O Πάνος Γκαργκάνας γράφει για τις πραγματικές διαστάσεις της κρίσης ένα χρόνο μετά τα “κανόνια” των στεγαστικών στις HΠA
Έχει περάσει ένας χρόνος από το ξέσπασμα της κρίσης με τη φούσκα των στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ. Τότε, στα ελληνικά οικονομικά επιτελεία επικρατούσαν οι εύκολοι αισιόδοξοι αφορισμοί ότι οι ελληνικές τράπεζες δεν ήταν εκτεθειμένες σ’αυτή την κερδοσκοπία και ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρούσε τους ρυθμούς ανάπτυξης της. Σήμερα όλοι οι παλιοί γνώριμοι από το παρελθόν εφιάλτες της κρίσης πρόβαλαν ξανά στον ελληνικό (και όχι μόνο) ορίζοντα.
Φυσικά, δεν είναι μόνο οι Αλογοσκούφηδες του ελληνικού καπιταλισμού που αντιμετωπίζουν μια εικόνα τελείως διαφορετική από αυτά που έλεγαν πριν ένα χρόνο.
Την Πρωτοχρονιά του 2008 οι Financial Times είχαν ανακηρύξει τον Διοικητή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Ζαν Κλωντ Τρισέ σε «Άνθρωπο της Χρονιάς» για τους χειρισμούς που είχε κάνει για την αντιμετώπιση της κρίσης το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 2007. Οχτώ μήνες αργότερα, η συνταγή Τρισέ φαίνεται ότι δεν δουλεύει. Οι τελευταίες εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ προβλέπουν οικονομική «επιβράδυνση» όχι μόνο στις ΗΠΑ, στον Καναδά και την Ιαπωνία, αλλά και στη Γερμανία και στη Βρετανία, ενώ για τη Γαλλία και την Ιταλία προβλέπεται «ισχυρή επιβράδυνση». Η κρίση χειροτερεύει διεθνώς.
Παντού τα οικονομικά επιτελεία έχουν την τάση να ερμηνεύουν αυτή την κατάσταση σαν «ατυχή συγκυρία». Κυριαρχεί η άποψη των «συμπτώσεων». Μια έξαρση της κερδοσκοπίας στις τιμές των πρώτων υλών τυχαίνει να συμπίπτει χρονικά με μια κάμψη της ζήτησης στην αμερικανική οικονομία μετά το σκάσιμο της φούσκας στην αγορά ακινήτων. Έτσι μια απειλή ανόδου του πληθωρισμού συμπίπτει με μια απειλή ύφεσης και δημιουργεί μια δύσκολη συγκυρία. Η διπλή αυτή κρίση, η απειλή του στασιμοπληθωρισμού, δεν συνδέεται με κάποιο οργανικό τρόπο με το ίδιο το σύστημα, ούτε με τα προηγούμενα ξεσπάσματα κρίσεων το 1973-74, το 1980-81, το 1987, το 1992-93, το 1998, το 2001-02. Οι πανηγυρισμοί και οι ισχυρισμοί των ίδιων αυτών επιτελείων ενδιάμεσα από εκείνες τις κρίσεις ότι «οι κρίσεις αποτελούν παρελθόν» και έχει υπάρξει μια «νέα οικονομία» που θα πηγαίνει πάντα μπροστά αρκεί να γίνονται «μεταρρυθμίσεις που απελευθερώνουν τις αγορές», όλα αυτά έχουν σβηστεί από τη μνήμη. Η κάθε Κεντρική Τράπεζα και το κάθε Υπουργείο Οικονομικών ισχυρίζεται ότι μπορεί να φτιάξει το δικό της «μείγμα πολιτικής» για να αντιμετωπίσει τη σημερινή «ατυχή συγκυρία».
