Άρθρο
Λατινική Aμερική: Eνα βήμα πίσω, δύο βήματα μπροστά;

20/10, διαδήλωση στους δρόμους της Λαπάζ

O Nίκος Λούντος δίνει το πανόραμα των εξελίξεων στην Bενεζουέλα και την Bολιβία.

Βολιβία 10 Σεπτέμβρη: ο πρόεδρος της χώρας, Εβο Μοράλες ανακοινώνει στον Aμερικάνο πρέσβη ότι είναι ανεπιθύμητος στη χώρα και τον στέλνει πίσω στην Ουάσινγκτον. Βενεζουέλα 12 Σεπτέμβρη: ο πρόεδρος της χώρας Ούγκο Τσάβες απελαύνει τον Aμερικάνο πρέσβη σε ένδειξη συμπαράστασης στη Βολιβία. Ισημερινός 24 Σεπτέμβρη: ο κόσμος υπερψηφίζει το νέο Σύνταγμα με το δημοψήφισμα να δίνει 64% στο Ναι έναντι μόλις 28% στο Οχι. Το νέο Σύνταγμα ανάμεσα σε άλλα δίνει μεγαλύτερες δυνατότητες στην κυβέρνηση να προχωράει σε εθνικοποιήσεις ιδιωτικών εταιρειών, βάζει φρένο στα μεταλλαγμένα τρόφιμα, αναγνωρίζει τις εθνικές μειονότητες της χώρας, νομιμοποιεί το γάμο των ομοφυλόφιλων και το δικαίωμα στην έκτρωση ενώ βάζει μπρος το ξήλωμα μιας σημαντικής αμερικάνικης βάσης.

Τα τρία νέα του Σεπτέμβρη από τις τρεις διαφορετικές χώρες δείχνουν πως η Λατινική Αμερική συνεχίζει να είναι μια “ήπειρος σε εξέγερση”, όπως την έχουμε χαρακτηρίσει στις στήλες αυτού του περιοδικού. Δύο αμερικάνοι πρέσβεις λιγότεροι και ένα νέο Σύνταγμα σε προοδευτική και αντιμπεριαλιστική κατεύθυνση είναι αιτίες πανηγυρισμού.

Το ίδιο διάστημα, ωστόσο, θα μπορούσε να διαλέξει κανείς άλλες ειδήσεις: ρατσιστικές συμμορίες με την προστασία των καπιταλιστών και των τηλεοπτικών καναλιών της Βολιβίας ξυλοκοπούν, γδύνουν και σκοτώνουν στη μέση του δρόμου Ινδιάνους υποστηρικτές της κυβέρνησης του Μοράλες. Ο 4ος αμερικάνικος στόλος αναπτύσσεται στην Καραϊβική κάνοντας επίδειξη ισχύος, ενώ αποκαλύπτονται σχέδια δολοφονίας του Τσάβες με εμπλοκή των Αμερικάνων και υποστηρικτών της αντιπολίτευσης.

Χρειάζεται να εξετάσουμε πού πραγματικά βρίσκονται οι συσχετισμοί στη Λατινική Αμερική και ποιες είναι οι δυνάμεις που μπορούν να προχωρήσουν τις εξελίξεις μπροστά.

Βενεζουέλα. “Επιβράδυνση” της επανάστασης;

Στη Βενεζουέλα το καμπανάκι του κινδύνου χτύπησε πέρσι τον Δεκέμβρη, όταν ο Τσάβες έχασε το δημοψήφισμα για το νέο Σύνταγμα. Η ήττα ήταν οριακή 51% - 49% και οι ψήφοι του Οχι δεν ήταν εντυπωσιακά πολλές. Αιτία της ήττας ήταν ότι ο κόσμος που υποστηρίζει τις ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις δεν πείστηκε να ψηφίσει υπέρ του Συντάγματος που πρότεινε ο Τσάβες, γιατί δεν πίστεψε πως οι αλλαγές στο Σύνταγμα θα έφερναν πραγματικά περισσότερες κατακτήσεις. Το συμπέρασμα που έβγαλε ο Τσάβες μετά την ήττα του ήταν στην αντίθετη κατεύθυνση: δήλωσε ότι η “επανάσταση χρειάζεται να επιβραδυνθεί”. Οντως ο Τσάβες είχε δείξει και συνέχισε τους επόμενους μήνες να δείχνει σημάδια ότι εφάρμοζε μια τέτοια επιβράδυνση.

