Εξώφυλλο του βιβλίου
Nάννι Mπαλεστρίνι: Tα θέλουμε όλα
Τιμή 15,60 ευρώ, 229 σελίδες, Εκδόσεις Στοχαστής
Το μυθιστόρημα του Νάννι Μπαλεστρίνι περιγράφει με γλαφυρό τρόπο την περίοδο του Kαυτού Φθινοπώρου του ‘69 στην Ιταλία και το ρόλο που έπαιξε η νέα εργατική τάξη σε εκείνο το κίνημα. Το βιβλίο περιγράφει μέσα από τη ζωή ενός εργάτη από το Νότο, το ρόλο που έπαιξε η νέα εργατική τάξη στο μεγάλο κίνημα των καταλήψεων των εργοστασίων και κυρίως στην κατάληψη στο εργοστάσιο της Φίατ στο Τορίνο.
Το μυθιστόρημα αγγίζει τα όρια της μαρτυρίας. Ο ίδιος ο συγγραφέας ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές εκείνης της περιόδου, ενταγμένος στην Οργάνωση «Εργατική Εξουσία» και αργότερα έγινε ηγετικό στέλεχος της Αυτονομίας.
Τη δεκαετία του ‘60 στην Ιταλία με το οικονομικό θαύμα εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από το Νότο πήγαν στο βιομηχανικό Βορρά και μπήκαν μαζικά στα εργοστάσια. Δεν είχαν ούτε επαγγελματική κατάρτιση ούτε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία. Ηταν δύσπιστοι απέναντι στο συνδικάτο αλλά με μεγάλη διάθεση για αγώνα. Αυτό το κομμάτι έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο σε εκείνη την έκρηξη, κόντρα στο φρένο που έβαζε η συνδικαλιστική ηγεσία και το ΚΚ Ιταλίας.
Ο ήρωας του μυθιστορήματος είναι ένας από αυτούς που μετανάστευσαν στο βορρά σπρωγμένος από την ανεργία και τη φτώχεια. Βρέθηκε αρχικά στο Μιλάνο και μετά στο Τορίνο με μοναδική του επιθυμία να ζήσει καλύτερα, να αγοράσει αυτοκίνητο, σπίτι, πλυντήριο. Βρέθηκε σε ένα περιβάλλον όπου το χρήμα κυκλοφορούσε αλλά για να το αποχτήσεις έπρεπε να δουλεύεις σα σκυλί. Εκεί άρχισε να συνειδητοποιεί πώς δουλεύει το σύστημα και πως ο μόνος τρόπος να ζήσει καλύτερα είναι μέσα από την οργάνωσή των αγώνων με στόχο την ανατροπή του.
Οι περιγραφές για τις συνθήκες δουλειάς στη Φίατ όπου θεωριόταν μεγάλο «προνόμιο» να δουλεύει κανείς, ανατριχιάζουν. Οι προσλήψεις γίνονταν ύστερα από αυστηρές ιατρικές εξετάσεις. Ο καθένας έμπαινε στην γραμμή παραγωγής. Ο κάθε ανειδίκευτος εργάτης έπρεπε να γίνει ο κρίκος της αλυσίδας, να βιδώνει μπουλόνια «με κινήσεις πιο γρήγορες από τους χτύπους της καρδιάς».
Αυτός ο κόσμος που δεν είχε καμία σχέση με την πολιτική άρχισε να συνειδητοποιεί τι σημαίνει εκμετάλλευση. «Εβλεπα τους φοιτητές, μπροστά στα κάγκελα του εργοστασίου που μοίραζαν προκηρύξεις. Μου φαινόταν παράξενη αυτή η ιστορία. Μα πώς είναι δυνατόν; Σκεφτόμουνα. Αυτοί οι τύποι έχουν τόσο ελεύθερο χρόνο που μπορούν να κάνουν ότι θέλουν. Κι έρχονται εδώ μπροστά στο εργοστάσιο, που είναι το πιο σιχαμερό πράγμα στον κόσμο».
