Μια εργατική επανάσταση δεν τελειώνει σε μια νύχτα. Ο Λέανδρος Μπόλαρης παρουσιάζει τις καμπές και τα γυρίσματα της επαναστατικής διαδικασίας στη Γερμανία.Κανένα μεγάλο μαζικό κίνημα δεν περιορίζεται μοναχά σε μια «μεγάλη νύχτα των οδοφραγμάτων». Αυτό ισχύει στον υπερθετικό βαθμό για τις επαναστάσεις.
Η Γερμανική Επανάσταση ξέσπασε το 1918 και για πέντε ολόκληρα χρόνια η κυρίαρχη τάξη της Γερμανίας έζησε με τον τρόμο της ανατροπής της. Η Γερμανία ήταν, στις παραμονές του πολέμου, μια από τις πιο «προλεταριοποιημένες» κοινωνίες του κόσμου: περίπου 8,64 εκατομμύρια βιομηχανικοί εργάτες, 1,7 εκατομμύρια εργαζόμενοι στις μεταφορές και το εμπόριο, 2,3 μισθωτοί υπάλληλοι, δηλαδή 12,5 εκατομμύρια το σύνολο. Όταν μπήκε σε κίνηση αυτή η τεράστια κοινωνική δύναμη ήταν πολύ δύσκολο να σταματήσει ακόμα και αν στην πορεία έχανε μάχες με μεγάλο κόστος.
Η επανάσταση δεν ήταν μονόπρακτο έργο λοιπόν. Τον Γενάρη του 1919 στις «μέρες του Σπάρτακου», οι επαναστάτες εργάτες του Βερολίνου και το νεοϊδρυμένο Κομμουνιστικό Κόμμα δέχτηκαν ένα σκληρό πλήγμα από την κυρίαρχη τάξη. Ένα χρόνο μετά, το πραξικόπημα του Καπ, που οργάνωσαν στρατηγοί με την υποστήριξη της κυρίαρχης τάξης, ήταν η απόπειρα να ολοκληρωθεί το έργο της αντεπανάστασης.
Κι όμως, αυτή η απόπειρα κατέρρευσε μετά από μια γιγάντια Γενική Απεργία που σε ορισμένες περιοχές μετατράπηκε σε ένοπλη εξέγερση των εργατών. Μια από τις συνέπειες αυτής της αναμέτρησης ήταν η επιτάχυνση των διαδικασιών στην αριστερά, με τη συγκρότηση του «ενωμένου» Κομμουνιστικού Κόμματος, ενός μαζικού κόμματος μισού εκατομμυρίου μελών προς το τέλος της χρονιάς.
Το 1923 η εργατική τάξη έφτασε κυριολεκτικά στο παρά πέντε του «γερμανικού Οκτώβρη». Η κατάληψη του Ρουρ από τα γαλλικά στρατεύματα προκάλεσε μια τεράστια πολιτική κρίση, που μαζί με τον πληθωρισμό που ξέφυγε από κάθε έλεγχο έσπρωξε την εργατική τάξη να περάσει στην επαναστατική δράση. Τη κρίσιμη στιγμή η ηγεσία του επαναστατικού κόμματος έκανε πίσω, χάνοντας μια πραγματικά ιστορική ευκαιρία.
Οι «μέρες του Σπάρτακου»
«Δεν πρέπει να καλλιεργούμε και να επαναλαμβάνουμε την αυταπάτη της πρώτης φάσης της επανάστασης, αυτής της 9 Νοέμβρη, ότι αρκεί η ανατροπή της καπιταλιστικής κυβέρνησης από μια άλλη για να έρθει η σοσιαλιστική επανάσταση.
Η ουσία της επανάστασης είναι ότι οι απεργίες γίνονται όλο και περισσότερο το κέντρο της, το κύριο χαρακτηριστικό της επανάστασης. Τότε μετατρέπεται σε μια οικονομική επανάσταση και γι’ αυτό το λόγο, σε μια σοσιαλιστική επανάσταση. Η πάλη για το σοσιαλισμό μπορεί να διεξαχθεί από τις μάζες και μόνο από τις μάζες, χέρι-χέρι ενάντια στον καπιταλισμό, σε κάθε εργοστάσιο, από τον κάθε προλετάριο ενάντια στον κάθε καπιταλιστή. Μόνο τότε θα πρόκειται για μια σοσιαλιστική επανάσταση…
Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να δημιουργηθεί με διατάγματα ούτε πρόκειται να δημιουργηθεί με διατάγματα. Ούτε μπορεί να τον καθιερώσει μια κυβέρνηση, όσο σοσιαλιστική κι αν είναι αυτή. Ο σοσιαλισμός πρέπει να πραγματωθεί από τις μάζες, από κάθε προλετάριο. Εκεί που σφυρηλατούνται τα καπιταλιστικά δεσμά, εκεί πρέπει να σπάσουν….” (1)
Μ’ αυτά τα λόγια η Ρόζα Λούξεμπουργκ ξεκίνησε την εισήγησή της την τρίτη μέρα του ιδρυτικού συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (KPD) Πρωτοχρονιά του 1919.
Τον Νοέμβρη η επανάσταση είχε απλωθεί σαν τη φωτιά από τους ναύτες του Κίελου σε όλες τις πόλεις της Γερμανίας, στα στρατεύματα του μετώπου και κατόπιν στο Βερολίνο, τη πρωτεύουσα. Η «παλιά τάξη πραγμάτων» είχε ανατραπεί. Όμως η καινούργια δεν είχε επικρατήσει. Τα συμβούλια των εργατών και των στρατιωτών είχαν τεράστια δύναμη στα χέρια τους. Όμως, παρέμενε κατακερματισμένη. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, τη πλειοψηφία σε αυτά την είχαν πολιτικές δυνάμεις που κήρυτταν ότι η επανάσταση έφτασε στο τέλος της με την ανατροπή του Κάιζερ, την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και το σχηματισμό μιας «καθαρά» σοσιαλιστικής κυβέρνησης από τα δυο σοσιαλδημοκρατικά κόμματα –το SPD και το USPD. Όταν συνήλθε το Πρώτο Συνέδριο των Συμβουλίων στα μέσα του Δεκέμβρη, από τους 499 αντιπροσώπους μόλις 21 στήριζαν την επαναστατική αριστερά (90 ακόμα στήριξαν το USPD στο οποίο διαμορφώνονταν ραγδαία μια αριστερή και μια δεξιά πτέρυγα). Αυτό το συνέδριο ψήφισε να περάσει η εξουσία στην Εθνοσυνέλευση μετά από εκλογές και για την απαγόρευση απεργιών «σε ζωτικούς τομείς».