Σε διεθνές επίπεδο είχε προσπαθήσει να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ της κυβέρνησης της Κολομβίας και των ανταρτών FARC ώστε να απελευθερωθούν όμηροι, ανάμεσά τους και η Ινγκριντ Μπετανκούρ, για την οποία έγινε αργότερα πολύς θόρυβος. Ο Τσάβες κάλεσε μάλιστα τους αντάρτες να καταθέσουν τα όπλα για να βρεθεί λύση. Παράλληλα ενώ πέρσι το Νοέμβρη είχε προηγηθεί το περίφημο επεισόδιο σύγκρουσης με το βασιλιά της Ισπανίας ο οποίος είχε πει στον Τσάβες “να το βουλώσει”, ο Τσάβες αφιέρωσε μεγάλο μέρος της εξωτερικής του δραστηριότητας το 2008 για να αποκαταστήσει τις σχέσεις με την ισπανική κυβέρνηση.

Στα εσωτερικά της Βενεζουέλας μετά την ήττα στο δημοψήφισμα, εγγυήθηκε να αντιμετωπιστούν ήπια αρκετοί από αυτούς που είχαν συμμετάσχει στα πραξικοπήματα εναντίον του, άπλωσε το χέρι προς την αστική τάξη της χώρας και υποσχέθηκε πως θα αντιμετώπιζε με περισσότερο ενδιαφέρον προβλήματα όπως η εγκληματικότητα. Το κυριότερο ήταν ότι αρνήθηκε με επιμονή να ανταποκριθεί σε αιτήματα εργατών που ζητούσαν εθνικοποίηση των εργοστασίων τους, στα οποία πολλές φορές είχαν προχωρήσει σε κατάληψη. Εδινε στήριξη στον υπουργό Εργασίας του, Χοσέ Ραμόν Ριβέρο, την ώρα που αυτός έστελνε την αστυνομία και την Εθνοφρουρά σε βάρος των κατειλημμένων εργοστασίων. Τον Ιούνη κάλεσε τους καπιταλιστές της Βενεζουέλας σε σύσκεψη, ζητώντας τους τη στήριξη και τη βοήθειά τους, και καλώντας τους να κάνουν περισσότερες επενδύσεις.

Οσο όμως και να ήταν στόχος του Τσάβες η επιβράδυνση, τα πράγματα δεν πήγαν καθόλου αργά και σε κρίσιμα ζητήματα αναγκάστηκε και ο ίδιος να αλλάξει στάση. Οι παράγοντες που επιτάχυναν τις εξελίξεις είναι δύο: πρώτον, η εργατική τάξη στη Βενεζουέλα δεν έδειξε καμία διάθεση για “επιβράδυνση” και συμβιβασμούς. Αντίθετα προχώρησε σε μάχες από τις οποίες βγήκε σημαντικά κερδισμένη. Δεύτερο, οι ασφυκτικές πιέσεις των ιμπεριαλιστών δεν άφησαν χώρο για μανούβρες στην κυβέρνηση της Βενεζουέλας.

Ξεκινώντας από το δεύτερο, ας θυμηθούμε πως τον περασμένο Μάρτη λίγο έλειψε να ξεσπάσει ένας πόλεμος στη Λατινική Αμερική. Στρατεύματα της Κολομβίας εισέβαλαν στο έδαφος του Ισημερινού όπου και δολοφόνησαν μία ομάδα ανταρτών του FARC (του αριστερού αντάρτικου που πολεμάει εδώ και δεκαετίες την κολομβιανή κυβέρνηση), ανάμεσά τους και ηγετικό στέλεχος που συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις για τους ομήρους. Σε συμπαράσταση προς τον Ισημερινό, η Βενεζουέλα διέκοψε σχέσεις με την Κολομβία και έστειλε στρατό στα σύνορα Ισημερινού-Κολομβίας. Ο Τσάβες αποκάλεσε την Κολομβία “το Ισραήλ της Λατινικής Αμερικής”, ένας χαρακτηρισμός δίκαιος και με το παραπάνω για μια χώρα που δέχεται πάνω από 700 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο από τις ΗΠΑ για να εξοπλίζει το στρατό και την αστυνομία της, για να σκοτώνει αντάρτες και να “εκκαθαρίζει” χωριά και όπου κάθε λίγες μέρες δολοφονούνται συνδικαλιστές από μισθοφόρους εταιρειών όπως η Κόκα Κόλα. Η πολεμική ένταση έκανε τις σκέψεις για οποιαδήποτε συνεννόηση με την Κολομβία να πάνε περίπατο.