Μέχρι πρόσφατα ακόμα επικρατούσαν οι θεωρίες ότι «μια οικονομική ύφεση διαρκεί συνήθως γύρω στους 15-20 μήνες», άρα το ένα σκέλος της διπλής κρίσης σε λίγο θα ξεπεραστεί, και επομένως οι κεντρικές τράπεζες καλύτερα θα ήταν να επικεντρώσουν στην καταπολέμηση του πληθωρισμού ανεβάζοντας τα επιτόκια. Αυτό φαίνεται να ήταν το υπόβαθρο των παρεμβάσεων της ΕΚΤ του Τρισέ, που έδινε ενέσεις ρευστότητας στις απειλούμενες τράπεζες, αλλά ταυτόχρονα ανέβαζε τα επιτόκια, ανεβάζοντας και το ευρώ στα ουράνια. Ακόμα και η ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία, η γερμανική, φαίνεται ότι δεν αντέχει αυτό το «φάρμακο». Οι λιγότερο ισχυροί εταίροι, όπως η Γαλλία και η Ιταλία, μοιάζει να έχουν πάθει συγκοπή.
Kρίση των Tραπεζών
Εξίσου αναποτελεσματική αποδεικνύεται και η συνταγή της αμερικανικής Κεντρικής Τράπεζας που συνδύασε τις ενέσεις ρευστού προς το τραπεζικό σύστημα με τη μείωση των επιτοκίων του δολαρίου, ώστε να αποτρέψει την ύφεση της αμερικανικής οικονομίας. Ο αμερικανικός πληθωρισμός έφτασε στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων 27 χρόνων και ο Μπερνάνκε βρίσκεται στο ίδιο αδιέξοδο με τον Τρισέ – χρειάζεται να αντιστρέψει τη συνταγή του, έστω και αν το παράδειγμα του ενός αποδεικνύει στον άλλο ότι η αντιστροφή δεν είναι λύση.
Γιατί οι Κεντρικές Τράπεζες εμφανίζονται τόσο αναποτελεσματικές, σαν να έχουν χάσει τη δυνατότητα να διαχειρίζονται τις διακυμάνσεις της οικονομίας ;
Στο περιοδικό Monthly Review, στο τεύχος Μάη 2008, ένας ερευνητής που εργάζεται για το συνδικάτο SEIU στις ΗΠΑ, ο Karl Beitel παρουσιάζει μια λεπτομερειακή ανάλυση των αλλαγών που έφερε στο τραπεζικό σύστημα η τεράστια πιστωτική επέκταση των τελευταίων δέκα χρόνων. Ανάμεσα στο 1998 και στο 2006, τα νοικοκυριά στις ΗΠΑ φορτώθηκαν περισσότερα χρέη απ’ όσο τα προηγούμενα 30 χρόνια (σε πραγματικές, αποπληθωρισμένες τιμές). Τα στοιχεία του Beitel επιβεβαιώνουν την εικόνα που είχε δώσει στο Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο 66 (Γενάρης-Φλεβάρης 2008) ο Μωυσής Λίτσης.
Πέρα από την τεράστια αύξηση του όγκου του δανεισμού, το νέο στοιχείο ήταν η διάχυση αυτών των δανείων σε ένα ολόκληρο παρατραπεζικό σύστημα που δημιούργησαν οι ίδιες οι τράπεζες. Μέσα από ξεχωριστές επενδυτικές θυγατρικές εταιρίες (Special Investment Vehicles - SIV) μετέτρεψαν τα δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά κλπ) σε ειδικά ομόλογα τα οποία αγοράστηκαν από πλήθος καταθέτες (επιχειρήσεις, ασφαλιστικά ταμεία, άλλες τράπεζες) που αναζητούσαν μεγαλύτερες αποδόσεις για τα αποθεματικά τους.
Αυτή η διάχυση της τεράστιας πιστωτικής επέκτασης αρχικά θεωρήθηκε εκπληκτική καινοτομία που επέτρεπε την ασφαλέστερη διαχείριση των κινδύνων από κακοπληρωτές. Η οικονομία θα μπορούσε να βρει πιστώσεις για να συνεχίσει να επεκτείνεται, ακόμα και αν κάποιες επιχειρήσεις συναντούσαν δυσκολίες, αφού τα «κακά δάνεια» δεν θα επιβάρυναν ένα πιστωτικό ίδρυμα, καθώς το ρίσκο είχε μοιραστεί σε πολλούς αγοραστές ομολόγων.
Στην πράξη, όταν άρχισαν να σκάνε τα κανόνια στην αγορά στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ, αποδείχθηκε ότι υπήρχε διπλό πρόβλημα.