Σε μια παρόμοια κατάσταση είχαν βρεθεί και τα σοβιέτ στη Ρωσία τους πρώτους μήνες μετά την Επανάσταση του Φλεβάρη 1917. Οι εργάτες και οι στρατιώτες θα χρειάζονταν να μάθουν από την ίδια τους τη πείρα. Ο Λένιν με τις «Θέσεις του Απρίλη» προκάλεσε σεισμό στο κόμμα των μπολσεβίκων διακηρύσσοντας ότι τα παλιά συνθήματα για «αστική επανάσταση» είναι ξεπερασμένα και ότι τώρα το σύνθημα πρέπει να είναι η σοσιαλιστική επανάσταση, το «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ». Στο άλλο, όμως, που επέμενε ο Λένιν επιχειρηματολογώντας στο κόμμα των μπολσεβίκων, είναι ότι «πρέπει να εξηγούμε υπομονετικά» αυτή τη προοπτική.
Η υπομονή, όμως, ήταν κάτι που έλειπε σχεδόν ολοκληρωτικά από το μόλις ιδρυμένο κόμμα στη Γερμανία. Η μεγάλη πλειοψηφία των αγωνιστών του είχαν την αντίληψη που προσπαθούσε να καταπολεμήσει η Ρόζα στην εισήγησή της: ένα ακόμα σπρώξιμο, μια ακόμα «μεγάλη νύχτα των οδοφραγμάτων», μια επίδειξη επαναστατικής θέλησης και οι «μάζες» θα ακολουθούσαν: στο κάτω-κάτω η δυσαρέσκεια για τη κυβέρνηση φούντωνε ιδιαίτερα στο Βερολίνο. «Δεν χρειαζόμαστε άλλα βήματα» όπως τα συνδικάτα ή οι εκλογές δήλωνε ένας αντιπρόσωπος στο συνέδριο, ο Οτο Ρίλε, «Ο δρόμος είναι το βήμα μας και δεν πρόκειται να τον εγκαταλείψουμε ακόμα και αν μας πυροβολήσουν». (2)
Τον Γενάρη του 1919 η κυβέρνηση του SPD με τη συνεργασία των Frei Korps, προβοκάρισε τους επαναστατημένους εργάτες του Βερολίνου: απέλυσε από τη θέση του τον Εμιλ Αϊχορν, διοικητή της αστυνομικής δύναμης που είχε συγκροτηθεί με την επανάσταση. Η συνέχεια ήταν οι ματωμένες «Μέρες του Σπάρτακου». Για ένα τμήμα των επαναστατημένων εργατών και στρατιωτών, η απάντηση στη πρόκληση ήταν η ένοπλη κατάληψη κτιρίων και το κάλεσμα για την ανατροπή της κυβέρνησης των Εμπερτ και Σάϊντεμαν. Χιλιάδες επαναστάτες ρίχτηκαν σε μια άνιση αναμέτρηση αποκομμένοι από τα εργοστάσια και τις άλλες πόλεις. Το αποτέλεσμα ήταν ένα λουτρό αίματος, η δολοφονία της Ρόζας, του Καρλ Λήμπνεχκτ και αργότερα –τον Μάρτη- του Λέο Γιόγκισες του οργανωτικού υπεύθυνου του κόμματος. Οι επαναστάτες στη Γερμανία αποκεφαλίστηκαν πολιτικά.
Το ίδιο πάνω κάτω σενάριο επαναλήφθηκε τους υπόλοιπους μήνες εκείνης της χρονιάς σε όλη τη Γερμανία, από το Ρουρ μέχρι τη «Δημοκρατία των Συμβουλίων» του Μονάχου στη Βαυαρία. Στο τέλος του 1919 πράγματι έμοιαζε ότι η «τάξη επικρατεί» όχι μόνο στο Βερολίνο αλλά και σε ολόκληρη τη χώρα. Τα εργατικά συμβούλια είχαν εξουδετερωθεί σαν ανεξάρτητη δύναμη.
Όμως, η επανάσταση δεν είχε τελειώσει. Δυο δυνάμεις τροφοδοτούσαν τις φλόγες της. Από τη μια μεριά ήταν η κυρίαρχη τάξη. Είχε «ειρηνεύσει» με τη φωτιά και το σίδερο –και με τη βοήθεια της σοσιαλδημοκρατίας- τη Γερμανία, όμως, η νίκη αυτή δεν της ήταν αρκετή. Έπρεπε να φορτώσει τα σπασμένα της οικονομικής κρίσης που είχε προκαλέσει ο πόλεμος στην εργατική τάξη. Όμως, απέναντί της είχε μια εργατική τάξη που μόλις είχε κάνει μια επανάσταση και η ριζοσπαστικοποίησή της προχωρούσε πολιτικά.
Το 1919 ξεσπάνε 4.970 απεργίες και την επόμενη χρονιά διπλασιάζονται φτάνοντας τις 8.800. Πολιτικά, η ριζοσπαστικοποίηση βρήκε προσωρινή διέξοδο στο USPD και συγκεκριμένα στην αριστερή του πτέρυγα. Το KPD περνούσε μια έντονη εσωτερική κρίση. Η νέα ηγεσία που διαμορφώνονταν γύρω από τον Πάουλ Λέβι, προσπαθούσε να προσανατολίσει το κόμμα μακριά από τις περιπέτειες των οδομαχιών και των ένοπλων αναμετρήσεων μιας «δυναμικής μειοψηφίας» και προς τη συστηματική παρέμβαση στα εργοστάσια και τα συνδικάτα. Δεν ήταν εύκολο. Τον Οκτώβρη του 1919 σε ένα έκτακτο συνέδριο στη Χαϊδελβέργη το κόμμα ουσιαστικά διασπάστηκε: περίπου τα μισά μέλη αποχώρησαν. Το κόμμα έμεινε με 50.000 περίπου μέλη.