Ας έρθουμε όμως στον βασικό παράγοντα που άλλαξε το ρυθμό στη Βενεζουέλα: τη δράση της εργατικής τάξης. Η νίκη που τάραξε τα νερά ανήκει στους εργάτες της σιδηρουργίας Σιδόρ και ήρθε στις 9 Απρίλη, όταν ο Τσάβες ανακοίνωσε επιτέλους την εθνικοποίηση της εταιρείας. Οι εργάτες πάλευαν για την εθνικοποίηση της εταιρείας κόντρα στα αφεντικά για 15 ολόκληρους μήνες. Τους τελευταίους τρεις μήνες η μάχη είχε κορυφωθεί με την κατάληψη του εργοστασίου. Το αίτημα της εθνικοποίησης είχε προκύψει καθώς τα αφεντικά της εταιρείας αρνούνταν να κάνουν αυξήσεις, προχωρούσαν συνεχώς σε απολύσεις και μετέτρεπαν όλο και περισσότερους εργαζόμενους σε συμβασιούχους μοιράζοντας τη δουλειά σε υπεργολάβους. Η εταιρεία ήταν εξάλλου κρατική μέχρι το 1997 όταν ιδιωτικοποιήθηκε. Η άποψη του συνδικάτου ήταν πως η Σιδόρ, η μεγαλύτερη σιδηρουργία της χώρας με 14 χιλιάδες εργάτες μπορεί να γίνει βασική ατμομηχανή για την ανάπτυξη της χώρας και για να ξεπεραστεί η φτώχεια, ιδιαίτερα αν αναλάβει μια μαζική επέκταση των σιδηροδρομικών γραμμών σε όλη τη Βενεζουέλα.

Ο υπουργός εργασίας του Τσάβες, ο Χοσέ Ραμόν Ριβέρο, τάχθηκε με τη μεριά των αφεντικών. Προσπάθησε να καταστείλει την κατάληψη με την Εθνοφρουρά, ενώ οι εργάτες δέχονταν και την επίθεση συμμοριών πληρωμένων από την εργοδοσία. Την ίδια ώρα ο Ριβέρο συναντιόταν με τα αφεντικά για να δοθεί λύση μακριά από τον έλεγχο των εργατών. Το “πρόβλημα” με τη Σιδόρ δεν ήταν απλώς ένας μεμονωμένος υπουργός. Η εταιρεία που έλεγχε τη Σιδόρ είχε μεγάλο ποσοστό κεφαλαίων από την Αργεντινή. Ο Τσάβες δεν είχε διάθεση να έρθει σε σύγκρουση με την κεντροαριστερή κυβέρνηση της Κίρτσνερ. Οι εργάτες στο μεταξύ, χρειάστηκε να αντιμετωπίσουν ακόμη και τον αποκλεισμό από τα τρόφιμα, κλεισμένοι μέσα στο κατειλημμένο εργοστάσιο. Ομως όχι μόνο άντεξαν αλλά κατάφεραν να ξεσηκώσουν ένα κύμα συμπαράστασης.

