Άρθρο
Kρίση, Συνδικάτα και Aριστερά

Κοινή διαδήλωση των εργαζόμενων στα ΜΜΜ

Σύνδεση του οικονομικού με το πολιτικό, οργάνωση της βάσης απέναντι στο συντηρητισμό της ηγεσίας, συντονισμός και γενίκευση των αιτημάτων και της προοπτικής. Aυτή είναι η δυναμική της εργατικής τάξης και τα καθήκοντα της Aριστεράς μέσα στις μάχες που ανοίγει η οικονομική κρίση, υποστηρίζει η Mαρία Στύλλου.

Το συλλαλητήριο των συνδικάτων στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, σηματοδοτεί κάθε χρόνο το ξεκίνημα των εργατικών αγώνων. Πέρσι το φθινόπωρο κυριάρχησε η μάχη του ασφαλιστικού. Ξεκίνησε με απεργίες από διάφορους κλάδους και κλιμακώθηκε με την πρώτη Πανεργατική Απεργία στις 12 Δεκέμβρη που κάλεσαν ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Πρωτοστάτησαν οι εργαζόμενοι στην Ολυμπιακή, στα λιμάνια, στη ΔΕΗ, και μια σειρά κλάδοι που έβλεπαν τα ταμεία τους να εξαφανίζονται.

Φέτος το φθινόπωρο η πρώτη Πανεργατική έγινε στις 21 Οκτώβρη, σχεδόν δυο μήνες νωρίτερα από πέρσι. Γιατί αυτή η αλλαγή; Τι ανάγκασε τη ΓΣΕΕ και την ΑΔΕΔΥ να επισπεύσουν τις καθιερωμένες διαδικασίες; Η πραγματική αιτία είναι η πίεση για μαζική απάντηση στην κρίση. Μπορεί η αφορμή να ήταν η κατάθεση του Προϋπολογισμού από τον Αλογοσκούφη, αλλά αυτή ήταν τυπική. Ακόμα και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, αναγκάστηκε να δηλώσει ότι αυτή η Πανεργατική γίνεται για την κρίση. Οι απεργίες είχαν ήδη ξεκινήσει και κινδύνευαν και οι δυο εργατικές συνομοσπονδίες να χάσουν κάθε εκτίμηση μέσα στους εργατικούς χώρους.

Τις απεργίες άνοιξαν οι εργαζόμενοι στα σχολεία ειδικής εκπαίδευσης διαμαρτυρόμενοι για την προσπάθεια της κυβέρνησης να περάσει και αυτό το κομμάτι της εκπαίδευσης στους ιδιώτες. Η 24ωρη απεργία και το συλλαλητήριο που οργάνωσαν έγιναν στις 4 Σεπτέμβρη. Έξω από τη Βουλή συναντήθηκαν με τους ακτιβιστές της Συμμαχίας Σταματήστε τον Πόλεμο που διαδήλωναν μπροστά στο υπουργείο Εξωτερικών ενάντια στη συμμετοχή της Ελλάδας στη ΝΑΤΟϊκή εκστρατεία στον Καύκασο. Οι δυο κινητοποιήσεις ενώθηκαν στο κοινό σύνθημα «Λεφτά για την παιδεία, όχι για τους εξοπλισμούς». Μέσα σε τέτοιες στιγμές οικονομικές και πολιτικές διεκδικήσεις είναι ένα πράγμα και τα στεγανά ανάμεσα στα δύο πέφτουν. 

Την απεργία στα ειδικά σχολεία ακολούθησαν οι απεργίες των νοσοκομειακών γιατρών 16 με 19 Σεπτέμβρη, οι απεργίες στις εφορίες, στα τελωνεία, όλες με κεντρικό αίτημα τις αυξήσεις. 

Παράλληλα ανοίγουν οι μάχες ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, τα κλεισίματα και τις απολύσεις. Η κατάληψη της Ζήμενς, η απεργία της Εθνικής Ασφαλιστικής, οι κινητοποιήσεις στον ΟΣΕ, οι διαδηλώσεις της Ολυμπιακής με καταλήψεις στο Υπουργείο Συγκοινωνιών, στις πίστες του «Ελευθέριος Βενιζέλος», στη Συγγρού. Οι λιμενεργάτες στον Πειραιά συνεχίζουν την αποχή από τις υπερωρίες καθημερινά και τα Σαββατοκύριακα, και ταυτόχρονα διαλύουν απανωτά τις συνεδριάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του ΟΛΠ που προσπαθεί και τυπικά να αποφασίσει το πούλημα στην COSCO. Οι κινητοποιήσεις για το ασφαλιστικό δεν έχουν σταματήσει. Οι εργαζόμενοι στη Χημική Βιομηχανία απεργούν Πανελλαδικά στις 18 Σεπτέμβρη και διαδηλώνουν στην Αθήνα την ίδια μέρα με τους νοσοκομειακούς γιατρούς.