Το πραξικόπημα του Καπ και οι συνέπειές του
Στις 13 Μάρτη 1920 η ταξιαρχία Ερχαρντ κατέλαβε το Βερολίνο και εγκατέστησε ως καγκελάριο ένα συντηρητικό γραφειοκράτη τον Καπ. Μονάδες πραξικοπηματιών κινήθηκαν σε διάφορες περιοχές της Γερμανίας. Το πραξικόπημα είχε την στήριξη της κυρίαρχης τάξης και την ευμενή ουδετερότητα των υπόλοιπών στρατηγών: ο διοικητής της Ράϊχσβερ, ο στρατηγός φον Ζέεκτ δήλωσε με νόημα ότι η «Ράϊχσβερ δεν ανοίγει πυρ στην Ράϊχσβερ». Η κυβέρνηση το βάλε στα πόδια.
Όμως, μετά από λίγες μέρες το πραξικόπημα θα καταρρεύσει μετά από μια γιγάντια κινητοποίηση της εργατικής τάξης. Η σπίθα για αυτή την έκρηξη ήρθε από μια ανεπάντεχη κατεύθυνση. Ο Λίγκεν, πρόεδρος της ADGB της σοσιαλδημοκρατικής συνδικαλιστικής συνομοσπονδίας, κάλεσε σε γενική απεργία ενάντια στο πραξικόπημα. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία –και ο Λιέγκεν προσωπικά- ήταν για χρόνια το προπύργιο της ταξικής συνεργασίας και οι αμείλικτοι διώκτες της αριστεράς μέσα στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Όμως, τώρα, αναγκάστηκαν να βγάλουν το κάλεσμα στη μάχη, γιατί η ίδια τους η υπόσταση βρισκόταν σε κίνδυνο.
Το αποτέλεσμα ήταν εντυπωσιακό. Η Γενική Απεργία καθήλωσε τα πάντα. Όμως πήγε ακόμα παραπέρα: «Στο ένα σημείο της χώρας μετά το άλλο, οι εργάτες μετέτρεπαν την απεργία σε ένοπλη έφοδο στην εξουσία που βρίσκονταν πίσω από το πραξικόπημα... Η οπλισμένη εργατική τάξη πήρε την εξουσία στα χέρια της σε τρεις περιοχές της Γερμανίας: στη βιομηχανική ‘καρδιά’ του Ρουρ, στις περιοχές των ανθρακωρυχείων και των εργοστασίων στη Κεντρική Γερμανία και στο βορρά ανάμεσα στο Λίμπεκ και το Βίσμαρ». (3)
Όταν το πραξικόπημα έπνεε τα λοίσθια ο Λίγκεν έκανε μια πρόταση που προκάλεσε μεγάλο «πονοκέφαλο» τόσο στη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία όσο και στην επαναστατική αριστερά ιδιαίτερα στο νεαρό KPD. Πρότεινε τη συγκρότηση μιας «εργατικής κυβέρνησης» αποτελούμενης από τα τρία κόμματα της αριστεράς και με τη στήριξη των συνδικάτων. Για εκατομμύρια σοσιαλδημοκράτες εργάτες η πολιτική της συγκυβέρνησης με τα αστικά κόμματα και το Γενικό Επιτελείο ήταν η μήτρα του πραξικοπήματος. Ο Λίγκεν έριξε την πρόταση για να κρατήσει την επαφή με τη βάση του.
Το KPD είχε ταλαντευτεί τις πρώτες μέρες του πραξικοπήματος. Η αρχική στάση της ηγεσίας του στο Βερολίνο ήταν απογοητευτική: επρόκειτο για μια σύγκρουση ανάμεσα σε «δυο αντεπαναστατικές μερίδες» διακήρυττε και δήλωνε ότι το προλεταριάτο «δεν θα σήκωνε ούτε το δαχτυλάκι του» για την υπεράσπιση της «κυβέρνησης των δολοφόνων της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λήμπνεχκτ».
Ο Πάουλ Λέβι, που βρισκόταν στη φυλακή, και οι πιο ισχυρές κομματικές οργανώσεις όπως αυτή στο Κέμνιτζ με επικεφαλής τον Χάινριχ Μπράντλερ, αντέδρασαν σε αυτό τον καταστροφικό σεχταρισμό και σύντομα η θέση του κόμματος άλλαξε. Η θέση που υιοθέτησε το KPD ήταν η εξής: α) δεν συμμετέχουμε σε κυβερνήσεις διαχείρισης του καπιταλισμού όποιο όνομα και αν έχουν β) παρόλα αυτά, μια κυβέρνηση που σχηματιζόταν χωρίς τη συμμετοχή των αστικών κομμάτων θα δημιουργούσε «ιδιαίτερα πρόσφορες συνθήκες για την ενεργητική δράση των μαζών» γ) απέναντί της το κομμουνιστικό κόμμα ήταν έτοιμο να κρατήσει θέση «νόμιμης αντιπολίτευσης» όσο αυτή εκπλήρωνε τις υποσχέσεις της για εξουδετέρωση της άκρας δεξιάς και «δεν εμπόδιζε την κοινωνική οργάνωση της εργατικής τάξης».
Η ηγεσία του KPD ταλαντεύτηκε για άλλη μια φορά έντονα για να καταλήξει στη συγκεκριμένη στάση. Τη μια μέρα δήλωνε ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα ήταν απλή συνέχεια της προηγούμενης και την επόμενη άλλαζε γνώμη. Όταν κατέληξε, στις 26 Μάρτη, οι διαπραγματεύσεις για το σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης του SPD με τα αστικά δημοκρατικά κόμματα είχαν μπει στη τελευταία φάση τους. Αυτή η φόρμουλα προκάλεσε βαριές καταγγελίες στο εσωτερικό του κόμματος για εγκατάλειψη των επαναστατικών αρχών. Για ένα μεγάλο τμήμα ακόμα και της ηγεσίας της Κομιντέρν, το κόμμα κινδύνευε να βαδίσει στα χνάρια της προπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας.
Κι όμως, παρόλο που η ηγεσία δεν κινήθηκε με συνέπεια, η στάση απέναντι στην πρόταση της «εργατικής κυβέρνησης» ήταν ένα τεράστιο μάθημα για το πώς ένα επαναστατικό κόμμα μπορεί να αποφύγει τους κινδύνους και του οπορτουνισμού και του συμβιβασμού με το αστικό καθεστώς αλλά και τον κίνδυνο του σεχταρισμού.
