Λέανδρος Μπόλαρης: Σ.Ε.Κ.Ε. - Οι επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα
Τιμή 13 ευρώ, 208 σελίδες, Εκδόσεις Mαρξιστικό Bιβλιοπωλείο
Δεν θα μπορούσε να είναι πιο επίκαιρη η στιγμή για να κυκλοφορήσει ένα βιβλίο για τις ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα. Όχι μόνο επειδή φέτος το Νοέμβρη κλείνουν 90 χρόνια από την ίδρυση του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας, αλλά κύρια επειδή, ανατρέχοντας κανείς στην παράδοση του ΣΕΚΕ, μπορεί να βρει τις απαντήσεις που χρειάζεται η αριστερά σήμερα. Το βιβλίο του Λέανδρου Μπόλαρη, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, έρχεται με τον καλύτερο τρόπο να τροφοδοτήσει αυτή τη συζήτηση αναδεικνύοντας τις επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Ο συγγραφέας επιχειρεί να απαντήσει σε τρία ερωτήματα: τι καινούργιο έφερε η ίδρυση του ΣΕΚΕ στο εργατικό κίνημα και στην Αριστερά στην Ελλάδα, ποιες πολιτικές διεργασίες μεσολάβησαν μέχρι την δεκαετία του ’30 και, τέλος, αν στη νέα έκρηξη της εργατικής τάξης αυτή την τελευταία κρίσιμη δεκαετία, το ΚΚΕ του Ζαχαριάδη είχε τίποτα κοινό με την πρώτη περίοδο του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ του Πουλιόπουλου, πέρα από το όνομά του.
«Το 1918 ιδρύθηκε ένα επαναστατικό κόμμα στην Ελλάδα», γράφει ο Λέανδρος Μπόλαρης, δίνοντας από την αρχή το στίγμα της επιχειρηματολογίας του. «Εκείνη η περίοδος, που θα κρατήσει μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’20, είναι η μοναδική που ένα επαναστατικό κόμμα έχει μαζική απήχηση στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης».
Η περίοδος της ίδρυσης του ΣΕΚΕ συμπίπτει και σε μεγάλο βαθμό είναι συνέπεια του μεγάλου κύματος των επαναστάσεων που σάρωσαν την Ευρώπη μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία. Οι αγωνιστές που ίδρυσαν το ΣΕΚΕ, επέλεξαν από την αρχή αυτό τον επαναστατικό δρόμο. Διακηρύσσουν πως παλεύουν «δια την ανατροπήν της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και το θρίαμβο του διεθνούς σοσιαλισμού» και ότι το ΣΕΚΕ «δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχει ή να ενισχύσει οποιαδήποτε κυβέρνηση της άρχουσας τάξεως». Είναι ένα κόμμα καθαρά διεθνιστικό και αντιπολεμικό – μέσα σε μια περίοδο που η ελληνική αστική τάξη κάνει συνεχείς πολεμικές εξορμήσεις από το 1912 μέχρι το 1922. Δηλώνει ανοιχτά ότι «ο εχθρός ευρίσκεται εντός των συνόρων και όχι πέραν αυτών».
Το βιβλίο περιγράφει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που έπαιξαν τα μέλη του κόμματος από το ξεκίνημά του σε όλες τις σκληρές απεργίες και στην οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος ακολουθώντας την κεντρική του θέση ότι η δράση και η πολιτική του βασίζεται στην «αρχή της πάλης των τάξεων». Αποκορύφωμα αυτών των εργατικών αγώνων ήταν η γενική απεργία και η πολύνεκρη σύγκρουση στο Πασαλιμάνι τον Αύγουστο του 1923. Την ίδια εποχή το κόμμα οργανώνει αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία στην Μικρά Ασία, ενώ στο μέτωπο συγκροτεί με πρωτοβουλία των μελών του – όπου πρωταγωνιστικός είναι ο ρόλος του Παντελή Πουλιόπουλου - αντιπολεμικούς ομίλους φαντάρων και ναυτών. Αυτή η μαχητική επαναστατική στάση στους εργατικούς αγώνες και το αντιπολεμικό κίνημα, όχι μόνο δεν το απομόνωσε, αλλά αντίθετα το ενίσχυσε όπως φάνηκε και στις εκλογές που ακολούθησαν.
Το ΣΕΚΕ συνδέθηκε πολύ γρήγορα με την Τρίτη Διεθνή του Λένιν και του Τρότσκι και το Νοέμβρη του 1924 πήρε τον τίτλο ΚΚΕ, ενώ ο Πουλιόπουλος εκλέχτηκε γραμματέας του κόμματος. Τα επόμενα χρόνια βρέθηκε στο στόχαστρο της κρατικής καταστολής. Γι’ αυτές τις ιδέες, του διεθνισμού, της πάλης για τα δικαιώματα των μειονοτήτων (ιδιαίτερα της μακεδονικής) ο Πουλιόπουλος κι άλλα στελέχη του ΚΚΕ στάλθηκαν εξορία στα ξερονήσια.