Πρώτο, η αβεβαιότητα για το ποιος έχει στα χέρια του τα προβληματικά δάνεια μετατράπηκε σε αυτογκόλ γιατί οι τράπεζες δεν ήξεραν ποιος είναι φερέγγυος πελάτης και ποιος όχι. Έτσι έπαψαν να δανείζουν σε όλους, η διατραπεζική αγορά στέγνωσε και οι πιέσεις για οικονομική ύφεση γενικεύτηκαν και απλώθηκαν πιο γρήγορα.
Δεύτερο, οι Κεντρικές Τράπεζες έχασαν ορισμένα παραδοσιακά εργαλεία με τα οποία μπορούσαν να εποπτεύουν και να βοηθούν το τραπεζικό σύστημα. Τα δάνεια που περνούσαν στα χέρια των SIV έπαψαν να υπάρχουν στα βιβλία των τραπεζών και έτσι ο λόγος αποθεματικών προς δάνεια με τον οποίο οι Κεντρικές Τράπεζες παρακολουθούσαν το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης έχασε το νόημα του. Το ίδιο ισχύει με το λόγο κεφαλαίων προς δάνεια. Όσο και αν οι Κεντρικοί Τραπεζίτες προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν τον έλεγχο τους επιβάλλοντας τον κανονισμό Βασιλεία ΙΙ (από την πόλη της Ελβετίας όπου υιοθετήθηκε ο νέος κανονισμός), στην πράξη το «παρατραπεζικό σύστημα» με τις SIV, τα Hedge Funds και τα ειδικά ομόλογα ήταν μια επέκταση του τραπεζικού συστήματος έξω από τον έλεγχο των Κεντρικών Τραπεζών έτσι όπως είχε διαμορφωθεί μετά το Κραχ του 1929.
Όλοι οι πανηγυρισμοί των τελευταίων χρόνων για τα θαύματα του «securitization» («τιτλοποίηση» - μετατροπή σε ομόλογα) και του «financial engineering» (χρηματιστική εφευρετικότητα) αποδείχθηκαν αβάσιμοι και στην ουσία ο καπιταλισμός ξαναγύρισε σε εποχές μεγαλύτερης αστάθειας, αντίστοιχες με της δεκαετίας του 1920.
Δεν είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που τα «θαύματα» του πιστωτικού συστήματος αποδεικνύονται απλά προθάλαμοι νέων, μεγαλύτερων κρίσεων για τον καπιταλισμό. Αν γυρίσουμε πίσω στα χρόνια της διαμάχης ανάμεσα στον Έντουαρντ Μπερνσταϊν και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, θα δούμε τον πατέρα του ρεφορμισμού στον 20ο αιώνα να ισχυρίζεται ότι το τραπεζικό σύστημα έχει κάνει τις κρίσεις παρελθόν και τη Ρόζα να απαντάει:
«H πίστωση, αντί να είναι εργαλείο καταστολής ή έστω περιστολής των κρίσεων, είναι αντίθετα ένα ιδιαίτερα ισχυρό εργαλείο σχηματισμού των κρίσεων. Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο. Η πίστωση εξαφανίζει την ακαμψία που έχει απομείνει στις καπιταλιστικές σχέσεις. Εισάγει παντού τη μέγιστη δυνατή ελαστικότητα. Μετατρέπει όλες τις καπιταλιστικές δυνάμεις σε επεκτάσιμες, σχετικές και αμοιβαία ευαίσθητες σε ύψιστο βαθμό. Με αυτό τον τρόπο διευκολύνει και χειροτερεύει τις κρίσεις, οι οποίες δεν είναι τίποτε άλλο από περιοδικές συγκρούσεις των αντιφατικών δυνάμεων της καπιταλιστικής οικονομίας».
(Ρόζα Λούξεμπουργκ «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση», στην ενότητα «Η Προσαρμογή του Καπιταλισμού», σελίδα 17 στην αγγλική έκδοση, Merlin Press 1970).
