H φωτό από την συνέλευση των εργαζόμενων της EΘEΛ στις 11 Iούνη. H αναζήτηση εναλλακτικής λύσης είναι στο επίκεντρο της πολιτικής συζήτησης σήμερα. O Πάνος Γκαργκάνας καταρρίπτει τους μύθους που ισχυρίζονται ότι ο Σοσιαλισμός δοκιμάστηκε και απέτυχε.
Είναι εφικτός ο Σοσιαλισμός στον 21ο αιώνα; Θα μπορούσε μια νικηφόρα προσπάθεια να καταφέρει να λειτουργήσει αυτό το εναλλακτικό κοινωνικό σύστημα;
Να ένα ερώτημα που έμοιαζε ξεχασμένο, αλλά ξαναέρχεται στην επικαιρότητα. Αρχικά με το σύνθημα «Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός», που προβλήθηκε από τα Κοινωνικά Φόρουμ του Πόρτο Αλέγκρε και της Φλωρεντίας, και στη συνέχεια με τις διακηρύξεις του Ούγκο Τσάβες στη Βενεζουέλα που μίλησε ρητά για Σοσιαλισμό στον 21ο αιώνα, η συζήτηση άνοιξε ξανά. Και βέβαια, οι διαστάσεις που παίρνει η νέα κρίση της παγκόσμιας οικονομίας κάνουν πιο επείγουσα την αναζήτηση μιας καθαρής απάντησης στο ερώτημα: ο Σοσιαλισμός δοκιμάστηκε και απέτυχε στον 20ο αιώνα ή μήπως τα πράματα έχουν διαφορετικά;
Υπάρχουν τρία διαφορετικά επίπεδα στην επιχειρηματολογία που ισχυρίζεται ότι ο Σοσιαλισμός δεν δουλεύει.
Το πρώτο (και το αρχαιότερο) είναι ο γενικός ισχυρισμός ότι ο Σοσιαλισμός είναι ασύμβατος με την ανθρώπινη φύση που είναι εγωιστική, ανταγωνιστική και άπληστη. Της ταιριάζει καλύτερα ο καπιταλισμός με την ελεύθερη αγορά, τον ανταγωνισμό και το κυνήγι του κέρδους. Ακόμα κι αν φτιαχνόταν μια κοινωνία ισότητας, οι κοινωνικές ανισότητες θα επέστρεφαν μετά από λίγο σαν αποτέλεσμα της ανθρώπινης απληστίας και των διαφορετικών δυνατοτήτων των ατόμων να ανταπεξέλθουν στις πιέσεις του αναπόφευκτου ανταγωνισμού. Όπως έλεγε η Θάτσερ όταν ήταν στο απόγειο της καριέρας της, «όλα τα δάχτυλα του χεριού δεν είναι ίσα».
Αυτή η επιχειρηματολογία έρχεται να συμπληρωθεί σε ένα δεύτερο επίπεδο με την ιστορική εμπειρία που υποτίθεται ότι την επιβεβαιώνει. Ο Σοσιαλισμός δοκιμάστηκε στη Ρωσία και στην Ανατολική Ευρώπη και δεν έφερε ούτε την ευημερία ούτε την ελευθερία. Καθυστερημένα ανακάλυψε τις αρετές της αγοράς την εποχή του Γκορμπατσόφ και της Περεστρόϊκα, αλλά ήταν ήδη πολύ αργά. Δεν πρόλαβε ποτέ να κάνει τις μεταρρυθμίσεις που πέτυχε η Κίνα, η οποία εξασφάλισε την πρόοδο της χάρη στη στροφή προς τη Δύση και την αγορά.
