η παλιά συνδικαλιστική συνομοσπονδία υποστήριξε το πραξικόπημα του 2002 και μετά και το λοκ-άουτ, ιδρύθηκε η UNT.
Ο Ρόχος συμμετείχε στην ίδρυση της UNT. «Πρώτα ξεκινήσαμε μια καμπάνια στρατολογιών. Τώρα έχουμε ακόμα 1.000 μέλη. Πιστεύω ότι η UNT σώζει το κίνημα μας. Το νέο συνδικάτο αλλάζει επίσης και τον τρόπο που αντιμετωπίζει το ζήτημα της ηγεσίας. «Σε αυτό το συνδικάτο νιώθω ότι είμαι η ουρά όχι το κεφάλι» λέει ο Ρόχος. «Αυτές οι γυναίκες είναι το κεφάλι, γιατί αυτό το συνδικάτο έχει χτιστεί από τα κάτω και όχι από τα πάνω».
Μέσα στα κινήματα
Ο Ρόλαντ Ντενίς είναι μέλος ενός δικτύου ακτιβιστών της βάσης με το όνομα «Κίνημα της 1 3ης Απρίλη» (η μέρα που ο κόσμος ξανάφερε τον Τσάβες στην εξουσία το 2002). 0 Ρόλαντ εξηγεί πώς η νίκη του Τσάβες και οι ήττες της δεξιάς έδωσαν τη δυνατότητα σε πολλούς ακτιβιστές που είχαν υποφέρει από τις ήττες στις δεκαετίες του 1980 και 1990, να ξαναχτίσουν τα κοινωνικά κινήματα. Όμως, στη πορεία κάποιοι από αυτούς τους ακτιβιστές ενσωματώθηκαν στις δομές της κυβέρνησης.
Το πραξικόπημα του 2002 ήταν το αποτέλεσμα τριών χρόνων φασιστικής συνωμοσίας. Οι λαϊκές οργανώσεις ενώθηκαν για να υπερασπίσουν την κυβέρνηση. Όμως, μόλις έγινε φανερό ότι η δεξιά είχε ηττηθεί, ξεκίνησε μια νέα αντιπαράθεση. Στο κέντρο της ήταν οι διαφορές ανάμεσα σε αυτούς που είχαν τραβηχτεί στους κυβερνητικούς θεσμούς και ο' αυτούς που είχαν μεγαλύτερες ρίζες στο μαζικό κίνημα. Αρχισαν να δυναμώνουν οι ιδέες που βάζουν την εργατική τάξη στο κέντρο του προγράμματος της αλλαγής. Αλλά παρά τις κριτικές τους, συνεχίζουν να στηρίζουν τον Τσάβες.
«Το πρόβλημα των θεσμών δεν είναι μόνο πρόβλημα γραφειοκρατίας. Είναι επίσης πρόβλημα διαφθοράς. Η γραφειοκρατία και η διαφθορά είναι ένας τρομαχτικός μηχανισμός που απειλεί να καταστρέψει την επαναστατική διαδικασία. Το πετρέλαιο φέρνει πολλά χρήματα, αλλά ένα πολύ μικρό μέρος τους καταλήγει στις μάζες. Ένα μεγάλο μέρος του χάνεται στα κοινωνικά κινήματα που έχουν απευθείας σχέση με την κυβέρνηση. Μέχρι τώρα οι ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις έχουν ωφελήσει μόνο το 25% του πληθυσμού» λέει ο Ρόλαντ.
Μας έδωσε ένα τρομερό παράδειγμα για το τι σημαίνει η διατήρηση των γραφειοκρατικών μηχανισμών του κράτους. Στο τέλος της περασμένης χρονιάς, ξέσπασε ένας αγώνας μεταλλωρύχων στο νότιο άκρο της χώρας. Τα αφεντικά έβαλαν τους μπράβους τους να σκοτώσουν 1 1 μεταλλωρύχους, σε μια επίθεση που πέρασε στα ψιλά των εθνικών ΜΜΕ. Οι μεταλλωρύχοι διαδήλωσαν κρατώντας μια μεγάλη φωτογραφία του Τσάβες και χτυπήθηκαν από μια στρατιωτική μονάδα -παρά τις διακηρύξεις του Τσαβισμού ότι οι ένοπλες δυνάμεις βρίσκονται στη πρώτη γραμμή του μαζικού κινήματος.