Δύο άλλοι παράγοντες, εκτός από την σκληρή καταστολή, έπαιξαν ρόλο στην εξέλιξη του κόμματος τα επόμενα χρόνια. Από τη μια, η υποχώρηση των εργατικών αγώνων και από την άλλη η επικράτηση του Σταλινισμού στη Ρωσία. Ανάμεσα στο 1926 – 1928, γράφει ο Μπόλαρης, «συμβαίνει η πρώτη μεγάλη ρήξη στο ΚΚΕ. Είναι η περίοδος που το ‘πρώτο σταλινικό συγκρότημα’ – για να χρησιμοποιήσουμε μια φράση του Πουλιόπουλου – παίρνει τα ηνία στο κόμμα και εκδιώκει την αντιπολίτευση».
Το τρίτο κεφάλαιο του βιβλίου έχει τον τίτλο «Η τραγωδία της δεκαετίας του ‘30». Σαν συνέπεια της οικονομικής κρίσης, το εργατικό κίνημα αρχίζει με ραγδαίους ρυθμούς να ανακάμπτει. «Οι ανακάμψεις του κινήματος δεν είναι ποτέ μονοδιάστατες», σημειώνει ο συγγραφέας. «Αυτή η άνοδος του κινήματος έφερε μια μεγάλη μετατόπιση στις ιδέες πλατιών κομματιών της εργατικής τάξης».
Όμως, στη δεκαετία του ’30 τα σταλινοποιημένα κομμουνιστικά κόμματα απέχουν μίλια από τα επαναστατικά κόμματα των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του ’20. Το ίδιο ισχύει και για το ΚΚΕ. Θεωρεί λάθος την στρατηγική της σοσιαλιστικής επανάστασης, που υιοθετούσε μέχρι τότε. Στη θέση της βάζει την προοπτική μιας «προοδευτικής δημοκρατικής» διαχείρισης του συστήματος. Εγκαταλείπει τις ιδρυτικές του θέσεις και στη θέση τους βάζει τις συνεργασίες με τα αστικά κόμματα.
Η πιο επαναστατική στιγμή για την εργατική τάξη της Ελλάδας μέχρι τότε – ο Μάης του ’36 στη Θεσσαλονίκη – βρίσκει το εργατικό κίνημα με μια ηγεσία που το μόνο που δεν επεδίωκε ήταν η αξιοποίηση αυτής της εκπληκτικής δυναμικής σε μια αντικαπιταλιστική προοπτική. Με μια τέτοια ηγεσία το κίνημα οδηγείται στην υποχώρηση για χάρη των συμμαχιών με το κόμμα των Φιλελευθέρων. Η τελική ήττα ήλθε με την επιβολή της δικτατορίας του Μεταξά μερικούς μήνες αργότερα. Ο συγγραφέας περιγράφει αναλυτικά όλη αυτή την περίοδο, παρουσιάζοντας τις απόψεις και τη δράση όχι μόνο του ΚΚΕ αλλά και των επαναστατών γύρω από τον Πουλιόπουλο και τους συντρόφους του.
«Το 1936 τίποτα δεν είχε απομείνει από το κόμμα που είχε ιδρυθεί το 1918», καταλήγει ο Λέανδρος Μπόλαρης. «Το κόμμα που διακήρυττε ότι τίποτα κοινό δεν είχαν οι εργάτες με τους καπιταλιστές, που ονόμαζε την ‘πατρίδα τον γεωγραφικό χώρο που απλώνει την εκμετάλλευσή της’ η κυρίαρχη τάξη, είχε δώσει τη θέση του σε ένα κόμμα που μιλούσε για τα ‘εθνικά συμφέροντα’ και την ‘εθνική άμυνα’. Το κόμμα που απέρριπτε κάθε κυβερνητική διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, το είχε διαδεχθεί ένα κόμμα που υποσχόταν ότι ο καπιταλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί με ‘αστικοδημοκρατική επανάσταση’ και κυβερνητικές συνεργασίες με κόμματα της άρχουσας τάξης…»
Το βιβλίο του Λέανδρου Μπόλαρη για το ΣΕΚΕ, πάνω απ’ όλα, έρχεται να δείξει ότι στις σημερινές συνθήκες της κρίσης, των εργατικών αντιστάσεων και της ριζοσπαστικοποίησης, η εναλλακτική λύση βρίσκεται στις επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς «δια την ανατροπή της διεθνούς κεφαλαιοκρατίας και τον θρίαμβο του διεθνούς σοσιαλισμού».