Άρθρο
Βολιβία: Στο μάτι του κυκλώνα

Εξώφυλλο του τευχους 56

Ο Λέανδρος Μπόλαρης γράφει για τη χώρα με το πιό μεγάλο κίνημα, οπού όλα παίζονται μετά τη νίκη του Εβο Μοράλες

 

Η νίκη του Εβο Μοράλες στις εκλογές στις 18 Δεκέμβρη ήταν μια ακόμα επιβεβαίωση της αριστερής στροφής που ζει όλη η Λατινική Αμερική. Τα ΜΜΕ σε όλο τον κόσμο αναγνωρίζουν πια ανοιχτά αυτή τη στροφή, μια πολύ δυσάρεστη εξέλιξη για τον Μπους και τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό. Όμως, συνήθως αποδίδουν αυτή τη στροφή κυρίως στις «χαρισματικές» μορφές όπως του Μοράλες που δίνει ελπίδα στους φτωχούς και τους καταπιεσμένους. Έτσι, όμως, χάνεται από την εικόνα ο πραγματικός κινητήρας αυτής της θεαματικής στροφής: το μαζικό κίνημα που έχει φτάσει σε πρωτόγνωρα ύψη οργάνωσης και μαχητικότητας τα προηγούμενα χρόνια, η δράση χιλιάδων και εκατομμυρίων ανθρώπων.

 

Στη Βολιβία αυτή η διαδικασία εξελίσσεται εντυπωσιακά τα τελευταία πέντε με έξι χρόνια. Το κίνημα που έχει ανατρέψει δυο προέδρους με θυελλώδεις εξεγέρσεις το 2003 και το 2005, δεν έπεσε από τον ουρανό. Έχει βαθιές ρίζες.

Η Βολιβία έχει μια μακρά παράδοση μεγάλων κινητοποιήσεων κι εξεγέρσεων. Η πιο μεγάλη (και άγνωστη στους πιο πολλούς) σελίδα τους είναι η επανάσταση του 1952. Μια «κανονική» επανάσταση, κατά την οποία οι ένοπλες πολιτοφυλακές των μεταλλωρύχων, του «βαρέως πυροβολικού» του συνδικαλιστικού κινήματος, ανέτρεψαν το στρατιωτικό καθεστώς. Η COB η εργατική συνομοσπονδία που συσπείρωνε στις γραμμές της εργάτες και ακτήμονες αγρότες, ήταν για μήνες η «κυβέρνηση Νο2» της χώρας. Για τις επόμενες δεκαετίες οι μεταλλωρύχοι με την ομοσπονδία τους, την FSTMB, έπαιζαν τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε όλες τις κοινωνικές συγκρούσεις.

Το 1982 μια ακόμα στρατιωτική χούντα κατέρρευσε κάτω από την πίεση του μαζικού κινήματος. Η κατάρρευση της γέννησε ελπίδες ότι η συνέχεια θα ήταν κάτι παραπάνω από μια απλή επαναφορά του κοινοβουλευτισμού. Όμως, οι ελπίδες διαψεύστηκαν. Από το 1985 διαδοχικές κυβερνήσεις με τη στήριξη και επίβλεψη του ΔΝΤ επέβαλαν όλες τις νεοφιλελεύθερες συνταγές για την «εξυγίανση» της οικονομίας: ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές, κλεισίματα «προβληματικών» κρατικών επιχειρήσεων. Στα πλαίσια αυτής της επίθεσης, πολλά ορυχεία έκλεισαν και 25.000 μεταλλωρύχοι έχασαν τη δουλειά τους. Η ραχοκοκαλιά του συνδικαλιστικού κινήματος έσπασε. Οι εργαζόμενοι στις τηλεπικοινωνίες, αερομεταφορές, πετρέλαια, έδωσαν σκληρούς αγώνες ενάντια στην ιδιωτικοποίηση αλλά έχασαν κι αυτοί. Όμως, αυτές οι ήττες δε σήμαναν το τέλος των αγώνων. Σε μια χώρα με τόσο ισχυρές παραδόσεις του εργατικού κινήματος μια νέα εργατική τάξη πήρε τη σκυτάλη. Οταν άρχισε η κρίση του νεοφιλελευθερισμού, οι εκρήξεις διαδέχτηκαν η μια την άλλη.