Οταν τα πιο δυνατά κομμάτια της εργατικής συνομοσπονδίας UNT έριξαν το βάρος τους υπέρ της κατάληψης και άλλα εργοστάσια άρχισαν να κάνουν κινητοποιήσεις αλληλεγγύης, ο Τσάβες παρενέβη ανακοινώνοντας την εθνικοποίηση. Νίκη δεν ήταν μόνο η εθνικοποίηση αλλά ότι ο υπουργός Ριβέρο πήγε σπίτι του και τη θέση του πήρε ο Ρομπέρτο Ερνάντες, ο οποίος μετά από πολλά χρόνια στην ηγεσία του Κομμουνιστικού Κόμματος είχε περάσει στο νέο κόμμα που ίδρυσε ο Τσάβες το PSUV. Η νίκη στη Σιδόρ γιορτάστηκε με διαδηλώσεις και πανηγυρισμούς από τα πιο πρωτοπόρα κομμάτια της εργατικής τάξης στη Βενεζουέλα. Λίγες μέρες αργότερα, οι συμβασιούχοι άρχισαν να ξαναγίνονται μόνιμοι και οι συμβάσεις που υπογράφτηκαν δικαίωναν πολλά από τα αιτήματα του αγώνα. Η Σιδόρ έγινε αφορμή για ντόμινο εξελίξεων. Πολλά κομμάτια της εργατικής τάξης κέρδισαν την αυτοπεποίθηση για να συνεχίσουν μάχες και καταλήψεις, όπως για παράδειγμα οι εργαζόμενοι στο δημόσιο και οι απολυμένοι της Κόκα-Κόλα. Επίσης μαζί με τον Ριβέρο ηττήθηκαν και τα σχέδια για διάσπαση της εργατικής συνομοσπονδίας UNT, μια συνομοσπονδία που είχε προκύψει μέσα από τους αγώνες στο χώρο του πετρελαίου και κατάφερε να διαλύσει την προηγούμενη εργοδοτική συνομοσπονδία. Στις πρόσφατες εκλογές της UNT οι διασπαστές απομονώθηκαν ενώ και στην 1η Σύνοδο εργατών του νέου κόμματος PSUV, οι συνδικαλιστές που στηρίζουν τους μαχητικούς αγώνες και τις καταλήψεις κατάφεραν να έχουν ισχυρή παρουσία. 

Βολιβία. Τα εγκλήματα της αντεπανάστασης.

Στη Βολιβία η κατάσταση είναι ακόμη πιο εκρηκτική. Η ελίτ της χώρας, γαιοκτήμονες, καπιταλιστές μαζί με τις δυνάμεις της δεξιάς προσπάθησαν τους τελευταίους μήνες να περάσουν σε μια άγρια αντεπίθεση. Από το 2000 η δεξιά βρίσκεται σε άμυνα: ηττήθηκαν το 2000 στο λεγόμενο πόλεμο του νερού, στην τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, την Κοτσαμπάμπα, όταν έχασαν τη μάχη για την ιδιωτικοποίηση του νερού. Ηττήθηκαν το 2003 στην εξέγερση του Ελ Άλτο που ξεκίνησε για το φυσικό αέριο και έφτασε το Γενάρη 2005 στην εκλογή του Εβο Μοράλες στην προεδρία της χώρας. Το νέο σύνταγμα που ψηφίστηκε μετά την άνοδο του Μοράλες στην εξουσία ήταν ένα χτύπημα στα πολιτικά και οικονομικά προνόμια της άρχουσας τάξης, με βασικό όπλο την εθνικοποίηση του φυσικού αερίου. Τα κοιτάσματα υδρογονανθράκων της Βολιβίας είναι τα δεύτερα μεγαλύτερα της Λατινικής Αμερικής μετά της Βενεζουέλα. Με την εθνικοποίηση αυτών των πόρων, η κυβέρνηση Μοράλες σκοπεύει να στηρίξει τη αναδιανομή του πλούτου προς την εργατική τάξη και το φτωχότερο πληθυσμό.

Η αντίσταση των πλούσιων πήρε τη μορφή της μάχης για την αυτονομία. Οι πιο πλούσιες περιοχές: το Πάντο, το Μπένι, τα ανατολικά της Σάντα Κρους και η Ταρίχα, οι οποίες ονομάζονται όλες μαζί “Μισοφέγγαρο” από το σχήμα που διαμορφώνουν στο χάρτη της χώρας διακήρυξαν ότι θα αρνηθούν να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις του Μοράλες και ξεκίνησαν προπαγάνδα για την αυτονόμηση των επαρχιών τους. Στο πλευρό τους είχαν την αμερικάνικη πρεσβεία που έκανε το παν για να διαφημίσει τα “δίκαια” αιτήματα των πλούσιων, αλλά και όλα τα μεγάλα ΜΜΕ της χώρας που μπήκαν στην εκστρατεία υπέρ της απόσχισης. Στόχος τους δεν είναι φυσικά η απόσχιση καθαυτή, αλλά η αποσταθεροποίηση της κυβέρνησης Μοράλες. Στην επαρχία Ταρίχα μόνο, παράγεται το 82% του φυσικού αερίου της χώρας. Χωρίς πρόσβαση σε αυτόν τον πλούτο, η οικονομία της χώρας θα κατέρρεε.

