Άρθρο
Σχολές: H υποταγή στον “Nόμο-Πλαίσιο” δεν είναι δημοκρατία

Διαδήλωση στην Σύνοδο Πρυτάνεων στα Xανιά

O Nίκος Λούντος απαντάει στους επικριτές του φοιτητικού κινήματος.

Από την αρχή του εαρινού εξαμήνου δόθηκαν σε Πανεπιστήμια και ΤΕΙ μια σειρά μάχες με αφορμή την προσπάθεια εφαρμογής του Νόμου-Πλαίσιο. Η αντιμετώπιση αυτών των κινητοποιήσεων από την πλευρά των φοιτητικών παρατάξεων της κοινοβουλευτικής αριστεράς ήταν απαράδεκτη. Η εμπειρία είναι γεμάτη συμπεράσματα για το τι έχουμε να αντιμετωπίσουμε και πώς μπορούμε να δράσουμε στις μάχες που έρχονται.

Η κυβέρνηση επέλεξε να ξεκινήσει την εφαρμογή του Νόμου προχωρώντας σε διοργάνωση εκλογών με καθολική ψηφοφορία για την εκλογή διοικήσεων σε τμήματα και ιδρύματα. Αυτό το δειλό βήμα ήταν μια ευκαιρία για το φοιτητικό κίνημα να ξαναβγεί μπροστά και να σταματήσει στην αρχή της την προσπάθεια εφαρμογής του Νόμου. Για πολλούς φοιτητές ήταν η πρόκληση που χρειάζονταν για υλοποιηθεί η απόφαση που είχαν πάρει όλες οι συνελεύσεις και καταλήψεις του προηγούμενου διαστήματος: ότι δηλαδή όποιο κομματάκι του Νόμου πάει να περάσει, θα σπάσει στην πράξη. Η κυβέρνηση έχοντας φάει ήδη δύο ήττες, με τη μη τροποποίηση του Αρθρου 16 και με την τελείως απονομιμοποιημένη ψήφιση του Nόμου-Πλαίσιο μέσα σε μια Βουλή ζωσμένη από τα δακρυγόνα και περικυκλωμένη από διαδηλωτές έβλεπε και βλέπει μπροστά της δύσκολη τη μάχη για πραγματική εφαρμογή του νόμου. Η τακτική που προσπάθησε να εφαρμόσει ήταν να διαχωρίσει το φοιτητικό κίνημα ανάμεσα στους “σοβαρούς” που σέβονται τη νομιμότητα και τις “ακραίες μειοψηφίες” που επιμένουν. Σε αυτήν την τακτική διάσπασης οι παρατάξεις της κοινοβουλευτικής αριστεράς έδωσαν δυστυχώς στήριξη. Ετσι οι φοιτητές που μπήκαν μπροστά για να υλοποιήσουν τις αποφάσεις των συνελεύσεων και να μην αφήσουν να περάσει ο νόμος βρέθηκαν να συγκρούονται όχι μόνο με την κυβέρνηση αλλά και με τη στάση των παρατάξεων της ρεφορμιστικής αριστεράς.

Η ΠΚΣ ξεκίνησε αμέσως τις προβοκατορολογίες, κάνοντας λόγο για μειοψηφίες και κουκουλοφόρους. Αρνήθηκε να στηρίξει την πρόταση για κατάληψη και για μαζική διακοπή των εκλογικών διαδικασιών, αντιπροτείνοντας την γραμμή της “αποχής”. Το μόνο που προσέφερε ήταν επιχειρήματα στις δεξιές φυλλάδες. Απογευματινή και Αδέσμευτος Τύπος δεν τσιγκουνεύτηκαν καθόλου στην αναπαραγωγή ανακοινώσεων της ΚΝΕ για να υποστηρίξουν ότι όσοι αντιστέκονται στα Πανεπιστήμια είναι καθοδηγούμενες μειοψηφίες “εκτός πολιτικού συστήματος”. Ο Καραμανλής αναγνώρισε την προσφορά και έδωσε με τον πιο επίσημο τρόπο ευχαριστήρια στο ΚΚΕ για την “υπεύθυνη στάση” του. Η ιστορία περί προβοκατόρων και μειοψηφιών είχε ξαναπαιχτεί από το ΚΚΕ το 2006. Και τότε οι συνθήκες υποτίθεται δεν ήταν ώριμες για καταλήψεις, αλλά τελικά σύρθηκε σε συμμετοχή στο κίνημα όταν πλέον δεν μπορούσε αλλιώς.