Τον Οκτώβρη σχεδόν σε καθημερινή βάση υπάρχουν απεργιακές κινητοποιήσεις και συγκεντρώσεις έξω από το Υπουργείο Απασχόλησης με αίτημα να αποσυρθεί το ασφαλιστικό έκτρωμα, να μην καταργηθούν τα βαρειά και ανθυγιεινά στους κλάδους που μέχρι τώρα ίσχυαν, να μη διαλυθούν τα ασφαλιστικά ταμεία.

Όσο τα νέα για τις τράπεζες που καταρρέουν μεγαλώνουν, τόσο περισσότερο ανεβαίνει και ο πυρετός των κινητοποιήσεων. Οι αυταπάτες για εύκολες κινητοποιήσεις που βάζουν πίεση και εξασφαλίζουν υποχωρήσεις από την εργοδοσία, άρχισαν να διαλύονται. Αυτό δεν λειτούργησε γραμμικά και απότομα, αλλά σίγουρα άνοιξε νέες συζητήσεις και προσπάθειες μέσα στους χώρους. 

Το «κανένας μόνος του δεν μπορεί να κερδίσει» αρχίζει να φαίνεται στις κινητοποιήσεις του Οκτώβρη. Στην 1η Οκτώβρη συντονίζονται και απεργούν όλοι οι εργαζόμενοι στα ΜΜΕ για το ασφαλιστικό. Στις 2 Οκτώβρη η απεργιακή συγκέντρωση της Εθνικής Ασφαλιστικής ενώνεται μ’αυτήν της Ολυμπιακής και διαδηλώνουν μαζί μέχρι το Σύνταγμα. Εκεί συναντάνε και την κατάληψη της Ζήμενς. Επικρατεί ενθουσιασμός, κοινά συνθήματα και συναδέλφωση ανάμεσα στους απεργούς. Στις 8 Οκτώβρη στην απεργία των ΔΕΚΟ οργανώνονται συγκεντρώσεις και πορείες πανελλαδικά. Ο συντονισμός συνεχίζεται. Στη Θεσσαλονίκη οι απεργοί συγκεντρώνονται στα δικαστήρια σε συμπαράσταση με τη Ζήμενς γιατί εκείνη την ημέρα συζητιέται η προσφυγή της εργοδοσίας που θέλει να βγάλει την κατάληψη παράνομη.

Η Γενική Απεργία στις 21 Οκτώβρη δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα απεργιακά συλλαλητήρια για το ασφαλιστικό. Αεροπλάνα, τραίνα, πλοία, τράπεζες, ΔΕΗ, ταχυδρομεία, εργοστάσια, σχολεία, δήμοι και νοσοκομεία όλα κλειστά, όλοι απεργούν. Χώροι με καινούργια σωματεία από τη Wind, την ACS, τη Vodaphone, την Altec, τα πολυκαταστήματα και τα σουπερμάρκετ συμμετέχουν στα συλλαλητήρια με τα πανώ των σωματείων τους. Οι απεργοί της ΔΕΗ κάνουν κατάληψη στα γραφεία της διοίκησης στις 20 Οκτώβρη, και στις 21 η κατάληψη μπαίνει στο κεφάλι της πορείας. Στη Θεσσαλονίκη στο κεφάλι της πορείας ήταν η κατάληψη της Ζήμενς με μαύρες σημαίες. Στα Χανιά κατέβηκε με πανό το σωματείο των εργαζομένων στο Μαρινόπουλο μαζί με τα σχολεία, τους πυροσβέστες και τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία. Στα Γιάννενα διαδήλωσαν για πρώτη φορά με πανό του σωματείου οι εργαζόμενοι στο Πράκτικερ. Πανελλαδικά η απεργία είχε μεγάλη συμμετοχή και στα παλιά και στα καινούργια κομμάτια. Και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα. Και στα «ρετιρέ» και στα «υπόγεια».

