O Xοσάμ Eλ Xαμαλάσοϊ, δημοσιογράφος από την Aίγυπτο, περιγράφει τις μάχες των εργατών που συγκλονίζουν το καθεστώς του Mουμπάρακ.
Στις 7 Δεκέμβρη 2006, περίπου 3.000 εργάτριες στις υφαντουργίες προχώρησαν σε απεργία, στην περιοχή Μαχάλα, στο Δέλτα του Νείλου. Στη Μαχάλα ζουν 27.000 εργάτες που δουλεύουν ο ένας δίπλα στον άλλον στη μεγαλύτερη υφαντουργία της Μέσης Ανατολής. Οι γυναίκες ξεκίνησαν κάνοντας πορεία μέσα στο εργοστάσιο διεκδικώντας τα επιδόματα δύο μηνών που τους είχε υποσχεθεί από το Μάρτη η νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του πρωθυπουργού Αχμαντ Ναζίφ.
Οι εργάτριες εισέβαλαν στα τμήματα της εταιρείας, όπου δουλεύουν οι άνδρες συνάδελφοί τους, φωνάζοντας “Πού είναι οι άνδρες;! Οι γυναίκες είναι εδώ!”, παραλλάσσοντας ένα ποδοσφαιρικό σύνθημα. Ετσι προκάλεσαν τους συναδέλφους τους καλώντας τους σε δράση. Οι εργάτες άφησαν τα εργαλεία κάτω και ολόκληρη η υφαντουργία μπήκε σε απεργία και το εργοστάσιο βρέθηκε υπό κατάληψη για τρεις μέρες παρά τις προκλήσεις των δυνάμεων ασφαλείας. Οι εργάτες νίκησαν. Η νίκη στο Γαζλ ελ-Μαχάλα πυροδότησε το “Χειμώνα της Εργατικής Δυσαρέσκειας”, το μεγαλύτερο απεργιακό κύμα στην Αίγυτπο από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
Η Αίγυπτος είναι η μεγαλύτερη χώρα στον αραβικό κόσμο, με πληθυσμό κοντά στα 80 εκατομμύρια και έχει την πολυπλυθέστερη εργατική τάξη της περιοχής με πάνω από 20 εκατομμύρια εργάτες. Ομως κυβερνιέται από μια κλασική τριτοκοσμική δικτατορία, η οποία δέχεται ετησίως περίπου 2 δισεκατομμύρια δολάρια από την αμερικανική κυβέρνηση -1,3 πηγαίνουν στο στρατό και τα υπόλοιπα είναι “οικονομική βοήθεια”. Από το 1981, κυβερνάει ο Χόσνι Μουμπάρακ. Οι νόμοι έκτακτης ανάγκης που εμποδίζουν τη συγκέντρωση άνω των πέντε ατόμων σε δημόσιο χώρο και απαγορεύουν τις απεργίες ακολουθούνται με θρησκευτική ευλάβεια από την αστυνομία του Μουμπάρακ, η οποία χρησιμοποιεί συστηματικά βασανιστήρια ενάντια στους διαφωνούντες και σε απλούς πολίτες.
Για δύο δεκαετίες διακυβέρνησης Μουμπάρακ, το εργατικό κίνημα και όλες οι μορφές αντίστασης συντρίβονταν. Το 1977, μετά από μια εξέγερση δύο ημερών ενάντια στον προκάτοχο του Μουμπάρακ, τον Σαντάτ, η οποία είχε ξεσπάσει από την άνοδο των τιμών στα τρόφιμα, το εργατικό κίνημα είχε τσακιστεί από το στρατό στους δρόμους. Είχαν ακολουθήσει μαζικές συλλήψεις και βασανιστήρια αριστερών αντιφρονούντων και συνδικαλιστών. Για πολλά χρόνια, η Αριστερά και το εργατικό κίνημα φαίνονταν να μην μπορούν να ανακάμψουν. Οι απεργίες και οι καταλήψεις στα εργοστάσια αντιμετωπίζονταν συστηματικά με πραγματικά πυρά, με δολοφονίες εργατών, όπως για παράδειγμα στη χαλυβουργία του Χελουάν (νότια του Καϊρου) το 1989 ή στην υφαντουργία του Καφρ ελ-Νταουάρ το 1994. Τα πράγματα έγιναν χειρότερα, καθώς το ανερχομενο ριζοσπαστικό ισλαμιστικό κίνημα ξεκίνησε μια ανταρσία το 1992, που κράτησε όλη τη δεκαετία του '90, δίνοντας στο καθεστώς τη δικαιολογία να αυξήσει ακόμη περισσότερο την πυγμή του προχωρώντας σε ένα Βρώμικο Πόλεμο ενάντια στους υπόπτους και τις οικογένειές τους.