Η στάση των παρατάξεων που συνδέονται με το ΣΥΡΙΖΑ ήρθε να συμπληρώσει το άδειασμα  που βίωσαν οι φοιτητές που ζητούσαν κλιμάκωση. Πουθενά δεν έδωσαν ολόψυχα τις δυνάμεις τους για να βγουν καταλήψεις, ούτε καν στην πρώτη φάση των κινητοποιήσεων όταν παράλληλα οργανώνονταν οι πανεργατικές απεργίες ενάντια στη διάλυση του ασφαλιστικού. Μετά άρχισαν να ταλαντεύονται σε σχέση με την τακτική απέναντι στις εκλογές Πρυτάνεων. Ο απολογισμός δείχνει ότι όπου υπήρχε δυνατή παρουσία ΕΑΑΚ και Πρωτοβουλίας Γένοβα και η προοπτική ματαίωσης των εκλογών αποκτούσε δυναμική, ή ακόμη περισσότερο στις σχολές που κερδήθηκε η κατάληψη, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκαν με τη σωστή μεριά. Οπου τα πράγματα ήταν πιο δύσκολα και ανοργάνωτα δεν πήραν την παραμικρή πρωτοβουλία για να δοθεί η μάχη. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό ήταν απλώς απόδειξη της οργανωτικής τους αδυναμίας. Κι όμως, φάνηκε πως τα πράγματα είναι χειρότερα. Ενα μπαράζ άρθρων στην Αυγή και στην Εποχή που συνεχίστηκε μέχρι και τον Ιούλη, έδειξε πως σημαντικές δυνάμεις του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αποδεχθεί την επιχειρηματολογία της κυβέρνησης και κοιτούσαν εχθρικά τις κινητοποιήσεις.

Το βασικό επιχείρημα που έκανε προκλητικά την εμφάνισή του στις σελίδες εφημερίδων της αριστεράς ήταν ότι η εκλογή Πρυτάνεων και Προέδρων με το νέο νόμο είναι όντως δημοκρατικότερη σε σχέση με το παρελθόν! “Η καθολική ψηφοφορία είναι μια δημοκρατική κατάκτηση που δεν μπορεί να την αρνείται η Αριστερά”, “πρόκειται για το καλύτερο κομμάτι του Νόμου”, έγραψαν και ξαναέγραψαν στελέχη του ΣΥΝ. Ενα πρώτο που έχει να παρατηρήσει κανείς είναι η υποκρισία. Κανένας τους δεν είχε βγει να τα υποστηρίξει αυτά όταν το κίνημα των καταλήψεων βρισκόταν στο ζενίθ του και όταν όλες οι συνελεύσεις έπαιρναν αποφάσεις ενάντια στο Νόμο Πλαίσιο στο σύνολό του. Τώρα νομίζουν πως έχουν δικαίωμα στον “αναθεωρητισμό”.

Το σημαντικότερο όμως είναι η ουσία. Το ζήτημα της επίκλησης της δημοκρατίας θα το βρούμε μπροστά μας πολλές φορές όσο αναπτύσσεται το κίνημα, και όχι μόνο στην εκπαίδευση. Γι' αυτό πρέπει να είμαστε καλύτερα προετοιμασμένοι. Πολλές φορές στην ιστορία η “δημοκρατία” έγινε το τελευταίο καταφύγιο για τους “ισχυρούς” όταν το κίνημα τους είχε τσακίσει. Ισως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Pώσικη Eπανάσταση ήδη από το Φλεβάρη του 1917. Τσαρικοί αξιωματικοί, καπιταλιστές, γαιοκτήμονες και κάθε λογής αντιδραστικοί, όσοι είχαν υποστηρίξει την απολυταρχία, τον πόλεμο, τις διώξεις, έκαναν πλέον σημαία τους τη “Δούμα” τη ρώσικη βουλή και αργότερα την εκλογή συντακτικής συνέλευσης. Εχοντας να αντιμετωπίσουν την κυριαρχία των Μπολσεβίκων και τα εργατικά σοβιέτ που απλώνονταν παντού, έλπιζαν ότι αν έβαζαν τα εκατομμύρια των αγροτών να ψηφίσουν τουλάχιστον θα έβγαινε οποιοσδήποτε άλλος εκτός από τους Μπολσεβίκους. Πενήντα χρόνια αργότερα, στο Μάη του '68, ο ντε Γκολ επέστρεψε υποτάσσοντας τη ρεφορμιστική Αριστερά στη λογική του δημοψηφίσματος και των εκλογών.