Και τέλος, το μπαράζ των αρνητικών επιχειρημάτων κορυφώνεται με την επίκληση της ελληνικής εμπειρίας. Σοσιαλιστικό πείραμα είχαμε και στην Ελλάδα την δεκαετία του ’80. Αποδείχθηκε μια χαμένη δεκαετία, όπου η οικονομία φορτώθηκε προβλήματα, το δημόσιο γέμισε χρέη και ελλείμματα τα οποία αναγκαστήκαμε να πληρώνουμε όλοι για χρόνια. Όχι μόνο οι γκουρού του νεοφιλελευθερισμού σαν τον Μάνο και τον Ανδριανόπουλο, αλλά και η Σημιτική ηγεσία του εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ διαμόρφωσαν τη θεωρία ότι όλα αυτά ήταν «δανεικός σοσιαλισμός» που πρέπει να τον ξεχάσουμε για πάντα.
Είναι χρήσιμο να ξεκινήσουμε την κατάρριψη αυτών των μύθων αρχίζοντας από το τι πραγματικά έγινε στην δεκαετία του 1980. Πραγματικά ο κρατικός προϋπολογισμός βρέθηκε εκείνα τα χρόνια στη δίνη μιας δημοσιονομικής κρίσης, όπου τα ποσά που έπρεπε να πληρώνει για χρέη και τόκους εκτοξεύτηκαν σε πρωτοφανή ύψη. Αλλά είναι ψέματα ότι αυτή η κατάσταση δημιουργήθηκε επειδή οι κυβερνήσεις του Ανδρέα Παπανδρέου «δανειζόταν αλόγιστα» για να κάνουν σοσιαλιστικές παροχές. Οι ρίζες της κρίσης βρισκόταν πιο πίσω, στον ίδιο τον καπιταλισμό της δεκαετίας του 1970.
Οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν στη δύσκολη θέση να διαχειριστούν εκείνη την κρίση και η διαχείρισή τους αποδείχθηκε σωτήρια για τον ελληνικό καπιταλισμό. Αντί να συκοφαντούν τον Ανδρέα και τους υπουργούς του η άρχουσα τάξη και οι άνθρωποι της θα έπρεπε να τους ευγνωμονούν. Μόνο από τη σκοπιά της εργατικής τάξης είναι δυνατόν να γίνει κριτική στο «σοσιαλιστικό πείραμα» της δεκαετίας του 1980, γιατί κρατικοποίησε τα χρέη των καπιταλιστών σώζοντας τους, ενώ φόρτωσε τα βάρη της διάσωσης στις πλάτες των εργαζομένων.
Στην δεκαετία του 1970 το φαινόμενο των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων είχε πάρει εκρηκτικές διαστάσεις. Μετά την πρώτη λεγόμενη «πετρελαϊκή» κρίση του 1973-74, ο δανεισμός σε πετροδολάρια ήταν φθηνός και εύκολος και υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι οι επιχειρήσεις που αντλούσαν κεφάλαια με αυτό τον τρόπο θα κατάφερναν να διεισδύσουν στις αναδυόμενες αγορές της Μέσης Ανατολής. Ελληνικές τράπεζες, κατασκευαστικές εταιρείες και εξαγωγικές βιομηχανίες στράφηκαν με ενθουσιασμό σ’ αυτό το πολλά υποσχόμενο ελντοράντο.
Μέχρι που μια δεύτερη διεθνής οικονομική κρίση το 1980 χτύπησε σκληρά: ύφεση στην οικονομική δραστηριότητα, εκτίναξη των επιτοκίων και κατακόρυφη άνοδος του δολαρίου. Το σοκ μετέτρεψε σχεδόν όλες τις επιχειρήσεις αιχμής του ελληνικού καπιταλισμού σε «προβληματικές». Όχι μόνο στένεψαν οι παραγγελίες και τα συμβόλαια, αλλά και το κόστος εξυπηρέτησης των δανείων, ιδιαίτερα όσων είχαν γίνει σε δολάρια, έγινε αβάσταχτο.