Στις εκλογές που έγιναν τον Ιούνη του 1920 αποκαλύφτηκε η τεράστια μετατόπιση προς τα αριστερά της εργατικής τάξης. Τo SPD πήρε 5.500.000 ψήφους, χάνοντας τη μισή εκλογική του δύναμη. Οι κύριες απώλειες ήταν προς τα αριστερά. Όχι προς το κομμουνιστικό κόμμα που πλήρωνε τις αδυναμίες και τα λάθη των προηγούμενων μηνών, αλλά προς το USPD το οποίο πήρε 4.900.000 ψήφους.
Η γέννηση ενός μαζικού επαναστατικού κόμματος
Ο Λένιν και ο Τρότσκι είχαν δώσει μια ονομασία σε κόμματα όπως το USPD: τα αποκαλούσαν «κεντριστικά», κόμματα που στέκονταν ανάμεσα στη στρατηγική της μεταρρύθμισης του καπιταλισμού και την επαναστατική ανατροπή του και είναι σαν γέφυρες διπλής κατεύθυνσης: προς το ρεφορμισμό η μια και προς την επανάσταση η άλλη. Για παράδειγμα, το κόμμα αυτό το 1918-19 μπορούσε να δηλώνει ότι είναι και με τα εργατικά συμβούλια και με την αστική δημοκρατία: «εργατικά συμβούλια ‘αγκυροβολημένα΄ [δηλαδή θεσμοθετημένα] στο Σύνταγμα» ήταν η επίσημη θέση του το 1919.
Στα μέσα του 1920 το USPD ήταν ένα τεράστιο κόμμα: διέθετε 893.000 μέλη, εκατοντάδες εφημερίδες και περιοδικά και μια τεράστια επιρροή στα συνδικάτα. Και η αριστερή πτέρυγα δυνάμωνε με άλματα. Έλπιζε ότι θα οδηγούσε τους «δεξιούς» σε αποχώρηση. Το ζήτημα κλειδί ήταν η στάση απέναντι στη Κομιντέρν, την Κομμουνιστική Διεθνή, που είχε ιδρυθεί μόλις ένα χρόνο πριν.
Το μπολσεβίκικο κόμμα έριξε όλη του τη δύναμη στο κέρδισμα της αριστεράς του USPD. Δεν το έκαναν απλά με το να επισημαίνουν την ασυνέπεια και τις ανεπάρκειες του κόμματος και με εκκλήσεις για προσχώρηση στο Kομμουνιστικό Kόμμα της Γερμανίας. Αντίθετα, μπήκαν σε μια διαδικασία διαλόγου και στο τεστ της πράξης. Οι «21 όροι» που ψήφισε το Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν τον Ιούλη του 1920 για την εισδοχή νέων κομμάτων-μελών ήταν η κωδικοποίηση αυτής της προσπάθειας. Στο έκτακτο συνέδριο της Χάλης τον Οκτώβρη του 1920 οι δυο πτέρυγες κονταροχτυπήθηκαν άγρια. Την πλάστιγγα την έγειρε ένας απρόσμενος επισκέπτης, ο Γκριγκόρι Ζινόβιεφ, ο πρόεδρος της Κομιντέρν. Ύστερα από μια εντυπωσιακή ομιλία τεσσάρων (!) ωρών, έγινε η ψηφοφορία: 237 ψήφοι υπέρ των 21 όρων και 156 κατά. Κατόπιν προχώρησαν γρήγορα οι διαδικασίες για τη συγκρότηση του «Ενωμένου Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας» (VKPD). Ηταν το μεγαλύτερο επαναστατικό κόμμα εκτός Ρωσίας με περίπου μισό εκατομμύριο μέλη.
Από τη «τρέλα του Μάρτη» στο ενιαίο μέτωπο
Ηταν πράγματι ένα μαζικό κόμμα, και μάλιστα αν αναλογιστούμε ότι πριν την ενοποίηση το ΚPD διέθετε το πολύ 80.000 μέλη. Όμως αυτό δεν έλυνε αυτομάτως το πρόβλημα που κατάτρυχε την επαναστατική αριστερά στη Γερμανία από καιρό: τη συγκρότηση μέσα από τις κοινές εμπειρίες της πολιτικής παρέμβασης και της αποσαφήνισης ιδεών για τη στρατηγική και τη τακτική, ενός συνεκτικού πολιτικού οργανισμού που θα μπορούσε να εκτιμάει σωστά κάθε φορά τη κατάσταση και να αναλαμβάνει τις ανάλογες πρωτοβουλίες. Το νέο ενωμένο κόμμα ήταν η απόδειξη πόσο μπροστά είχε προχωρήσει το πιο πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα, όμως, όξυνε όλες τις παραπάνω ανεπάρκειες.
Η ανυπομονησία που είχε τόσο καταστροφικά αποτελέσματα το Γενάρη του 1919 και σε άλλες περιπτώσεις έγινε ακόμα πιο έντονη. Θεωρητικά αυτή η πίεση βρήκε έκφραση στη λεγόμενη «Θεωρία της επίθεσης» -την οποία καλλιεργούσε και ένα τμήμα της ηγεσίας της Κομιντέρν. Σε μια επαναστατική εποχή, έλεγε η «θεωρία», το καθήκον των επαναστατών είναι να βρίσκονται συνέχεια στην επίθεση, έτσι θα ξυπνήσουν τις «μάζες» διαφορετικά θα κυλούσαν ξανά στη στάση της προπολεμικής σοσιαλδημοκρατίας που μιλούσε «μαρξιστικά» ενώ συμβιβαζόταν στη πράξη.