Σήμερα, οι φωνές που εξυμνούσαν τις αρετές του χρηματοπιστωτικού συστήματος του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού έχουν σιγήσει. Οι νεοφιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες πολιτικοί που μας καλούσαν να σταθούμε με δέος μπροστά στην ικανότητα του συστήματος να μετακινεί δισεκατομμύρια από το ένα άκρο του πλανήτη στο άλλο με το πάτημα ενός πλήκτρου, τώρα προτιμούν να ξεχάσουμε τι έλεγαν. Να ξεχάσουμε δηλαδή ότι προσκυνούσαν τη δύναμη του «financial engineering» και μας καλούσαν να αποφύγουμε κάθε αντίσταση σ’αυτές τις αλλαγές γιατί είναι τάχα «μάταιη». Είχαν προσδεθεί στο «όραμα» ότι η Ελλάδα μπορεί να γίνει το χρηματοοικονομικό κέντρο των Βαλκανίων αξιοποιώντας αυτή τη συγκυρία της χρηματοπιστωτικής «έκρηξης» και έκλειναν τα μάτια στους κινδύνους. Τώρα που η κρίση χτυπάει και τις ελληνικές τράπεζες αποδεικνύεται πόσο πιο σωστή ήταν η ανάλυση που είχε παρουσιάσει στο «Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο 67 (Μάρτης-Απρίλης 2008) ο Κώστας Σαρρής στο άρθρο «Το Βαλκανικό Ελντοράντο των ελληνικών τραπεζών».
Σήμερα, εμφανίζεται ένα διαφορετικό πρόβλημα, κατά κάποιο τρόπο στο άλλο άκρο του εκκρεμούς. Φωνές που ήταν αντίθετες στη νεοφιλελεύθερη επέλαση, υιοθετούν την άποψη ότι η κρίση είναι αποτέλεσμα κύρια των διαστάσεων που πήρε η επέκταση της χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας. Το σύστημα πάσχει από «financialisation», έχει δημιουργηθεί μια κυρίαρχη μερίδα της τάξης των καπιταλιστών που βγάζει κέρδη με διαφορετική εκμετάλλευση των εργατών από όλους τους άλλους. Αντί να αντλεί τα κέρδη της από την υπεραξία που παράγουν οι εργάτες, κλέβει ένα μέρος των μισθών μέσα από τα προσωπικά καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια που φορτώνει στους εργάτες. Αυτή η μερίδα των καπιταλιστών έχει συμφέρον να διατηρεί τις φούσκες της κερδοσκοπίας και βρίσκεται στη ρίζα της σημερινής κρίσης.
Kρίση του συστήματος
Πολύς κόσμος σιχαίνεται δικαιολογημένα τις τράπεζες και την απληστία των μεγαλομετόχων τους και των διευθυντών τους. Αλλά η αρπακτικότητα των τραπεζών δεν αρκεί για να εξηγήσει ούτε το μέγεθος των κεφαλαίων που στράφηκαν προς την κερδοσκοπία και τις φούσκες, ούτε τις διαστάσεις της κρίσης που δημιουργήθηκε. Είναι λάθος να χαραχτεί μια σκληρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις «κερδοσκοπικές υπερβολές» του χρηματοπιστωτικού τομέα και στους υπόλοιπους καπιταλιστές. Και είναι αυταπάτη να ελπίζει κανείς ότι η κρίση θα ξεπεραστεί μόνο με μέτρα μεγαλύτερου ελέγχου σ’αυτόν τον τομέα.
Για τη σύνδεση ανάμεσα στον καπιταλισμό και την κερδοσκοπία είχαμε γράψει έγκαιρα στο Σοσιαλισμός από τα Κάτω Νο 62 (Μάρτης-Απρίλης 2007) υπογραμμίζοντας ακριβώς τη διάχυση των φαινομένων της κερδοσκοπίας μέσα στο σύνολο των καπιταλιστών.
Αυτή η εικόνα επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία που έρχονται στην επιφάνεια. Όπως αναφέρει ο Κρις Χάρμαν στο άρθρο του στο περιοδικό International Socialism Νο 118 (Άνοιξη 2008),
«Η πραγματική κινητήρια δύναμη για το υπερβολικό πλεόνασμα κεφαλαίων προς αποταμίευση είναι ο τομέας των επιχειρήσεων. Ανάμεσα στο 2000 και στο 2004, η στροφή των επιχειρήσεων προς την αποταμίευση στην ομάδα των G6 (Γαλλία, Γερμανία, ΗΠΑ, Ιαπωνία, Βρετανία, Ιταλία) ξεπέρασε τα 1000 δις δολάρια. (Από έκθεση της JP Morgan Securities)… Με άλλα λόγια, αντί να ξοδεύουν τα συσσωρευμένα κέρδη τους, οι μεγάλες επιχειρήσεις τα αποταμιεύουν ως ρευστό».
