Tα τελευταία 20 χρόνια οι κάτοικοι των πόλεων
O Kώστας Σαρρής αναλύει την πραγματικότητα πίσω από τους μύθους και τις υπερβολές που συνοδεύουν την εκρηκτική εμφάνιση της Kίνας στο διεθνές προσκήνιο.
Η Κίνα βρίσκεται στο κέντρο των ειδήσεων το τελευταίο χρονικό διάστημα και φέτος είναι η χρονιά της για πολλούς λόγους: Είναι η χρονιά της Ολυμπιάδας του Πεκίνου. Συμπληρώνονται 30 χρόνια από τον «εκμοντερνισμό» του Τενγκ Ξιαοπίνγκ που έβαλε τις βάσεις του κινέζικου «μπουμ». Είναι η χρονιά του σεισμού που άφησε δεκάδες χιλιάδες νεκρούς κι αγνοούμενους. Αλλά και χρονιά που η πολυσυζητημένη ύφεση χτυπάει τελικά τον πλανήτη, επηρεάζοντας και την κινέζικη οικονομία.
Για αρκετά χρόνια «κινεζόφιλοι» ήταν οι Μαοϊκοί. Τώρα είναι οι νεοφιλελεύθεροι. Η Κίνα ζωγραφίζεται ως το μέλλον του καπιταλισμού στο νέο αιώνα. Αλλά αυτός ο αιώνας μπορεί να κρύβει εκπλήξεις.
Η γρήγορη οικονομική ανάπτυξη στην Κίνα (10% ετησίως τα τελευταία 30 χρόνια) έφερε μια τεράστια στροφή στη ζυγαριά της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας.
∫ Φέτος, η οικονομία της Κίνας φιλοδοξεί να ξεπεράσει την οικονομία της Γερμανίας. Σημαίνει ότι θα γίνει η τρίτη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη μετά την Αμερική και την Ιαπωνία.
∫ Το 2008 διεκδικεί «χρυσό μετάλλιο» στις εξαγωγές. Πέρσι κατάφερε και πέρασε στη δεύτερη θέση των παγκόσμιων εξαγωγών. Υποσκέλισε τις ΗΠΑ και πλησίασε την παγκόσμια πρωταθλήτρια Γερμανία. Το 2007 οι συνολικές κινέζικες εξαγωγές έφτασαν το 1,2 τρισ. δολάρια (1,1 είναι περίπου των ΗΠΑ) όταν τον προηγούμενο χρόνο ήταν 996 δισ. δολάρια.
∫ Η Κίνα έχει μετατραπεί στο εξαγωγικό εργοστάσιο του πλανήτη. Το ποσοστό των εξαγωγών, το οποίο φεύγει από πολυεθνικές εταιρείες του εξωτερικού που έχουν στήσει κοινοπραξίες ή έχουν χτίσει εργοστάσια στην Κίνα, το 1990 ήταν 17% και τώρα προσεγγίζει το 60%.
∫ Πριν 30 χρόνια η Κίνα έκανε το 1% του παγκόσμιου εμπορίου. Τώρα είναι στην τρίτη θέση. Τα συναλλαγματικά της αποθέματα είναι τεράστια, κοντά στα 1,8 τρισ. δολάρια.
∫ Είναι πρωταθλήτρια στην παραγωγή 100 βιομηχανικών αγαθών. Τροφοδοτεί τον πλανήτη με το 50% των φωτογραφικών μηχανών, το 30% των κλιματιστικών και των τηλεοράσεων, το 25% των πλυντηρίων, το 20% των ψυγείων και στις ΗΠΑ στέλνει περίπου το 85% των ποδηλάτων και το 80% των παπουτσιών.
∫ Για να παραχθούν όλα αυτά τα προϊόντα με την προοπτική να πωληθούνε στον υπόλοιπο κόσμο, χρειάζονται πρώτες ύλες, μέταλλα, πετρέλαιο. Η Κίνα καταναλώνει περίπου το 1/5 των συνολικών βιομηχανικών μετάλλων παγκοσμίως και τεράστιες ποσότητες πετρελαίου.
