Tο Nοέμβρη κλείνουν 90 χρόνια από την ανατροπή του Kάϊζερ. O Λέανδρος Mπόλαρης παρουσιάζει την αρχή της πιο κρίσιμης επανάστασης του 20ου αιώνα.
Η Γερμανική Επανάσταση ήταν το πιο κρίσιμο γεγονός του 20ου αιώνα. Ξέσπασε στις αρχές του Νοέμβρη 1918, ένα χρόνο μετά τη νίκη του Οκτώβρη στη Ρωσία. Αυτές οι δυο επαναστάσεις έβαλαν τέρμα στη μεγαλύτερη σφαγή που είχε γνωρίσει μέχρι τότε η ανθρωπότητα, τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι στρατιώτες κι οι εργάτες που ανέτρεψαν τον Κάϊζερ, τον αυτοκράτορα της Γερμανίας, άρχισαν να οργανώνουν τα δικά τους συμβούλια εργατών και στρατιωτών αντιπροσώπων, όπως ακριβώς είχαν κάνει τα αδέλφια τους στη Ρωσία. Η επανάσταση περνούσε από τη πιο μεγάλη –αλλά και την πιο καθυστερημένη χώρα της Ευρώπης- στην πιο ανεπτυγμένη, κυριολεκτικά στην καρδιά του καπιταλισμού.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, τον Αύγουστο του 1914, οι επιστρατευμένοι έφευγαν για το μέτωπο τραγουδώντας πατριωτικά εμβατήρια και με εκστατικά πλήθη να τους επευφημούν. Ο πολεμικός ενθουσιασμός άρχισε όμως να εξατμίζεται γρήγορα.
Η αιματοχυσία στα πεδία των μαχών ήταν ο ένας λόγος. Το «Σχέδιο Σλίφεν» του Γενικού Επιτελείου πρόβλεπε ένα πόλεμο λίγων μηνών. Ο διάδοχος του Σλίφεν στο Γενικό Επιτελείο, ο στρατηγός Μόλτκε, ήταν πιο απαισιόδοξος: έθετε ανώτατο όριο τα δυο χρόνια. Όταν πέρασε αυτό το διάστημα, οι γραμμές του μετώπου είχαν παγώσει σε εκατοντάδες χιλιόμετρα χαρακωμάτων με κάθε μάχη να σημαίνει εκατόμβες για μερικές εκατοντάδες μέτρα. Η μάχη του Βερντέν το 1916 για παράδειγμα, κόστισε 240.000 νεκρούς στο γερμανικό στρατό.
Ο άλλος λόγος ήταν οι θυσίες για την εργατική τάξη στα μετόπισθεν. H οικονομία υποτασσόταν στις ανάγκες του πολέμου. Το αποτέλεσμα ήταν η όξυνση όλων των ταξικών αντιθέσεων στο έπακρο. O πόλεμος σήμαινε απόλυτη χειροτέρευση του βιοτικού επιπέδου της εργατικής τάξης. Όλες οι βελτιώσεις κι οι κατακτήσεις που είχε συσσωρεύσει το εργατικό κίνημα στις προηγούμενες δεκαετίες της ειρηνικής ανάπτυξης του καπιταλισμού χάθηκαν μέσα σε μερικούς μήνες.
Το 1916, οι θερμίδες που εξασφάλιζαν τα δελτία τροφίμων για τους εργάτες, έφταναν κατά μέσο τις 1.313, δηλαδή το μισό απ’ όσο ήταν απαραίτητο για ένα ενήλικα. Η δυσαρέσκεια άρχισε να φουντώνει. Την Πρωτομαγιά του 1916 περίπου 50.0000 εργάτες στο Βερολίνο κατέβηκαν σε απεργία ενάντια στις επιπτώσεις του πολέμου.
Όμως, το γεγονός που επιτάχυνε αυτή τη διαδικασία ήταν η Ρώσικη Επανάσταση. Τον Φλεβάρη του 1917 οι εργάτες κι οι φαντάροι της Πετρούπολης ανέτρεψαν τον Τσάρο. Ένα από τα βασικά συνθήματα της επανάστασης ήταν η ειρήνη. Αυτό το μήνυμα πέρασε τα χαρακώματα κι έφτασε στις πόλεις και τα εργοστάσια της Γερμανίας.