Το πρόβλημα ήταν ιδιαίτερα οξυμένο για τις τράπεζες. Αν όλες οι «προβληματικές» επιχειρήσεις αφήνονταν να χρεοκοπήσουν, αυτό θα οδηγούσε σε κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος καθώς θα σταματούσε η εξυπηρέτηση των δανείων. Αυτές οι πιέσεις είχαν αναγκάσει ακόμα και τις τελευταίες κυβερνήσεις του παλιού Καραμανλή (με υπουργό Συντονισμού τον πατέρα Παπαληγούρα) να παρεμβαίνουν δραστικά στην οικονομία. Τότε έγινε η κρατικοποίηση της Ολυμπιακής που άνηκε στον Ωνάση, της Εμπορικής Τράπεζας που άνηκε στον Ανδρεάδη και ο ΣΕΒ έφτασε να χαρακτηρίσει τον Παπαληγούρα «σοσιαλμανή».
Οι πρώτες κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ συνέχισαν και συστηματοποίησαν αυτή την πολιτική των κρατικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της κρίσης στις «προβληματικές» επιχειρήσεις και το τραπεζικό σύστημα. Ίδρυσαν τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, στον οποίο εντάχθηκαν πολλές από αυτές τις επιχειρήσεις, κυρίως οι μικρότερες, ενώ οι σημαντικές (όπως η ΠΥΡΚΑΛ και αργότερα τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά) κρατικοποιήθηκαν με ξεχωριστές διαδικασίες.
Σχεδόν σε όλες τις περιπτώσεις οι κρατικοποιήσεις έγιναν κάτω από την πίεση των εργαζομένων και των συνδικάτων που απαιτούσαν να παρέμβει το δημόσιο για να μην κλείσουν οι επιχειρήσεις και χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Το ΠΑΣΟΚ εμφανιζόταν έτσι να ικανοποιεί γνήσιες εργατικές διεκδικήσεις και να δικαιώνει τις σοσιαλιστικές υποσχέσεις του.
Όμως μαζί με τις επιχειρήσεις κρατικοποιήθηκαν και τα χρέη τους. Το ΠΑΣΟΚ δεν τις απάλλαξε από τα βάρη που τις είχαν φορτώσει οι παλιοί ιδιοκτήτες τους, παρόλο που φραστικά κατάγγελνε τις πρακτικές τους με τα «θαλασσοδάνεια» και τη φυγάδευση κεφαλαίων στην Ελβετία.
Η κρατική παρέμβαση έσωσε τις δουλειές των εργατών (για ένα διάστημα), αλλά ταυτόχρονα εξασφάλισε την πληρωμή των τοκοχρεολυσίων προς τις Τράπεζες, σώζοντας τες από το βάρος των αποτυχημένων δανείων που είχαν κάνει. Οι εργάτες των «προβληματικών» δούλεψαν σκληρά και με τον ιδρώτα τους ξελάσπωσαν το τραπεζικό σύστημα. Και όταν η κρίση άρχισε να ξεπερνιέται, ο ΟΑΕ έβαλε μπροστά το ξεδιάλεγμα των επιχειρήσεων με κλεισίματα, απολύσεις και ξεπουλήματα, πολλές φορές στους παλιούς ιδιοκτήτες, μια πολιτική που κορυφώθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη το 1990-93 και συνεχίστηκε από το ΠΑΣΟΚ όταν επανήλθε στην κυβέρνηση.
Αυτό δεν ήταν το μονο δώρο των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ προς τους Τραπεζίτες. Μια γιγάντια ένεση δόθηκε από τον Γεράσιμο Αρσένη όταν έγινε για ένα διάστημα Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών και Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ταυτόχρονα – τότε καθιερώθηκε ο όρος «Τσάρος της Οικονομίας». Ο Αρσένης μεταρρύθμισε τους όρους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου από τις Τράπεζες, καθιερώνοντας την υποχρέωση του κρατικού προϋπολογισμού να πληρώνει τα τρέχοντα επιτόκια της αγοράς σε μια περίοδο απογείωσης των επιτοκίων και μαζικής διόγκωσης των κρατικών χρεών.