Για παράδειγμα, οι κυβερνήσεις στη δεκαετία του '90 προσπάθησαν να δώσουν στις ιδιωτικοποιήσεις ένα περιτύλιγμα κοινωνικής ευαισθησίας. Ένα κομμάτι από τα έσοδα θα πήγαινε σε ένα «λογαριασμό» που θα εξασφάλιζε ένα επίδομα στους χαμηλοσυνταξιούχους. Το επίδομα δε μπόρεσε ποτέ να ανακουφίσει την απίστευτη φτώχεια που ζουν οι ηλικιωμένοι. Ακόμα χειρότερα, η κυβέρνηση σύντομα έβαλε στο στόχαστρο και τα ασφαλιστικά ταμεία που είχαν κατακτήσει διάφοροι κλάδοι εργαζόμενων. Το αποτέλεσμα ήταν μεγάλες κινητοποιήσεις συνταξιούχων που κέρδισαν την πιο ενθουσιώδη συμπαράσταση από τους εργαζόμενους.

Η μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού στη πόλη Κοτσαμπάμπα ήταν το σημείο που σημάδεψε την αναγέννηση του κινήματος, γιατί ο αγώνας νίκησε.

Η Κοτσαμπάμπα και η γύρω της περιφέρεια είχαν πάντοτε πρόβλημα έλλειψης νερού. Και μια ολόκληρη σειρά από οργανώσεις και δίκτυα αγροτών και κατοίκων των πιο «υποβαθμισμένων» γειτονιών είχαν αναπτυχθεί για ν' αντιμετωπίσουν το πρόβλημα. Όταν στα τέλη του 1999 η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το νερό θα περάσει στα χέρια μιας ιδιωτικής εταιρείας, ουσιαστικά θυγατρικής της αμερικάνικης Bechtel, ήρθε η έκρηξη.

Στο κέντρο της ήταν η Coordinadora del Agua, η συντονιστική επιτροπή και το επιτελείο των εργατικών συνδικάτων, των αγροτικών ενώσεων και των επιτροπών γειτονιάς.

Μια από τις βασικές συνιστώσες αυτής της μεγάλης συμμαχίας ήταν οι «cocaleros» και οι Ομοσπονδίες τους. Οι cocaleros είναι οι καλλιεργητές της κόκας. Τα φύλλα της κόκας χρησιμοποιούνταν στη Βολιβία εδώ και αιώνες. Ανακουφίζει από τις σκληρές συνθήκες στο altiplano, τα υψίπεδα όπου βρίσκονταν τα περισσότερα ορυχεία και οι κοινότητες των ινδιάνων. Αλλά από τη δεκαετία του '80 η κόκα είχε και μια άλλη μεγάλη αγορά, είναι η πρώτη ύλη για τη κοκαίνη. Χιλιάδες αγρότες αναγκάστηκαν να ξεκινήσουν την καλλιέργεια της κόκας, επειδή καμιά άλλη

καλλιέργεια δεν τους προσφέρει εισόδημα με το οποίο να ικανοποιούν τις βασικές τους ανάγκες. Επίσης χιλιάδες μεταλλωρύχοι εγκαταστάθηκαν σε αυτές τις περιοχές μετά το κλείσιμο των ορυχείων. Μετέφεραν εκεί τις παραδόσεις της συλλογικής οργάνωσης και αγώνα. Και τις χρειάστηκαν σύντομα. Γιατί η κυβέρνηση -με τις εντολές των ΗΠΑ- ξεκίνησε τον πόλεμο για να καταστρέψει τις καλλιέργειες της κόκας. Υποτίθεται ότι ήταν κομάτι του «πολέμου κατά των ναρκωτικών», αλλά στην πραγματικότητα ήταν και παραμένει ένας πόλεμος κατά των φτωχών.