Ωστόσο, ο Μοράλες, με το που ξεκίνησαν αυτές οι προκλήσεις, κινήθηκε προς το συμβιβασμό και τον διάλογο με την άρχουσα τάξη. Προσπαθήσε επί μήνες να βρει κοινά σημεία, ώστε να αποφύγει την κατά μέτωπο σύγκρουση. Αντί να καταστείλει το “αντάρτικο” των πλούσιων, άρχισε να καταστέλλει την αντίσταση των φτωχών. Τα στρώματα που υποστηρίζουν την κυβέρνηση απέναντι στους αυτονομιστές βγήκαν σε κινητοποιήσεις για να υπερασπίσουν τον εαυτό τους και τις κατακτήσεις του νέου Συντάγματος. Βγήκαν σε αγώνες με τον τρόπο που ξέρουν πως νικάνε, όπως νίκησαν το 2000, το 2003 και το 2005: με απεργίες και αποκλεισμούς δρόμων. Δέχτηκαν τις επικρίσεις και την επίθεση από την αστυνομία της ίδιας της κυβέρνησης. Το Μάη οι πλούσιοι προχώρησαν ένα βήμα ακόμη, οργάνωσαν παράνομα δημοψηφίσματα στις περιοχές τους, στα οποία παρουσίασαν συντριπτικά αποτελέσματα υπέρ της απόσχισης. Δεν ήταν μόνο το γεγονός πως όλα τα ΜΜΕ προπαγάνδιζαν μόνο την άποψη των πλούσιων. Οι γειτονιές των φτωχών και των Ινδιάνων δέχτηκαν επιθέσεις από παραστρατιωτικές ομάδες της “λευκής” πλούσιας νεολαίας. Σχεδόν 50% των εγγεγραμμένων έφτασαν να ψηφίσουν στο Πάντο, ούτε 35% δεν έφτασαν στις κάλπες στο Μπένι.

Η ρατσιστική βία κλιμακώθηκε το επόμενο διάστημα. Το μίσος ενάντια στους φτωχούς και ενάντια στην κυβέρνηση του Μοράλες πηγαίνει χέρι-χέρι με το ρατσισμό ενάντια στους Ινδιάνους: η Βολιβία είναι χώρα της Λατινικής Αμερικής με ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά ιθαγενών: 62% του πληθυσμού. Η άρχουσα τάξη -γαιοκτήμονες και καπιταλιστές- είναι κατά κανόνα λευκοί. Η καμπάνια για την αυτονομία των πλούσιων περιοχών γινόταν πλέον “ενάντια στην κυβέρνηση των Ινδιάνων και των χωρικών”.

Ο Μοράλες προχώρησε σε δημοψήφισμα σε όλη τη χώρα στις 10 Αυγούστου ζητώντας ψήφο εμπιστοσύνης. Η απάντηση ήταν συντριπτική: 67% υπέρ του Μοράλες. Στο υψίπεδο του Αλτιπλάνο, στις πιο φτωχές περιοχές της χώρας, το Ναι έφτασε το 85%. Οι πλούσιοι πλέον περνούσαν σε απελευθέρωση των πιο βρόμικων δυνάμεων. Φασιστικές οργανώσεις όπως η Union Jovenes de Cruz άρχισαν να οργανώνουν ένοπλες επιθέσεις στις φτωχογειτονιές και στις κοινότητες των Ινδιάνων που βρίσκονται μέσα στα όρια των πλούσιων επαρχιών. Στη σφαγή του Πάντο, στις 11 Σεπτέμβρη, πάνω από 30 φτωχοί αγρότες σφαγιάστηκαν εν ψυχρώ στη μέση του δρόμου από τις συμμορίες της πλούσιας νεολαίας, ενώ ακόμη αγνοούνται δεκάδες άλλοι αγρότες. Οι δολοφόνοι δεν πτοούνταν ακόμη και όταν τους κατέγραφαν οι κάμερες: δήλωναν υπερήφανοι που υπερασπίζουν το χρώμα του δέρματός τους απέναντι στους Ινδιάνους που θέλουν να τους πάρουν τη γη, τις περιουσίες και το φυσικό αέριο.