0 Ρόλαντ λέει: «Γίνονται προσπάθειες ενοποίησης του κινήματος από τη βάση. Όχι σαν κόμμα, αλλά με τη μορφή μιας πλατιάς οργάνωσης που θα μπορεί να εκφράσει μια επαναστατική προσέγγιση. Εχουμε κάνει δυο πανεθνικές συνδιασκέψεις. Είναι μια δύσκολη διαδικασία γιατί η κουλτούρα οργάνωσης είναι πολύ αδύναμη.
Δεν υπάρχει τρόπος η βάση του κινήματος να προβάλει τα δικά της αιτήματα, γιατί οι μάζες δεν έχουν αυτόνομη οργάνωση. Συνείδηση που δε βρίσκει υλική έκφραση σε μια οργάνωση, δε σημαίνει τίποτα». Το πόσο επείγουσα είναι η ανάγκη χτισίματος μιας τέτοιας οργάνωσης το δείχνει ο τρόπος με τον οποίο η άρχουσα τάξη έχει αντιδράσει στον Τσάβες και στο κίνημα που παλεύει για την αλλαγή της κοινωνίας.
Ο Ρόλαντ εξηγεί ότι «Τώρα η άρχουσα τάξη συμβιβάζεται με τον Τσάβες και ταυτόχρονα συνωμοτεί εναντίον του. Επίσης και ο Τσάβες έχει αλλάξει κάπως τους τόνους του. Συνήθιζε να μιλάει συχνά ενάντια στους πλούσιους, τώρα το κάνει λιγότερο συχνά.
Ο εχθρός στον οποίο αναφέρεται τώρα είναι ο ιμπεριαλισμός και συνήθως δεν επιτίθεται στη δικιά μας άρχουσα τάξη. Κάνει συμμαχίες με το αγροτικό και τραπεζικό κεφάλαιο, αλλά μέχρις στιγμής δεν έχει κλείσει μια κανονική συμφωνία μαζί τους. Ετσι η αστική τάξη έχει σταματήσει τις βίαιες επιθέσεις στον Τσάβες, αλλά δεν έχει πάψει να συνωμοτεί εναντίον του».
Ο Ρόλαντ υπογραμμίζει ότι τη προηγούμενη μέρα τα αφεντικά και η δεξιά κατάφεραν να οργανώσουν μια μεγάλη διαδήλωση με αίτημα την ανατροπή του Τσάβες: «Ηταν περίπου 100.000 άτομα -το ένα τρίτο απ' ότι δυο χρόνια πριν, αλλά ακόμα και έτσι ήταν μια μεγάλη διαδήλωση».
Στη κυβέρνηση του Τσάβες οι λιγότερο ριζοσπαστικοί υπουργοί ελέγχουν τα υπουργεία Οικονομικών, Εξωτερικών, Δημόσιας Τάξης και Αμυνας.
Ο Στάλιν Πέρεζ, ένας από τους δημοφιλείς ηγέτες της UNT, μιλάει για «νεοφιλελεύθερες και αντι-νεοφιλελεύθερες πτέρυγες της κυβέρνησης».
«Ο Τσάβες είναι κάτι σα σύμβολο για μας» λέει ο Ρόλαντ. «Για μας η πρόκληση είναι να μη συγχέουμε το σύμβολο με την πολιτική. Αυτή τη στιγμή το καθήκον μας είναι η συγκρότηση μιας πολιτικής ανεξάρτητης από το σύμβολο».
Αν δεν συγκροτηθεί αυτή η εναλλακτική δύναμη ο Ρόλαντ προβλέπει δυο επικίνδυνες δυνατότητες: «Η πρώτη είναι ότι η δεξιά θα ξαναποκτήσει τη δύναμη να εφαρμόσει μια πολιτική, βίαιη ή όχι, που θα οδηγήσει στην ήττα όλο το κίνημα. Η δεύτερη είναι μια πιο βαθιά ενσωμάτωση του κινήματος».
Ότι κι αν γίνει από τα δυο, θα σημάνει ότι ο καπιταλισμός στη Βενεζουέλα θα παραμείνει ανέπαφος και μαζί μ' αυτόν οι τεράστιες ανισότητες που καταδικάζουν τη πλειοψηφία του πληθυσμού στη φτώχεια και τη διαρκή ανασφάλεια. Όμως, όλοι οι ακτιβιστές με τους οποίους μιλήσαμε, ακόμα κι αυτοί που απορρίπτουν κάθε κριτική στην κυβέρνηση, παλεύουν για κάτι πολύ καλύτερο απ' αυτό.