Τον Απρίλη του 1917 ξέσπασε μια μεγάλη απεργία, με κέντρο τους μεταλλεργάτες στα μεγάλα εργοστάσια του Βερολίνου και της Λειψίας. Στο αποκορύφωμά της, περίπου 300.000 απεργούσαν. Η απεργία ξεκίνησε με οικονομικά αιτήματα –και η ανακοίνωση της κυβέρνησης ότι το ψωμί με το δελτίο περικόπτεται από 1.300 γραμμάρια σε 450, έριξε κι άλλο λάδι στην φωτιά της οργής των εργατών.
Όμως, μέσα σε δυο μέρες οι εργάτες πρόβαλαν και πολιτικά αιτήματα. Μια συνέλευση αντιπροσώπων των απεργών της Λειψίας απαίτησε από την κυβέρνηση να διατυπώσει όρους για ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις, να αρθεί η κατάσταση πολιορκίας και η λογοκρισία, να απελευθερωθούν πολιτικοί κρατούμενοι. Ηταν το πρώτο προμήνυμα για τη θύελλα που θα ξεσπούσε σε ενάμισι χρόνο.
Τον Αύγουστο του 1917 ήρθε κι ένα ακόμα. Ο ναύσταθμος του Βιλχεμσχάβεν συνταράχτηκε από μια «απεργία» των ναυτών. Τα πλοία του στόλου ήταν πλωτά εργοστάσια. Ένα μεγάλο ποσοστό των ναυτών ήταν ειδικευμένοι εργάτες με εμπειρία από συνδικαλιστική, σοσιαλιστική δράση. Με πρωτοβουλία κάποιων αγωνιστών ναυτών είχε οργανωθεί ένα ολόκληρο δίκτυο επιτροπών στα πλοία του στόλου. Τον Ιούλη του 1917 τα μέλη του είχαν φτάσει τις 5.000. Η διοίκηση του στόλου αντιμετώπισε με συλλήψεις και εκτελέσεις τη δράση των ναυτών.
Ο Λένιν, έγραψε ότι το παράδειγμά τους ήταν ένα σημείο καμπή για «την ανάπτυξη της παγκόσμιας επανάστασης». Τον επόμενο χρόνο, οι ναύτες του Κίελου θα έπαιρναν τη σκυτάλη, πυροδοτώντας την επανάσταση που γκρέμισε τον Κάιζερ της Γερμανίας.
Αριστερά
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) ήταν το κόσμημα του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος, της Δεύτερης Διεθνούς, πριν τον πόλεμο. Με ένα εκατομμύριο μέλη, εκατοντάδες έντυπα, μια τεράστια συνδικαλιστική οργάνωση και πολλά εκατομμύρια ψήφους, ήταν το πρότυπο για όλους τους σοσιαλιστές. Οι βετεράνοι της ηγεσίας του ήταν «μαθητές» και συνεργάτες του Μαρξ και του Ενγκελς.
Αυτό το κόμμα, διακήρυσσε ότι θα κάνει το παν για να κινητοποιήσει τους εργάτες ενάντια στον πόλεμο. Όταν ξέσπασε, όμως, η ηγεσία του στήριξε με όλες της τις δυνάμεις τη «πατρίδα». Παρομοίως, οι ηγεσίες των συνδικάτων υπέγραψαν μια «κοινωνική ειρήνη» με την κυβέρνηση και τους εργοδότες.