Οι κινητοποιήσεις στη Κοτσαμπάμπα ξεκίνησαν τον Δεκέμβρη του 1999 και κορυφώθηκαν τον Απρίλη του 2000. Τότε η Γενική Απεργία παρέλυσε όλη τη περιφέρεια και ο κόσμος αντιμετώπισε στο δρόμο το στρατό και την αστυνομία. Η κυβέρνηση πήρε πίσω το νόμο της ιδιωτικοποίησης του νερού.

Ο Oscar Olivera παίζει κεντρικό ρόλο στην Coordinadora. Είναι μηχανικός σ' εργοστάσιο και συνδικαλιστής στη περιφερειακή οργάνωση των fabriles, των εργατών σε εργοστάσια. Σε μια μετέπειτα συνέντευξη του είπε τα εξής σχετικά με τον αγώνα της Κοτσαμπάμπα: «Με το πόλεμο του νερού, ο κόσμος βρήκε ξανά τη φωνή του. Ηταν μια μεγάλη νίκη, διώξαμε την Bechtel. Όμως, το πιο σημαντικό είναι ότι ο κόσμος πίστεψε ότι έχει τη δύναμη να ανατρέψει κακές πολιτικές. Χωρίς το πόλεμο του νερού, ο «πόλεμος του φυσικού αερίου» δε θα γινόταν».

Ο «πόλεμος του φυσικού αερίου» ξεκίνησε τον Σεπτέμβρη του 2003. Η κυβέρνηση του προέδρου Λοζάντα αποφάσισε να δώσει σε ένα κονσόρτσιουμ πολυεθνικών την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου. Η πάλη για να μη περάσει ο φυσικός πλούτος της χώρας στα χέρια των αρπακτικών της «ελεύθερης αγοράς» ένωσε όλα τα διαφορετικά κινήματα σε ένα κοινό ποτάμι.

Το κέντρο της εξέγερσης ήταν το Ελ Αλτο, μια πόλη που έχει μεγαλώσει δίπλα ακριβώς στην πρωτεύουσα Λαπάζ. Εκεί στις 12 Οκτώβρη 2003 ο στρατός άνοιξε πυρ στους διαδηλωτές που κυριαρχούσαν στους δρόμους. Οι νεκροί, εκείνη τη μέρα και τις επόμενες, έφτασαν τους 70 και οι τραυματίες ήταν εκατοντάδες. Ένα μέλος της ομάδας αυτοάμυνας μιας επιτροπής γειτονιάς περιέγραψε τη μάχη: «Προσπάθησαν να φέρουν στρατό από τη λίμνη (Τιτικάκα). Κανείς μας δεν ήταν οπλισμένος εκτός από έναν-δυο που είχαν δυναμίτες. Αλλά κρατήσαμε το στρατό στη γέφυρα Ρίο Σόκο όλη τη μέρα. Ηταν ο Μαύρος Οκτώβρης -πολλοί νεκροί και πολλοί πληγωμένοι».

Μια ακτιβίστρια των επιτροπών γειτονιάς έδωσε τη δικιά της μαρτυρία: «(η εξέγερση) ξεκίνησε σα μια 24ωρη απεργία ενάντια στο ξεπούλημα του φυσικού αερίου αλλά μετατράπηκε σε μια διαρκή κινητοποίηση λόγω της καταστολής...Φτιάχτηκαν οδοφράγματα, χαντάκια και ένα σωρό άλλα εμπόδια για να σταματήσουν τα οχήματα του στρατού. Οι πάντες συμμετείχαν ενεργά, άνδρες και γυναίκες. Επειδή υπήρχαν ελλείψεις τροφίμων οργανώθηκαν «κοινοτικές κουζίνες» σε κάθε δρόμο. Ποτέ πριν δεν είχαμε δει έτσι το Ελ Αλτο». Στις 17 Οκτώβρη 2003 ο Λοζάντα παραιτήθηκε έφυγε για τις ΗΠΑ.