Βάση και ηγεσία

Το τι συμβαίνει μέσα στους εργατικούς χώρους το δείχνουν τα νοσοκομεία. Ο Αβραμόπουλος πίστευε ότι ήταν θέμα χρόνου να ιδιωτικοποιήσει μια σειρά λειτουργίες του ΕΣΥ και να βάλει χέρι στο πιο «ατίθασο» και «απείθαρχο» κομμάτι, στους νοσοκομειακούς γιατρούς. Σ’αυτό είχε και τη συνεργασία της ομοσπονδίας τους (ΟΕΝΓΕ) και της ΕΙΝΑΠ. Έπεσε έξω. Η ανταρσία της βάσης ανάγκασε την ΟΕΝΓΕ να προχωρήσει σε έκτακτο συνέδριο στις αρχές Ιούνη, όπου πήρε απόφαση για πενθήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες από τις 15 Σεπτέμβρη. Στο ίδιο συνέδριο εκλέχτηκε επιτροπή διαπραγμάτευσης με το υπουργείο, έξω από την ηγεσία του ΟΕΝΓΕ. Σ’ αυτήν την επιτροπή πλειοψηφία ήταν συνδικαλιστές από τις παρατάξεις της αριστεράς και του αντικαπιταλιστικού χώρου (της ΑΡΣΙ και της Γένοβα). 

Η ηγεσία της ΟΕΝΓΕ δεν έμεινε με τα χέρια σταυρωμένα. Με τη συνεργασία της ΕΙΝΑΠ, του μεγαλύτερου συνδικάτου νοσοκομειακών γιατρών Αθήνας και Πειραιά, μποϋκόταρε την απόφαση του συνεδρίου για πενθήμερες επαναλαμβανόμενες απεργίες, και μετέτρεψε την πρώτη πενθήμερη από 16 μέχρι 19 Σεπτέμβρη σε 24ωρη για τις 18 Σεπτέμβρη. Σ’αυτή την πίεση οι παρατάξεις της αριστεράς υποχώρησαν και συμβιβάστηκαν. Δεν κατάφεραν όμως να σταματήσουν την ανταρσία μέσα στα νοσοκομεία. Οι πενθήμερες μπορεί να αναβλήθηκαν, στα περισσότερα όμως νοσοκομεία συνεχίστηκαν οι κινητοποιήσεις. 

Όλο και περισσότερα νοσοκομεία αποφασίζουν ότι δεν θα εφαρμόσουν το πρόγραμμα εφημεριών που ίσχυε μέχρι τότε, και παράλληλα άρχισαν να συντονίζονται αγνοώντας την ηγεσία της ΕΙΝΑΠ και της ΟΕΝΓΕ. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η συντονιστική επιτροπή νοσοκομείων της Αθήνας που δημιουργήθηκε γύρω από τις κινητοποιήσεις στο Αττικό νοσοκομείο.

Η ίδια εικόνα υπάρχει και σε άλλους εργατικούς χώρους: έχει ξεκινήσει σύγκρουση ανάμεσα στη βάση των εργατών που θέλει απεργίες και στη ηγεσία του συνδικάτου που τις σταματάει. Κοινή είναι η εμπειρία ότι στις περισσότερες μάχες η ηγεσία των συνδικάτων παίζει ανασταλτικό ρόλο. Η απόσταση ανάμεσα στο τι θέλουν οι εργαζόμενοι και τι αποφασίζει η ομοσπονδία τους ή ακόμα περισσότερο η ΓΣΕΕ και η ΑΔΕΔΥ συνεχώς διευρύνεται. Γιατί σε περίοδο κρίσης η απόσταση συνδικαλιστικής ηγεσίας και εργατικής βάσης μεγαλώνει αντί να μειώνεται; Τι φταίει; 

