Άρθρο
Η κρίση των τροφίμων

Πανεργατική ενάντια στ'Aσφαλιστικό 13 Φλεβάρη

Το 2008 έχει αναδειχθεί σε χρονιά της χειρότερης διατροφικής κρίσης σε παγκόσμιο επίπεδο. Χώρες που δεν είχαν ιστορικό εξεγέρσεων για λόγους πείνας έχουν βρεθεί στον ίδιο κατάλογο με παραδοσιακά παραδείγματα τέτοιων περιπτώσεων στον Τρίτο Κόσμο. Μαζικές κινητοποιήσεις που μετατράπηκαν σε «ταραχές» έγιναν στο Μεξικό, στο Μαρόκο, στο Ουζμπεκιστάν, στις Φιλιπίνες, στη Σενεγάλη, στο Πακιστάν, στην Αϊτή, στην Υεμένη. Και ταυτόχρονα, όλοι οι δείκτες δείχνουν ότι ένα αυξανόμενο ποσοστό των ανθρώπων που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας μέσα στις ίδιες τις αναπτυγμένες χώρες του καπιταλισμού στην Αμερική και την Ευρώπη αντιμετωπίζουν δυσκολίες να εξασφαλίσουν την καθημερινή τους διατροφή.

Στην Αϊτή, το πρόβλημα είναι τόσο μεγάλο ώστε υπάρχουν οικογένειες που τρέφονται με «μπισκότα» από λάσπη ανακατεμένη με τρίματα λαχανικών και αλάτι!

Μέσα στις ΗΠΑ, στο Βερμόντ, η εξάρτηση από φιλανθρωπική διατροφική βοήθεια αυξήθηκε κατά 133%. Οι κυβερνήσεις της Αιγύπτου, της Ινδίας και του Βιετνάμ αναγκάστηκαν να επιβάλουν απαγορεύσεις στις εξαγωγές ρυζιού από το φόβο των ταραχών που μπορεί να προκαλούσαν οι ελλείψεις. Και οι κυβερνήσεις της ΕΕ έχουν αναγορεύσει τη διατροφική κρίση σε «απειλή εθνικής ασφάλειας» γιατί εκτιμούν ότι εξωθεί νέα κύματα προσφύγων και μεταναστών προς την Ευρώπη.

Η άμεση αιτία αυτής της κρίσης είναι η κατακόρυφη άνοδος των τιμών σε βασικά τρόφιμα. Οι τιμές εξήντα αγροτικών ειδών στα διεθνή χρηματιστήρια αυξήθηκαν κατά 37% το 2007 και 14% το 2006. Το καλαμπόκι ακρίβηνε κατά 70% και το ρύζι 100% στο ίδιο διάστημα. Οι υπηρεσίες του ΟΗΕ υπολογίζουν ότι από το καλοκαίρι του 2007 μέχρι το καλοκαίρι του 2008 περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο έπεσαν κάτω από το όριο της πείνας. Κάτω από αυτό το όριο βρίσκονταν ήδη περίπου 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι, ενώ 18.000 παιδιά πεθαίνουν καθημερινά από προβλήματα υποσιτισμού. Το σημερινό κύμα ανατιμήσεων έρχεται να επιδεινώσει ένα ήδη τραγικό πρόβλημα πείνας μέσα σε έναν κόσμο αφθονίας.

Υπάρχουν πολλοί παράγοντες που προκαλούν αυτή την καταστροφική άνοδο των τιμών των αγροτικών προιόντων διατροφής. Ολοι εχουν να κάνουν με τις παρανοϊκές επιλογές του κέρδους.