Αν γυρίσει κανείς να κοιτάξει τους Προϋπολογισμούς της δεκαετίας του ’80 θα δει τα ποσά που πήγαιναν για τόκους να εκτοξεύονται στα ύψη. Το 1981 οι τόκοι που πλήρωσε ο Προϋπολογισμός στις Τράπεζες ήταν 62,3 δισεκατομμύρια δραχμές. Το 1990 είχαν φτάσει τα 1151,3 δις! Αυτά τα ιλιγγιώδη ποσά μαζί με τις δαπάνες για πολεμικούς εξοπλισμούς άρχισαν να στριμώχνουν όλα τα άλλα κονδύλια. Οι μεταρρυθμίσεις του ΠΑΣΟΚ στην Υγεία με το ΕΣΥ, στην Παιδεία με τα ΤΕΙ και τα Ενιαία Πολυκλαδικά Λύκεια, στην Τοπική Αυτοδιοίκηση με τα ΚΑΠΗ και τους Παιδικούς Σταθμούς, όλες έμειναν μετέωρες στερημένες από τους απαραίτητους πόρους κάτω από αυτή την πίεση.
Ιδιαίτερα μετά το φθινόπωρο του 1985, με νέο «Τσάρο της Οικονομίας» τον Σημίτη, η πολιτική των περικοπών άρχισε να τσακίζει και τα μεροκάματα και τον «κοινωνικό μισθό», ενώ ταυτόχρονα η πολιτική της «απελευθέρωσης του τραπεζικού συστήματος» άνοιγε τις πύλες για την εισβολή των ιδιωτικών κεφαλαίων στις Τράπεζες που όχι μόνο είχαν επιβιώσει αλλά γίνονταν ξανά η αιχμή του δόρατος του ελληνικού καπιταλισμού.
Βλέποντας, λοιπόν, συγκεκριμένα την ιστορική εμπειρία φτάνουμε στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν οι «σοσιαλιστικοί πειραματισμοί» που απέτυχαν στη δεκαετία του ΄80, αλλά το αντίθετο: η πολιτική των συμβιβασμών με τα κατεστημένα συμφέροντα, η μη-ρήξη μαζί τους, η άρνηση μιας αντικαπιταλιστικής ανατροπής χαράμισε εκείνη την ιστορική ευκαιρία.
Με αντίστοιχο τρόπο μπορούμε να δούμε πόσο ψεύτικη είναι η φιλολογία που ισοπεδώνει όλη την ιστορία από το 1917 μέχρι το 1989 πίσω από την ετικέτα «ο Σοσιαλισμός δεν δουλεύει, το μόνο που έχει να επιδείξει είναι οικονομικές αποτυχίες».
Η ιστορία της ΕΣΣΔ δεν είναι μόνο ιστορία οικονομικών αποτυχιών. Πριν από τις αποτυχίες της δεκαετίες του ’80 είχαν προηγηθεί τεράστιες οικονομικές επιτυχίες στις δεκαετίες του ’30 και του ’50. Αυτή η «επιχειρηματολογία» ξεχνάει π.χ ότι η ΕΣΣΔ είχε προηγηθεί των ΗΠΑ στον αγώνα δρόμου για το Διάστημα, σημειώνοντας πρωτιές με τον δορυφόρο Σπούτνικ και τον αστροναύτη Γκαγκάριν. Με καθαρά οικονομικούς όρους, οι ρυθμοί ανάπτυξης της ΕΣΣΔ στη δεκαετία του 1930 (τότε που όλη η Δύση ήταν βυθισμένη στην κρίση μετά το μεγάλο Κραχ του 1929) ήταν ασύγκριτα μεγαλύτεροι σε παγκόσμιο επίπεδο.