Το Ελ Αλτο μεγάλωσε δραματικά όταν στις δεκαετίες του '80 και του '90 εγκαταστάθηκαν δεκάδες και μετά εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι που ήρθαν από την ύπαιθρο και από τις περιοχές των ορυχείων. Πολλοί δουλεύουν σε εργοστάσια και βιοτεχνίες, άλλοι στις μεταφορές, κάποιοι άλλοι ασχολούνται με το μικρεμπόριο. Σήμερα το Ελ Αλτο υπολογίζεται ότι έχει 750.000 κατοίκους -το 1/10 των κατοίκων της Βολιβίας. Οι γειτονιές του Ελ Αλτο δεσπόζουν στην πρωτεύουσα, είναι χτισμένες στις πλαγιές που τη κυκλώνουν. Στις περισσότερες μεγάλες πόλεις της Λατινικής Αμερικής, οι πλούσιες γειτονιές βρίσκονται στα όρια της πόλης. Στη Λαπάζ έγινε το αντίθετο, λόγω του μεγάλου υψόμετρου, οι πλούσιοι απέφευγαν τα υψώματα -όσο πιο ψηλά τόσο αραιότερο είναι το οξυγόνο.

Οι συνθήκες διαβίωσης δεν είναι καθόλου εύκολες: το 20% των κατοίκων δεν έχει πρόσβαση σε πόσιμο νερό ή σε αποχέτευση, το 75% δεν έχει καμιά υγειονομική κάλυψη και περίπου το 40% είναι αναλφάβητοι. Αλλά ο κόσμος του Ελ Αλτο δεν αντιμετώπισε μοιρολατρικά αυτές τις συνθήκες. Οργανώθηκε και πάλεψε. Μέσα από αυτούς τους αγώνες συγκροτήθηκε η Fejuve, η Ομοσπονδία των επιτροπών γειτονιάς: υπάρχουν περίπου 570 τέτοιες επιτροπές στα 8 διαμερίσματα του Ελ Αλτο. Ενας άλλος πρωταγωνιστής των αγώνων είναι η Central Obrera Regional (COR) το Εργατικό Κέντρο της περιοχής. Σ' αυτό είναι οργανωμένοι ακόμα και οι εργαζόμενοι στον «ανεπίσημο» τομέα, δηλαδή «αυτοαπασχολούμενοι», παρτ-ταϊμ κλπ.

Οι φοιτητές έχουν τις οργανώσεις τους, άλλωστε το Πανεπιστήμιο του Ελ Αλτο ιδρύθηκε το 2001 μετά από μακρόχρονο αγώνα της Fejuve και της COR. Το αποτέλεσμα είναι μια πόλη όπου σύμφωνα με μια περιγραφή «οι 40.000 πάγκοι με εμπορεύματα που είναι στημένοι στη κεντρική λεωφόρο του Ελ Αλτο, δεν είναι ατομική ιδιοκτησία κανενός αλλά τους διαχειρίζονται συλλογικά οι διάφορες μαζικές οργανώσεις. Σε κάθε περιοχή η οργάνωση των κοινωνικών υπηρεσιών αποφασίζεται από γενικές συνελεύσεις ενώ τα εκπαιδευτικά ζητήματα είναι υπόθεση των αντίστοιχων οργανώσεων...» Οι εκλεγμένοι ηγέτες όλων αυτών των οργανώσεων είναι ανακλητοί ανά πάσα στιγμή. Από θέσεις ευθύνης είναι αποκλεισμένοι κερδοσκόποι και έμποροι, ενώ απαγορεύεται να εκλεγούν και μέλη κομμάτων (τα πολιτικά κόμματα ήταν συνώνυμα με τη διαφθορά και τα ξεπουλήματα).

Το άλλο χαρακτηριστικό του Ελ Αλτο είναι ότι η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων του δηλώνουν με περηφάνια ότι είναι Ινδιάνοι, Αϋμάρα, Κέτσουα και άλλες μικρότερες ομάδες. Οι παραδόσεις της συλλογικής οργάνωσης των κοινοτήτων τους μεταφυτεύτηκαν από τον κόσμο που συνέρευσε στο Ελ Αλτο και συνδυάστηκαν με τις παραδόσεις του μαχητικού συνδικαλισμού των μεταλλωρύχων.

