Άρθρο
Βιβλιοκριτική: Αχμετ Ινσέλ – Αλί Μπαϊράμογλου: Ο Τούρκικος Στρατός. Ενα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη

Εξώφυλλο του βιβλίου

Αχμετ Ινσέλ – Αλί Μπαϊράμογλου: Ο Τούρκικος Στρατός. Ενα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη

Τιμή 25 ευρώ, 405 σελίδες, Εκδόσεις Bιβλιόραμα

Το βιβλίο “Ο Τουρκικός Στρατός. Ενα πολιτικό κόμμα, μια κοινωνική τάξη” είναι μία σημαντική προσθήκη στην, ούτως ή άλλως, μικρή βιβλιογραφία που υπάρχει στα ελληνικά σχετικά με την σύγχρονη Τουρκία. Το βιβλίο αποτελείται από δεκαπέντε άρθρα και τρία εισαγωγικά κείμενα και είναι γραμμένο από δεκατρείς σημαντικούς Tούρκους πολιτικούς επιστήμονες. Παρότι τα άρθρα εξετάζουν με επιστημονική αντικειμενικότητα την ιστορία, τη δομή, τη λειτουργία και τον κοινωνικό ρόλο του τουρκικού στρατού, είναι γραμμένα από τη σκοπιά επιστημόνων που αντιμετωπίζουν τον στρατό σαν πρόβλημα, σαν οικονομικό, πολιτικό και κοινωνικό βάρος πάνω στις ζωές των ανθρώπων.

Αυτός είναι και ο πρώτος σημαντικός λόγος να διαβάσει κανείς το βιβλίο, διότι οι συγγραφείς βάζουν στην άκρη την αντιμετώπιση του τουρκικού στρατού ως τμήματος του “εκσυγχρονιστικού μπλοκ της χώρας”, η οποία είναι συνηθισμένη στην Τουρκία. Πιο σημαντικό για εμάς στην Ελλάδα, είναι ότι τα άρθρα του βιβλίου δείχνουν πόσο λανθασμένη είναι και η ακριβώς αντίθετη αντιμετώπιση του τουρκικού στρατού, ως παραδοσιακού θεσμού που τον κουβαλάει η Τουρκία, κληρονομιά του Οθωμανικού παρελθόντος, ή απλώς του Κεμαλισμού. Ο στρατός στην Τουρκία έχει την συγκεκριμένη αναβαθμισμένη λειτουργία όχι επειδή η κοινωνία είναι παραδοσιακά μιλιταριστική, όχι γιατί παρέμεινε στη θέση του ακίνητος και ανενόχλητος, αλλά γιατί κατάφερε να αρπάξει ευκαιρίες και να παίξει έναν κρίσιμο ρόλο για τον τούρκικο καπιταλισμό, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του 1950 και μετά.

Ο τουρκικός στρατός δεν έπαιξε απλώς ρόλο για χάρη του τουρκικού καπιταλισμού, αλλά υπήρξε ο ίδιος πυλώνας της ανάπτυξης, αναλαμβάνοντας δράση ως συλλογικός καπιταλιστής, αποκτώντας ακίνητα, επενδύοντας σε ΔΕΚΟ και σε βιομηχανίες, με βασική βέβαια την ίδια την αμυντική βιομηχανία. Οι περιγραφές των Ταχά Παρλά και Αχμέτ Ικτσά είναι εντυπωσιακές (σ. 197-267), όπου καταμετρώνται αυτοκινητοβιομηχανίες, όπως η OYAK-Renault ή η ΟΥΑΚ-Goodyear (OYAK είναι το ίδρυμα αλληλοβοήθειας του στρατού) δίπλα σε σούπερ-μάρκετ, κονσερβοποιίες, τσιμεντοβιομηχανίες και ασφαλιστικές εταιρείες.

Το κάθε κεφάλαιο του βιβλίου εξετάζει μία διαφορετική όψη του τουρκικού στρατού: τη σχέση του με τη σχολική εκπαίδευση, τις αμυντικές δαπάνες, το νομικό πλαίσιο, τη διαμόρφωση της ιδεολογίας και το ρόλο που έχει στον τουρκικό εθνικισμό, στις αντιπαραθέσεις και τις συγκλίσει με άλλα τμήματα της άρχουσας τάξης, τη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής.