Αν πρόκειται κανείς να μιλήσει σοβαρά και όχι με προπαγανδιστικά κλισέ για της πορεία της ΕΣΣΔ, χρειάζεται μια θεωρία που να εξηγεί τόσο τις πρωτοφανείς επιτυχίες που την μετέτρεψαν από ουραγό των Μεγάλων Δυνάμεων σε παγκόσμια Υπερδύναμη, όσο και τις αποτυχίες που την οδήγησαν στην κατάρρευση. Αυτή είναι η αξία της θεωρίας του κρατικού καπιταλισμού που διαμόρφωσε ο Τόνι Κλιφ. Σύμφωνα μ’ αυτή, το σοσιαλιστικό πείραμα στη Ρωσία κράτησε δέκα χρόνια, από το 1917 μέχρι το 1927. Απο εκεί και πέρα, η ΕΣΣΔ του Στάλιν αντιπροσωπεύει ένα άλλο «πείραμα»: όχι σοσιαλιστικό, γιατί η εργατική τάξη είχε χάσει την εξουσία, αλλά κρατικοκαπιταλιστικό. Οι εργάτες δεν έλεγχαν ούτε την κυβέρνηση και το κράτος, ούτε τα εργοστάσια και τις επιχειρήσεις, ούτε καν τα συνδικάτα και τις στοιχειώδεις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Αντίθετα, η νέα άρχουσα τάξη, η νομενκλατούρα, συγκεντρώνει όλες τις εξουσίες και τους πόρους στα χέρια της και τους κατευθύνει σε μια ιστορικά πρωτοφανή ταχύρυθμη συσσώρευση. Η Ρωσία, που ήταν ουραγός σε όλους τους βιομηχανικούς τομείς ανάμεσα στις Δυνάμεις που πολέμησαν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, φτάνει το 1943 να παράγει 24.000 τανκς, πολύ περισσότερα από τα 17.000 της Γερμανίας (βλέπε περιοδικό «Σοσιαλισμός από τα Κάτω» Νο.65, Νοέμβρης – Δεκέμβρης 2007, στο άρθρο «Ο Στάλιν και ο Β’ Π.Π»).
Αυτή η βιομηχανική επανάσταση έγινε με κριτήρια καπιταλιστικά. Τα πάντα υποτάχθηκαν στη συσσώρευση. Η κατανάλωση υποτάχθηκε στην βαριά βιομηχανία. Οι ρυθμοί υπαγορεύθηκαν από τις πιέσεις του ανταγωνισμού στην πιο ακραία του μορφή ως στρατιωτικού ανταγωνισμού. Ολόκληρη η οικονομία της ΕΣΣΔ κάτω από κρατικό έλεγχο λειτούργησε σαν μια γιγάντια επιχείρηση που πρέπει να επενδύσει πάση θυσία για να φτάσει και να ξεπεράσει τους ανταγωνιστές της, οι οποίοι απειλούσαν να εισβάλουν όχι απλά στις αγορές της αλλά κυριολεκτικά στα χωράφια και τα εργοστάσια της.
Ο κρατικός καπιταλισμός αναδείχθηκε νικητής σ’ αυτή την αναμέτρηση. Στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου και στη δεκαετία του ’50 μόνο οι ΗΠΑ μπορούσαν ακόμα να προηγούνται της ΕΣΣΔ, και όχι σε όλους τους τομείς. Οι σημερινοί ισχυρισμοί για την «ανωτερότητα της αγοράς» ηχούσαν γελοίοι. Όχι μόνο οι αναπτυσσόμενες χώρες που έβγαιναν από την αποικιοκρατία υιοθετούσαν κρατικοκαπιταλιστικά μοντέλα ανάπτυξης, αλλά ακόμα και οι μητροπόλεις του καπιταλισμού. Οι όροι «προγραμματισμός» και «πλάνο» ξεπηδούσαν στο Κάιρο του Νασερ και στο Αλγέρι του Μπεν Μπελά αλλά και στο Παρίσι του Ντε Γκολ και στη Ρώμη της Χριστιανο-δημοκρατίας.
Ωστόσο η ιστορία του καπιταλισμού είναι γεμάτη από παραδείγματα όπου οι «κλάδοι αιχμής» του χτες γίνονται οι «προβληματικές» του αύριο. Είναι στην ίδια τη φύση της τυφλής ανταγωνιστικής συσσώρευσης να υπονομεύει τις επιτυχίες του χτες και να φέρνει κρίσεις. Ο Μαρξ εντόπισε το μηχανισμό αυτού του «αυτογκολ» στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Στην περίπτωση του κρατικού καπιταλισμού, αυτό εκφράστηκε σαν προϊούσα μείωση της αποδοτικότητας των επενδύσεων.