Αρχικά, οι επαναστάτες που κράτησαν μια διεθνιστική στάση καταδίκης του πολέμου ήταν μια απομονωμένη μικρή μειοψηφία. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε συγκρουστεί με την ηγεσία του SPD τα προηγούμενα χρόνια. Γύρω από αυτήν, τον Καρλ Λήμπνεχκτ, τη Κλάρα Τσέτκιν, συγκεντρώθηκε σταδιακά ο πυρήνας των επαναστατών που θα συγκροτήσουν την Ένωση Σπάρτακος. Ο Καρλ Λήμπνεχκτ ήταν βουλευτής στο Ράϊχσταγκ, τη γερμανική βουλή. Τον Δεκέμβρη του 1914 ήταν ο μοναδικός που ψήφισε ενάντια στις πολεμικές πιστώσεις. Η στάση του και η δήλωσή του ότι «ο κύριος εχθρός είναι μέσα στη ίδια μας τη χώρα» τον έκανε σύμβολο για όλους τους εργάτες και τη νεολαία που στρέφονταν ενάντια στον πόλεμο.
Όμως οι «Σπαρτακιστές» δεν έμειναν μόνοι. Μέσα στην εργατική τάξη και τη βάση της σοσιαλδημοκρατίας άρχισε να φουντώνει το αντιπολεμικό αίσθημα. Η επανάσταση στη Ρωσία έδειχνε το παράδειγμα και λειτουργούσε σαν επιταχυντής αυτών των διεργασιών. Κάτω από αυτή την πίεση διαμορφώθηκε ένα τμήμα της ηγεσίας του SPD που άρχισε να εκφράζει τις διαφοροποιήσεις του από την επίσημη γραμμή.
Ηταν μια «νομιμόφρων αντιπολίτευση» –καθόλου επαναστατική. Όμως, η ηγεσία του SPD δεν ανεχόταν καμιά διαφοροποίηση. Στα τέλη του 1916 αρχές του 1917 εξαπέλυσε ένα κύμα διαγραφών. Οι διαγραμμένες οργανώσεις και μέλη συγκρότησαν το Πάσχα του 1917 ένα νέο κόμμα, το «Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα» (USPD).
Στις γραμμές του βρέθηκαν τα πιο διαφορετικά ρεύματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέλη του έγιναν ο Μπερνστάϊν, ο θεωρητικός της ανοιχτά δεξιάς πτέρυγας του κόμματος πριν τον πόλεμο, εναντίον του οποίου είχε γράψει η Λούξεμπουργκ το βιβλίο «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση;». Όμως, η ηγεσία ήταν ένα πράγμα, η βάση άλλο. Στο USPD άρχισαν να συρρέουν όλοι οι εργάτες και οι φαντάροι που ριζοσπαστικοποιούσε ο πόλεμος και η επανάσταση στη Ρωσία. Ηταν ένα νόμιμο κόμμα, με δεκάδες εφημερίδες, 120.000 μέλη τη στιγμή της ίδρυσής του.
Με αυτό το κόμμα είχαν συνδεθεί οι ναύτες του Βιλχεμσχάβεν που έπεσαν θύματα της καταστολής το καλοκαίρι του 1917. Σε αυτό το κόμμα, σε τμήματα της ηγεσίας του για την ακρίβεια, στρέφονταν για πολιτική κάλυψη και συμβουλές οι μαχητικοί εργάτες στα εργοστάσια. Στα μεγάλα εργοστάσια του Βερολίνου και των άλλων πόλεων δρούσε ένα ολόκληρο δίκτυο «επαναστατών αντιπροσώπων» αποτελούμενο από συνδικαλιστές της βάσης μέσα στο επίσημο συνδικάτο. Αυτοί καθοδήγησαν σε μεγάλο βαθμό τις απεργίες του 1917. Οι «Σπαρτακιστές», με επικεφαλής την Λούξεμπουργκ, τον Λήμπνεχκτ και τον Λέο Γιόγκισες, επέλεξαν να δράσουν μέσα στις γραμμές αυτού του κόμματος.
Τον Γενάρη του 1918 ένα απεργιακό κύμα ξεκίνησε από τη Βιέννη και έφτασε στο Βερολίνο. Περισσότεροι από 400.000 εργάτες απέργησαν με αιτήματα παρόμοια με του 1917. Η απεργία ηττήθηκε κάτω από το συνδυασμό της κρατικής καταστολής, της υπονόμευσης από τη γραφειοκρατία του SPD και της αναποφασιστικότητας του USPD. Όμως, στις συγκρούσεις που ξέσπαγαν εδώ κι εκεί ανάμεσα στους απεργούς και την αστυνομία ακούγονταν συχνά η διαπίστωση: «σύντροφοι, την άλλη φορά θα είναι ζήτημα των όπλων».