Το πρακτικό προϊόν αυτής της «θεωρίας» ήταν η λεγόμενη «Δράση του Μάρτη» του 1921 (πάλι με την παρακίνηση ενός ανώτερου στελέχους της Κομιντέρν, του Μπέλα Κουν). Οι εργάτες μιας περιοχής στην Κεντρική Γερμανία κατέβηκαν σε απεργίες ενάντια στην κρατική καταστολή. Ηταν μια αμυντική μάχη, που δεν απλώθηκε καν σε όλη τη συγκεκριμένη περιφέρεια. Όμως, η προοπτική για την οποία έπεισε ο Μπέλα Κουν την ηγεσία του KPD ήταν κυριολεκτικά απογειωμένη: ούτε λίγο ούτε πολύ, το KPD με το παράδειγμά του έπρεπε να «εκβιάσει την εξέλιξη της Επανάστασης». Η ηγεσία του προσπάθησε με μια διαταγή να μετατρέψει μια αποσπασματική αμυντική δράση σε γενικευμένη επίθεση. Στις 20 Μάρτη η καθημερινή εφημερίδα του κόμματος, η Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία) δήλωνε ότι όποιος δεν ανταποκρινόταν στα καλέσματα για γενική απεργία και εξοπλισμό ήταν προδότης: «Όποιος δεν είναι μαζί μας είναι εναντίον μας» κραύγαζε ο πρωτοσέλιδος τίτλος!
Το αποτέλεσμα ήταν ένα καταστροφικό φιάσκο. Σε κάποια μέρη, τα μέλη του κόμματος οδήγησαν διαδηλώσεις ανέργων σε απόπειρες κατάληψης εργοστασίων για να επιβάλλουν στους εργάτες να απεργήσουν. Το SPD έτριβε τα χέρια του: να ποιοι είναι οι κομμουνιστές, έλεγε, τυχοδιώκτες και πραξικοπηματίες.
Το ίδιο το κόμμα εκτός από τη σκληρή καταστολή αντιμετώπισε μια μεγάλη κρίση: εκατοντάδες χιλιάδες μέλη του το εγκατέλειψαν. Η κρίση έφτασε στην ηγεσία: ο Πάουλ Λέβι όχι μόνο διαφώνησε με την «Δράση του Μάρτη» αλλά δημοσίευσε μια μπροσούρα που κατήγγειλε το κόμμα ως δράστη του «μεγαλύτερου μπακουνινικού πραξικοπήματος στην ιστορία». Η κριτική ήταν σωστή, αλλά ο τόνος της, η φρασεολογία και ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Λέβι δεν έκανε το κόπο να δώσει αυτή τη μάχη μέσα στο κόμμα, για να πείσει για τις θέσεις του, προκάλεσαν τη διαγραφή του.
Το KPD ανάρρωσε από αυτή την ήττα αν και χρειάστηκαν μήνες και περισσότερες απώλειες πριν ξεκινήσει να το κάνει. Η δημοκρατική και έντονη συζήτηση στη Κομιντέρν έπαιξε σημαντικό ρόλο σε αυτό. Στο Τρίτο Συνέδριο που έγινε τον Ιούλη του 1921, ο Λένιν και ο Τρότσκι δεν τσιγκουνεύτηκαν τις σαρωτικές κριτικές στη «θεωρία της επίθεσης» –και στη διάρκειά τους πάλεψαν για την υιοθέτηση από τη Κομιντέρν της πολιτικής του «ενιαίου μετώπου». Οι επαναστάτες έλεγαν οι αποφάσεις του συνεδρίου πρέπει «να πάνε στις μάζες» και να τις κερδίσουν, μέσα από τη κοινή δράση ακόμα και με τις ηγεσίες των ρεφορμιστικών κομμάτων και συνδικάτων, για οικονομικά και πολιτικά αιτήματα. Δεν ήταν μια συζήτηση –με πολλές αντιπαραθέσεις- που τέλειωσε τότε, αντίθετα συνεχίστηκε. Oι αποφάσεις του Τέταρτου Συνεδρίου της Κομιντέρν το Νοέμβρη 1922 είχαν πάλι στο κέντρο τους ακόμα πιο έντονα το «Ενιαίο Μέτωπο» –με την ενεργητική συμβολή της ηγεσίας του KPD.
Στα τέλη του 1922, το κόμμα είχε φτάσει τα περίπου 220.000 μέλη(4). Για ένα επαναστατικό κόμμα τα μέλη δεν είναι απλοί αριθμοί ή ψήφοι στις εκλογές. Είναι αγωνιστές και αγωνίστριες που παλεύουν μαζί με τη τάξη τους και κερδίζουν τη πολιτική εμπιστοσύνη των πιο πρωτοπόρων τμημάτων της. Από αυτή την άποψη το KPD στα τέλη εκείνης της χρονιάς μπορούσε να περηφανεύεται για πολλές επιτυχίες.
Την επιρροή του στα εργοστασιακά συμβούλια για παράδειγμα: Πάλευαν να τα μετατρέψουν από ανώδυνα παραρτήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας σε μαχητικές οργανώσεις βάσης: «Φθάνοντας το φθινόπωρο του 1922 οι κομμουνιστές είχαν κερδίσει τόση επιρροή σε χιλιάδες εργοστασιακά συμβούλια ώστε να κυριαρχήσουν στο πανεθνικό τους συνέδριο που έγινε το Νοέμβρη»(5). Οι «επιτροπές ελέγχου» που γεννήθηκαν στις εργατικές συνοικίες πολλών πόλεων κινητοποιούσαν εργάτες και –κυρίως- εργάτριες ενάντια στη κερδοσκοπία και το πληθωρισμό που κατέτρωγε τα μεροκάματα ήταν ένα άλλο πεδίο δράσης του KPD. Προσπαθούσε να τις συντονίσει, να τις συνδέσει με τα εργοστασιακά συμβούλια και τις απεργίες. Οι «Προλεταριακές Εκατονταρχίες», ήταν η μορφή που πήρε το «ενιαίο μέτωπο» ενάντια στην απειλή της ακροδεξιάς και των φασιστών.
1923: απότομη στροφή
Ένα από τα βασικά κριτήρια για την αποτελεσματικότητα –και τη χρησιμότητα εν τέλει- μιας επαναστατικής οργάνωσης, πολύ περισσότερο ενός κόμματος, είναι η ικανότητα να αντιλαμβάνεται, να ερμηνεύει και να ανταποκρίνεται σε ξαφνικές αλλαγές στη πολιτική κατάσταση και στη πορεία της ταξικής πάλης. Έρχονται στιγμές που ο ίδιος ο καπιταλισμός παράγει τόσο εκρηκτικές καταστάσεις που «κάθε τι σταθερό διαλύεται στον αέρα». Η γερμανική κοινωνία κάθε άλλο παρά «σταθερή» ήταν στα τέλη του 1922, όμως το σοκ του 1923 ήταν πράγματι συγκλονιστικό. Την έφερε στα πρόθυρα της επανάστασης, ενός γερμανικού «Οκτώβρη».