Δεν υπάρχει κάποια «αντικειμενική» αδυναμία των συνδικάτων να παλέψουν Τα συνδικάτα δεν βρίσκονται σε κρίση ούτε σε διάλυση όπως έχει υποστηρίξει κατά καιρούς η κυρίαρχη τάξη, ή όπως προσπαθούν να μας πείσουν διάφοροι «αναλυτές» του συνδικαλισμού στις εφημερίδες τους. Στην Ελλάδα από την μεταπολίτευση και δω, ιδιαίτερα τα τελευταία 30 χρόνια, η συμμετοχή στα συνδικάτα μεγαλώνει. Μπορεί να έχουν εξαφανιστεί κάποια συνδικάτα λόγω κλεισιμάτων μέσα στις απανωτές οικονομικές υφέσεις από το ’73 μέχρι σήμερα, όμως παράλληλα έχουν συνδικαλιστεί δεκάδες χιλιάδες νέοι εργαζόμενοι, ανάμεσά τους ένα μεγάλο κομμάτι γυναικών, που δουλεύουν σε νέους χώρους και κλάδους. Τα συνδικάτα στις τηλεπικοινωνίες, στην κινητή τηλεφωνία, στην ηλεκτρονική επικοινωνία είναι εξελίξεις της τελευταίας 20ετίας. Με την έκρηξη του τουρισμού πολύ περισσότερος κόσμος δουλεύει τώρα πια στην αλυσίδα ταξιδιωτικά γραφεία, ξενοδοχεία, εστιατόρια, διασκέδαση απ’ότι πριν 30 χρόνια. Τότε τα αντίστοιχα συνδικάτα απασχολούσαν ένα μικρό κομμάτι εργαζομένων που δούλευε στην πλειοψηφία του μόνο το καλοκαίρι. Τώρα είναι full-time απασχόληση για ένα μεγάλο κομμάτι. 

Οι προκαταλήψεις ότι οι συνδικαλισμένοι είναι μόνο οι εργαζόμενοι στο δημόσιο και στις ΔΕΚΟ, οι μεσήλικες από 40 και άνω και κύρια οι άντρες (όχι οι γυναίκες και οι νέοι) ανήκουν στη σφαίρα της επιστημονικής φαντασίας. Στα σουπερμάρκετ και τα Πολυκαταστήματα που απασχολούν ένα μεγάλο κομμάτι της νέας εργατικής τάξης και κύρια γυναίκες, σχεδόν παντού έχουν δημιουργηθεί σωματεία (Άττικα, Μαρινόπουλος, Πράκτικερ, Νότος, είναι μερικά παραδείγματα). Η έκρηξη νέων τομέων και νέων τεχνολογιών στην επικοινωνία, στη διαφήμιση, στα ΜΜΕ, στην εκπαίδευση, άπλωσαν το συνδικαλισμό σε καινούργιους χώρους. Στα τηλεοπτικά κανάλια και τα ραδιόφωνα που ήταν όλα χωρίς συνδικαλισμό εκτός από την ΕΡΤ, σήμερα παντού δίνονται συνδικαλιστικές μάχες. Στη ΓΣΕΕ και στην ΑΔΕΔΥ ανήκει τώρα μεγαλύτερη δύναμη εργαζομένων απ’ ότι πριν 30 χρόνια. 

Το πρόβλημα δεν είναι η εργατική βάση, αλλά η ηγεσία, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία όπως την χαρακτηρίζει η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο «Μαζική απεργία, κόμμα και συνδικάτα». Στις πιο πολλές μάχες η εργατική τάξη βλέπει την ηγεσία των συνδικάτων να συμβιβάζεται. Στις 19 Μάρτη του 2008, τη μέρα της μεγάλης πανεργατικής για το ασφαλιστικό και το τεράστιο συλλαλητήριο, τα συνδικάτα της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ και της ΠΟΕ-ΟΤΑ, έκλεισαν τις απεργίες τους. Την απόφαση την πήραν από κοινού όλες οι παρατάξεις ΔΑΚΕ, ΠΑΣΚΕ, Αυτόνομη Παρέμβαση (ΣΥΝ), ΠΑΜΕ. Είναι σαφές ότι η διάκριση δεν είναι απλά αριστερά δεξιά, αλλά κάτι περισσότερο.

Για να χρησιμοποιήσουμε τον χαρακτηρισμό του Μαρξ για τα συνδικάτα, «τα συνδικάτα παλεύουν ενάντια στα αποτελέσματα της εκμετάλλευσης αντί να συγκρούονται με την ίδια την εκμετάλλευση». Αυτός είναι ο αντιφατικός ρόλος των συνδικάτων μέσα στον καπιταλισμό κι αυτό καθρεφτίζεται και στην ηγεσία τους. Στα συνδικάτα δημιουργείται μια γραφειοκρατία που δεν δουλεύει όπως όλοι οι εργάτες, αλλά δίνει τον χρόνο της στο να διαπραγματευτεί με την εργοδοσία για τους μισθούς και τις συνθήκες αυτών που εκπροσωπεί. Αυτός ο μεσολαβητικός ρόλος της συνδικαλιστικής ηγεσίας, οι απολαβές της, που είναι πάνω από του μέσου εργάτη, ο τρόπος ζωής της, επιδρά στην ίδια την πολιτική της και στις αποφάσεις που παίρνει. Η θέση της, ο τρόπος ζωής της επηρεάζουν τις απόψεις και την πολιτική της. 