Νοέμβρης
Το φθινόπωρο του 1918 ήταν φανερό στο Γενικό Επιτελείο και τη κυβέρνηση ότι ο πόλεμος ήταν χαμένος. Έψαχναν για μια συμβιβαστική ειρήνη με την Αντάντ. Κομμάτι αυτής της προσπάθειας ήταν ο σχηματισμός μιας κυβέρνησης με τη συμμετοχή υπουργών από το SPD τον Οκτώβρη. Το Βερολίνο ήταν σαν ένα καζάνι έτοιμο να εκραγεί. Οι ηγεσίες των Σπαρτακιστών, των «επαναστατών αντιπροσώπων» και του USPD συζητούσαν σχέδια για απεργία και ένοπλη εξέγερση.
Όμως, η αποφασιστική ώθηση ήρθε από τους ναύτες του Κίελου. Στις 28 Οκτώβρη, το Ναυαρχείο έδωσε εντολή για απόπλου στα σκάφη που στάθμευαν στο Βιλχεμσχάβεν. Οι ναύτες είχαν την υπόνοια ότι τους στέλνουν σε βέβαιο θάνατο σε μια αναμέτρηση με το βρετανικό στόλο για την «τιμή του στόλου». Διαμαρτυρήθηκαν. Πέντε σκάφη στάλθηκαν στο Κίελο. Είχαν μάθει το σκληρό μάθημα του Αυγούστου 1917. Η απλή διαμαρτυρία μπορεί να σήμαινε φυλάκιση και εκτέλεση. Πήγαν πιο μπροστά. Στις 3 Νοέμβρη το πρώτο συμβούλιο ναυτών συγκροτήθηκε σε ένα τορπιλοβόλο. Το παράδειγμα ακολούθησαν και τα άλλα πλοία. Οι εργάτες του λιμανιού κι όλης της πόλης έφτιαξαν το δικό τους συμβούλιο. Η φρουρά πέρασε στο πλευρό τους.
Η επανάσταση απλώθηκε κυριολεκτικά σαν τη φωτιά τις επόμενες μέρες από περιοχή σε περιοχή και από πόλη σε πόλη. Στις 9 Νοέμβρη έφτασε στο Βερολίνο. Όταν δόθηκε το σήμα για την Γενική Απεργία, ακόμα και ο μηχανισμός του SPD αναγκάστηκε να προσαρμοστεί. Την επόμενη μέρα, με τη γενική απεργία να έχει παραλύσει τα πάντα, φάλαγγες εργατών άρχισαν να κατεβαίνουν προς το κέντρο.
«Ατέλειωτες πομπές εργατών και στρατιωτών περνούσαν από το δρόμο χωρίς διακοπή…Οι περισσότεροι εργάτες ήταν μεσόκοποι με γκρίζα μαλλιά και γένια στο πρόσωπο…Είχαν τη διαπαιδαγώγηση χρόνων στα συνδικάτα τους και βάδιζαν συνειδητά και πειθαρχημένα. Κάποιοι απ’ αυτούς είχαν ντουφέκια κρεμασμένα στον ώμο τους. Οι πάντες είχαν μια κόκκινη κορδέλα στη μπουτονιέρα ή στο στήθος τους. Οι υπεύθυνοι του κάθε τμήματος βάδιζαν στο πλάι του, έχοντας ένα ντουφέκι κρεμασμένο στον ώμο και διακρίνονταν από το κόκκινο περιβραχιόνιό τους…Μεγάλες κόκκινες σημαίες κυμάτιζαν καταμεσής στο πλήθος που βάδιζε.»