Η αύξηση της τιμής του πετρέλαιου όχι μόνο ανεβάζει το κόστος των λιπασμάτων, της παραγωγής και της μεταφοράς των τροφίμων, αλλά και σπρώχνει προς την αφιέρωση εκτάσεων για την καλλιέργεια πρώτων υλών για καύσιμα: καλαμπόκι για αιθανόλη, σόγια για ντίζελ και άλλα υποκατάστατα της βενζίνης. Ηδη το 20% του καλαμποκιού των ΗΠΑ πάει σε τέτοιες χρήσεις αντί για τροφή. Ενα αυξανόμενο μέρος της φυτικής παραγωγής στρέφεται επίσης προς τις ζωοτροφές τις οποίες απαιτεί η βιομηχανία παραγωγής κρέατος. Η εκτροφή αγελάδων με ελεύθερη βοσκή στο γρασίδι δεν είναι οικονομική με τα κριτήρια των μεγάλων επιχειρήσεων που μας χάρισαν τις τρελές αγελάδες. Τρίτος παράγοντας είναι η διαρκής μείωση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων καθώς η γη καταπατείται για άλλα «αναπτυξιακά έργα». Υπολογίζεται ότι στην Κίνα χάνονται κάθε χρόνο περίπου 10 εκατομμύρια στρέμματα που ήταν αφιερωμένα στην παραγωφή ρυζιού.

Πάνω σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί η κερδοσκοπία στα διεθνή χρηματιστήρια. Μετά το σκάσιμο της φούσκας των μετοχών «νέας τεχνολογίας» στις αρχές αυτής της δεκαετίας, κερδοσκοπικά κεφάλαια στράφηκαν στη φούσκα των στεγαστικών δανείων και των ακινήτων. Με τα προβλήματα και σε αυτόν τον τομέα, η κερδοσκοπία αναζητεί πιο σταθερές αξίες, όπως οι πρώτες ύλες και τα τρόφιμα... 

Το οφέλη από την άνοδο των τιμών δεν κατευθύνονται στους αγρότες. Το αντίθετο μάλιστα. Οι αγροτικοί πληθυσμοί είναι αυτοί που κατεξοχήν τροφοδοτούν τις γραμμές των φτωχών στις παραγκουπόλεις που απειλούνται από την πείνα. Στην κατεύθυνση αυτή συνεργάζονται πολλοί παράγοντες. Οι μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων και οι αλυσίδες σούπερμάρκετ ανοίγουν διαρκώς την ψαλίδα ανάμεσα στις τιμές παραγωγού και τις τιμές στα ράφια των πόλεων. Οι κυβερνήσεις, είτε κάτω από την πίεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, είτε για να υπηρετήσουν τη ντόπια εξαγωγική βιομηχανία υιοθετούν πολιτικές κατάργησης των επιδοτήσεων προς τους παραγωγούς και ενισχύουν τη συγκέντωση της γης σε λίγες μεγάλες επιχειρήσεις που μπορούν να κλείνουν συμφωνίες με τις πολυεθνικές των τροφίμων. Η σημερινή κρίση με την άνοδο των τιμών επιτείνει αντί να απαλύνει την μακροπρόθεσμη τάση του συστήματος να μετατρέπει τους μικρούς καλλιεργητές σε φτωχούς άνεργους των πόλεων.

Υπάρχει, όμως μια δύναμη που μπορεί να βάλει χέρι σε όλη αυτή την καταστροφική κερδοσκοπία. Η οργανωμένη εργατική τάξη είναι αναγκασμένη να συγκρουστεί με την ακρίβεια για να προστατέψει τα μεροκάματα που κινδυνεύουν. Ο αγώνας αυτός οδηγεί σε σύγκρουση με τα ίδια ακριβώς συμφέροντα που προκαλούν την παγκόσμια διατροφική κρίση: με τους τραπεζίτες, τους βιομήχανους, τους εμπόρους και τους εφοπλιστές που πλουτίζουν από αυτό το σκάνδαλο. Τα συνδικάτα μπορούν να συνδέσουν τις απεργίες για αυξήσεις στους μισθούς με τα ευρύτερα αντικαπιταλιστικά αιτήματα ενάντια στους εμπόρους της πείνας. Αρκεί η Αριστερά να κάνει δική της υπόθεση αυτή τη μάχη.