Αντί να χρηματοδοτήσουν νέες επενδύσεις στην πραγματική οικονομία, οι καπιταλιστές τροφοδότησαν τους τραπεζίτες με καταθέσεις που βρήκαν διέξοδο στις φούσκες. Η πραγματική ρίζα των προβλημάτων πρέπει να αναζητηθεί έξω από τα όρια του τραπεζικού και «παρατραπεζικού» συστήματος. Πρέπει να αναζητηθεί στην τάση του ίδιου του καπιταλισμού σαν σύστημα να δημιουργεί ανισορροπίες που οδηγούν σε κρίσεις. Επειδή είναι ένα σύστημα τυφλής ανταγωνιστικής συσσώρευσης με κριτήριο το κέρδος, ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει την τάση να υπονομεύει το ελατήριο που κινεί αυτή τη συσσώρευση. Έχει μέσα του την «πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους» όπως την ονόμασε ο Μαρξ και αυτό οδηγεί σε καταστάσεις όπου οι καπιταλιστές αρνούνται να ξοδέψουν τα κέρδη τους σε νέες επενδύσεις.
Για να μην χάσει την ισορροπία της η οικονομία, είναι απαραίτητο η αγοραστική δύναμη των εργατών (και η προσωπική κατανάλωση των καπιταλιστών) να μπορεί να απορροφήσει την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων και οι επενδύσεις των επιχειρήσεων να μπορούν να απορροφήσουν την παραγωγή της βαριάς βιομηχανίας και των πρώτων υλών. Όμως στον καπιταλισμό, το σύνολο των επενδύσεων προκύπτει αθροίζοντας τις επιμέρους, ιδιωτικές, τυφλές επενδυτικές αποφάσεις επιχειρήσεων που δεν ξέρουν, ούτε νοιάζονται ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει κανένας μηχανισμός που να εξασφαλίζει ισορροπία, παρά μόνο εκ των υστέρων καταναγκαστικές διορθώσεις μέσα από τις κρίσεις που προκαλεί η διαταραχή της ισορροπίας. Πρόκειται για τον πιο σπάταλο τρόπο «εξισορρόπησης» καθώς καταστρέφονται χρήσιμοι πόροι (εργοστάσια, πρώτες ύλες, απούλητα προϊόντα) και ανθρώπινες ζωές (ανεργία και φτώχεια).
Η καταστροφή ενός μέρους των επιχειρήσεων μέσα από την κρίση μπορεί να αποκαταστήσει την κερδοφορία των ανταγωνιστών τους που επιβιώνουν και έτσι να ξαναβάλει μπροστά τη μηχανή των επενδύσεων. Αλλά όσο ο καπιταλισμός μεγαλώνει και μαζί του μεγαλώνει το μέσο μέγεθος των επιχειρήσεων μέσα από τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, η «διορθωτική» λειτουργία των κρίσεων γίνεται όλο και πιο δύσκολη και επώδυνη.
Μέσα στην πορεία του καπιταλισμού έχουν υπάρξει μηχανισμοί που να φρενάρουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Ίσως το πιο καίριο παράδειγμα είναι η πολεμική βιομηχανία που σπαταλάει επενδυτικά κεφάλαια, τα οποία αν πήγαιναν σε άλλους κλάδους θα επιδείνωναν τα προβλήματα κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Για περίπου 30 χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι δαπάνες του Ψυχρού Πολέμου έπαιξαν έναν τέτοιο ρόλο, αν και ανισόμερα κατανεμημένο ανάμεσα στις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις. Η δράση αυτού του παράγοντα δεν μπορεί να είναι μόνιμη γιατί δεν υπάρχει κανένα κοινά συμφωνημένο σχέδιο για το πόσες επενδύσεις πρέπει να σπαταλήσει σε εξοπλισμούς η κάθε χώρα για να διατηρείται η ισορροπία στο σύστημα σαν σύνολο. Ο τυφλός ανταγωνισμός αναιρεί και τις όποιες τρελές διεξόδους διαφυγής προκύπτουν.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, ο καπιταλισμός δεν έχει κατορθώσει να επαναφέρει την οικονομία στους ρυθμούς που ισχύουν για την περίοδο 1945-1975. Tα «δεύτερα τριάντα» χρόνια που έχουν περάσει από τότε, έχουν σημαδευτεί από χαμηλότερους ρυθμούς και επαναλαμβανόμενες κρίσεις. Ο πανικός που είχε προκαλέσει η κρίση του 1998 είχε γίνει η αφορμή για να επιχειρηθεί η ανάκαμψη μέσα από τη κολοσσιαία χρηματοπιστωτική επέκταση που βλέπουμε να τρεκλίζει σήμερα.