Το ξέσπασμα της παλαιστινιακής Ιντιφάντα το 2000 ανανέωσε την πολιτική του “πεζοδρομίου” και την Αριστερά στην Αίγυπτο. Δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και επαγγελματίες της μεσαίας τάξης βγήκαν στους δρόμους για να καταγγείλουν τις πράξεις του Ισραήλ την ανικανότητα και την συνέργεια των αραβικών καθεστώτων για στην καταπίεση των Παλαιστίνιων. Οι διαδηλώσεις κλιμακώθηκαν με τις αντιπολεμικές ταραχές το Μάρτη του 2003 που απλώθηκαν σε όλο το κεντρικό Κάιρο για δύο μέρες, με τους διαδηλωτές να κατεβάζουν τα πορτρέτα του Μουμπάρακ και να καίνε σημαίες της Δύσης μπροστά από τα ξενοδοχεία 5 αστέρων.
Οι Ισλαμιστές δεν συμμετείχαν σε εκείνα τα γεγονότα, ανοίγοντας ένα τεράστιο κενό ώστε η Αριστερά να παρέμβει και σε ορισμένες περιπτώσεις να ηγηθεί σε αυτό το εκρηκτικό κίνημα βάσης. Κάποιοι μέσα στην Αριστερά πήραν μια πιο τολμηρή πρωτοβουλία ιδρύοντας το 2004 αυτό που θα ονομαζόταν κίνημα Κεφάγια (Αρκετά), μια οργάνωση-ομπρέλα με πρόγραμμα ενάντια στον Μουμπάρακ.
Το Κεφάγια οργάνωσε μια σειρά από διαδηλώσεις που συγκέντρωσαν ορισμένες εκατοντάδες και σε κάποιες περιπτώσεις χιλιάδες διαδηλωτές, κυρίως φοιτητές και ακτιβιστές της μεσαίας τάξης, στο Κάιρο. Αυτές οι διαδηλώσεις πήραν μεγάλη δημοσιότητα από τα ανεξάρτητα ΜΜΕ και τα μπλογκ που έκαναν δυναμική εμφάνιση. Βοήθησαν στο να σπάσουν πολλά ταμπού, ιδιαίτερα για το δικαίωμα να κάνεις κριτική στο Μουμπάρακ και την οικογένειά του. Ομως η εργατική τάξη δεν είχε ιδιαίτερη συμμετοχή σε αυτά τα γεγονότα.