Το κίνημα των Ινδιάνων έχει αποκτήσει μεγάλη επιρροή τις τελευταίες δεκαετίες. Το 62% του πληθυσμού της χώρας είναι Ινδιάνοι -αλλά σε όλη την ιστορία της ήταν πολίτες δεύτερης και τρίτης κατηγορίας. Η επανάσταση του 1952 διέλυσε τα μεγάλα τσιφλίκια αλλά τελικά ο εκτροχιασμός της σήμανε ότι ούτε οι διακρίσεις εξαφανίσθηκαν και πολύ περισσότερο -οι Ινδιάνοι αγρότες έπρεπε να παλεύουν συνέχεια για τη γη τους. Αυτό κάνουν και σήμερα, στηριγμένοι στη παραδοσιακή συλλογική οργάνωση των κοινοτήτων τους, στα συνδικάτα τους, που συμμετέχουν στην αγροτική συνομοσπονδία CSUTB. Το πιο αποτελεσματικό όπλο στις κινητοποιήσεις τους είναι τα μπλόκα στις εθνικές οδούς. Οι εξεγέρσεις του 2003 και του 2005 χρησιμοποίησαν τα μπλόκα σαν ένα από τα βασικά όπλα στις κινητοποιήσεις.

Η εξέγερση του 2003 έδιωξε τον πρόεδρο Λοζάντα. Αυτός που τον διαδέχτηκε ήταν ο αντιπρόεδρος του, Κάρλος Μέσα. Προσπάθησε να εκτονώσει το κίνημα με την έμμεση υποστήριξη του Μοράλες και του MAS. Ακύρωσε το νόμο του Λοζάντα για το φυσικό αέριο -που είχε πυροδοτήσει την εξέγερση του Οκτώβρη- αλλά αντί να εθνικοποιήσει τα κοιτάσματα περιορίστηκε στο να αυξήσει τη φορολογία των πολυεθνικών που τα εκμεταλλεύονται. Η «ανακωχή» με το μαζικό κίνημα έσπασε οριστικά στις αρχές του 2005. Τον Φλεβάρη η Fejuve ξεκίνησε κινητοποιήσεις ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού στο Ελ Αλτο. Και το Μάη όλα τα διαφορετικά «ρυάκια» αγώνα συνέκλιναν πάλι σε ένα ασυγκράτητο ποτάμι. Στις 6 Ιούνη το Ελ Αλτο ήταν πάλι ξεσηκωμένο,

400.000-500.000 κάτοικοί του -στη συντριπτική πλειοψηφία Αυμάρα και Κέτσουα- κατέβηκαν στο κέντρο της ΛαΠαζ. Μαζί τους ενώθηκαν χιλιάδες χωρικοί οπλισμένοι με καδρόνια και σφεντόνες, και άλλοι τόσοι μεταλλωρύχοι με δυναμίτες.

Τα μπλόκα και οι διαδηλώσεις απλώθηκαν σε όλη τη χώρα. Έφτασαν και στα ανατολικά, εκεί που βρίσκεται το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Οι ακτήμονες αγρότες και οι κοινότητες των Ινδιάνων παλεύουν από τη δεκαετία του '90 ενάντια στο κλέψιμο της γης τους από τους πλούσιους επιχειρηματίες της Σάντα Κρουζ, της οικονομικής «πρωτεύουσας» της Βολιβίας και από τις πολυεθνικές. Τον Ιούνη κατέλαβαν τα διυλιστήρια της BP-Amoco και της Repsol YPF. Ο Μέσα παραιτήθηκε και ο πρόεδρος της Γερουσίας -ένας εκπρόσωπος των πλούσιων της Σάντα Κρουζ, ανακοίνωσε ότι θα τον διαδεχτεί. Μάλιστα μετέφερε τη συνεδρίαση της Βουλής στη πόλη Σούκρε (έδρα του Ανώτατου Δικαστηρίου). Όμως, κι εκεί πολιορκήθηκε από δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές. Ούτε αεροπλάνο δε μπορούσε να πάρει για να φύγει, οι εργαζόμενοι στα αεροδρόμια και στην αεροπορική εταιρεία είχαν κατέβει σε απεργία.

