Άρθρο
N.Δ. Eνα φθινόπωρο μαύρο σαν ράσο

Εξώφυλλο του τευχους 71

Δίπλα στην οικονομική κρίση ξεδιπλώνεται η πολιτική κρίση της κυβέρνησης των σκανδάλων. Πώς μπορεί να αξιοποιήσει αυτό το συνδυασμό η Aριστερά;

Αυτό ο φθινόπωρο αποδείχθηκε τόσο σκληρό για τη Νέα Δημοκρατία όσο και η διεθνής οικονομική κρίση. Παράλληλα με τα «κανόνια» στο τραπεζικό σύστημα σε Αμερική και Ευρώπη έσκαγαν και οι παραιτήσεις των υπουργών του Καραμανλή. Από την παραίτηση Βουλγαράκη στα μέσα του Σεπτέμβρη σχεδόν ταυτόχρονα με την κατάρρευση της Lehman Brothers μέχρι την πτώση του Ρουσόπουλου λίγο μετά τη «Μαύρη Παρασκευή» των Χρημα-τιστηρίων, η μαυρίλα δεν έφυγε καθόλου από τον ορίζοντα της κυβέρνησης. Και βέβαια δεν έφταιγε μόνο το χρώμα των ράσων που φοράνε οι «golden» καλόγεροι του Αγίου Όρους. 

Η αρχική ερμηνεία που έδωσαν οι γνωστοί πολιτικοί σχολιαστές των media ήταν ότι για τα προβλήματα της ΝΔ έφταιγε η κακή εμφάνιση του Καραμανλή στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Πράγματι, ο Καραμανλής προσπάθησε αρχικά να αντιμετωπίσει τα σκάνδαλα των υπουργών του με τη φόρμουλα «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό». Κάπως έτσι, άλλωστε, είχε προσπεράσει και τα κατορθώματα ενός άλλου στυλοβάτη της νεοδημοκράτικης ηθικής, του φίλου του κ. Ζαχόπουλου. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα εξελίσσονται διαφορετικά. Ένα χρόνο μετά τις περσινές εκλογές, η κυβέρνηση είναι πιο ετοιμόρροπη παρά ποτέ. Όλοι εκτιμούν ότι θα γίνουν πρόωρες εκλογές ξανά δίπλα στις Ευρωεκλογές και πολλοί αναλυτές αναρωτιούνται φωναχτά αν ο Καραμανλής θα φτάσει μέχρι εκεί. Το ξέσπασμα μιας ανοιχτής πολιτικής κρίσης δίπλα στην οικονομική βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη.

Οι ρίζες αυτής της κατάστασης είναι διπλές. Βρίσκονται και στην επιδείνωση των αντικειμενικών συνθηκών και στην αδιάκοπη μαζική αντίσταση από τα κάτω. 

Η Νέα Δημοκρατία ήρθε στην εξουσία πριν τεσσεράμισι χρόνια με τη φιλοδοξία ότι θα επιταχύνει την επιβολή των νεοφιλελεύθερων «μεταρρυθμίσεων» που είχε ξεκινήσει ο Σημίτης. Αυτή ήταν η πραγματική ατζέντα του Καραμανλή. Όσο αυτό το πρότζεκτ βρισκόταν σε εξέλιξη, τα σκάνδαλα των υπουργών που εμπλέκονταν είτε σε δομημένα ομόλογα είτε σε μίζες πάσης φύσεως «καρτέλ» μπορούσαν να αντιμετωπίζονται ως αναγκαίο κακό. Σήμερα, όμως, δεν είναι πια σκάνδαλα μιας αναδυόμενης φούσκας, αλλά μιας φούσκας που έχει σκάσει.

Πριν ένα χρόνο ο Καραμανλής επικαλέστηκε προσχηματικά την κατάρτιση του προϋπολογισμού ως αιτία για τις πρόωρες εκλογές. Φέτος η κατάρτιση του προϋπολογισμού είναι πραγματικό, τεράστιο πρόβλημα. Η οικονομική κρίση δεν απειλεί μόνο το τραπεζικό σύστημα και τις φιλόδοξες επεκτάσεις του στα Βαλκάνια. Απειλεί τα ίδια τα δημόσια οικονομικά. Η διαφορά του επιτοκίου που πληρώνει το ελληνικό δημόσιο για τα δεκαετίας ομόλογά του σε σύγκριση με τα αντίστοιχα γερμανικά έχει φτάσει στις 172 μονάδες βάσης (100 μονάδες βάσης ίσον ένα τοις εκατό). Ήδη για το 2008 υπολογίζεται ότι ο προϋπολογισμός φορτώνεται με 1 δις ευρώ επιπλέον τόκους. Για το 2009 κανένας δεν μπορεί να υπολογίσει πού θα εκτιναχθούν οι τόκοι κάτω από την πίεση της ανόδου των επιτοκίων και της σπατάλης των 28 δις για την ενίσχυση των τραπεζών. Ποια κυβέρνηση θα μπορέσει να διαχειριστεί αυτά τα προβλήματα και πώς; Με θηριώδεις περικοπές στις κοινωνικές δαπάνες, ρισκάροντας μια μεγαλύτερη κοινωνική έκρηξη από αυτές που είδαμε με το Ασφαλιστικό και τις φοιτητικές καταλήψεις τα τελευταία δυο χρόνια; Με μεγαλύτερο κρατικό δανεισμό, ρισκάροντας τον υποβιβασμό του ελληνικού καπιταλισμού στην κατηγορία της Αργεντινής ή της Τουρκίας;