Η μαχητικότητα των εργατών αυξανόταν σιγά σιγά και όχι άμεσα σε σχέση με το τι συνέβαινε στο κεντρικό Κάιρο. Μετά από δύο δεκαετίες υποχώρησης, το επίπεδο των απεργιών και των καταλήψεων άρχισε σταδιακά να ανεβαίνει από το 2003. Η απεργία της Μαχάλα το Δεκέμβρη του 2006 θα αποτελούσε το σημείο καμπής. Μετά τη νίκη της Μαάλα, σχεδόν όλες οι υφαντουργίες στο Δέλτα του Νείλου βγήκαν σε απεργία, απαιτώντας τις ίδιες κατακτήσεις που είχε η Μαχάλα. Η απεργιακή μαχητικότητα απλώθηκε και σε άλλα κομμάτια της εργατικής τάξης. Εκατοντάδες σιδηροδρομικοί τον επόμενο μήνα έκαναν απεργία και κοιμούνταν πάνω στις ράγες, μπλοκάροντας τα λεγόμενα τρένα “Τουρμπίνι” που μεταφέρουν τους επιχειρηματίες και τους επαγγελματίες της μεσαίας τάξης από το Κάιρο στην Αλεξάνδρεια. Το μπλοκάρισμα κράτησε μία ολόκληρη μέρα και είχαν κατακτήσεις σε σχέση με τις συνθήκες δουλειάς. Οι εργάτες της τσιμεντοβιομηχανίας βγήκαν σε απεργία και κέρδισαν. Οι απεργίες αποκαλούνταν από τα ΜΜΕ “πανούκλα” που μόλυνε την Αίγυπτο και πλέον απλωνόταν στους δημόσιους υπάλληλους και στους επαγγελματίες. Για παράδειγμα, οι γιατροί τον περασμένο Μάρτη αποφάσησαν να προχωρήσουν στην πρώτη τους απεργία από το 1951, όμως ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή λόγω πίεσης της κυβέρνησης και έτσι την αντικατέστησαν με διαδηλώσεις. Οι καθηγητές Πανεπιστημίου έκαναν την πρώτη τους παναιγυπτιακή απεργία μετά το 1977, διεκδικώντας κατώτατο μισθό. Οι φοιτητές στις πανεπιστημιουπόλεις άρχισαν να κινητοποιούνται για αλληλεγγύη και ενάντια στα αυξανόμενα δίδακτρα.
Η ειρωνία ήταν πως η μαχητικότητα έφτασε ακόμη και στους φοροεισπράκτορες που προχώρησαν σε απεργία το φθινόπωρο του 2007, για πρώτη φορά μετά το 1919. Η απεργία κράτησε τρεις μήνες, στη διάρκεια των οποίων η συλλογή φόρων έπεσε κατά 90%. 55.000 φοροεισπράκτορες συντόνιζαν σε εθνικό επίπεδο τις κινήσεις τους και έστελναν πάνω από 5.000 εκπροσώπους τους να καταλάβουν το κεντρικό Κάιρο μπροστά από το υπουργικό συμβούλιο, κρατώντας τύμπανα και τραγουδώντας όλη μέρα, εκνευρίζοντας τους υπουργούς. Το Γενάρη του 2008 ο αγώνας τους κέρδισε και οι μισθοί τους αυξήθηκαν κατά 325%.
Η Μαχάλα θα προχωρούσε στη δεύτερη απεργία της το Σεπτέμβρη του 2007 και μία ακόμη προγραμματίστηκε για τις 6 Απρίλη 2008. Απαιτούσαν αύξηση στον κατώτατο μισθό που παραμένει στα ίδια επίπεδα από το 1984. Η αστυνομία του Μουμπάρακ, όμως, δεν άφησε να γίνει η απεργία, καταλαμβάνοντας το εργοστάσιο και ολόκληρη την πόλη. Η καταστολή προκάλεσε μια μαζική διαδήλωση στην οποία συμμετείχαν εργάτες και φτωχοί της πόλης. Οι διαδηλωτές αντιστάθηκαν όταν δέχτηκαν την επίθεση της αστυνομίας με γκλομπ, δακρυγόνα, αντλίες νερού, πλαστικές σφαίρες και πραγματικά πυρά. Τουλάχιστον τρεις άνθρωποι σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν. Η αστυνομία εισέβαλε στις γειτονιές και συνέλαβε εκατοντάδες πολίτες της Μαχάλα, ανάμεσα στους οποίους ήταν βασικοί οργανωτές της απεργίας.