Η αύξηση της παραγωγής ανά μονάδα αύξησης των επενδύσεων στην ΕΣΣΔ έπεσε από 1.16 το 1951-55 σε 0.77 το 1961-65 (βλέπε τον σχετικό πίνακα στο βιβλίο «ΕΣΣΔ από το Εργατικό Κράτος στον Κρατικό Καπιταλισμό, σελ.130). Οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεσαν ανάμεσα στο 1950-55 και το 1965-70 από το 11.3% στο 4.0% για την ΕΣΣΔ, από το 8.0% στο 3.4% για την Τσεχοσλοβακία, από το 12.2% στο 4.5% για την Βουλγαρία (στο ίδιο, σελ.125).
Η απάντηση της νομενκλατούρας σ’ αυτά τα προβλήματα ήταν από πολύ νωρίς η αναζήτηση ανοιγμάτων προς την αγορά και την επισημοποίηση του κέρδους σαν κριτήριο για τις επιχειρήσεις. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις πρωτοεισηγήθηκε επίσημα ο Κοσύγκιν ως πρωθυπουργός της ΕΣΣΔ το 1965, πολύ πιο πριν ο Γκορμπατσόφ εμφανίσει την πολιτική της Περεστρόϊκα ως την «τελευταία λέξη της σοσιαλιστικής σκέψης». Τέτοιοι προσανατολισμοί δεν μπορούσαν παρά να επιδεινώσουν την κοινωνική πόλωση μέσα στην ΕΣΣΔ και να μετατρέψουν τις οικονομικές δυσκολίες σε κοινωνική και στο τέλος ανοιχτή πολιτική κρίση.
Οι μηχανισμοί της αγοράς είναι τυφλοί. Το περιβόητο «αόρατο χέρι της αγοράς» πειθαναγκάζει τους επενδυτές να ρίξουν πόρους σε τομείς που κανένας δεν ξέρει τι αποτέλεσμα θα φέρουν όταν υλοποιηθούν οι επενδύσεις. Στη δεκαετία του ’90 οι επενδύσεις στις επιχειρήσεις «dot.com» θεωρούνταν αιχμή που φέρνει μια «νέα οικονομία». Στην αυγή του 21ου αιώνα αποδείχθηκαν «φούσκα». Κανένας θεσμός δεν έχει έλεγχο πάνω σ’ αυτές τις τυφλές κινήσεις.
Ο γνήσιος Σοσιαλισμός θα είναι ένα ανώτερο οικονομικό σύστημα γιατί θα αντικαταστήσει αυτή την καταναγκαστική τύφλα με τις συνειδητές συλλογικές αποφάσεις των ανθρώπων. Ένας δημοκρατικός συλλογικός προγραμματισμός, στηριγμένος στα συμβούλια αντιπροσώπων από όλους τους χώρους δουλειάς, μπορεί να λύσει τα προβλήματα των κρίσεων και της σπατάλης που προκαλεί η καπιταλιστική ανταγωνιστική συσσώρευση και να απελευθερώσει ανθρώπινες δυνατότητες που σήμερα στραγγαλίζονται από το κριτήριο του κέρδους.
Τέτοια βήματα μπορούν να αρχίσουν να γίνονται από την πρώτη στιγμή. Ας πάρουμε τρία επίκαιρα παραδείγματα.
Ο Ιούνης κυριαρχείται στις τηλεοράσεις από τη διαφημιστική καταιγίδα των χορηγών της Εθνικής Ελλάδας (και αντίστοιχα στις άλλες χώρες). Ολόκληρα πολυεθνικά μεγαθήρια ντύνονται με τα εθνικά χρώματα της α’ ή β’ χώρας και παριστάνουν τους υποστηρικτές της δικής τους «Εθνικής» στο Euro 2008. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτό το γελοίο θέατρο είναι «προσφορά υπηρεσιών ενημέρωσης για την ποιότητα των προϊόντων»; Είναι καθαρή σπατάλη και τα δισεκατομμύρια που καταπίνει η διαφημιστική βιομηχανία θα ήταν υπεραρκετά για να χρηματοδοτήσουν τη Δημόσια Δωρεάν Εκπαίδευση που απειλείται με ιδιωτικοποίηση για να βρει.... «χορηγούς».