∫ Το μέγεθός της φτάνει σχεδόν το 20% της οικονομίας των ΗΠΑ σε όρους «τρεχουσών συναλλαγματικών ισοτιμιών» και περίπου 60% σε όρους «εμπορευματικής αγοραστικής δύναμης».
Η ταχύτατη αυτή εξέλιξη κάνει τον Μπους και τα αφεντικά στις ΗΠΑ να τρέμουν, όχι μόνο οικονομικά αλλά πολιτικά και γεωστρατηγικά. Δεν είναι τυχαίο ότι το Πεντάγωνο σε πρόσφατη έκθεση αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Από τις μεγάλες ανερχόμενες δυνάμεις, η Κίνα έχει τη μεγαλύτερη δυνατότητα να ανταγωνιστεί στρατιωτικά τις ΗΠΑ και να αναπτύξει τεχνολογίες που μπορούν να δημιουργήσουν προβλήματα και να ξεπεράσουν με το χρόνο τα παραδοσιακά πλεονεκτήματα των ΗΠΑ στο στρατιωτικό τομέα».
Η «ανάδυση» της Κίνας αμφισβητεί τις προηγούμενες σταθερές. Τρομάζει τις ΗΠΑ που βλέπουν να «απειλείται» η ηγεμονία τους, κυρίως σε μία περίοδο που η οικονομική ύφεση χτυπάει την πόρτα των πιο αναπτυγμένων χωρών.
Iδιότυπο Tαγκό
Μπορεί, όμως, η Κίνα να «σώσει» τον καπιταλισμό από την οικονομική κρίση;
Οι εξηγήσεις που δίνουν οι αναλυτές που εκφράζουν τις κυρίαρχες απόψεις δεν διαφέρουν από παλιότερες, σε παρόμοια οικονομικά «μπουμ». Το 1968 διάφοροι οικονομολόγοι μιλούσαν για την «αέναη ανάπτυξη», τη «χρυσή εποχή του καπιταλισμού», για το τέλος της ιστορίας (που το ακούσαμε ξανά το ’90), το τέλος της εργατικής τάξης -κι άλλα τέτοιου είδους στερεότυπα.
Σήμερα τα ακούμε ξανά γύρω από τη Κίνα. Ναι, η Κίνα αναπτύσσεται. Αλλά πρόκειται για καπιταλιστική ανάπτυξη, με τεράστιο χάσμα ανάμεσα σε πλούσιους και φτωχούς, ανάμεσα σε διαφορετικές περιοχές, περιβαλλοντικά καταστροφική, καταδικάζοντας εκατομμύρια στην πείνα. Αυτό σημαίνει καπιταλιστική ανάπτυξη. Ανάπτυξη βασισμένη στην εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Παράλληλα είναι και μια εύθραυστη ανάπτυξη. Διότι δεν αφορά στην ιδιαιτερότητα μιας χώρας, αλλά σε ένα παγκόσμιο σύστημα που σε αυτή τη φάση δείχνει να μπαίνει σε ύφεση με αυξανόμενο πληθωρισμό (στασιμοπληθωρισμό).
Η πρώτη αντίφαση που αποτυπώνεται είναι στη σχέση ΗΠΑ-Κίνας. Δυο παρτενέρ που χορεύουν, εδώ και μερικά χρόνια, ένα ιδιότυπο ταγκό.
Η μεγαλύτερη πολυεθνική του λιανεμπορίου, το αμερικανικό σουπερμάρκετ Wall-Μart, απορροφά περισσότερες εισαγωγές από την Κίνα από όσες ολόκληρη η Βρετανία.
Στο σύνολο της οικονομίας, το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ με την Κίνα έχει σπάσει κάθε ρεκόρ. Απαιτούνται πάνω από 2,5 δισ. δολ. την ημέρα για να χρηματοδοτείται. Κι αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό από τα συναλλαγματικά αποθέματα της Κίνας, η οποία αγοράζει αμερικανικά ομόλογα συντηρώντας έτσι το δανεισμό των αμερικανών. Ώστε και οι πολυεθνικές να μπορούν να επενδύουν κάποια από αυτά τα χρήματα πίσω στην Κίνα και ο υπόλοιπος κόσμος να καταναλώνει.