Δύο μήνες μετά την εξέγερση της Μαχάλα, στις αρχές Ιούνη, στην πόλη ελ-Μπρούλους, μια κοινότητα ψαράδων στο βορρά του Δέλτα, έγιναν παρόμοια εκρηκτικά γεγονότα με τη Μαχάλα. Το πιο εντυπωσιακό είναι ότι όλοι όσοι ήταν εκεί και συμμετείχαν στην εξέγερση μπορούσαν να δουν και να ακούσουν τα ίδια συνθήματα που φώναζαν οι Παλαιστίνιοι στα ανατολικά σύνορα στη διάρκεια της Ιντιφάντα, όπως “Θάουρα-θάουρα χατ-αλ-νασρ” - “Επανάσταση-επανάσταση μέχρι τη νίκη”. Στο ελ-Μπρούλους συγκρούονταν με την αστυνομία, τα τανκς και το στρατό του Μουμπάρακ πετώντας πέτρες. Παντού γίνονται συνδέσεις μεταξύ του τι γίνεται στην Αίγυπτο και τι γίνεται στην Παλαιστίνη.
Μετά την απελευθέρωση των συλληφθέντων, το καθεστώς αποφάσισε να ασκήσει δίωξη σε 49 κατοίκους της Μαχάλα, στέλνοντάς τους σε έκτακτο δικαστήριο, θέλοντας να δημιουργήσει αποδιοπομπαίους τράγους για την εξέγερση.
Οι εργάτες της Αιγύπτου βρίσκονται στο μέσο μιας πολύ δυνατής μάχης, όμως δεν έχουν εργατικά συνδικάτα. Η κυβέρνηση το 1957 είχε δημιουργήσει τη Γενική Ομοσπονδία Συνδικάτων, που είναι παρόμοια με τις συνδικαλιστικές δομές που υπήρχαν στην ΕΣΣΔ και την Ανατολική Ευρώπη με κυβερνητικούς γραφειοκράτες και διορισμένους αξιωματούχους. Αντί να αντιπροσωπεύουνται οι εργάτες, η Ομοσπονδία είναι εργαλείο του καθεστώτος για να ελέγχει ή και για να κινητοποιεί την εργατική τάξη. Στις εκλογές γίνεται νοθεία. Υποψήφιοι της αντιπολίτευσης ή ανεξάρτητοι μπλοκάρονται. Οσοι κατεβαίνουν υποψήφιοι έχουν κάρτα μέλους του κόμματος του Μουμπάρακ ή είναι φίλοι της αστυνομίας. Επί Μουμπάρακ (αλλά και επί Σαντάτ) η Ομοσπονδία υπήρξε ζωτικής σημασίας εργαλείο για τη νοθεία στις κοινοβουλευτικές εκλογές, φορτώνοντας φτωχούς εργάτες του δημοσίου σε πούλμαν για να ψηφίσουν το κόμμα του Μουμπάρακ. Οταν η κυβέρνηση χρειάστηκε να κάνει ένα σόου δημοσίων σχέσεων σε σχέση με τη στάση της έναντι του πολέμου στο Ιράκ, ήταν κυρίως η Ομοσπονδία που γέμισε τα ποδοσφαιρικά στάδια με “απλούς πολίτες”, οι οποίοι ήταν απλώς φτωχοί εργάτες που πιέστηκαν ή δωροδοκήθηκαν για να κρατάνε τα πορτρέτα του Μουμπάρακ για να “καταγγείλουν” τον πόλεμο. Με δύο λόγια, η Ομοσπονδία είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για τον Μουμπάρακ, αφού είναι η δομή με της οποίας τη “μαζική κινητοποίηση” προχωράει το καθεστώς του Μουμπάρακ. Το καθεστώς ασχολείται περισσότερο με τις εκλογές στα συνδικάτα (παρότι δεν τις δείχνουν τα ΜΜΕ) παρά με τις εκλογές για το κοινοβούλιο, μιας και αν χάσουν τον έλεγχο της Ομοσπονδίας δεν θα έχουν τρόπο να ελέγξουν τις εκλογές για το κοινοβούλιο, ούτε και οποιαδήποτε δράση στους δρόμους και τα εργοστάσια.