Στη συντηρητικοποίηση των ηγεσιών παίζει ρόλο και η πολιτική συγκυρία. Η ύφεση της δεκαετίας του ’80 και μεγάλου μέρους από το ’90, απομάκρυνε τα πιο μαχητικά κομμάτια των συνδικαλιστών και ανέδειξε τα πιο δεξιά. Στην Ελλάδα το κίνημα των προβληματικών, οι καταλήψεις των εργοστασίων επί κυβέρνησης Ν.Δ., πριν το 1981 και η μάχη με την κυβέρνηση του Αντρέα Παπανδρέου για να κρατηθούν τα εργοστάσια ανοιχτά είχε δημιουργήσει την ΟΒΕΣ (Ομοσπονδία Βιομηχανικών Εργατικών Σωματείων). Στο καταστατικό της η ΟΒΕΣ δεν περιορίζονταν μόνο στα βασικά, αλλά υποστήριζε ότι το μέλλον των εργατών είναι η αυτοδιαχείριση των εργοστασίων. Αυτό το κίνημα χτυπήθηκε μέχρι εξαφάνισης. Τώρα πια η ΟΒΕΣ είναι μια σφραγίδα. Κάποιοι από την ηγεσία της ΟΒΕΣ πήδηξαν στην ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ γύρω από τον Σημίτη αρχικά και στη συνέχεια γύρω από τον Γ. Παπανδρέου. 

Είναι γνωστές οι επιθέσεις που δέχτηκαν τα μαχητικά κομμάτια του συνδικαλισμού στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν ο Μητσοτάκης ωρυόταν ενάντια στους «Σταμουλοκολάδες» αλλά και ο Λαλιώτης υιοθετούσε τις απόψεις ότι «δεν χρειάζονται συνδικαλιστές τύπου Σκάργκιλ». 

Πέρα, όμως, από τα χτυπήματα που δέχτηκε το συνδικαλιστικό κίνημα από την ανεργία και από τις κυβερνητικές επιθέσεις, σε περίοδο οικονομικών δυσκολιών αναδεικνύονται περισσότερο οι αδυναμίες των ηγεσιών. Στην κρίση οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν ακόμα μεγαλύτερες δυσκολίες να τραβήξουν μπροστά τις μάχες. Πιέζονται από τα διλήμματα που βάζει η κυρίαρχη τάξη, «τι θα γίνει με την οικονομία», «πού πάει η ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων», «εάν ακριβύνουν τα μεροκάματα τότε οι επιχειρήσεις θα πάνε σε πιο φτηνούς προορισμούς και θα χάσουν όλοι τις δουλειές τους». Το εθνικό συμφέρον και όχι το ταξικό υπερτερεί.

Η αντίδραση της γραφειοκρατίας σ’ αυτές τις πιέσεις είναι να θυμάται τον καταμερισμό εργασίας ανάμεσα στον συνδικαλισμό και στην πολιτική. Να πετάει το μπαλάκι στη σοσιαλδημοκρατία και να υποστηρίζει ότι το ζήτημα είναι η αλλαγή κυβερνητικής πολιτικής και όχι το δυνάμωμα των αγώνων. Είναι ενδεικτικό ότι οι συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ της Αυτόνομης Παρέμβασης και του ΠΑΜΕ δίνουν περισσότερο χρόνο στο να στηρίζουν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, του ΣΥΝ και του ΚΚΕ, σε μια άτυπη προεκλογική περίοδο, παρά να σπρώχνουν τις μάχες μπροστά και να τις οργανώνουν. 

Δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό. Από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, ύστερα από κάθε περίοδο με μεγάλα απεργιακά ξεσπάσματα, ακολουθούσε μια περίοδο με ύφεση των αγώνων. Όχι λόγω διάθεσης, αλλά λόγω γραφειοκρατίας. Η έκρηξη του ’74-75 σταμάτησε γιατί οι συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν έβλεπαν προοπτική στους αγώνες αλλά στις κάλπες και στην πολιτική αλλαγή που υποσχόταν το ΠΑΣΟΚ. Η μάχη του 1985 για να μην περάσει το πρόγραμμα Παπανδρέου-Σημίτη σήμανε την διάσπαση της ΓΣΕΕ σε κυβερνητική (με τον Σημίτη) και σε αντικυβερνητική (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΚΚΕ εσ.). Ο συμβιβασμός των δυο αυτών κομματιών μετά από 3 χρόνια και μετά από «υποχρεωτική παραίτηση» του Σημίτη οδήγησε σε αναστολή των αγώνων. Το 1992-93 η ΓΣΕΕ αναγκάστηκε να καλέσει σε απεργία μόνο όταν οι απεργοί της ΕΑΣ είχαν ξεσηκώσει όλους τους εργάτες. Τον Αύγουστο του 1992 κάλεσαν σε απογευματινό συλλαλητήριο στην Ομόνοια όπου έμειναν με το στόμα ανοιχτό όταν ανακάλυψαν ότι χιλιάδες εργαζόμενοι παράτησαν τις διακοπές τους και ήρθαν άρον-άρον στην Αθήνα για να διαδηλώσουν. Αλλά και πάλι εκείνο το κίνημα υποτάχθηκε στις ηγεσίες που περίμεναν λύσεις από τους υπουργούς του ΠΑΣΟΚ.

Το 2001 η ανταρσία της βάσης της ΠΑΣΚΕ, ανάγκασε τη ΓΣΕΕ να μπει μπροστά και να καλέσει την πανεργατική που βούλιαξε την Αθήνα. Αυτή η μάχη ανάγκασε τον Σημίτη να παραιτήσει τον Γιαννίτση. Το επόμενο βήμα του Πολυζωγόπουλου ως προέδρου τότε της ΓΣΕΕ ήταν να συμβιβαστεί με το σχέδιο Ρέππα το καλοκαίρι του 2002. Ο ψεύτικος «ρεαλισμός» έλεγε ότι έτσι θα σώσουν το ΠΑΣΟΚ από την εκλογική ήττα. Στην πράξη, οι συμβιβασμοί έφεραν πιο σίγουρα τη νίκη της ΝΔ. 

Ο ρόλος της Αριστεράς

Το εργατικό κίνημα έχει σήμερα να οργανώσει δύσκολες και μεγάλες μάχες για να αποκρούσει την επίθεση. Δεν φτάνει πια μια 24ωρη απεργία, ή μια συμβολική κατάληψη για να αναγκάσει την κυβέρνηση και την εργοδοσία σε υποχώρηση. Οι πιέσεις της κρίσης κάνουν το αντίπαλο στρατόπεδο πιο αδιάλλακτο, ενώ αντίθετα κάνουν τις συνδικαλιστικές ηγεσίες πιο διστακτικές μπροστά στις σκληρές μάχες που απαιτούνται. Όμως μέσα στην μεγαλύτερη επίθεση ανοίγουν και καινούργιες δυνατότητες. Η χρεωκοπία των ιδεών και της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης, ανοίγουν τους ορίζοντες και αλλάζουν μαζικά τις ιδέες.

Σε τέτοιες περιόδους το κύρος της κυρίαρχης τάξης είναι στο ναδίρ σε αντίθεση με τη διάθεση και το ηθικό των εργατών που βλέπουν τις τράπεζες να καταρρέουν, τον Μπους να χάνει, τον Γκρήνσπαν να ζητάει συγγνώμη για το πού οδήγησε την οικονομία στις ΗΠΑ και το δίδυμο Σαρκοζί-Μέρκελ να τρέχουν πανικόβλητοι να υπογράψουν συμφωνίες. Είναι η πλήρης αντιστροφή, οι συνταγές των από πάνω δεν δουλεύουν, η αξιοπιστία τους είναι μηδέν.

Το επιχείρημα του Αλογοσκούφη ότι δεν μπορεί να δώσει αυξήσεις γιατί θα παραβεί το Σύμφωνο Σταθερότητας γίνεται γελοιογραφία στις εφημερίδες. Το ίδιο και η δικαιολογία του Χατζηδάκη ότι η ιδιωτικοποίηση της Ολυμπιακής επιβάλλεται από τις αποφάσεις της Κομισιόν. Ποιος μπορεί να πιστέψει και να πειθαρχήσει στις οδηγίες της; 

Μέσα σ’αυτό το κενό ξεπηδούν πρωτοβουλίες απ’ αυτούς που βλέπουν το μεροκάματο να εξανεμίζεται ή τη δουλειά τους να χάνεται.