Ολους τους μήνες που είχαν προηγηθεί και ενώ ο Μοράλες προσπαθούσε να κάτσει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με αυτά τα αποβράσματα, οι ίδιοι προχωρούσαν σε δημιουργία δικής τους αστυνομίας και δικού τους στρατού, ανεξάρτητου από τον έλεγχο της κεντρικής κυβέρνησης. Οι φτωχοί του Μισοφέγγαρου καλούσαν την κυβέρνηση να τους υποστηρίξει στον αγώνα τους, αλλά δεν έβρισκαν κατανόηση. Τώρα αυτό το αίτημα έχει φτάσει στο απροχώρητο. Οι εικόνες από τη σφαγή στο Πάντο έφτασαν σε όλους τους καταπιεσμένους της Βολιβίας και προκάλεσαν οργή ενάντια στους πλούσιους.

Στις 15 Σεπτέμβρη η ανακοίνωση των κατοίκων της κοινότητας Τσικιτάνο λέει πως “φτάσαμε στα όρια της ανοχής μας και το αίσθημα επιβίωσης μας μαζί με την οργή μας θα ξανακφραστεί. Θα παλέψουμε σκληρά για τη Γη μας, την Αξιοπρέπειά μας και την Αυτονομία των Ιθαγενών μας κοινοτήτων”. Απόφασισαν “να υπερασπίσουμε τα αποτελέσματα της διαδικασίας του νέου Συντάγματος, μέσα στην οποία περιλαμβάνονται τα ιστορικά μας δίκαια [...] Ποτέ ξανά δεν θα γίνουμε σκλάβοι ούτε υπηρέτες των ολιγαρχών και των γαιοκτημόνων της Σάντα Κρους”. Ενώ προειδοποιούν τις Αρχές της περιοχής ότι “οι ιθαγενείς κοινότητες που είναι ήδη χαρακτηρισμένες ως τέτοιες δεν θα αγγιχθούν, δεν θα αλλάξουν και θα υποστούν καμιά εξωτερική εξουσία”.

Η διακήρυξη των Κοινωνικών Οργανώσεων της Ανατολικής Βολιβίας στις 17 Σεπτέμβρη απαιτεί “από το Κοινοβούλιο και την Εθνική Κυβέρνηση να μην ακουμπήσει το νέο Σύνταγμα που εγκρίθηκε στο Ορούρο στις 9 Δεκέμβρη του 2007, ιδιαίτερα όσον αφορά τις αυτονομίες, μιας και εκεί εδράζονται τα βασικά αιτήματα πάνω από 25 χρόνων αγώνα. Ντροπιασμένοι και κυνηγημένοι, εμείς, και οι αδελφοί και οι αδελφές μας που έπεσαν στη μάχη, ξεσηκωνόμαστε, διαδηλώνουμε και πεθαίνουμε για την απελευθέρωσή μας και την απελευθέρωση ολόκληρου του βολιβιανού λαού”. Ενα επείγον μήνυμα από τη Συντονιστική Επιτροπή των Ιθαγενών της Σάντα Κρους λέει: “Αυτοί που επιτέθηκαν στα γραφεία μας στάλθηκαν από τους κερδοσκόπους της γης, τους μεγάλους γαιοκτήμονες και όλους αυτούς που υποδουλώνουν τους ιθαγενείς αδελφούς και αδελφές μας, και από το Νομάρχη, το Δήμαρχο και τις πολιτικές επιτροπές που αντιτάσσονται στο ιστορικό μας αίτημα που εντάχθηκε στο Νέο Σύνταγμα για αυτονομία των ιθαγενών κοινοτήτων”. 