Αλλά τα παραδείγματα δεν είναι μόνο ιστορικά. Κάθε κυβέρνηση, και η κυβέρνηση του Καραμανλή, όταν βρίσκει τα σκούρα επικαλείται ότι είναι “δημοκρατικά εκλεγμένη” και πως ισχυρίζεται πως έχει τη δημοκρατική νομιμοποίηση να περάσει νόμους, να στείλει τα ΜΑΤ, να κάνει επιστράτευση απεργών. Αλίμονο αν σε κάθε τέτοια επίκληση της δημοκρατίας, το κίνημα έσκυβε το κεφάλι.

Μέσα σε καθημερινούς αγώνες, όταν οι “από πάνω” βλέπουν τον έλεγχο να χάνεται από τα χέρια τους, προσπαθούν να καταφύγουν στην “καθολική ψηφοφορία”. Οταν το συνδικάτο ενός εργοστασίου κάνει απεργία και μπλοκάρει την παραγωγή, τα αφεντικά λένε πως το συνδικάτο δεν εκφράζει όλους τους εργαζόμενους, πως οι περισσότεροι θέλουν να δουλέψουν, λένε πως στις συνελεύσεις δεν πηγαίνουν όλοι και πως η συνέλευση λειτουργεί πιεστικά. Ζητάνε να γίνει μυστική καθολική ψηφοφορία για να σπάσουν τη συλλογικότητα. Στις καταλήψεις των σχολείων, οι μαθητές είδαν χιλιάδες φορές τα τελευταία χρόνια να στήνονται κάλπες από δεξιούς διευθυντές που δεν σέβονταν τη νομιμότητα των συνελεύσεων.

Ο νόμος Πλαίσιο είχε στην καρδιά του το σπάσιμο της συλλογικότητας, την υποβάθμιση των μαζικών διαδικασιών, των συνελεύσεων, των συλλόγων, των παρατάξεων. Η εκλογή Πρύτανη μέσα από καθολική ψηφοφορία ήταν μια ψηφίδα αυτής της αντιδημοκρατικής λογικής. Κι όμως τμήμα της Αριστεράς φαίνεται πως κατάπιε αυτήν την επίθεση στη συλλογικότητα ως “δημοκρατία”. Πριν από μερικά χρόνια, ο Γιώργος Παπανδρέου χρησιμοποίησε την καθολική ψηφοφορία για να βγει πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχοντας το “δαχτυλίδι” του Σημίτη. Η Αριστερά τότε είπε και σωστά ότι η δημοκρατία δεν κρίνεται από το πόσες κάλπες θα στηθούν, αλλά από το αν τα πράγματα τα οποία διεκδικεί η βάση του ΠΑΣΟΚ θα γίνουν αποδεκτά από την ηγεσία. Ο Συνασπισμός δεν εξέλεξε τον πρόεδρό του με καθολική ψηφοφορία αλλά μέσα από τις συλλογικές διαδικασίες των κομματικών του οργανώσεων. Η στάση τους στο ζήτημα των καλπώς στα Πανεπιστήμια φαίνεται σαν να δικαιώνει τη δημοκρατία “αλά Γιώργος Παπανδρέου”.