Η κυβέρνηση έλπιζε ότι έλεγχε τουλάχιστον τις «ελίτ» μονάδες του στρατού στην πόλη. Διαψεύστηκε οικτρά. Ενας δημοσιογράφος ανέφερε ότι:
«Το σύνταγμα Κάιζερ Αλεξάντερ πέρασε στην επανάσταση: οι στρατιώτες ξεχύθηκαν από τις πύλες του στρατοπέδου και συναδελφώθηκαν με το πλήθος που κραύγαζε απ’ έξω. Οι φαντάροι χειρονομούσαν εκφράζοντας έντονα συναισθήματα κι οι κοπέλες τούς αγκάλιαζαν και έβαζαν λουλούδια στις στολές τους. Κάποιοι από το προσωπικό μού ανέφεραν ότι οι φαντάροι ξήλωναν τα διακριτικά και τις χρυσές επωμίδες από τους αξιωματικούς».
Η ηγεσία του SPD μόλις είχε αποδεχτεί το διορισμού του προέδρου του κόμματος, του Εμπερτ, στη θέση του καγκελάριου. Ο Σάϊντεμαν, υπουργός της κυβέρνησης, βγήκε στο μπαλκόνι μπροστά στο τεράστιο πλήθος κηρύσσοντας την εγκαθίδρυση της αβασίλευτης Δημοκρατίας.
Λίγες εκατοντάδες μέτρα μακρύτερα, από το μπαλκόνι των ανακτόρων, ο Λήμπνεχκτ πρότεινε κάτι πολύ διαφορετικό: «H μέρα της Ελευθερίας ξημέρωσε. Ανακηρύσσω την ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία όλων των Γερμανών. Τους απλώνουμε το χέρι και τους καλούμε να ολοκληρώσουν τη παγκόσμια επανάσταση. Όσοι από εσάς θέλετε τη παγκόσμια επανάσταση, σηκώστε το χέρι. Χιλιάδες χέρια υψώθηκαν».
Ο Κάιζερ αναγκάστηκε να εγκαταλείψει κακήν κακώς το Βερολίνο και σύντομα την ίδια τη χώρα. Μέσα σε λίγες μέρες η επανάσταση είχε επικρατήσει απ’ άκρου εις άκρο σε ολόκληρη την Γερμανία. Οι στρατηγοί του Γενικού Επιτελείου πίστευαν μέχρι εκείνη τη στιγμή ότι με κάποιο τρόπο θα συνέχιζαν τον πόλεμο, εξασφαλίζοντας με μερικές δεκάδες χιλιάδες νεκρούς μια «αξιοπρεπή συνθήκη». Ομως, παντού, ο κρατικός μηχανισμός παρέπαιε. Οι μονάδες εκλέγανε συμβούλια αντιπροσώπων και ξεκίναγαν το ταξίδι της επιστροφής. Από τη στιγμή που περνούσαν τα σύνορα, η στρατιωτική πειθαρχία κατέρρεε. Η επανάσταση είχε βάλει τέλος στη μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή που είχε γνωρίσει μέχρι τότε ο πλανήτης.
Κοινοβούλιο ή εργατικά συμβούλια;
Τα συμβούλια απλώθηκαν σε όλα τα εργοστάσια, σε όλες τις πόλεις, σε όλες τις μονάδες του στρατού. Οι αξιωματικοί ανακάλυπταν ότι καμιά τους διαταγή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί αν δεν είχε την έγκριση των αντιπροσώπων των φαντάρων. Το ίδιο ίσχυε και στις πόλεις. Τα συμβούλια οργάνωναν τα ένοπλα τμήματά τους, εξασφάλιζαν τις βασικές ανάγκες του πληθυσμού και έμπαιναν μπροστά να επιβάλλουν τις διεκδικήσεις των εργατών.
Όμως εκτός από λιγοστές εξαιρέσεις, η πλειοψηφία των συμβουλίων αποτελούνταν από μέλη ή υποστηρικτές των κομμάτων που έλεγαν ότι η επανάσταση τέλειωσε με την ανακήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας. Αυτό έλεγε το SPD και ένα μεγάλο κομμάτι του USPD. Υποστήριζαν ότι ο σοσιαλισμός θα έρθει σταδιακά και με «τάξη» μέσω των νομοθετημάτων της κυβέρνησης. Μιας «καθαρά σοσιαλιστικής κυβέρνησης» όπου συμμετείχαν υπουργοί από τα δυο κόμματα. Είχε μάλιστα υιοθετήσει την ονομασία της επαναστατικής κυβέρνησης της Ρωσίας, «Συμβούλιο των Επιτρόπων του Λαού».