Μετά τις προκλήσεις των “αυτονομιστών” της Βολιβίας οργανώθηκε με πρωτοβουλία της χιλιανής προέδρου Μπατσελέτ σύνοδος της Ενωσης Κρατών της Νότιας Αμερικής που στήριξε τον Μοράλες. Είναι αυτή η λύση; Οι κεντροαριστερές κυβερνήσεις σαν της Μπατσελέτ, της Κίρτσνερ και του Λούλα στη Βραζιλία που παρουσιάζονται ως φίλοι του Μοράλες είναι αυτές που πιέζουν τον Τσάβες και τον Μοράλες να διατηρήσουν ανοιχτές τις αγορές τους και να μην προχωράνε σε εθνικοποιήσεις.

Διλήμματα Στρατηγικής

Η αντιμετώπιση που λέει ότι χρειάζονται και τα δύο: δηλαδή και κίνημα αλλά και “λατινοαμερικάνικη ενότητα” από τα κάτω δεν είναι εφικτή. Οι εθνικοποιήσεις στις οποίες προχωράει ο Τσάβες γίνονται με αποζημίωση προς τα παλιά αφεντικά που πολλές φορές προέρχονται από γειτονικές χώρες, όπως στην περίπτωση της Σιδόρ. Η κυβέρνηση του Τσάβες εφάρμοσε αυτήν την τακτική χρησιμοποιώντας τα μεγάλα έσοδα που έχει από την άνοδο της τιμής του πετρελαίου, αλλά και από δανεισμό. Οπως σχολιάζει ο Economist “Οι τραπεζίτες τα έχουν καταφέρει μια χαρά στη διάρκεια της 'μπολιβαριανής επανάστασης' του κυρίου Τσάβες. Εχουν βγάλει κέρδη παίζοντας με τους περιορισμούς στο συνάλλαγμα και από την επιμονή της κυβέρνησης να δανείζεται (παρά τα έσοδα ρεκόρ από το πετρέλαιο).” Κανείς δεν ξέρει για πόσο ακόμη θα έχει αυτή τη δυνατότητα ο Τσάβες, ενώ σίγουρα με αυτόν τον τρόπο δεν δίνει κανένα παράδειγμα στους εργάτες των υπόλοιπων χωρών για το πώς να τα βάλουν με τα δικά τους αφεντικά. Η πτώση των παγκόσμιων τιμών του πετρελαίου μπορεί ανά πάσα στιγμή να οδηγήσει τμήματα της άρχουσας τάξης της Βενεζουέλας να πιέσουν τον Τσάβες για μεγαλύτερες επιθέσεις στην εργατική τάξη, ή ακόμη και να σπάσουν από την “μπολιβαριανή συμμαχία”. Το εργατικό κίνημα χρειάζεται να είναι δυνατό και να στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις για να αντιμετωπίσει αυτές τις προκλήσεις.

Στο επίπεδο της οικονομικής ενότητας της Λατινικής Αμερικής, ο Τσάβες δεν έχει πείσει ούτε τον Κορρέα του Ισημερινού να συμμετάσχει στην ALBA (Μπολιβαριανή Εναλλακτική Λύση για τους Λαούς της Αμερικής μας), μια προσπάθεια οικονομικής συνεργασίας μεταξύ Βενεζουέλας, Βολιβίας, Κούβας, Νικαράγουας, Ονδούρας και του μικρού νησιού της Ντομίνικα. Σε εξίσου αδιέξοδη κατεύθυνση βρίσκονται οι στρατιωτικές συνεργασίες με τη Ρωσία. Μπορεί η παρουσία ρώσικων πολεμικών πλοίων στην Καραϊβική να φανερώνει την υποχώρηση του κύρους της αμερικάνικης υπερδύναμης, αλλά δεν αποτελεί καμιά εγγύηση για να ξεπεράσουν τη φτώχεια και την καταπίεση οι λαοί της περιοχής.

Το κρίσιμο ζήτημα είναι αν η εργατική τάξη και όλοι οι καταπιεσμένοι στην Ανατολική Βολιβία θα πάρουν τα πράγματα στα χέρια τους για να βάλουν στη θέση τους τους πλούσιους πραξικοπηματίες. Χρειάζεται να κινηθούν οι ίδιοι και να μην περιμένουν την κυβέρνηση του Μοράλες. Αυτό είναι το συμπέρασμα-κλειδί που βγαίνει από την εμπειρία και της Βολιβίας και της Βενεζουέλας: όταν οι από κάτω κινούνται και παλεύουν καταφέρνουν να παρασύρουν και τις κυβερνήσεις και να φέρουν επιτυχίες. Οσο τα πράγματα μένουν ακίνητα, οι συμβιβασμοί του Μοράλες και του Τσάβες αντί να φέρουν “σταθεροποίηση” ανοίγουν την όρεξη στην αντεπανάσταση.