Εξάλλου, όλα αυτά στα Πανεπιστήμια δεν συζητιούνται στο κενό. Ισα ίσα που η πρόκληση περί “δημοκρατίας” χρειάζεται αντεπίθεση. Το φοιτητικό κίνημα τα τελευταία χρόνια δίδαξε δημοκρατία στην πράξη. Είναι πρόσφατη η εμπειρία από τα γεμάτα αμφιθέατρα, από τις μαζικές συνελεύσεις, από τις διαδηλώσεις που συγκλόνισαν την Αθήνα και τις άλλες πόλεις. Εχουμε να απαντήσουμε ότι με αυτόν τον τρόπο θέλουμε να λειτουργεί η παιδεία. Οχι με πρυτάνεις και μάνατζερ, αλλά με δημοκρατικό έλεγχο από τα κάτω. Από πότε έγινε ικανός να διδάξει δημοκρατία ο πρύτανης του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Κουσκουβέλης, ένας άνθρωπος που κλείδωνε τα αμφιθέατρα για να μη γίνουν συνελεύσεις και συνεργαζόταν με τους Δαπίτες για να σπάσουν οι καταλήψεις; Θα διδάξει δημοκρατία ο πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης, Γρυσπολάκης, ο άνθρωπος που έσπασε το άσυλο καλώντας την αστυνομία, ενώ περηφανεύεται για τη συνεργασία του Πολυτεχνείου με τα εξοπλιστικά προγράμματα του ΝΑΤΟ; Θα διδάξουν δημοκρατία καθηγητές που βρίζουν το ίδιο τους το συνδικάτο και αρνούνται να αποδεχθούν τις συλλογικές αποφάσεις των συλλόγων τους; Ολοι οι Πρυτάνεις και διοικούντες που εφαρμόζουν το Nόμο Πλαίσιο είναι υπόλογοι απέναντι στις αποφάσεις της ΠΟΣΔΕΠ, παραβιάζουν συλλογικές αποφάσεις φοιτητών και ΔΕΠ και πρέπει να αντιμετωπίζονται ως απεργοσπάστες.

Πακέτο με τη “δημοκρατία” πήγε η καταδίκη της “βίας”. Μια βία που από την πλευρά του φοιτητικού κινήματος δεν υπήρξε πουθενά. Το πιο “βίαιο” επεισόδιο που καταγράφηκε ήταν μια ζαλάδα του πρύτανη του ΑΠΘ, Ξάνθου (που δεν οδήγησε ούτε σε μια μέρα νοσηλείας) και η βγαλμένη από ελληνική ταινία ταχυπαλμία του Κουσκουβέλη. Ο Κουσκουβέλης τολμούσε να καταγγείλει βία σε βάρος του την ώρα που είχε στήσει πραξικοπηματικά Σύγκλητο “στα πεταχτά” φέρνοντας το επίμαχο θέμα στην πρώτη θέση της ημερήσιας διάταξης για να γλιτώσει ακόμα και το διάλογο μέσα στη Σύγκλητο. Ο Κουσκουβέλης ξέρει τι σημαίνει πραγματική βία, την είδε να εξελίσσεται υπό την καθοδήγησή του όταν καλούσε τους τραμπούκους της ΔΑΠ να σπάσουν την κατάληψη στο ΠΑΜΑΚ.

Μ' αυτούς τους θεατρινισμούς όμως, οι φοιτητές που είχαν νιώσει τη βία στο πετσί τους, τις συλλήψεις, τα ΜΑΤ, τα γκλομπ, τα δακρυγόνα, τους τραμπουκισμούς της ΔΑΠ και των χρυσαυγιτών, το βρισίδι των δημοσιογράφων, έφτασαν να απολογούνται για την ανύπαρκτη βία. Και ενώ εξελισσόταν αυτή η παρωδία, στην Αυγή εμφανίζονταν άρθρα σαν αυτό του Γιώργου Φουρτούνη1  που υποστήριζε πως η Αριστερά πρέπει να σέβεται τη “σωματικότητα” και να καταδικάζει τη “βία επί σωμάτων”, αλλά και του Γεράσιμου Γεωργάτου2  που ισχυριζόταν πως δεν είμαστε πλέον στην εποχή της Ρόζας Λούξεμπουργκ όταν το κράτος ήταν απλώς το μονοπώλιο της βίας. Πλέον το κράτος είναι “συμπύκνωση αντιθέσεων” και άρα δεν μπορείς να αντιπαραθέτεις την άμεση βία εναντίον του. 