Έως τώρα αυτός ο κύκλος έμοιαζε απαραβίαστος. Οι ΗΠΑ κρατούσαν την Κίνα αγοράζοντας την υπερβάλουσα παραγωγή της και η Κίνα κρατούσε τις ΗΠΑ προσφέροντας χρήμα δανεικό στις εταιρείες και στους καταναλωτές.
Ωστόσο, αυτός ο κύκλος δούλευε όταν τα πράγματα ανθούσαν. Οταν τα πράγματα είναι σε ζάλη, τότε αυτό το ταγκό θυμίζει χορό μεθυσμένων που κρατιούνται μεταξύ τους να μην πέσουν. Εάν τρεκλίσει ή πέσει ο ένας, τότε το πιθανότερο είναι παρασύρει και τον άλλον.
Υπάρχει όμως μία ακόμα αντίφαση. Η Κίνα έχει παρόμοια σχέση και με τον υπόλοιπο κόσμο. Για να δουλέψει το εξαγωγικό εργοστάσιο της Κίνας χρειάζονται πρώτες ύλες και εξοπλισμός, που παρέχουν οι Ασιατικές χώρες (από τη Μαλαισία μέχρι την Ιαπωνία), η Λατινική Αμερική (από τη Βραζιλία, την Αργεντινή μέχρι τη Βενεζουέλα) αλλά και η Ευρώπη.
Όμως, κι αυτή είναι μια ιστορία που δουλεύει στην άνθιση, αλλά τώρα στην ύφεση αρχίζει να αμφισβητείται. Γεγονός το οποίο επιδρά και στον ελληνικό καπιταλισμό που τραντάζεται από τη διεθνή οικονομική κρίση. Όπως οι εφοπλιστές, μεγαλοεισαγωγείς, μεγαλέμποροι και τραπεζίτες που έχουν δέσει μέρος της τύχης τους με τον «κινέζικο παράγοντα».
Ο οικονομολόγος Γουίλ Χάτον (στο βιβλίο «Γράφοντας στο Τείχος»), αντικρούει την εικόνα που περιγράφουν οι νεοφιλελεύθεροι για την «αέναη ανάπτυξη» της Κίνας.
«Εάν συνεχιστούν οι ίδιες δομές ανάπτυξης τότε μας λένε πως μέχρι το 2020 οι εξαγωγές στην Κίνα θα φτάσουν τα 5 τρισ. δολάρια και θα καλύπτουν σχεδόν το 100% του ΑΕΠ. Δηλαδή θα είναι οι μισές εξαγωγές παγκοσμίως. Αφού οδηγός της ανάπτυξης των κινέζικων εξαγωγών είναι οι εταιρείες του εξωτερικού, για να επιτευχθούν αυτά τα νούμερα θα πρέπει να υποθέσουμε ότι και αυτές οι εταιρείες θα διαθέτουν τόσο ισχυρή ικανότητα για να ανεβάσουν την παραγωγή σε τόσο μεγάλη κλίμακα στην Κίνα και οι αγορές της Δύσης θα έχουν την ικανότητα να απορροφήσουν αυτή την τεράστια ροή εισαγωγών...».
Στην πραγματικότητα, όμως, βλέπουμε ότι υπάρχει μια αναντιστοιχία, υπογραμμίζει ο Χάτον. «Από τις 500 μεγαλύτερες πολυεθνικές του Fortune, οι 400 (ως επί το πλείστον, αμερικανικές, ευρωπαϊκές και ιαπωνικές) έχουν ήδη κάνει τις επενδυτικές κινήσεις τους στην Κίνα». Αυτό σημαίνει ότι οι περισσότεροι από αυτούς που θα μπορούσαν να κινήσουν περαιτέρω την παραγωγή στην Κίνα το έχουν πράξει ήδη (εξαγορές, ανάπτυξη παραγωγικής βάσης κλπ).