 Τα διλήμματα αυτά διχάζουν τα επιτελεία της ΝΔ, και όχι μόνο. Το σενάριο μιας νέας αυτοδύναμης κυβέρνησης του Καραμανλή απομακρύνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Η προοπτική της στήριξης στο δεκανίκι του Καρατζαφέρη ελάχιστη εμπιστοσύνη εμπνέει μπροστά στα μεγέθη της εργατικής και νεολαιίστικης αντίστασης. Η ιδέα ενός μεγάλου συνασπισμού ΝΔ-ΠΑΣΟΚ έχει σίγουρα πολλούς υποστηρικτές ανάμεσα στους κορυφαίους υπουργούς, αλλά μέχρι τώρα δεν ήταν κυρίαρχη επιλογή, δεν είναι προετοιμασμένη και η άρχουσα τάξη έχει κάθε λόγο να φοβάται ότι θα οδηγήσει σε μια εκτίναξη της Αριστεράς. 

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, δεν είναι περίεργο ότι το ΠΑΣΟΚ παίρνει προβάδισμα στις δημοσκοπήσεις για πρώτη φορά εδώ και οχτώ χρόνια. Ο Γ. Παπανδρέου υπόσχεται κοινωνική ευαισθησία χωρίς να έχει αναθεωρήσει το σκληρό πυρήνα του προγράμματός του. Η στήριξη των τραπεζών και της φιλοδοξίας να γίνει ο ελληνικός καπιταλισμός το χρηματοπιστωτικό κέντρο της γύρω περιοχής παραμένει πρώτη επιλογή και ο Παπανδρέου το απέδειξε προσφέροντας συναίνεση στον Καραμανλή τις κρίσιμες μέρες που διαμορφωνόταν το πακέτο στήριξης της ΕΕ για τις τράπεζες. Αυτός ο σκληρός πυρήνας ντύνεται με γενικόλογες αναφορές σε κάποιο «Νιου Ντιλ», που προσπαθούν να δώσουν στο νεοφιλελεύθερο ΠΑΣΟΚ αίγλη από Ρούζβελτ και Κέυνς. Είναι δείγμα του ιδεολογικού Βατερλό που έχει υποστεί ο νεοφιλελευθερισμός από την κρίση, το γεγονός ότι ο Γ.Παπανδρέου, ο κολλητός του Κόλιν Πάουελ, τώρα αποζητάει αναφορές στις κεϋνσιανές παραδόσεις. Είναι το ίδιο φαινόμενο με τον Κόλιν Πάουελ που θυμήθηκε ότι εκτός από Ρεπουμπλικάνος υπουργός του Μπους είναι και Μαύρος και πέρασε στο στρατόπεδο του Ομπάμα. Ακόμα και ο Γιαννίτσης θυμήθηκε …τον Μαρξ!

Αυτές οι «οβιδιακές» μεταμορφώσεις θα έπρεπε να είναι εύκολο να αντιμετωπιστούν από την Αριστερά. Ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες όπου η μαχητική διάθεση του κόσμου παραμένει αμείωτη. Οι δημοσκοπήσεις μπορεί να δείχνουν ότι ψηφοφόροι που κυμαίνονται ανάμεσα σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δηλώνουν πρόθεση ψήφου προς το ΠΑΣΟΚ αλλά αυτός ο κόσμος παραμένει εκτός από ψηφοφόρος και απεργός και διαδηλωτής. Από το συλλαλητήριο στη ΔΕΘ αρχές Σεπτέμβρη μέχρι την Πανεργατική τέλη Οκτώβρη, ο όγκος της συμμετοχής και ο παλμός ήταν εντυπωσιακοί. Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δυσκολεύονται να συγκρατήσουν τα απεργιακά μέτωπα στους Δήμους, στα Νοσοκομεία, στις Συγκοινωνίες, στην Εκπαίδευση, στα Λιμάνια, στην Ολυμπιακή, στον ΟΣΕ. 