Τον Γενάρη του 1923 γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν το Ρουρ. Ο σκοπός ήταν να αρπάξουν τη παραγωγή του άνθρακα επειδή η γερμανική κυβέρνηση καθυστερούσε στη πληρωμή των «πολεμικών αποζημιώσεων» που είχε επιβάλει η Συνθήκη των Βερσαλλιών το 1919. Η γερμανική κυβέρνηση του καγκελάριου Κούνο απάντησε με μια υστερική εκστρατεία εθνικισμού και την οργάνωση της «παθητικής αντίστασης» στις κατεχόμενες περιοχές (και της ένοπλης, από τις ακροδεξιές συμμορίες της «μαύρης Ράιχσβερ» που εκπαίδευε ο τακτικός στρατός).
Το SPD και η συνδικαλιστική γραφειοκρατία για άλλη μια φορά έδωσαν πρόθυμη στήριξη στη κυρίαρχη τάξη και έτσι το κλίμα της «εθνικής ενότητας» επηρέασε τους εργάτες. Όμως, παράλληλα, οι ίδιοι έβλεπαν δυο πράγματα: οι καπιταλιστές πλούτιζαν ενώ οι ίδιοι πεινούσαν. Ο πληθωρισμός που πριν κατέτρωγε τους μισθούς και τα εισοδήματα τώρα κυριολεκτικά τα εξανέμιζε. Το μάρκο κατέρρεε, φτάνοντας η άνοιξη θα χρειάζονταν δισεκατομμύρια από το «χρήμα-κομφετί» για να αγοράσει κάποιος ένα…αυγό. Η εξαθλίωση δεν απειλούσε μόνο τους εργάτες αλλά και τα μεσαία στρώματα.
Το KPD κράτησε μια περήφανη, διεθνιστική στάση. Όταν η γερμανική βουλή συζήτησε στις 13 Γενάρη τη πρόταση ψήφου εμπιστοσύνης στη κυβέρνηση, ο Πάουλ Φρέλιχ, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του KPD ανέβηκε στο βήμα για να δηλώσει: «Ο Κούνο και ο Πουανκαρέ [ο πρόεδρος της Γαλλίας] είναι δίδυμα αδέλφια. Είμαστε σε πόλεμο και ο Καρλ Λήμπνεχκτ μας δίδαξε την πολιτική της εργατικής τάξης σε καιρό πολέμου, ταξική πάλη ενάντια στον πόλεμο! Αυτό θα είναι το σύνθημά μας: όχι κοινωνική ειρήνη αλλά εμφύλιος πόλεμος!».(6)
Το εργατικό κίνημα άρχισε να περνάει στην αντεπίθεση και οι μορφές του ενιαίου μετώπου που είχαν χτιστεί το προηγούμενο διάστημα έπαιζαν κεντρικό ρόλο σε αυτή την αντεπίθεση. Οι «Προλεταριακές Εκατονταρχίες» ιδιαίτερα, άρχιζαν να συνδυάζουν και τη πάλη ενάντια στη φασιστική δεξιά και την ενεργητική οργάνωση των εργατικών αγώνων δίπλα στα εργοστασιακά συμβούλια.
Για μια ολόκληρη πτέρυγα του KPD –με ισχυρή επιρροή τόσο στην ηγεσία όσο και στη βάση ιδιαίτερα στη περιφέρεια το Βερολίνου- με επικεφαλής τη Ρουθ Φίσερ και τον Αρκάντι Μάσλοφ, αυτές οι προσπάθειες ήταν «σοσιαλδημοκρατική παρέκκλιση». Δεν ήταν δύσκολο για την ηγεσία του κόμματος γύρω από τον Μπράντλερ και τον Αουγκουστ Ταλχάϊμερ, να αποκρούσει αυτές τις κατηγορίες. Η ενιαιομετωπική τακτική κέρδιζε στρατιές εργατών στις γραμμές και το πλευρό του επαναστατικού κόμματος.
Ο «γερμανικός Οκτώβρης»
Από τον Ιούνη και μετά οι εξελίξεις επιταχύνονταν. Η οικονομική κατάσταση χειροτέρευε, η κυρίαρχη τάξη βυθιζόταν στις έριδες και έχανε το τιμόνι, η ριζοσπαστικοποίηση προχωρούσε και το πιο σημαντικό –οι απεργίες αποκτούσαν όχι μόνο ευρύτητα αλλά και πολιτικό χαρακτήρα. Τον Αύγουστο, μια απεργία που ξεκίνησε από το Βερολίνο με πρωτοβουλία της Εκτελεστικής Επιτροπής των Εργοστασιακών Συμβουλίων, μετεξελίχτηκε σε μια Γενική Απεργία που έριξε τη κυβέρνηση του Κούνο.
Για την ηγεσία της Κομιντέρν και των ρώσων μπολσεβίκων, όπως και για την ηγεσία του KPD αυτή η εξέλιξη χτύπησε τις καμπάνες. Μια επαναστατική κατάσταση ωρίμαζε στη Γερμανία. Τα ερωτήματα αποκτούσαν πια πιεστικό χαρακτήρα: η ανατροπή της κυβέρνησης σημαίνει το τέλος του κινήματος ή το πέρασμά του σε μια νέα, ανώτερη φάση; η κατάληψη της εξουσία είναι όντως προ των πυλών;
Με την ενεργητική υποστήριξη της Κομιντέρν και του μπολσεβίκικου κόμματος προχωρούσαν οι προετοιμασίες για την ένοπλη εξέγερση. Τα πάντα μπήκαν στην υπηρεσία της επερχόμενης γερμανικής επανάστασης. Στη Ρωσία, ο Κόκκινος Στρατός καλούσε εθελοντές που μιλούσαν γερμανικά, σιτάρι –που δεν περίσσευε- συγκεντρωνόταν για να πάει στη Κόκκινη Γερμανία. Στρατιωτικοί σύμβουλοι, χρήματα και κάμποσα όπλα έβρισκαν το δρόμο τους στις παγωμένες από τη πείνα και το κρύο γερμανικές πόλεις. Εκεί, οι τεχνικές προετοιμασίες προχωρούσαν με μυστικότητα και χαρακτηριστική μεθοδικότητα από τον παράνομο μηχανισμό του KPD. Ο Βίκτορ Σερζ, στην αυτοβιογραφία του «Αναμνήσεις ενός Επαναστάτη» ζωγραφίζει με έντονα χρώματα τις προετοιμασίες και την απίστευτη ένταση, τις ελπίδες και τους φόβους εκείνων των ημερών.