Η φυγή κεφαλαίων προς την χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία έδωσε μια κάποια διέξοδο για ένα διάστημα. Χωρίς αυτήν, η κρίση μάλλον θα είχε επέλθει πιο γρήγορα. Σε κάθε περίπτωση, η λύση με τις «φούσκες» είναι προσωρινή και πάντως δεν είναι η βαθύτερη αιτία των προβλημάτων.
Φυσικά, προκύπτει το ερώτημα: έχει σημασία να σταθούμε τόσο πολύ στο χαρακτήρα της κρίσης; Μήπως διυλίζουμε τον κώνωπα την ώρα που εκατομμύρια άνθρωποι υποφέρουν από τις επιπτώσεις της κρίσης με την ακρίβεια, τις απολύσεις, τις κατασχέσεις σπιτιών στις ίδιες τις ΗΠΑ και την κρίση των τροφίμων τις χώρες του Τρίτου Κόσμου; Ας αφήσουμε ξανά τη Ρόζα Λούξεμπουργκ να μας βοηθήσει:
«Δεν υπάρχει πιο βαριά προσβολή για τους εργάτες από την παρατήρηση ότι “οι θεωρητικές διαμάχες είναι μόνο για τους ακαδημαϊκούς”. Πριν από πολύ καιρό ο Λασάλ είχε πει: “Μόνο όταν η επιστήμη και οι εργάτες, αυτά τα αντίθετα άκρα της κοινωνίας θα βρεθούν ενωμένα, μόνο τότε θα τσακίσουν με τα ατσάλινα μπράτσα τους κάθε εμπόδιο για τον πολιτισμό”. Όλη η δύναμη του σύγχρονου εργατικού κινήματος στηρίζεται στη θεωρητική γνώση.
Αυτή η γνώση είναι διπλά σημαντική για τους εργάτες στην προκειμένη περίπτωση γιατί αυτό που παίζεται είναι ακριβώς η δική τους τύχη και επιρροή. Το δικό τους πετσί παίζεται στην αγορά.» (Ρόζα Λούξεμπουργκ, 18 Απρίλη 1899, εισαγωγή στο «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση»).
Η μελέτη της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ ξαναγίνεται απαραίτητο εργαλείο για το σύγχρονο εργατικό κίνημα και την επαναστατική αριστερά μέσα στους κόλπους του. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπαίνουμε σε μια περίοδο που οι επαναστάτες θα αφοσιωθούν στη θεωρητική μελέτη. Κάθε άλλο. Οι περίοδοι κρίσης ποτέ δεν περιορίζονται μόνο στο οικονομικό επίπεδο, αντίθετα απλώνονται και στο ιδεολογικό και στο πολιτικό.
Οι επιπτώσεις στο ιδεολογικό επίπεδο είναι ήδη ορατές. Οι κυβερνήσεις στις μητροπόλεις του νεοφιλελευθερισμού αναγκάζονται να καταπιούν τα δόγματά τους και να οργανώσουν τεράστιες κρατικές παρεμβάσεις για να σώσουν τράπεζες από την ανοιχτή χρεοκοπία, είτε πρόκειται για τη Bear Stearns στις ΗΠΑ, είτε για τη Northern Rock στη Βρετανία. Και οι πιο πολλοί αναλυτές συμφωνούν ότι θα ακολουθήσουν ακόμα μεγαλύτερα τέτοια παραδείγματα, καθώς η τρικυμία στο τραπεζικό σύστημα δεν έχει φτάσει στο απόγειό της. Οι δυο κολώνες των στεγαστικών τραπεζών στις ΗΠΑ Freddy Mac και Fannie Mae προσπαθούν αγωνιωδώς να αποφύγουν την κατάρρευση. Η εξουσιοδότηση του Κογκρέσου προς το Υπουργείο Οικονομικών να παρέμβει όταν και όσο χρειαστεί δεν κατάφερε να καθησυχάσει τις ανησυχίες στις αγορές. Αντίθετα, στα μέσα Αυγούστου οι μετοχές Freddy και Fannie έκαναν βουτιά. Ο Μπους, ο αμερικανός πρόεδρος που έκανε την πιο μεγάλη και την πιο βίαιη εξαγωγή νεοφιλελευθερισμού με τη δύναμη των όπλων, κινδυνεύει να τελειώσει τη θητεία του κάνοντας τη μεγαλύτερη διάψευση του νεοφιλελευθερισμού μέσα στην έδρα του.