Ωστόσο, σε λίγες περιπτώσεις, κάποιοι υποψήφιοι ανεξάρτητοι ή της αντιπολίτευσης τα καταφέρνουν στις εκλογές, σε επίπεδο Επιτροπής Εργοστασίου. Παραπάνω από εκεί είναι αδύνατο να εκλεγεί οποιοσδήποτε είναι έστω και λίγο ενάντια στο καθεστώς. [Μόνη εξαίρεση στην ιστορία ο Μοχάμεντ Αμπτελ ελ-Σαλάμ, αριστερός αντιφρονούντας που ηγήθηκε του Συνδικάτου των Ορυχείων στη δεκαετία του 1990]. Η ηγεσία της Ομοσπονδίας, σήμερα έχει επικεφαλής τον Χουσεϊν Μεγκαουέρ, ηγέτη της κοινοβουλευτικής ομάδας του Μουμπάρακ. Από τα 11 μέλη της ηγεσίας, οι 10 είναι μέλη του κόμματος του Μουμπάρακ. Ο 11ος είναι ο Αμπντέλ Ραχμάν Χέιρ, μέλος του “αριστερού” κόμματος Ταγκαμού, ο οποίος είναι ηγέτης του συνδικάτου της Πολεμικής Βιομηχανίας και γνωστός για τις στενές του σχέσεις με τις δυνάμεις ασφαλείας.
Κατά τη διάρκεια του κύματος απεργιών από το Δεκέμβρη του 2006, οι φιλοκυβερνητικοί “συνδικαλιστές” κατήγγειλαν, συνωμότησαν και έκαναν το παν για να σαμποτάρουν την απεργιακή δράση. Στο Καφρ ελ-Νταουάρ, οι κλωστοϋφαντουργοί “συνέλαβαν” τους αξιωματούχους του συνδικάτου για να τους αναγκάσουν να παραμείνουν στην κατάληψη, ενώ στη Μαχάλα οι εργάτες έστειλαν στο νοσοκομείο τον επικεφαλής του συνδικάτου όταν τους κάλεσε να σταματήσουν την απεργία και να πάνε σπίτια τους. Οι υποθέσεις ταξικής προδοσίας είναι πολυάριθμες, διαμορφώνοντας μια απαίσια κληρονομιά από τότε που ιδρύθηκε η Ομοσπονδία.
Σε λίγες περιπτώσεις, εκεί που οι ακτιβιστές καταφέρνουν να μπουν στις Εργοστασιακές Επιτροπές, αντιμετωπίζουν αμέσως διώξεις και απολύονται με ψεύτικες κατηγορίες. Οι λίγες περιπτώσεις όπου έχω δει μέλη των Επιτροπών να στηρίζουν την απεργιακή δράση ανήκουν σε μία από τις εξής δύο κατηγορίες:
1. Το εργοστάσιο πήγαινε για κλείσιμο και έτσι όλοι τους θα βρίσκονταν στο δρόμο, ακόμη και τα μέλη των Επιτροπών και έτσι αναγκάζονταν να πάρουν θέση υπέρ της απεργίας.
2. Σε μέρη όπου υπάρχει ισχυρή παράδοση εργατικής μαχητικότητας, συνήθως σε χώρους ιδιαίτερα ειδικευμένων εργατών, όπου η αστυνομία δεν μπορεί να νοθεύσει τις εκλογές ούτε να ακουμπήσει τους υποψήφιους, όπως σε κάποιες τσιμεντοβιομηχανίες. Εκεί θα δει κανείς μέλη των Επιτροπών που στηρίζουν και ηγούνται των απεργιών.
Ομως τα πράγματα θα αλλάξουν. Μια καθολική απαίτηση όλων των απεργιών ήταν να φύγουν όλοι αυτοί οι κρατικοί αξιωματούχοι, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις εμφανίστηκε το σύνθημα: “Θέλουμε ανεξάρτητα παράλληλα συνδικάτα”. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας για το καθεστώς.
Παρόλο που ήταν οι χειρώνακτες εργάτες που ξεκίνησαν τη μάχη για ανεξάρτητα συνδικάτα το Γενάρη του 2007, μετά την πρώτη απεργία της Μαχάλα, σήμερα είναι οι εργάτες σε υπηρεσίες (οι οποίοι πολλές φορές είναι ακόμη πιο φτωχοί από τους χειρώνακτες) που βρίσκονται στην αιχμή της μάχης, με πρώτους τους Φοροεισπράκτορες οι οποίοι διέλυσαν τους επίσημους “συνδικαλιστές” στη διάρκεια της απεργίας τους, εκλέγοντας μια ανεξάρτητη απεργιακή επιτροπή μακριά από την Ομοσπονδία.