Το σήμα για την έναρξη της δράσης, σύμφωνα με το σχεδιασμό, θα το έδινε η απόπειρα της κεντρικής κυβέρνησης να ανατρέψει με βία τις τοπικές κυβερνήσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας στις οποίες κυριαρχούσε η αριστερά πτέρυγα του SPD (στα τέλη Σεπτέμβρη κομμουνιστές υπουργοί μπήκαν σ’ αυτές, ανάμεσά τους και ο Μπράντλερ, ύστερα από εντολή της Κομιντέρν).
Η πρόκληση ήρθε στις 20 Οκτώβρη. Ύστερα από ένα τελεσίγραφο, τμήματα της Ράϊχσβερ, του γερμανικού στρατού, μπήκαν στη Σαξονία με σκοπό να ανατρέψουν τη κυβέρνηση του κρατιδίου και να «αποκαταστήσει τη τάξη». Όμως, όταν την επόμενη μέρα ο Μπράντλερ ανέβηκε στο βήμα της συνδιάσκεψης των εργατικών οργανώσεων και κομμάτων στο Κέμνιτζ για να προτείνει τη κήρυξη πανεθνικής γενικής απεργίας και τον εξοπλισμό των εργατών, συνάντησε την άρνηση της ηγεσίας των αριστερών σοσιαλδημοκρατών.
Εκείνη τη στιγμή, η ηγεσία του KPD έπρεπε να πάρει μια απόφαση: να προχωρήσει ή ματαιώσει τα σχέδια; Όλοι οι φόβοι ότι θα επαναλάμβαναν λανθασμένες κρίσεις όπως η «Δράση του Μάρτη» βάρυναν στο νου της ηγεσίας.
Στις 22 Οκτώβρη πάρθηκε η οριστική απόφαση για τη ματαίωση της εξέγερσης. Απεσταλμένοι στάλθηκαν σε όλες τις πόλεις για να μεταφέρουν την εντολή. Σε μια δεν έφτασε, στο Αμβούργο. Ετσι το πρωί της 24 Οκτώβρη, μερικοί εκατοντάδες επαναστάτες εφόρμησαν στα αστυνομικά τμήματα. Οι συγκρούσεις κράτησαν λιγότερο από ένα 24ωρο αφού έγινε σύντομα γνωστό ότι πουθενά αλλού δεν υπήρχαν τέτοιες κινήσεις. Αντί για το «γερμανικό Οκτώβρη» η κατάληξη ήταν ένα φιάσκο.
Η νίκη της γερμανικής επανάστασης θα άλλαζε το ρου της ιστορίας. Η ήττα της, εκείνο τον Οκτώβρη, οδήγησε στην απομόνωση της ρώσικης επανάστασης στρώνοντας το δρόμο για την επικράτηση του σταλινισμού. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η ναζιστική σβάστικα εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως έμβλημα στις στολές της ταξιαρχίας του Ερχαρντ στη διάρκεια του πραξικοπήματος Καπ το Μάρτη του 1920…
Στον Λ. Τρότσκι χρωστάμε την πιο δουλεμένη και διεισδυτική ανάλυση αυτής της ήττας, στη μπροσούρα τα «Διδάγματα του Οκτώβρη». Εξηγεί τι ήταν αυτό που έσπρωξε τη γερμανική ηγεσία να κάνει πίσω:
«Η εργατική τάξη παλεύει και ωριμάζει έχοντας πάντα συνείδηση του γεγονότος ότι οι μεγαλύτερες δυνάμεις βρίσκονται με το μέρος του εχθρού. Αυτό φαίνεται σε κάθε βήμα της καθημερινής ζωής: ο εχθρός διαθέτει πλούτη και κρατική εξουσία, όλα τα μέσα ιδεολογικής πίεσης και όλους τους μηχανισμούς καταπίεσης. Συνηθίζουμε στην ιδέα ότι ο εχθρός υπερτερεί σε δυνάμεις. Κι αυτή η συνήθεια αποτελεί βασικό μέρος της ζωής και της δραστηριότητας του επαναστατικού κόμματος, στην εποχή της προετοιμασίας. Οι συνέπειες της μιας ή της άλλης απρόσεχτης ή ανώριμης πράξης υπενθυμίζουν σκληρά τη δύναμη του εχθρού. Αλλά έρχεται μια στιγμή που η συνήθεια να θεωρούμε τον εχθρό σαν δυνατότερο γίνεται το κύριο εμπόδιο στο δρόμο για τη νίκη. Η σημερινή αδυναμία της αστικής τάξης φαίνεται ντυμένη με τη σκιά της χθεσινής της δύναμης».
Ο Τρότσκι κάνει και μια άλλη διαπίστωση: «Χωρίς κόμμα, ξέχωρα από το κόμμα, πάνω από το κόμμα ή μ’ ένα υποκατάστατο του κόμματος, η προλεταριακή επανάσταση δεν μπορεί να νικήσει». Η Γερμανία του 1918-23 είναι μια ακόμα απόδειξη ότι ένα τέτοιο κόμμα πρέπει να χτιστεί πριν τις επαναστατικές ευκαιρίες. n
(1) Chris Harman «Η Χαμένη Επανάσταση Γερμανία 1918-1923» Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 103-104.
(2) Ο.π σελ. 108.
(3) Harman, ο.π, σελ. 255.
(4) Pierre Broue «The German Revolution 1917-1923» Haymarket Books 2006, σελ. 624.
(5) Ο.π σελ. 609. Τα «εργοστασιακά συμβούλια» είχαν καθιερωθεί από το Σύνταγμα του 1919 υποτίθεται ως ικανοποίηση του αιτήματος για «εργατικό έλεγχο» αλλά οι αρμοδιότητές τους σύμφωνα με το νόμο ήταν τυπικές. Στα χέρια των εργατών που διεκδικούσαν θα γινόταν ένα βασικό μέσο πάλης και στις συνθήκες του 1923 το πρόπλασμα των σοβιέτ.