Η εμπειρία της Σιδόρ στη Βενεζουέλα δείχνει το δρόμο συνολικά για την εργατική τάξη. Η κατάληψη του εργοστασίου έφερε την εθνικοποίηση, όχι η βουβή σύμπλευση με τον Τσάβες. Τον ίδιο δρόμο χρειάζεται να ακολουθήσει και ο κόσμος που παλεύει στη Βολιβία. Ειδάλλως, ακόμη και οι θετικές κινήσεις των αριστερών κυβερνήσεων έχουν πολύ στενό ορίζοντα. Το ξεμπλοκάρισμα της κατάστασης περνάει από το αν το παράδειγμα της Σιδόρ θα περάσει σε όλη την εργατική τάξη με απαίτηση να εθνικοποιηθούν όλοι οι σημαντικοί τομείς της οικονομίας με πρώτες τις τράπεζες, χωρίς καμία αποζημίωση.

Το ίδιο ισχύει για τη Βολιβία. Θα γίνει απαλλοτρίωση όλων των εφημερίδων και των καναλιών που σπέρνουν ρατσιστικό δηλητήριο; Θα καταληφθούν τα χωράφια των γαιοκτημόνων ώστε να γίνει γνήσιος αναδασμός; Θα επιβληθεί εργατικός έλεγχος στα κοιτάσματα και στα εργοστάσια του φυσικού αερίου; Για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται οργάνωση, εξοπλισμός των απλών ανθρώπων και αφοπλισμός των ρατσιστικών ομάδων, όχι συμβιβασμός και διαπραγματεύσεις. Για τους εργάτες και τους φτωχούς της Βολιβίας το δίλημμα “Σοσιαλισμός ή Θάνατος” δεν έχει μεταφορική σημασία.

Οι κυβερνήσεις της Βολιβίας και της Βενεζουέλας είναι οι πιο αριστερές κυβερνήσεις σε ολόκληρο τον πλανήτη. Γι' αυτό τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν προσπαθώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα στις διακηρύξεις τους για το “Σοσιαλισμό του 21ου αιώνα” και στη διατήρηση του καπιταλιστικού συστήματος είναι δίδαγμα για την αριστερά σε όλο τον πλανήτη, ιδιαίτερα για την αριστερά που έχει την αυταπάτη ότι μπορεί να βελτιώσει τον καπιταλισμό συμμετέχοντας σε κυβερνήσεις. Η δύναμη της αλλαγής παραμένει στο κίνημα που έφερε αυτές τις κυβερνήσεις στην εξουσία, ένα κίνημα που χρειάζεται να παραμένει δυνατό ώστε να μπορέσει να ξεπεράσει ακόμη και τις κυβερνήσεις που θεωρεί δικές του.

 

 1. βλ. άρθρο του Stalin Perez Borges, “1er Encuentro Nacional de trabajadores del PSUV”, στο νέο τεύχος του περιοδικού Marea Socialista, τ. 13, Οκτώβρης 2008 (http://mareasocialista.com/archivos/documentos/Marea13.pdf) (ισπανικά)

 2. Τα αποσπάσματα των ανακοινώσεων προέρχονται από το άρθρο “Racismo, dominacion y revolucion en Bolivia” του Adolfo Gilly στην εφημερίδα La Jornada του Μεξικού, 22/9/2008. Μπορεί να βρεθεί εδώ http://www.cedib.org/bp/B8/analisis4.pdf (ισπανικά)

 3. “The Autocrat of Caracas”, Economist 7 Αυγούστου 2008, (http://www.economist.com/displaystory.cfm?story_id=11885670). Αντίστοιχο άρθρο είχαν και οι Financial Times στις 16 Αυγούστου με τον προκλητικό τίτλο “Οι τραπεζίτες πλουτίζουν από την επανάσταση του Τσάβες”. (http://www.ft.com/cms/s/2/308b81da-2d42-11db-851d-0000779e2340.html)