«Με βάση τις δικές τους υποθέσεις την επόμενη 15ετία η ανάπτυξη της κινέζικης παραγωγής και των εξαγωγών από τις πολυεθνικές στην Κίνα θα πρέπει να είναι 6-7 φορές μεγαλύτερη από τον ρυθμό ανάπτυξης των εσωτερικών τους αγορών. Αυτό είναι μαθηματικά και οικονομικά αδύνατο».
Για να δούμε τη ρίζα αυτής της αντίφασης χρειάζεται να πάρουμε τη βοήθεια του Μαρξ. Υπάρχει μια δομική ανισορροπία που διαπερνά εν δυνάμει την Κίνα, ως κομμάτι του παγκόσμιου καπιταλισμού.
Η Κίνα κάνει ακριβώς αυτό που κάνουν οι υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες. Συσσωρεύει για να συσωρεύει. Αλλά όπως λέει ο Μαρξ ο καπιταλισμός συσσωρεύει δύο εγγενή προβλήματα.
Το πρώτο είναι ότι όταν οι επενδύσεις τρέχουν γρηγορότερα από την απασχόληση τότε η δυνατότητα υψηλών κερδοφοριών περιορίζεται. Ήδη μια έρευνα της κινέζικης κυβέρνησης δείχνει ότι στο 74% των χωριών «δεν υπάρχει άλλο πλεονάζον εργατικό δυναμικό για να πάει να δουλέψει στις μακρινές πόλεις». Την ώρα που «οι επενδύσεις φτάνουν το 80% του ΑΕΠ και «τρέχουν» με ρυθμούς 30% ετησίως», σύμφωνα με τον Στέφαν Ρόουτς της Morgan Stanley.
Το δεύτερο πρόβλημα που έβαζε ο Μαρξ, είναι ότι η παραγωγή όλο και περισσότερων προϊόντων τα οποία δεν μπορούν να αγοραστούν από τους ανθρώπους που εκμεταλλεύονται στον ανταγωνισμό για το κέρδος οδηγεί μοιραία σε κρίση υπερσυσσώρευσης.
Και τα δύο αυτά έμφυτα προβλήματα του καπιταλισμού ξεδιπλώνονται γύρω από την Κίνα.
Μια σειρά στοιχεία δείχνουν ότι ο «κινέζικος δράκος» αρχίζει ήδη να χωλαίνει. Οι επενδύσεις έχουν φτάσει σε σημείο κορεσμού σε πολλούς τομείς. Στο χάλυβα, στοιχεία του κινέζικου κράτους δείχνουν ότι «σχεδόν το 90% είναι σε στάδιο υπερπροσφοράς».
Το χρηματιστήριο έχει καταρρεύσει, επηρεασμένο από τη δίνη της διεθνούς κρίσης. Έχει βουλιάξει σχεδόν 50% από την αρχή του έτους. Τόσο γρήγορα δεν είχε βουτήξει ούτε ο δείκτης Nasdaq, που αποτέλεσε εφαλτήριο της κρίσης των dot.com το 2001.
Ο πληθωρισμός έχει φτάσει πλέον σε υψηλό 12 μηνών (8,7%) και διαλύει τις ζωές εκατομμυρίων φτωχών ανθρώπων. Οι τιμές στα τρόφιμα έχουν ενισχυθεί 32%, στο κρέας 63%, στα λαχανικά 42% το τελευταίο 12μηνο. Άνθρωποι ψάχνουν κάθε τρόπο να επιβιώσουν από τα χωριά στις πόλεις (150 εκατομμύρια έφυγαν, στη μεγαλύτερη μετανάστευση εργατικού δυναμικού τον τελευταίο αιώνα).
Iδιωτική πρωτοβουλία;
Οι νεοδημοκράτες στα πάνελ δεν παύουν να μιλάνε για το «θαύμα της ιδιωτικής πρωτοβουλίας» στην Κίνα. Αλλά η «ιδιωτική πρωτοβουλία» δεν έπαιξε κανένα ρόλο στην ανάπτυξη της Κίνας πριν το 1997. Το «κινέζικο θαύμα» δεν οφείλεται μόνο στην τελευταία περίοδο των ιδιωτικοποιήσεων. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ο κυρίαρχος ρόλος παρέμεινε στο κράτος τη δεκαετία του ’80 και του ’90 -και παραμένει σε σημαντικό βαθμό σήμερα.