Η ποικιλία και η πληρότητα των θεμάτων δεν επιτρέπει στις γραμμές αυτές να αναφερθούμε συγκεκριμένα στην οπτική του κάθε άρθρου. Το διάβασμα του βιβλίου θα προσφέρει σε κάθε αναγνώστη χρήσιμες γνώσεις, ενώ αποτελεί σίγουρη βοήθεια για να κατανοήσει κανείς πού βρίσκονται τα σημεία-κλειδιά στη διαμάχη του κόμματος του Ερντογάν με τους στρατιωτικούς, ποιες πραγματικές τομές έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια και τι παραμένει σταθερό.

Μία υπερβολή στην οπτική του βιβλίου είναι η “αυτονομία” του τουρκικού στρατού. Ο τουρκικός στρατός παρουσιάζεται ως μία “πραιτωριανή τάξη δι' εαυτήν”. Οι συγγραφείς φτάνουν να θεωρούν για παράδειγμα ότι η αντιπαράθεση με την Ελλάδα προκύπτει από την ανάγκη του τουρκικού στρατού να εξασφαλίσει τη διαιώνισή του. Για να εξηγήσει όμως κανείς τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό δεν μπορεί να αρκεστεί στην ερμηνεία του ελληνικού και του τούρκικου “κοινωνικού σχηματισμού”. Χρειάζεται το ευρύτερο πλαίσιο των ανταγωνισμών για την διείσδυση των καπιταλιστών στα Βαλκάνια, στον Καύκασο, στη Μέση Ανατολή, το οποίο λείπει από το βιβλίο. Μπορεί οι έλληνες και οι τούρκοι καπιταλιστές κάποιες φορές να συνεργάζονται και κάποιες να ανταγωνίζονται αλλά και οι δύο πλευρές γνωρίζουν ότι χρειάζονται έναν ισχυρό στρατό για να μπορούν να κάνουν τις κινήσεις τους. Ετσι μπορεί να εξηγηθεί και το μεγάλο μέρος του προϋπολογισμού που πάει σε όπλα και στην Ελλάδα και στην Τουρκία. Από τη σκοπιά του καθενός καπιταλιστή, μπορεί να είναι χαμένα λεφτά. Συλλογικά όμως το θεωρούν ανάγκη. Το επιχείρημα έχει μεγάλη πολιτική σημασία γιατί αν αποδεχθούμε ότι ο ελληνοτουρκικός ανταγωνισμός είναι μία υπερβολή, ίσως υπάρχει ελπίδα στην ειρήνη αν τον έλεγχο έχουν κάποιοι “συνετοί” καπιταλιστές.

Η σύνδεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης με τις ανάγκες του Ψυχρού Πολέμου από τη δεκαετία του '50 και μετά, διατυπώνεται καθαρά από τον Ομέρ Λατσινέρ: “Ο στρατός... αναζήτησε στα αμερικανικά περισσεύματα, μεταχειρισμένα όπλα και εφόδια τον σύγχρονο εξοπλισμό που δεν είχε καταφέρει να του εξασφαλίσει η 'εθνική οικονομία'...Το αίμα των χιλιάδων στρατιωτών που σκοτώθηκαν στην Κορέα αποτέλεσε το πολιτικό κεφάλαιο που εξασφάλισε την αμερικανική βοήθεια, ύψους εκατομμυρίων δολαρίων, προς την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος” (σ. 53). Παρόλα αυτά, ο Ομέρ Λατσινέρ παρασύρεται σε μία αντίληψη περί αμερικάνικης “αυτοκρατορίας” στην οποία το τούρκικο κράτος λειτουργεί ως μήτρα “στρατιωτών” που στο μέλλον θα δανείζονται στους πολέμους των ΗΠΑ ανά τον κόσμο. Ομως υπό αντίστοιχες διαδικασίες αναπτύχθηκε και ο ελληνικός καπιταλισμός μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ετσι και οι δύο καπιταλισμοί μπόρεσαν να σταθούν στα πόδια τους και να μην είναι “εξαρτημένοι” από τις ΗΠΑ, αλλά οδηγήθηκαν σε έναν ανταγωνισμό μεταξύ τους για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι, έναν ανταγωνισμό που συνεχίστηκε στην μεταψυχροπολεμική εποχή, σε συνθήκες πιο ασταθείς αλλά όχι ποιοτικά διαφορετικές.