Οι συνήθεις «αναλυτές» των ΜΜΕ χρεώνουν τη μείωση των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ από τα υψηλά επίπεδα που είχε φτάσει, στην άρνησή του να αποδεχθεί μια κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Αλλά αυτή η άρνηση υπήρχε και την περασμένη Άνοιξη, όταν τα γκάλοπ έδιναν το ΣΥΡΙΖΑ πιο κοντά στο 18% παρά στο 8% που δίνουν σήμερα. Τι άλλαξε;

Η άνοδος στα ποσοστά της Αριστεράς ήταν καρπός της έκρηξης του κινήματος το προηγούμενο διάστημα. Οι καταλήψεις για το Άρθρο 16 και οι απεργίες για το Ασφαλιστικό είχαν δημιουργήσει το ρεύμα που καταγραφόταν στις δημοσκοπήσεις. Είχαν δημιουργήσει προσδοκίες ότι η Αριστερά αλλάζει και θα δώσει συνέχεια στην άνοδο του κινήματος. 

Όμως εκείνη η άνοδος είχε προκύψει παρά και ενάντια στη ρεφορμιστική πολιτική της επίσημης Αριστεράς. Το ΚΚΕ ήταν αντίθετο στις φοιτητικές καταλήψεις και το ΠΑΜΕ χαρακτήριζε τις απεργίες στους Δάσκαλους και στο Ασφαλιστικό ως «πασοκικό τυχοδιωκτισμό». Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεργάστηκε με τις ηγεσίες ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ στον τερματισμό του απεργιακού κύματος του Ασφαλιστικού με υποσχέσεις για δημοψήφισμα και άλλες μορφές πάλης. Και από τότε, αντί για νέες πρωτοβουλίες στήριξης και εξάπλωσης του απεργιακού κινήματος, μόνο κινήσεις συγκράτησης έχει να επιδείξει. Στους εκπαιδευτικούς, μια ολόκληρη πτέρυγα του ΣΥΝ κινήθηκε ενεργητικά για να μην προκύψει απεργία διαρκείας. Το ίδιο στους νοσοκομειακούς γιατρούς. Αλλά αν ο δρόμος προς τα μπρος δεν είναι οι απεργίες και είναι η ψήφος, τότε γιατί ένα ευρύτερο κομμάτι να διαλέξει τον ΣΥΡΙΖΑ και όχι το ΠΑΣΟΚ που στο κάτω-κάτω έχει και το επιχείρημα της «χρήσιμης ψήφου»;

Η σημερινή αμηχανία της επίσημης Αριστεράς έχει τις ρίζες της στην πολιτική της. Τα ποσοστά της δεν πρόκειται να ανέβουν αν το ΚΚΕ αντιπαραθέτει τον … Στάλιν σαν εναλλακτική λύση απέναντι στον Κέυνς ή αν ο ΣΥΡΙΖΑ «ξέχασε» τον Μπερτινότι χωρίς ίχνος αυτοκριτικής και «ανακαλύπτει» τώρα τον Λόταρ Μπίσκι ως σημαιοφόρο της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Από τέτοιες κεντροαριστερές μήτρες δεν προκύπτουν οι γενναίες πρωτοβουλίες που απαιτεί η σημερινή συγκυρία.

Η Αντικαπιταλιστική Αριστερά είναι το κομμάτι που μπορεί να σπρώξει τα πράγματα μπροστά, γιατί έχει την αντιμετώπιση που αντιστοιχεί στην οργή και στη δυναμική του κόσμου. Αυτό έγινε το προηγούμενο διάστημα. Ας μην ξεχνάμε ποιοι ήταν στο κέντρο των φοιτητικών καταλήψεων και ποιοι στήριξαν την επέκταση σε διαρκείας των απεργιών του Ασφαλιστικού. Σ’ αυτόν τον χώρο μπορεί να βρει στήριξη ένας νέος γύρος αγώνων ενάντια στην επιδείνωση της κρίσης. Αρκεί οι ίδιες οι δυνάμεις της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, η ΕΝΑΝΤΙΑ, το ΜΕΡΑ, ο ευρύτερος κόσμος της αριστερής ριζοσπαστικοποίησης, να ανταποκριθούν σ’ αυτή την πρόκληση. 

Το ΣΕΚ έχει δώσει δείγματα γραφής σ’ αυτή την κατεύθυνση. Όχι μόνο γιατί η ανάλυσή του για την κρίση επιβεβαιώνεται, αλλά γιατί δεν έχει πάψει ούτε λεπτό να προωθεί πρωτοβουλίες ενωτικής κινηματικής απάντησης σε όλα τα μέτωπα. Από την καμπάνια ενάντια στο ΝΑΤΟ και τον πόλεμο μέχρι τη δράση ενάντια στις ρατσιστικές δολοφονίες μεταναστών. Από την πρωτοβουλία συμπαράστασης στην Ολυμπιακή και τις Δημόσιες Συγκοινωνίες μέχρι την ενωτική δράση της Γένοβας με τα ΕΑΑΚ στις σχολές και τις Παρεμβάσεις στα σχολεία. Και βέβαια για την ίδια την ενωτική παρουσία της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στο κεντρικό πολιτικό πεδίο. Αυτός είναι ο δρόμος για να κάνουμε την Αριστερά πρωταγωνιστή των εξελίξεων μέσα στη χειρότερη κρίση του καπιταλισμού και της κυβέρνησης που τη διαχειρίζεται.