Ο ιδεολογικός εξευτελισμός δεν περιορίζεται στα οικονομικά ζητήματα. Όταν η Ρωσία ποδοπάτησε τη Γεωργία μετά το αυτογκόλ του Σαακασβίλι με την επίθεση στη Νότια Οσετία, ο Μπους αναγκάστηκε να κάνει δηλώσεις ότι «η εισβολή σε μια ανεξάρτητη χώρα είναι ενέργεια ανεπίτρεπτη στον 21ο αιώνα». Θα μπορούσε να περιγράφει τις δικές του ενέργειες στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Κόσσοβο. Η κρίση απονομιμοποιεί όλα τα ιδεολογήματα της κυρίαρχης τάξης και ανοίγει νέες δυνατότητες για τους αντίπαλους της. Στον πόλεμο της προπαγάνδας, η Αριστερά μπορεί για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Πολιτική
Οι αλλαγές στο ιδεολογικό επίπεδο δεν πρέπει να μας οδηγούν στην αναζήτηση μιας προπαγανδιστικής Αριστεράς που θα περιορίζεται να αξιοποιεί το πλεονέκτημα ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό. Η κρίση επεκτείνεται και στο πολιτικό επίπεδο και εδώ πρόκειται να δοθούν οι πιο κρίσιμες μάχες.
Εδώ, οι επιπτώσεις είναι διπλές, τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο. Η οικονομική κρίση οξύνει τις εντάσεις και επιταχύνει την αποσταθεροποίηση της Νέας Τάξης Πραγμάτων. Η πολεμική έκρηξη στον Καύκασο αυτόν τον Αύγουστο είναι η καλύτερη απόδειξη για αυτό. Έτσι κι αλλιώς βρισκόμασταν στο σημείο όπου οι ΗΠΑ προσπαθούσαν και προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν την στρατιωτική υπεροχή τους για να διατηρήσουν το προβάδισμά τους σαν νούμερο ένα υπερδύναμη παρά τη σχετική εξασθένιση της οικονομικής θέσης τους. Αυτός ο «νέος ιμπεριαλισμός» έκανε τον κόσμο πιο ασταθή παρά τις αντίθετες υποσχέσεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Τώρα φτάνουμε σε ένα σημείο όπου όχι μόνο ο «διαρκής πόλεμος» του Μπους δεν εξελίσσεται ευνοϊκά για τις ΗΠΑ στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στο Λίβανο και την Παλαιστίνη, αλλά και οι γεωπολιτικές προκλήσεις γίνονται πιο έντονες μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης. Ζητήματα όπως ο έλεγχος των ενεργειακών πηγών και των στρατηγικών δρόμων του πετρελαίου και του φυσικού αερίου, ο ρόλος του δολαρίου σαν νόμισμα διεθνών συναλλαγών, ο έλεγχος της παραγωγής και της μεταφοράς βασικών τροφίμων αποκτούν μια νέα αμεσότητα και φέρνουν μια μεγαλύτερη αστάθεια σε όλα τα σημεία τριβής.