Οι εργαζόμενοι σε όλες τις συγκοινωνίες (Μετρό, ΗΣΑΠ, Τραμ, ΟΣΕ, λεωφορεία, τρόλεϋ) συντονίζουν για πρώτη φορά τον αγώνα τους, διεκδικώντας νέα συλλογική σύμβαση και αυξήσεις.

Οι εργαζόμενοι στην ALTEC ακολουθώντας το παράδειγμα της Ζήμενς, προχωρούν σε κατάληψη του εργοστασίου και βάζουν στόχο να συντονιστούν με άλλους χώρους. Συνδικαλιστές από την Ιντρακόμ, τους δήμους, καθώς και από τα νοσοκομεία της περιοχής οργανώνουν τη συμπαράσταση τους στην ALTEC. Για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια γεννιέται ξανά η δυνατότητα του συντονισμού από τα κάτω των εργατικών χώρων μιας περιοχής. Τέτοιες ευκαιρίες ανοίγουν παντού. Όταν απεργεί ένα νοσοκομείο όπως το Αττικό στη δυτική Αθήνα, αυτό δεν είναι υπόθεση μόνο των νοσοκομείων, αλλά και σωματείων στους δήμους, στα σχολεία και στα εργοστάσια της περιοχής. Το συνδικαλιστικό κίνημα δεν έχει όργανα που να συντονίζονται τα κομμάτια του Εργατικού Κέντρου και μ’ αυτά της ΑΔΕΔΥ. Κι όμως αυτός ο συντονισμός είναι στις καλύτερες παραδόσεις του κινήματος και στη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, και στη Γαλλία το 1995 και σήμερα ξαναφαίνονται. 

Η στήριξη τέτοιων αγώνων είναι βασικό καθήκον της αριστεράς σήμερα, χωρίς δεύτερες σκέψεις, ρεαλισμούς, οικονομία δυνάμεων και αυταπάτες στο ότι η αλλαγή θα έρθει από τις εκλογές. 

Οι απεργίες και όχι οι συμβολικές κινητοποιήσεις ενάντια στην ακρίβεια, είναι η απάντηση στον στασιμοπληθωρισμό. Aκόμα και οι πιο συντηρητικές ηγεσίες αναγκάζονται να προκητύξουν απεργίες όταν εκδηλώνεται η πίεση της βάσης. Eπειδή τα συνδικάτα είναι δυνατά, καμιά ηγεσία δεν υπόκειται μόνο στις πιέσεις της κυβέρνησης και της εργοδοσίας. Tο ζήτημα είναι να γίνει οργανωμένη η δράση της βάσης. Αυτό έγινε και στην δεκαετία του ’70, με τις μεγάλες απεργίες για αυξήσεις, που ανάγκασαν τον Αντρέα Παπανδρέου να καθιερώσει όταν κέρδισε τις εκλογές την ΑΤΑ (Αυτόματη Τιμαριθμική Αναπροσαρμογή. Σήμερα ανοίγει ένας νέος γύρος. Η αρχή έγινε με την απεργία των 6 εβδομάδων των δασκάλων το 2006. Η συνέχεια ήταν η απόφαση της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ να προχωρήσουν σε απεργία διαρκείας από τις αρχές Δεκέμβρη. Φέτος η εφαρμογή αυτής της απόφασης δεν μπλόκαρε στην άρνηση της βάσης να την ψηφίσει στις συνελεύσεις που έγιναν, αλλά στο ότι η ηγεσία της αριστεράς δεν έκανε τίποτα για να οργανώσει την επιτυχία τους. 

Αυτό επισημαίνει την ανάγκη να ενισχυθεί η οργάνωση του πιο μαχητικού κομματιού μέσα στα συνδικάτα. Μόνο όπου η βάση οργανώθηκε για να παλέψει μόνο τότε ανάγκασε την ηγεσία να ακολουθήσει. Αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς πολιτική. Πολιτική είναι ο συντονισμός στις μάχες, και υπάρχουν όλα τα ζωντανά παραδείγματα από το ασφαλιστικό. Πολιτική είναι η αλληλεγγύη στους αγώνες. Κι αυτό σηματοδοτεί η δημιουργία επιτροπής με δεκάδες συνδικαλιστές για την στήριξη του αγώνα της Ολυμπιακής και όλων των δημοσίων συγκοινωνιών. 