Η απεργιακή επιτροπή, έχοντας ηγηθεί επιτυχώς και δημοκρατικά στην τρίμηνη απεργία και στη δεκαήμερη κατάληψη των δρόμων, ανακοίνωσε ότι δεν θα αυτοδιαλυθεί το Γενάρη και ότι θα συνέχιζε να λειτουργεί για να διασφαλίσει την ολοκληρωτική εφαρμογή της συμφωνίας που έγινε με το Υπουργείο Οικονομίας.
Η επιτροπή απαρτιζόταν από ένανα αντιπρόσωπο κάθε επαρχίας, ενώ ορισμένες επαρχίες είχαν πάνω από μία έδρα, όπως η Γκίζα, από όπου προέρχονταν πολλοί βασικοί ακτιβιστές και υπήρχε και μεγαλύτερη συμμετοχή στην απεργία. Η επιτροπή σε κάποιες στιγμές μεγάλωσε τόσο ώστε να έχει 33 αντιπροσώπους. Ωστόσο, τα βασικά μέλη που συνεδρίαζαν τακτικά και αποτελούσαν επί της ουσίας τους ηγέτες της απεργίας ήταν 11, κυρίως από τη Γκίζα, την Ντακαχλίγια, την Καλγιουμπίγια και άλλες επαρχίες του Δέλτα.
Η νίκη έδωσε θάρρος στην ηγεσία της απεργίας να ακολουθήσει μια γραμμή, που πριν κάποια χρόνια θα ήταν όνειρο ή παραίσθηση: να ανατρέψει τους επίσημους κρατικούς “συνδικαλιστές” και να ιδρύσει ανεξάρτητο συνδικάτο, έξω από την κάλυψη της Ομοσπονδίας. Με άλλα λόγια, να ιδρύσει το πρώτο ανεξάρτητο συνδικάτο στη χώρα μετά το 1957, ύστερα από μισό αιώνα.
Αν αυτό το συνδικάτο οργανωθεί στη βάση και αντιπαρατεθεί στην Ομοσπονδία, αναμένεται να έχει μια ισχυρή αριστερή ηγεσία, η οποία θα έχει οικοδομήσει τη βάση υποστήριξής της όχι από τα λόγια αλλά από το ότι έδειξε εξαιρετική ικανότητα οργάνωσης στην απεργία, μαχητικό πνεύμα χωρίς συμβιβασμούς όταν έκανε διαπραγματεύσεις με τον Υπουργό και δύναμη στην κινητοποίηση των εργατών.
Κάτι τέτοιο θα είχε αλλεπάλληλες επιπτώσεις στην αιγυπτιακή πολιτική σκηνή, που μόνο ανίδεοι μπορούν να αγνοήσουν. Η ίδρυση ανεξάρτητων εργατικών ομοσπονδιών βρέθηκε στην καρδιά της διαδικασίας μετασχηματισμού σε πρώην δικτατορίες όπως η Πολωνία, η Νότια Κορέα, η Νότια Αφρική και αλλού. Οταν οι εργάτες αρχίζουν να οργανώνονται συλλογικά σε μια δομή που μπορεί να εκφράσει την οργή τους, τις αγωνίες, την εκμετάλλευση και την καταπίεσή τους και να τις μετατρέψει σε απεργιακή δύναμη, τότε τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στο εργατικό κίνημα. Είναι σαν το ξύπνημα ενός γίγαντα, μόνο που στην αιγυπτιακή περίπτωση ο γίγαντας έχει ήδη ξυπνήσει και παλεύει, χωρίς ακόμη να φοράει όλη την πανοπλία και ενώ ψάχνει για όπλα. Τα ελεύθερα συνδικάτα θα είναι ένα από αυτά τα όπλα (δεν είναι ωστόσο το μόνο όπλο ούτε και ο στόχος καθαυτός).