Στα τέλη Μάη - αρχές Ιούνη έγινε κοινή άσκηση Ελλάδας – Ισραήλ με τη συμμετοχή πάνω από 100 πολεμικών αεροσκαφών σε μια προσπάθεια εκπαίδευσης για επιχειρήσεις επίθεσης κατά του Ιράν. Όλος ο κόσμος θεωρεί μια τέτοια επίθεση καθαρή τρέλα. Αλλά αυτό δεν εμποδίζει το Ισραήλ να προετοιμάζεται και την Ελλάδα να συμμετέχει σ’ αυτή την προετοιμασία. Και μόνο η κατάργηση της σπατάλης που απαιτείται για αυτά τα τρελά παιχνίδια θα ήταν αρκετή για να εξασφαλίσει πόρους ώστε το ΕΣΥ να επιστρέψει στον προορισμό του που είναι η παροχή δωρεάν υπηρεσιών Υγείας υψηλής ποιότητας για όλους.
Επίσης αρχές Ιούνη με την Παγκόσμια Μέρα Περιβάλλοντος και με τον πληθωρισμό να ανεβαίνει σε νέα ύψη, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης είναι γεμάτα αγωνιώδεις συζητήσεις για την περιβαλλοντική καταστροφή και την ακρίβεια, χωρίς καμία προοπτική ότι αυτά τα προβλήματα μπορούν να λυθούν. Τι είναι αυτό που εμποδίζει σήμερα να καταργήσουμε το εισιτήριο στις συγκοινωνίες; Δεν είναι ένα προφανές μέτρο κατά της ακρίβειας και της ατμοσφαιρικής ρύπανσης; Δεν θα γλιτώναμε από τόνους ρύπων αν δίναμε ένα τέτοιο κίνητρο να μετακινούνται οι άνθρωποι με τρένα, τραμ και λεωφορεία αντί να ταλαιπωρούνται μποτιλιαρισμένοι στο δρόμο σπίτι-δουλειά; Μήπως η «άπληστη» ανθρώπινη φύση θα οδηγούσε σε κατάχρηση του μέτρου με χιλιάδες ανθρώπους να μετακινούνται άσκοπα; Αυτά είναι γελοίοι ισχυρισμοί. Τα κέρδη των εμπόρων αυτοκινήτων θα έπεφταν, αλλά το κοινωνικό όφελος θα ήταν προφανές.
Προχωρώντας πιο πέρα, τι εμποδίζει σήμερα που βλέπουμε ηλικιωμένους ανθρώπους να αναζητούν λίγα λαχανικά στα σκουπίδια της κάθε Λαϊκής Αγοράς, να καθιερώσουμε ότι όλοι οι συνταξιούχοι θα μπορούσαν να προμηθευτούν ότι θέλουν από τα σούπερ μάρκετ χωρίς να πληρώσουν στο ταμείο; Δεν θα ήταν αυτό λύση για τα προβλήματα της ακρίβειας και της φτώχειας;
Δεν θα ήταν πιο ορθολογική λύση για το Ασφαλιστικό, αντί για τις προκλητικές προσπάθειες να αναλάβουν τα Ασφαλιστικά Ταμεία κάποιοι μάνατζερ που θα «επενδύουν» τα αποθεματικά σε δομημένα ομόλογα; Τι φοβούνται οι απολογητές του καπιταλισμού; Οτι η «άπληστη» ανθρώπινη φύση της Τρίτης Ηλικίας θα οδηγούσε τους συνταξιούχους να κάνουν κάθε βράδυ δείπνο με χαβιάρι και σαμπάνιες; Η αλήθεια είναι ότι μόνο τα κέρδη των κερδοσκόπων της ακρίβειας θα έπεφταν και αυτό σίγουρα θα άξιζε να το γλεντήσουμε όλοι.