Οι δύο αρθρογράφοι μοιάζουν να μην ζουν στον κόσμο των απολύσεων, της φτώχειας, της αστυνομικής καταστολής, του ρατσισμού, των πολέμων, στον κόσμο όπου για την πλειοψηφία των ανθρώπων η βία είναι η καθημερινότητα, είτε με άμεσο τρόπο είτε με τη μορφή της προσπάθειας για επιβίωση. Δεν έχουν δει το κράτος που δεν σέβεται τη “σωματικότητα” των εργατών και των φοιτητών όταν τους δέρνει στη μέση του δρόμου, όταν τους στέλνει στο στρατό, στη φυλακή, στα εργοστάσια, στις οικοδομές και στα καράβια να σκοτώνονται για τα κέρδη των αφεντικών. Οσο για τη χρήση “βίας” από τη μεριά του κινήματος για να διαλυθούν διαδικασίες, είναι περήφανα τα συνδικάτα που ανάγκασαν διευθυντές και μεγαλομετόχους να μην μπορούν να βρουν ξενοδοχείο να συνεδριάσουν ήσυχοι όταν θέλουν να αποφασίσουν απολύσεις, ξεπουλήματα και ιδιωτικοποιήσεις.

Ο Γ. Φουρτούνης λέει κάτι που άλλοι αρθρογράφοι της Αυγής δεν τόλμησαν να διατυπώσουν. Υποστηρίζει πως δεν είναι το ίδιο η διάλυση ενός ΔΣ εταιρείας ή ΔΕΚΟ με τη διάλυση μιας Συγκλήτου, διότι στα Πανεπιστήμια υπάρχει συνδιοίκηση, την οποία πρέπει να υποστηρίξουμε. Δηλαδή να συνδιοικήσουμε τα Πανεπιστήμια που χαρίζονται στην αγορά, μαζί με τους πρυτάνεις της Νέας Δημοκρατίας και τους μάνατζέρ τους. Από εκεί μέχρι το σημείο όπου η παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ στους Μεταπτυχιακούς του Παντείου αποφάσισε τη συμμετοχή της στις εκλογές για πρόεδρο τμήματος δεν είναι μεγάλη η απόσταση. Την ίδια στιγμή μάλιστα που οι σύντροφοί τους του προπτυχιακού καλούσαν σε αποχή.

Δεν ήταν τυχαίο ότι παράλληλα με αυτή την αρθρογραφία στην Αυγή και την Εποχή εξελισσόταν και μια άλλη σειρά άρθρων στις αστικές εφημερίδες. Εκεί αναλυτές όπως ο Ηλίας Νικολακόπουλος ερμήνευαν τη δημοσκοπική άνοδο (αλλά και σταθεροποίηση) του ΣΥΡΙΖΑ δίνοντας συμβουλές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να ανέβει και άλλο αν δεν ταυτιστεί με τις ακραίες ομάδες στα Πανεπιστήμια και αν πάρει αποστάσεις από τη βία. Από δίπλα, πρώην στελέχη των “1000” καθηγητών που στήριξαν την Μαριέττα Γιαννάκου ενάντια στις καταλήψεις, έκαναν αναπαραγωγή των επιχειρημάτων, στολίζοντας τα άρθρα τους με αναφορές στο “μεγαλειώδες” κίνημα του 2006 που δεν συγκρίνεται με τις “μικρο-ομάδες που κλέβουν κάλπες”. Οι ίδιοι άνθρωποι που πολέμησαν με όλη τους τη μανία το κίνημα του 2006 εμφανίζονταν ως υπερασπιστές της μαζικότητας. Τις ίδιες μέρες είχε αρχίσει να κάνει την εμφάνισή του και το όνομα του Παύλου Τσίμα ως δυνάμει υπευθύνου της καμπάνιας του ΣΥΡΙΖΑ. Αλλος ένας από αυτούς που από τις στήλες των αστικών εφημερίδων ήθελαν να βάλουν μυαλό στους φοιτητές και υπεράσπιζαν την καθολική ψηφοφορία.

Ετσι λοιπόν, αυτό που εξελίχθηκε ήταν ότι τα αδιέξοδα της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ και την υποταγή του στους σχεδιασμούς με στόχο το επίσημο πολιτικό σκηνικό παρά λίγο να το πληρώσουν οι φοιτητές που παλεύουν την νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση. Εβλεπαν μια πολιτική δύναμη που υποτίθεται εκπροσωπεί το κίνημα να στέκεται από την άλλη πλευρά της μάχης.