Οι οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς της εποχής, ήταν κυρίως φοιτητικές που παρά τα προβλήματά τους είχαν καθαρό ότι έπρεπε να συνδεθούν με αυτό το κομμάτι της εργατικής τάξης και έτσι κατάφεραν να μεγαλώσουν. Σε αντίθεση με το ΚΚ Ιταλίας που υποτιμούσε αυτόν τον κόσμο, καλώντας να μην είναι βιαστικός και να περιμένει τις επίσημες διαπραγματεύσεις της συνδικαλιστικής ηγεσίας με τα αφεντικά. Οργάνωναν συσκέψεις σε καφενεία που καλούσαν τους εργαζόμενους της Φίατ που έπαιρναν τις προκηρύξεις τους. Η σύνδεση των φοιτητών με τους εργαζόμενους δεν άργησε να ‘ρθεί. Η εμπειρία της οργάνωσης μαζί με τη διάθεση της νέας εργατικής τάξης να παλέψει για αυξήσεις σε όλες τις βαθμίδες και κατάργηση της ιεραρχίας μέσα στο εργοστάσιο, μετατράπηκαν σε μία απεργία και κατάληψη που κράτησε για 5 εβδομάδες. Ισως το πιο δυνατό σημείο του βιβλίου είναι η εργατική συνέλευση μέσα στο κατειλημμένο εργοστάσιο και οι τοποθετήσεις των εργαζομένων που πρότειναν συνέχιση βάζοντας στο στόχαστρο όχι μόνο τον Ανιέλι αλλά το κράτος και τον καπιταλισμό.
Ο ήρωας του βιβλίου είναι ένας από αυτούς που οργάνωσαν την πρώτη απεργία στο εργοστάσιο της Φίατ. Σε όλο το βιβλίο περιγράφει με πολύ απλό και γνήσιο τρόπο πώς και γιατί αποφάσισε να μπει σε αυτό το κίνημα και να το καθορίσει.
«...Οτι και να θες, αν θες ν’ αγοράσεις ένα αυτοκίνητο ή ένα ρούχο, θα πρέπει να δουλέψεις περισσότερο, θα πρέπει να κάνεις υπερωρίες. Δε μπορείς να πιεις ένα καφέ, να πας σινεμά. Σ’ ένα σύστημα, σ’ έναν κόσμο που δεν έχει άλλο σκοπό από το να σε σπρώχνει στη δουλειά και να παράγει εμπορεύματα. Ο,τι κι αν επιθυμείς μέσα σ’ αυτό το σύστημα, πρέπει πάντα να πληρώνεις. Και πάνω απ’ όλα αυτά πρέπει να πληρώνεις με την ίδια σου τη ζωή. Το είχα καταλάβει αυτό. Γι’ αυτό και ο μοναδικός τρόπος για να τ’ αποκτήσω όλα για να ικανοποιήσω τις ανάγκες και τις επιθυμίες μου δίχως να καταστρέψω τον εαυτό μου, ήταν να καταστρέψω αυτό το σύστημα των αφεντικών έτσι όπως λειτουργεί. Και πάνω απ’ όλα να το καταστρέψω εδώ στη Φίατ, σ’ αυτό το τεράστιο εργοστάσιο, με όλους αυτούς τους εργάτες. Γιατί αυτό είναι το αδύνατο σημείο του κεφαλαίου. Γιατί όταν σταματήσει η Φίατ, όλοι αυτοί θα μπουν υποχρεωτικά σε κρίση, όλα θα τιναχτούν στον αέρα».
Το «Τα θέλουμε όλα» περιγράφει με πολύ απλό και άμεσο τρόπο πώς οι εργάτες γίνονται επαναστάτες, πώς μέσα σε συνθήκες ριζοσπαστικοποίησης μέσα στους οργανωμένους εργατικούς χώρους μία σπίθα μπορεί κυριολεκτικά να γίνει πυρκαγιά.