Η Παγκόσμια Τράπεζα το λέει χαρακτηριστικά: «Η σημερινή Κίνα δεν ξεκίνησε από το πουθενά το 1978… Η οικονομία δεν ήταν σε πλήρη αποτυχία επί Μάο Τσε Τουνγκ». Αυτό το «θαύμα» δεν έγινε λοιπόν ξαφνικά. Ήταν στηριγμένο στις πλάτες του κρατικού καπιταλισμού στην Κίνα.
Στις πλάτες μίας εξίσου άγριας εκμετάλλευσης για την ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής, με μοχλό το κράτος, που στόχο είχε να χτίσει μια ισχυρή «εθνική» οικονομία ανταγωνιστική σε παγκόσμιο επίπεδο.
Σε ένα σταλινικό μοντέλο ανάπτυξης, με τα 5χρονα πλάνα από τη δεκαετία του ‘50 και του ’60. Σε μία οικονομία (πιο υποβαθμισμένη από τη ρώσικη το ’30) που στηρίχθηκε στον άγριο εξανδραποδισμό, στην αναγκαστική κολεκτιβοποίηση με τις «αγροτικές κομμούνες» και το λεγόμενο «Μεγάλο Άλμα Προς Τα Μπρος», όταν η γραφειοκρατία του ΚΚΚ και ο Μάο αποφάσισαν να αυξήσουν απότομα και εντατικά τον ρυθμό της οικονομικής ανάπτυξης.
Ήταν μια άγρια διαδικασία «πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου», όπως αποκαλούσε ο Μαρξ τα πρώτα στάδια καπιταλιστικής συσσώρευσης.
Στην πορεία αυτό το μοντέλο είχε διάφορες κρίσεις και κατασκεύασε μια τεράστια βαριά βιομηχανία και στρατιωτικούς εξοπλισμούς (κυρίως πυρηνικά όπλα) που έφεραν τον κρατικό καπιταλισμό στην Κίνα να έχει λόγο διεθνώς (και να συγκρούεται ανοιχτά με τη Ρωσία), αλλά ταυτόχρονα να μην λειτουργεί αποτελεσματικά σε όλα τα επίπεδα του διεθνούς ανταγωνισμού.
Αυτό οδήγησε το 1978 τους κινέζους γραφειοκράτες να αρχίσουν να βλέπουν διαφορετικά τα πράγματα (με ηγέτη τον Ντενγκ Ξιαοπίνγκ). Να λένε ότι δεν είναι ο μόνος μοχλός το κράτος, αλλά χρειάζονται παράλληλα και τα ανοίγματα στην αγορά.
Ωστόσο, κι αυτή η υβριδική μεικτή μορφή καπιταλιστικής ανάπτυξης έφερε τις ίδιες αντιφάσεις, τα ίδια πάνω-κάτω των προηγούμενων «μεταρρυθμίσεων». Άρχισαν να «εκμοντερνίζουν» βιομηχανικά μια σειρά περιοχές στην περιφέρεια πατώντας ξανά πάνω στα εργατικά και αγροτικά εισοδήματα και δικαιώματα, που οδήγησαν μοιραία σε νέα κρίση στα τέλη του ’80 και στην μαζική εξέγερση της Τιενανμέν το 1989.
Στη συνέχεια κράτησαν το δυναμικό της νέας εκβιομηχάνισης με επίκεντρο τα νότια μέρη για να φτάσουν μετά το 1992 να κάνουν τα πρώτα σημαντικά ανοίγμα τα στην αγορά με μερικές ιδιωτικοποιήσεις, οι οποίες ως ένα βαθμό απελευθέρωσαν τη δυνατότητα να έρχονται ξένες εταιρείες. Mετά το 1997 άνοίξαν τις πόρτες περισσότερο στις ιδιωτικοποιήσεις και στα ξένα funds -πάντα υπό τον κεντρικό έλεγχο του κράτους.