Πολιτική είναι η μάχη ενάντια στον ρατσισμό και τον πόλεμο που δεν περιορίζεται σε ψηφίσματα και συμφωνίες κορυφής, αλλά γίνεται περιεχόμενο δουλειάς και κινητοποίησης των ίδιων των χώρων. Η οργάνωση του πιο μαχητικού κομματιού της βάσης δεν γίνεται μόνο πάνω σε συνδικαλιστικά ζητήματα του χώρου αλλά ανοίγοντας τη βεντάλια πολιτικά: μάχες για αλληλεγγύη με άλλα κομμάτια που αγωνίζονται, για συντονισμό, για αντιρατσιστική και αντιπολεμική δράση.

Εάν σε προηγούμενες περιόδους μπορούσαν οι εργάτες να πιστεύουν ότι χρειάζεται να εμπιστεύονται τα συνδικάτα για τους οικονομικούς τους αγώνες και τα κόμματα για την πολιτική αλλαγή αυτή η διάκριση ανήκει στο παρελθόν. Τα στεγανά ανάμεσα στην οικονομική και πολιτική μάχη σπάνε. Υπάρχει τεράστια δίψα για πολιτική συζήτηση και δράση. Το ποιες ιδέες, ποια πολιτική θα κυριαρχήσει, θα κερδίσει τις ιδέες και τις καρδιές των χιλιάδων νέων και παλιών εργατών που μαζί δίνουν μάχες και αμφισβητούν παλιές προκαταλήψεις και ιδέες, εξαρτάται από τι θα κάνει η αριστερά. 

Ο Μαρξ έλεγε ότι «η μόνη διέξοδος από την καπιταλιστική κρίση είναι να τελειώνουμε με τον καπιταλισμό». Κι αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τον εργατικό έλεγχο στα μέσα παραγωγής. Μόνο τότε η απόφαση για το πού θα γίνουν επενδύσεις και πώς θα κατανεμηθούν δεν θα εξαρτάται από το τυφλό κυνήγι του κέρδους, αλλά από τις ανάγκες των ανθρώπων. Αυτών που σήμερα στερούνται τα απαραίτητα σε μια κοινωνία αφθονίας. 

Η εργατική τάξη έχει ακόμα και στις καθημερινές της μάχες δείξει την ικανότητα που έχει να αποφασίζει πάνω σ’ αυτά τα ζητήματα. Στην «επανάσταση των γαρίφαλων» στην Πορτογαλία το 1974 οι εργαζόμενοι στις τράπεζες μπλόκαραν προσωρινά τη δυνατότητα των καπιταλιστών να σηκώσουν τα κεφάλαιά τους και να τα πάνε αλλού. Στην απεργία στη Τράπεζα της Ελλάδος για το ασφαλιστικό, οι τραπεζοϋπάλληλοι έκλεισαν το Χρηματιστήριο, έλεγχαν τα θησαυροφυλάκια, και εξασφάλισαν ότι οι μόνες πληρωμές που θα γίνονταν θα ήταν για τους συνταξιούχους. 

Το ζήτημα που ανοίγει είναι εάν η αριστερά θα μπορέσει να οργανώσει και να εκφράσει τη νέα ηγεσία που βγαίνει μέσα από τους αγώνες, όπως κατάφερε να την εκφράσει το ΣΕΚΕ το 1918 ή εάν θα χάσει το τραίνο όπως έγινε πολλές φορές μέσα στα 90 χρόνια από τότε. Το παράδειγμα της δεκαετίας του ’30 δεν είναι και τόσο μακρινό. Στην κρίση του ’30 τα αριστερά κόμματα κέρδισαν σε αγωνιστικότητα αλλά όχι και στην προοπτική. Ο σεχταρισμός στην αρχή και μετά η συνεργασία με τα αστικά κόμματα, τα λαϊκά μέτωπα, η θεωρία για το «αδύνατο» της σοσιαλιστικής επανάστασης μέχρι κάποιο άλλο «στάδιο», άφησαν ανοιχτό το δρόμο στον φασισμό και στη δικτατορία.

Μπορεί η σημερινή κρίση να μην φτάσει στο μέγεθος του ’30, αν και κανείς ακόμα δεν μπορεί να προβλέψει. Αυτό δεν σημαίνει ότι τα καθήκοντα της αριστεράς είναι μικρότερα και στους καθημερινούς αγώνες και στην οργάνωση και στην προοπτική τους.