Αυτή η αντίφαση δεν ήταν ανεξήγητη. Επανάσταση σημαίνει «βίαιη είσοδος των μαζών στο προσκήνιο όπου διαμορφώνονται τα πεπρωμένα τους» όπως έλεγε ο Τρότσκι. Όμως, σε αυτή την «βίαιη είσοδο» οι άνθρωποι κουβαλάνε μαζί με τις νέες ιδέες που γεννιούνται στη δράση και τις παλιές που λειτουργούνε ως φρένα. Αυτό έγινε και στην Γερμανία εκείνους τους μήνες μετά τον Νοέμβρη. Εκατομμύρια εργάτες και φαντάροι που πριν δεν είχαν σχέση με την πολιτική μπήκαν στο στίβο της επανάστασης. Για σοσιαλιστικά ήξεραν τα μεγάλα κόμματα το SPD και οι πιο έμπειροι το USPD. Ο Λήμπνεχκτ είναι αλήθεια είχε τεράστιο κύρος λόγω της ασυμβίβαστης αντιπολεμικής, διεθνιστικής στάσης του. Όμως, δεν μπορούσε να είναι σε κάθε στρατώνα, σε κάθε εκλογή ενός συμβουλίου, σε κάθε εργοστάσιο όπου συζητιόταν η πορεία της επανάστασης.
Τον Νοέμβρη του 1918 οι επαναστάτες του «Σπάρτακου» και άλλων ομάδων –όπως των «αριστερών ριζοσπαστών» της Βρέμης- αποφάσισαν να οργανωθούν σε ένα ξεχωριστό κόμμα. Ένα μήνα μετά έγινε το ιδρυτικό συνέδριο του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γερμανίας.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, επέμενε ότι η νίκη της επανάστασης θα έρθει με το πέρασμα της εξουσίας στα χέρια των εργατικών συμβουλίων. Έγραφε τον Δεκέμβρη του 1918, κοντράροντας την προοπτική που χάραζαν οι ρεφορμιστές:
«Ο σοσιαλισμός δεν μπορεί να δημιουργηθεί με διατάγματα ούτε πρόκειται να δημιουργηθεί με διατάγματα. Ούτε μπορεί να τον καθιερώσει μια κυβέρνηση, όσο σοσιαλιστική κι αν είναι αυτή. Ο σοσιαλισμός πρέπει να πραγματωθεί από τις μάζες, από κάθε προλετάριο. Εκεί που σφυρηλατούνται τα καπιταλιστικά δεσμά, εκεί πρέπει να σπάσουν…. Βρισκόμαστε στη μέση της επανάστασης, και η Εθνοσυνέλευση είναι ένα αντεπαναστατικό οχυρό που υψώνεται ενάντια στο επαναστατικό προλεταριάτο. Ο στόχος μας είναι να καταλάβουμε αυτό το οχυρό εξ εφόδου και να το ισοπεδώσουμε».
Όμως, το Κομμουνιστικό Κόμμα συγκροτήθηκε στη φωτιά της επανάστασης. Μέχρι τότε η «Ένωση Σπάρτακος» ήταν περισσότερο μια χαλαρή ομοσπονδία ομάδων με λίγες χιλιάδες μέλη διασκορπισμένα σε όλη τη χώρα, παρά μια συγκροτημένη οργάνωση με εμπειρία κοινής παρέμβασης στο κίνημα και πολιτικής αποσαφήνισης των θέσεών της. Το νεαρό επαναστατικό κόμμα βρέθηκε άπειρο και απροετοίμαστο μπροστά στην πρώτη μεγάλη δοκιμασία.