Αν οι Φοροεισπράκτορες καταφέρουν να ιδρύσουν το ελεύθερο συνδικάτο τους θα εμφανιστούν ρωγμές στη δομή της Ομοσπονδίας. Ετσι θα πάρουν θάρρος και συνάδελφοί τους σε άλλους τομείς της δημόσιας διοίκησης για να ακολουθήσουν. Θα πάρουν επίσης θάρρος και πρακτική υποστήριξη οι εργάτες στις βιομηχανίες, που έχουν ανάλογους σχεδιασμούς σε άλλες περιοχές. Μια νέα ανεξάρτητη ομοσπονδία συνδικάτων μπορεί να προκύψει από ένα τέτοιο πάντρεμα, τουλάχιστον όσο προέρχεται από τα κάτω και όχι με “πτώση με αλεξίπτωτο” όπως προσπαθούν να κάνουν ορισμένοι οπορτουνιστές.
Στην αρχή του καλοκαιριού, η Ανώτερη Επιτροπή της Απεργίας των Φοροεισπρακτόρων άρχισε να μαζεύει υπογραφές δημοσίων υπαλλήλων για ένα ανεξάρτητο συνδικάτο. Τα αποτελέσματα είναι ενθαρρυντικά: 15.000 από τους 55.000 φοροεισπράκτορες έχουν ήδη υπογράψει, κυρίως από την Γκίζα και το Δέλτα του Νείλου. Τα πράγματα κινούνταν λίγο πιο αργά στην Ανω Αίγυπτο, την Αλεξάνδρεια, το Σινά και τις πόλεις του Σουέζ. Ομως άρχισαν να επιταχύνονται. Και σε αυτές τις επαρχίες κάθε μέρα προκύπτουν νέες υπογραφές ή ζητάνε συνάντηση με την Απεργιακή Επιτροπή για να αποδεχθούν το σχέδιο.
Ηδη η κυβέρνηση βρίσκεται σε πανικό. Ο ίδιος ο Χουσεϊν Μεγκαουέρ επικοινώνησε με τον Καμάλ Αμπού Εϊτά, τον επικεφαλής της Απεργιακής Επιτροπής και του υποσχέθηκε να διωχθούν οι κρατικοί αξιωματούχοι, ενώ του πρόσφερε και θέση ως επικεφαλής του Συνδικάτου εργαζόμενων στις Τράπεζες και την Ασφάλιση, αν εγκαταλείψει το σχέδιο για ελεύθερο συνδικάτο. Ο Καμάλ αρνήθηκε θαρραλέα.
Οι ηγέτες της απεργίας είναι αισιόδοξοι ότι θα συγκεντρώσουν τουλάχιστον 30.000 υπογραφές υπέρ του ελεύθερου συνδικάτου. Με έναν τέτοιο αριθμό, θα μπορεί να οργανωθεί μια “γενική συνέλευση” που θα εκλέξει την ηγεσία του συνδικάτου.
Σε αυτή τη μάχη, οι εργάτες της Αιγύπτου ζητάνε και διεθνή αλληλεγγύη από τα αδέλφια τους στην Ελλάδα και αλλού. Η Ελλάδα μάλιστα έχει μια ιδιαίτερη θέση στη “μνήμη της τάξης” στην Αίγυπτο. Οι έλληνες μετανάστες στην Αίγυπτο ξεκίνησαν τη μάχη για δημιουργία συνδικάτων στην αρχή του 20ου αιώνα και βοήθησαν να μεταφερθούν τακτικές και στρατηγική από το ευρωπαϊκό κίνημα στην Αίγυπτο. Εναν αιώνα αργότερα, οι εργάτες στην Ελλάδα μπορούν ακόμη να απλώσουν την αλληλεγγύη τους στους Aιγύπτιους συντρόφους τους. Οι φοροεισπράκτορες και οι εργάτες της Μαχάλα έχουν μεγάλη ανάγκη να δεχθούν ανακοινώσεις αλληλεγγύης από τα συνδικάτα της Ελλάδας που θα υποστηρίζουν τη μάχη για δημιουργία ανεξάρτητων συνδικάτων.