Ευτυχώς όμως στα πανεπιστήμια δεν είναι μόνες τους οι δυνάμεις που κρίνουν το κίνημα με βάση τους κοινοβουλευτικούς σχεδιασμούς. Υπάρχουν και οι δυνάμεις που ξέρουν ότι τα κινήματα ανοίγουν δρόμους και θέλουν οι πολιτικές εξελίξεις να σφραγιστούν από τις νίκες του κινήματος. Οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, τα ΕΑΑΚ και η Πρωτοβουλία Γένοβα, έδωσαν τη μάχη ενάντια στην εφαρμογή του Nόμου-Πλαίσιο, παρότι απέναντί τους έβλεπαν ένα μπλοκ που ξεκινούσε από το ΚΚΕ και το ΣΥΡΙΖΑ, έφτανε τους “1000” και από εκεί ως τη ΔΑΠ και την κυβέρνηση.

Αντιμετωπίσεις σαν του Σταύρου Κωνσταντακόπουλου3, επίσης Πανεπιστημιακού του ΣΥΝ, απέναντι στους “εξ αριστερών φίλους μας”, όπως μας αποκαλούσε, εν μέσω του ίδιου σήριαλ αρθρογραφίας, είναι πολύ αδύναμες για να εξηγήσουν το τι σημαίνει αντικαπιταλιστική αριστερά στα Πανεπιστήμια. Λίγο πολύ ο Κωνσταντακόπουλος ταύτισε τη δράση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με την παραδειγματική βία των αναρχικών και των τρομοκρατών απέναντι στην άλλη αριστερά που ξέρει από... μαζική βία. Η αντικαπιταλιστική αριστερά στα πανεπιστήμια πέρα από γνωστή ιστορία στην καρδιά των γενικών συνελεύσεων και των αγώνων έχει και τις πρόσφατες “περγαμηνές” ότι σ' αυτήν οφείλεται το ξέσπασμα των καταλήψεων του 2006-2007. Αυτό το παραδέχονται πλέον όλοι. Η αριστερά που τολμάει να ανοίγει δρόμους, ακόμη και όταν σε ορισμένες στιγμές δίνει τη μάχη από τη θέση της μειοψηφίας δεν χρειάζεται να απολογηθεί για το αν είναι στην παράδοση του Λένιν ή του Κροπότκιν. Είμαστε στην παράδοση των καταλήψεων και των μαζικών αγώνων και αυτό αρκεί.

Με την τακτκή που ακολούθησαν το ΚΚΕ και ο ΣΥΡΙΖΑ στα Πανεπιστημια όχι μόνο έριξαν νερό στο μύλο των κυβερνητικών επιχειρημάτων, αλλά μπέρδεψαν τους πιο πρωτοπόρους αγώνιστες ακόμη και στις δικές τους γραμμές. Η ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ, για παράδειγμα που ανήκει στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ και είχε το σθένος να προτείνει δράση ενάντια στην εφαρμογή του Νόμου Πλαίσιο φάνηκε ως έκθετη. Ηταν φανερό ότι η Αριστερά που μπορεί να δώσει την πραγματική πολιτική στήριξη στους αγώνες δεν είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά η Αριστερά του αντικαπιταλισμού. 

Αυτό που χρειάζεται όμως να κάνει η αντικαπιταλιστική αριστερά είναι να οργανωθεί περισσότερο. Το δίδαγμα από τους αγώνες του τελευταίου διαστήματος είναι ότι από το πόσο γρήγορα, από το πόσο συγκροτημένα, πόσο ξεκάθαρα θα κινείται η αντικαπιταλιστική αριστερά θα κριθεί η έκβαση πολλών μαχών. Οταν η αντικαπιταλιστική αριστερά τολμάει να παίρνει πρωτοβουλίες, μπορεί και καταφέρνει να κερδίζει με τη μεριά του κινήματος όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς και δεν επιτρέπει σε επιχειρήματα όπως αυτά που αναφέραμε πιο πάνω να μπλοκάρουν την κλιμάκωση του κινήματος.

 

1. Γιώργος Φουρτούνης, “Κίνημα και Διοίκηση στο Δημόσιο Πανεπιστήμιο”, Αυγή 4/7/08

2. Γεράσιμος Γεωργάτος, “Βία και Νομιμότητα”, Κυριακάτικη Αυγή 29/6/08

3. Σταύρος Κωνσταντακόπουλος, “Επιλεκτική καταδίκη της 'βίας' και 'παραδειγματική πράξη'”, Αυγή 3/7/08