Τον Γενάρη, οι υπουργοί του SPD σε συνεργασία με τους στρατηγούς έκαναν μια πρόκληση σε βάρος του κινήματος. Προσπάθησαν να καθαιρέσουν από τη θέση του διοικητή της αστυνομίας του Βερολίνου τον Αϊχορν, έναν αριστερό Ανεξάρτητο σοσιαλιστή. Για την εργατική τάξη και ένα μεγάλο τμήμα των φαντάρων που δυσανασχετούσαν με το σπάσιμο των υποσχέσεων της «καθαρά σοσιαλιστικής» κυβέρνησης, αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι.
Στα εργοστάσια τα αφεντικά συνέχιζαν να έχουν το πρώτο λόγο, κάνοντας στην άκρη τα συμβούλια. Το αίτημα για «κοινωνικοποίηση» -κρατικοποίηση- πχ των ανθρακωρυχείων του Ρουρ πήγαινε από επιτροπή σε επιτροπή. Οι μισθοί έμεναν λαχανιασμένοι πίσω από τον πληθωρισμό. Στα υπουργεία, οι παλιοί γραφειοκράτες έδιναν και έλυναν και οι σοσιαλιστές υπουργοί ήταν διακοσμητικοί. Όχι μόνο αυτό: με την ενεργό συνδρομή της ηγεσίας του SPD αξιωματικοί, μοναρχικοί όλοι τους, συγκροτούσαν «σώματα εθελοντών» τα Frei Korps για τη συντριβή του κινήματος. Ο Νόσκε, υπουργός Αμυνας δήλωνε ξαδιάντροπα ότι είναι «το μαντρόσκυλο της αντεπανάστασης».
Μια μεγάλη απεργία ξεκίνησε με μαζική συμμετοχή. Όμως, οι προκλήσεις της κυβέρνησης οδήγησαν ένα τμήμα των «Σπαρτακιστών» να παρασυρθεί, και να απαντήσει ένοπλα. Εκατοντάδες εργάτες και στρατιώτες κατέλαβαν κυβερνητικά κτίρια και εφημερίδες. Η ένοπλη δράση δεν είχε ούτε σχέδιο, ούτε μαζική υποστήριξη. Εμεινε μια πρόωρη εξέγερση της πρωτοπορίας στο Βερολίνο, περιορισμένη σε μερικά οικοδομικά τετράγωνα, χωρίς σύνδεση με τα εργοστάσια και με τις άλλες πόλεις. Στην πιο κρίσιμη στιγμή, η ηγεσία των «Ανεξάρτητων» που είχε αφήσει να φανεί ότι θα στηρίξει την εξέγερση έκανε πίσω και άρχισε τις διαπραγματεύσεις με την κυβέρνηση.
Αυτό που ακολούθησε τις «Μέρες του Σπάρτακου» ήταν μια άγρια καταστολή με εκατοντάδες εκτελεσμένους. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λήμπνεχκτ συνελήφθησαν και δολοφονήθηκαν τα Frei Korps. Λίγες βδομάδες αργότερα την ίδια τύχη είχε κι ο Λέο Γιόγκισες, ο οργανωτικός υπεύθυνος του κόμματος. Μέσα σε λίγες μέρες, οι επαναστάτες έχασαν τους πιο πολύτιμους ηγέτες τους.
Αυτό δεν ήταν το τέλος της Γερμανικής Επανάστασης, όμως. Τα επόμενα χρόνια, μέχρι το 1923, στη Γερμανία εκατοντάδες χιλιάδες –κάποιες στιγμές εκατομμύρια- εργάτες και εργάτριες θα παλέψουν για να κάνουν πράξη την προοπτική που χάραζαν η Λούξεμπουργκ και ο Λήμπνεχκτ το 1918.
Τα αποσπάσματα και τα στοιχεία σε αυτό το άρθρο προέρχονται από το βιβλίο του Κρις Χάρμαν «H χαμένη επανάσταση Γερμανία 1918-1923» που κυκλοφορεί από το Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο και από το αξεπέραστο ιστορικό έργο του Pierre Broue’ “The German Revolution 1917-1923” Haymarket Books 2006.