Στο Ελ Αλτο, μια συνέλευση αντιπροσώπων από τις μαζικές οργανώσεις που ήταν η ραχοκοκαλιά της εξέγερσης ανακήρυσσε τη πόλη σαν «το γενικό επιτελείο της επανάστασης». Όμως, αυτή η διακήρυξη δεν υλοποιήθηκε. Ο Μοράλες έριξε το βάρος του προς άλλη κατεύθυνση: αντί για επανάσταση, αυτό που έγινε ήταν η ορκωμοσία ενός μεταβατικού προέδρου στις 9 Ιούνη με μοναδικό έργο τη διενέργεια έκτακτων εκλογών τον Δεκέμβρη.

Τεράστια βήματα έχουν γίνει ανάμεσα στα τέλη της δεκαετίας του '90 και στο σήμερα. Αγώνες που φαίνονταν ξεκομμένοι ο ένας από τον άλλο άρχισαν να ενώνονται, φέρνοντας δίπλα-δίπλα οργανώσεις και κινήματα που μέχρι τότε αντιμετώπιζαν με καχυποψία το ένα το άλλο. Πολλοί πρωταγωνιστές αυτών των μεγάλων κινημάτων, με τις πικρές εμπειρίες των αποτυχιών της «παλιάς» αριστεράς να βαραίνουν πάνω τους, θεωρούσαν ότι μπορούσαν να κατακτήσουν με τη πάλη τους τα δικά τους αιτήματα, να κατοχυρώσουν τους δικούς τους «αυτόνομους χώρους» αγνοώντας τα πολιτικά ζητήματα.

Όμως, αυτές οι ιδέες έχουν αρχίσει να αλλάζουν από την εμπειρία των αγώνων. Κανένας «αυτόνομος χώρος», όσο καλά οργανωμένος και αν είναι, δε μπορούσε να απαντήσει από μόνος του στις επιθέσεις της άρχουσας τάξης. Οι ανάγκες των εργατών και των φτωχών του Ελ Αλτο, των εργατών και των ακτημόνων στην Σάντα Κρουζ, των συνταξιούχων, των γυναικών, των κοινοτήτων των Ινδιάνων στην ύπαιθρο, των cocaleros, δε μπορούν να ικανοποιηθούν παρά μόνο εάν ο πλούτος της χώρας περάσει από τα χέρια των λίγων στα χέρια των πολλών -γι' αυτό το λόγο το ζήτημα του φυσικού αερίου και του πετρελαίου έγινε ο κεντρικός άξονας του κινήματος.

Ο Εβο Μοράλες κέρδισε με σαρωτική πλειοψηφία τις έκτακτες εκλογές του Δεκέμβρη και ορκίστηκε πρόεδρος ντυμένος με την παραδοσιακή φορεσιά των Ινδιάνων. Εβαλε στη κυβέρνηση του έναν ακτιβιστή από το Ελ Αλτο, μια πρώην καθαρίστρια, έναν ακτιβιστή του κινήματος ενάντια στην ιδιωτικοποίηση του νερού. Μια κυβέρνηση πολύ διαφορετική απ' όλες όσες έχει γνωρίσει η Βολιβία και η Λατινική Αμερική!

Αλλά είναι πρόεδρος σε ένα κρατικό μηχανισμό που δεν εκφράζει τους πολλούς αλλά την άρχουσα τάξη. Και μια ολόκληρη μερίδα του κόμματος του, του ΜΑΣ, έχει κάνει σαφές ότι το πρόγραμμα τους δε πάει μακρύτερα από ένα συμβιβασμό με αυτή την άρχουσα τάξη και τις πολυεθνικές. Στην διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο συνυποψήφιος του Μοράλες, ο Λινέρα δήλωνε ότι ο στόχος του MAS είναι «μια εκδοχή του καπιταλισμού των Ανδεων». Γι' αυτούς το δρόμο τον δείχνει ο Λούλα της Βραζιλίας και όχι οι ελπίδες και οι αγώνες του Ελ Αλτο. Αλλά όπως είπε ένας συνδικαλιστής από τη Βολιβία σε μια συζήτηση στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ στο Καράκας «Ο Εβο μπορεί να κάνει λάθος, όμως, ο λαός της Βολιβίας δε θα κάνει λάθος. Δεν πιστεύω ότι ο Εβο θα μας προδώσει, αν όμως το κάνει θα μας βρει μπροστά του».