Να σταθούμε λίγο μόνο σ’αυτό το τελευταίο ζήτημα. Η έκρηξη στις τιμές του ρυζιού, του σταριού και άλλων αγροτικών προϊόντων έσπρωξε 50 εκατομμύρια επιπλέον ανθρώπους κάτω από τα όρια της πείνας μέσα στον τελευταίο χρόνο. Αλλά, ταυτόχρονα, έσπρωξε και μια σειρά χώρες να αρχίσουν να αναζητούν αγροτικές επενδύσεις έξω από τα όρια τους. Χώρες με μεγάλα συναλλαγματικά αποθέματα, όπως η Κίνα και η Σαουδική Αραβία έχουν ξεκινήσει προσπάθειες να εξασφαλίσουν τον έλεγχο μεγάλων αγροτικών εκτάσεων στη Αφρική και στην Ασία, για να είναι βέβαιες ότι μπορούν να έχουν σταθερή ροή εισαγωγών σε βασικά τρόφιμα. Αυτή η αναζήτηση δεν συμβαδίζει πάντοτε με τα συμφέροντα δυτικών πολυεθνικών που παραδοσιακά ελέγχουν αυτούς τους κλάδους. Ο κίνδυνος ενός αγώνα δρόμου για να ξαναμοιραστούν οι αγροτικές εκτάσεις π.χ. της Αφρικής με κόντρες ΗΠΑ-Κίνας ή για να ανακοπούν δυτικές αγροτικές διεισδύσεις στην Ουκρανία, στο Καζακστάν κλπ, είναι κάτι παραπάνω από ορατός.
Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον αποσταθεροποιημένο οικονομικά, ιδεολογικά και στρατιωτικοπολιτικά, η άρχουσα τάξη στο εσωτερικό κάθε χώρας βρίσκεται αντιμέτωπη με απρόβλεπτες προκλήσεις. Οι παραδοσιακές συνταγές δεν δουλεύουν και οι απόψεις διχάζονται για τους νέους τρόπους αντιμετώπισης των προβλημάτων. Η οικονομική κρίση δεν οδηγεί γραμμικά σε κοινωνικές εκρήξεις και επαναστατικές καταστάσεις. Μεσολαβούν υποκειμενικοί παράγοντες όπως οι αγωνιστικές παραδόσεις της εργατικής τάξης σε κάθε χώρα, ο βαθμός οργάνωσης, η πορεία ριζοσπαστικοποίησης των από κάτω σε κάθε περίπτωση.
Ο Τρότσκι κλασικά είχε προειδοποιήσει ότι «όσο ο καπιταλισμός παραμένει ζωντανός, εξακολουθεί να εισπνέει και να εκπνέει» και ότι «δεν υπάρχει αυτόματη εξάρτηση του προλεταριακού επαναστατικού κινήματος από την κρίση. Υπάρχει μόνο διαλεκτική αλληλεπίδραση» (Εισήγηση στο 3ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς, 23 Ιούνη 1921, με θέμα «Η παγκόσμια Οικονομική Κρίση και τα Νέα Καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς»). «Οι πολιτικές επιπτώσεις της κρίσης (όχι μόνο η έκτασή τους αλλά και η κατεύθυνση τους) καθορίζονται από το σύνολο της υπάρχουσας πολιτικής κατάστασης και από τα γεγονότα που έχουν προηγηθεί και συνοδεύουν την κρίση, ιδιαίτερα τις μάχες, επιτυχίες ή αποτυχίες της εργατικής τάξης πριν από την κρίση» (σε άρθρο του Τρότσκι στην Πράβδα την ίδια περίοδο). (Tα κείμενα αυτά του Tρότσκι δημοσιεύτηκαν στα αγγλικά στο περιοδικό International Socialism Nο20, καλοκαίρι 1983)
Χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση και μελέτη όλων αυτών των παραγόντων μέσα στις σημερινές συνθήκες. Αλλά μπορούμε να έχουμε σαν αφετηρία δυο βασικά στοιχεία. Μια άρχουσα τάξη πιεσμένη και διχασμένη από όλες αυτές τις δυσκολίες είναι μια άρχουσα τάξη στο δρόμο προς το να μην μπορεί να κυβερνάει όπως παλιά. Αυτό είναι το πρώτο. Και το δεύτερο είναι ότι η καμπύλη της ριζοσπαστικοποίησης της νεολαίας και των εργατών τα τελευταία χρόνια είναι ανοδική. Η σημερινή επιδείνωση της κρίσης μπορεί να είναι πραγματική αφετηρία νέων δυνατοτήτων για την Αριστερά, αν έχει επαναστατικό προσανατολισμό.