Οι συκοφάντες του Σοσιαλισμού ισχυρίζονται ότι σε ένα τέτοιο σύστημα ισότητας και συλλογικότητας, η έρευνα και η τεχνολογική ανανέωση θα ατονήσουν γιατί χρειάζονται απαραίτητα τον ανταγωνισμό. Αυτό είναι ανοησία. Σήμερα, ο ανταγωνισμός των πολυεθνικών που τρέχουν να καταχωρήσουν πατέντες για κάθε επιστημονική ανακάλυψη είναι φρένο και όχι κίνητρο για την πρόοδο. Η συνεργασία αντί για τον εμπορικό ανταγωνισμό ανάμεσα στα ερευνητικά εργαστήρια θα επιταχύνει την ανάπτυξη και την αξιοποίηση της τεχνολογίας. Ταυτόχρονα, θα απελευθερώσει την έρευνα από τις αποπροσανατολιστικές πιέσεις των «χορηγών» που θέλουν ερευνητικά προγράμματα με προσανατολισμό το γρήγορο κέρδος. Αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα από τα πολλαπλά οφέλη που θα φέρει η σοσιαλιστική συνεργασία σε όλους τους τομείς αντί για την σημερινή καταναγκαστική «άμιλλα».
Ένας άλλος «μπαμπούλας» που πάντα ανασύρουν οι επικριτές του Σοσιαλισμού είναι η «πολυπλοκότητα» της σύγχρονης οικονομίας και κοινωνίας, που δεν είναι δυνατόν να κυβερνηθεί από απλούς ανθρώπους. Όταν ο Λένιν έλεγε ότι στο Σοσιαλισμό «κάθε μαγείρισσα θα μπορεί να κυβερνάει», οι αστοί της Ρωσίας ειρωνεύονταν τους Μπολσεβίκους που θα εμπιστεύονταν τη λεπτή τέχνη της διπλωματίας ή της διεύθυνσης των επιχειρήσεων στα χέρια των «μετρ της κοτολέτας».
Σήμερα οι αστοί τεχνοκράτες προσπαθούν να μας τρομοκρατήσουν απαριθμώντας πόσα εκατομμύρια διαφορετικά προϊόντα με τιμές που αλλάζουν καθημερινά υπάρχουν στη σύγχρονη οικονομία. Δεν τους περνάει από το μυαλό η σκέψη ότι σήμερα η διαχείριση γίνεται με τον χειρότερο τρόπο γιατί τα αφεντικά τους είναι άσχετα και την δουλειά την κάνουν αυτοί για λογαριασμό ασχέτων. Ενώ στο Σοσιαλισμό άνθρωποι με ειδικές γνώσεις θα προσφέρουν τις υπηρεσίες σε ένα εργατικό συμβούλιο που σίγουρα θα είναι πιο ενημερωμένο και ευαίσθητο από τον οποιοδήποτε σημερινό μεγαλομέτοχο.
Κανένα από τα μέτρα και τις ρυθμίσεις που χρειάζονται για να πάμε προς τον Σοσιαλισμό δεν είναι εξωπραγματικό ή εξωφρενικό. Όλα είναι ρεαλιστικά γιατί παίρνουν σαν κριτήριο τις ανθρώπινες ανάγκες. Ιστορικά, το ανθρώπινο είδος εξελίχθηκε από την αρχή συλλογικά, πάντα σε ομάδες και κοινωνίες ανθρώπων. Ο μύθος του άνδρα-κυνηγού που προχώρησε πάντα μόνος εναντίον όλων είναι αυτό ακριβώς: ένας αντιδραστικός μύθος.
Οι άνθρωποι με τους αγώνες τους και την οργανωμένη κοινωνία τους έδιωξαν τη δεισιδαιμονία από την παραγωγή και έφεραν την επιστήμη. Έδιωξαν τους «ελέω θεού» μονάρχες από την πολιτική και έφεραν την δημοκρατία. Είναι καιρός να επιβάλουν τις συλλογικές συνειδητές αποφάσεις τους και στο τελευταίο βασίλειο του παραλόγου, την καπιταλιστική οικονομία.