(6) Broue ο.π, σελ. 693.
(7) Λέον Τρότσκι τα «Διδάγματα του Οκτώβρη» Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 52 και 77.
Λέβι Πάουλ (1883-1930). Δικηγόρος και μέλος του SPD από το 1906. Από το 1914 στην επαναστατική αντιπολεμική αντιπολίτευση. Σε επαφή με τους μπολσεβίκους από την Ελβετία. Ηγετικό στέλεχος των Σπαρτακιστών και του KPD το 1918-19. Κοντά στη Ρόζα Λούξεμπουργκ αντιτάχθηκε στην εξέγερση του Γενάρη 1919. Επικεφαλής του KPD μετά τη δολοφονία της Ρόζας. Παραιτήθηκε τον Φλεβάρη 1921, κατήγγειλε δημόσια τη Δράση του Μάρτη τον Απρίλη του 1921 και διαγράφτηκε από το κόμμα. Το 1922 έγινε μέλος του USP και κατόπιν του SPD. Οργανωτής της αριστερής εσωκομματικής αντιπολίτευσης στο SPD το 1923. Αυτοκτόνησε το 1930.
Γιόγκισες Λέο (1869-1919). Πλούσια δράση στο παράνομο επαναστατικό κίνημα της Πολωνίας από πολύ νεαρή ηλικία. Συνάντησε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ το 1890, εραστής της μέχρι το 1906 και στενός της συνεργάτης για το υπόλοιπο της ζωής της. Ιδρυσε μαζί της το πολωνικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Στη διάρκεια του πολέμου οργανωτής της Ενωσης Σπάρτακος. Αντιτάχτηκε στην ίδρυση του KPD επειδή τη θεωρούσε πρόωρη, παρόλα αυτά έγινε μέλος του. Αντιτάχτηκε στην εξέγερση του Γενάρη 1919 και δολοφονήθηκε από τα Frei Korps το Μάρτη του ίδιου χρόνου.
Κουν Μπέλα (1886-1939). Ούγγρος σοσιαλδημοκράτης από το 1902. Δημοσιογράφος και επαγγελματικό στέλεχος του κόμματος. Αιχμάλωτος πολέμου στη Ρωσία έγινε μέλος των μπολσεβίκων και το 1918 ίδρυσε το ουγγρικό ΚΚ. Ηγέτης της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας στους πρώτους μήνες του 1919. Εξορίστηκε στη Ρωσία και έγινε πολιτικός επίτροπος στον Κόκκινο Στρατό. Στάλθηκε με εντολή της Γραμματείας της Κομιντέρν στη Γερμανία στις αρχές του 1921.
Μάσλοφ Αρκάντι (1893-1941). Γεννήθηκε στη Ρωσία αλλά από το 1899 ζούσε στη Γερμανία. Από το 1921 και μετά ηγέτης, μαζί με τη Ρουθ Φίσερ, της «υπεραριστερής» αντιπολίτευσης στο KPD. Το 1924 με απόφαση του Ζινόβιεφ αυτός κι η Φίσερ πήραν την ηγεσία του κόμματος. Φυλακίστηκε στη Γερμανία το 1925-26.
Ρίλε Οτο (1874-1943). Καθηγητής ψυχολογίας. Από το 1902 δημοσιογράφος του SPD. Το 1912 βουλευτής στο Ράϊχσταγκ. Το 1915 ήταν ο δεύτερος βουλευτής που καταψήφισε τον πόλεμο, μετά τον Λήμπνεχκτ. Υποστηρικτής της δημιουργίας «επαναστατικών» συνδικάτων το 1919 και μέλος του KAPD, το κόμμα που ίδρυσαν όσοι διαγράφτηκαν στο συνέδριο της Χαϊδελβέργης το 1919, από την ίδρυσή του. Αντιπρόσωπος του KAPD στο Δεύτερο Συνέδριο της Κομιντέρν. Απέρριψε τους «21 όρους» και αρνήθηκε να συμμετάσχει στο συνέδριο. Διαγράφτηκε ως αναρχικός από το KAPD τον Νοέμβρη του 1920. Επέστρεψε στο SPD από το 1920 μέχρι το 1923.
Φίσερ Ρουθ (1895-1961). Όντας φοιτήτρια εντάχτηκε στην αυστριακή Σοσιαλδημοκρατία το 1914. Το πρώτο μέλος του αυστριακού ΚΚ στις 3 Νοέμβρη 1918. Το Μάη του 1919 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο. Μια από τους ηγέτες της υπεραριστερής εσωκομματικής αντιπολίτευσης με κέντρο την οργάνωση του Βερολίνου. Το 1924-5 μαζί με τον Αρκάντι Μάσλοφ επικεφαλής του KPD με την στήριξη του Ζινόβιεφ. Διαγράφτηκε από το κόμμα τον Αύγουστο του 1926. Οργάνωσε μια αντιπολιτευτική ομάδα, τη Leninbund.
Μπράντλερ Χάϊνριχ (1881-1967). Οικοδόμος από το Κέμνιτζ υποστηρικτής της Ρ. Λούξεμπουργκ πριν τον πόλεμο. Πρόεδρος του KPD από το 1922 κατηγορήθηκε για την αποτυχία του Οκτώβρη 1923. Διαγράφτηκε τελικά το 1929 και ίδρυσε την «Αντιπολίτευση του Κομμουνιστικού Κόμματος» KPO μαζί με τον Α. Ταλχάϊμερ.
Ταλχάϊμερ Αουγκουστ (1884-1948). Μέλος του SPD από το 1904 και δημοσιογράφος του κόμματος από το 1909. Κοντά στους Ρόζα Λούξεμπουργκ, Λήμπνεχκτ και Μέρινγκ. Μέλος των Σπαρτακιστών στη διάρκεια του πολέμου. Το 1918-20 αντιτάχθηκε τις ιδέες της υπεραριστεράς αλλά το 1921 ήταν από εκείνους που διατύπωσαν τη θεωρία της επίθεσης. Σκεπτικός για τις πιθανότητες επιτυχίας μιας επανάστασης το 1923. Κατηγορήθηκε, μαζί με τον Μπράντλερ, για την αποτυχία.