Τα παλιά «αφεντικά» των κρατικών εταιρειών άρχισαν να γίνονται ιδιώτες και αρκετά κορυφαία στελέχη του ΚΚΚ να χαρίζουν τις προς ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεις σε συγγενείς και φίλους. Μόνο στις ιδιωτικοποιήσεις που έγιναν εκείνη την περίοδο 30 εκατομμύρια άνθρωποι απολύθηκαν και η διαφθορά οργίαζε σε όλα τα επίπεδα.
Το 2005, όταν 100 άνθρωποι θάφτηκαν ζωντανοί στα ορυχεία μιας μεγάλης μεταλλουργίας στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ, αποκαλύφθηκε ότι το νέο αφεντικό ήταν ένας τύπος που είχε λαδώσει για να αποκτήσει την εταιρεία από τους γραφειοκράτες του ΚΚΚ και ταυτόχρονα είχε λαδώσει για να γίνει ο αρχηγός της αστυνομίας για να ελέγχει την περιοχή.
Σε αυτή την μακρά ιστορία άγριας εκμετάλλευσης και καταπίεσης στηρίχθηκε το σημερινό «κινέζικο θαύμα».
Σήμερα περίπου 250 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν με κάτω από ένα δολάριο την ημέρα. Το πλουσιότερο 10% κατέχει το 45% του πλούτου ενώ το φτωχότερο 12% κατέχει μόνο το 1,4%.
Πάνω από 400 εκατομμύρια άνθρωποι σε αγροτικές περιοχές ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας και περίπου το 1/5 του πληθυσμού στις πόλεις. Εκεί δουλεύουν 12-15 ώρες μέσα στα εργοστάσια και κοιμούνται στοιβαγμένοι 30-40 άνθρωποι σε μικρά δωμάτια, 7 μέρες την εβδομάδα με μια μέρα μόνο ρεπό το μήνα.
H Wall Street Journal παρομοιάζει τις συνθήκες εργασίας στο πυκνοκατοικημένο «τόξο» των νότιων ακτών από τη Σαγκάη μέχρι την Καντόνα με αυτές που «περιέγραφε ο Μαρξ στη Βρετανία του 19ου αιώνα, για να διακηρύξει ότι η κοινωνική επανάσταση είναι αναπόφευκτη».
Αλλά όπως έλεγε ο Μαρξ κάθε δράση φέρνει και αντίδραση. Ήδη τα πρώτα σπέρματα αναζωπύρωσης των εργατικών αντιστάσεων πολλαπλασιάζονται στις εργατογειτονιές της Κίνας.
Τις τελευταίες ημέρες 1500 εργάτες από τις πολυεθνικές ηλεκτρικών ειδών στην Κονγκάν έκαναν απεργίες και διαδηλώσεις για τους πενιχρούς μισθούς των 70 ευρώ το μήνα και την ακρίβεια. Σε μια άλλη πόλη, μίλια μακριά, εργάτες πετρελαίου κατέβηκαν σε απεργίες ζητώντας αυξήσεις και μάλιστα μαζί τους ήταν οι απολυμένοι εργάτες όταν ιδιωτικοποιήθηκε η εταιρεία.
Ο νέος εργατικός νόμος που ψηφίστηκε μέσα στη χρονιά, κάτω από την πίεση σειράς παρόμοιων «αντάρτικων« εργατικών κινητοποιήσεων, ανάγκασε την κυβέρνηση να δώσει μια μικρή αύξηση στον κατώτατο μισθό.
Συνολικά, την τελευταία 15ετία έχουν γίνει οι περισσότερες διαδηλώσεις κι απεργίες από τη επαναστατημένη δεκαετία του ‘20.
Εάν η Κίνα είναι το μέλλον του καπιταλισμού, τότε είναι πολύ δυσάρεστο κι ανασφαλές. Οι εργατικές ανταρσίες που πολλαπλασιάζονται δίνουν την εικόνα ότι ο γίγαντας της κινέζικης εργατικής τάξης αρχίζει να καταλαβαίνει ότι όπως δεν ήταν λύση ο Μάο έτσι δεν είναι λύση και η αγορά.
Και ίσως κάποια στιγμή ακούσουμε κι εμείς στα κινέζικα τη λέξη επανάσταση. Κεμίνκ…