Γιώργος Pούσης: O Mαρξ γεννήθηκε νωρίς
Τιμή 18 ευρώ, 357 σελίδες, Εκδόσεις Γκοβόστη
Ο συγγραφέας από την αρχή του βιβλίου δηλώνει ότι παραμένει πεπεισμένος για την αναγκαιότητα της ανατροπής του καπιταλισμού και του χτισίματος μιας κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση, του κομμουνισμού. Επισημαίνει ότι έχει έρθει ώρα πέρα από την αντίσταση, η «υπό συγκρότηση κομμουνιστική αριστερά» να προβάλλει «μια συνολική ριζοσπαστική εναλλακτική πρόταση».
Ο Γ. Ρούσης υπενθυμίζει ότι για τον Μαρξ και τον Ενγκελς–και μετέπειτα για τον Λένιν ιδιαίτερα όταν έγραφε το «Κράτος και Επανάσταση»- η ανατροπή του καπιταλισμού είναι αρχή της διαδικασίας της κοινωνικής απελευθέρωσης. Η πρώτη «κατώτερη φάση» της οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, ο σοσιαλισμός, είναι ένα μεταβατικό στάδιο για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Το κράτος-κομμούνα», το «μισο-κράτος» που θα χτίσουν οι εργάτες όταν ανατρέψουν τον καπιταλισμό, θα απονεκρωθεί και θα δώσει τη θέση του σε μια κοινωνία όπου τη «διαχείριση των ανθρώπων θα την αντικαταστήσει η διαχείριση των πραγμάτων», τον κομμουνισμό.
Στην εποχή που έγραφαν τα έργα τους οι «κλασσικοί» του μαρξισμού δεν υπήρχαν οι υλικές αντικειμενικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στον κομμουνισμό. Αυτές οι προϋποθέσεις υπάρχουν για πρώτη φορά σήμερα. Όμως, η εργατική τάξη είναι όσο ποτέ άλλοτε ενσωματωμένη στο σύστημα. Αυτή είναι η βασική θέση του βιβλίου του Γ. Ρούση. Είναι λάθος, όμως, και στα δυο σκέλη της.
Όπως αναφέρει ήδη από την Εισαγωγή: «επιδιώκω να αποδείξω ότι αυτή η προοπτική, από τη σκοπιά των υλικών συνθηκών, δεν ήταν δυνατόν να αναπτυχθεί ολοκληρωμένα ούτε την εποχή των κλασσικών του μαρξισμού –κάτι που οι ίδιοι φαίνεται να υιοθετούσαν στο κύριο μέρος του έργου τους- ούτε ακόμη στη Ρωσία του 1917. Αν οι κλασσικοί επιχείρησαν να σπρώξουν το παρόν της εποχής τους στο μέλλον, αυτό το μέλλον δεν είναι άλλο από το σύγχρονο παρόν».
Για να στηρίξει αυτή τη θέση ο Γ. Ρούσης δηλώνει ότι πρέπει να γυρίσουμε στα Οικονομικά Χειρόγραφα του 1857-8 του Μαρξ, τα Grundrisse. Εκεί, στο Τετράδιο VII, στο περίφημο «απόσπασμα για τις μηχανές» ο Μαρξ αναφέρεται στη «γενική διάνοια» τη κοινωνική γνώση που έχει μετατραπεί σε άμεση παραγωγική δύναμη. Αυτό δεν συνέβαινε τη εποχή της βαριάς βιομηχανίας και των μηχανών, υποστηρίζει ο Ρούσης, τώρα που οι «συσσωρευμένες γνώσεις, τεχνικές και τεχνογνωσίες» έχουν μπει στη παραγωγή αλλάζοντάς τη δραματικά, μόνο τώρα μπορούμε να μιλάμε για δυνατότητα μετάβασης σε μια αταξική, ακρατική κοινωνία.
Αυτή την ιδέα ο συγγραφέας τη δανείζεται κατευθείαν από το οπλοστάσιο των θεωρητικών της αυτονομίας, του Τόνι Νέγκρι πιο συγκεκριμένα. Θα έπρεπε να ήταν πιο προσεκτικός –για μια σειρά λόγους. Πρώτον σε σχέση με τα ίδια τα Grundrisse. Ο Μαρξ κράτησε αυτές τις ογκώδεις σημειώσεις προετοιμάζοντας τη «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» (1859) και το «Κεφάλαιο» (πρόλαβε να δημοσιεύσει το Πρώτο Τόμο το 1867). Δεν είναι τελειωμένο κείμενο, ο Μαρξ δεν σκόπευε ποτέ να το δημοσιεύσει. Είναι πολύτιμο, γιατί αποτελεί τη γέφυρα ανάμεσα στον λεγόμενο «νεαρό» Μαρξ των Οικονομικών και Κοινωνικών Χειρογράφων (1844) και του Κομμουνιστικού Μανιφέστου (1846) με τον «ώριμο» Μσρξ του «Κεφαλαίου». Είναι το «εργαστήρι» που ο Μαρξ επεξεργάστηκε τη μέθοδο και τα συμπεράσματά του. Δεύτερον σε σχέση με τη χρήση του συγκεκριμένου αποσπάσματος από τον Νέγκρι κι άλλους όπως τον Π. Βίρνο: αποσπασμένο από το πλαίσιό του, (ο Μαρξ προσπαθεί να μιλήσει για την εργασία ως υποκείμενο και αντικείμενο της παραγωγικής διαδικασίας στον καπιταλισμό) επιστρατεύεται στην προσπάθεια να αποδειχθεί η «κατάρρευση του νόμου της αξίας» στην εποχή της «Αυτοκρατορίας».
Όπως και ο Νέγκρι έτσι κι ο Γ. Ρούσης δεν κουράζεται με αριθμούς και στοιχεία για να αποδείξει αυτές τις θέσεις. Όμως, αυτό δεν τον εμποδίζει να βγάζει σαρωτικά συμπεράσματα για την δυνατότητα επαναστάσεων (μάλλον την αδυναμία τους) να οικοδομήσουν μια διαφορετική κοινωνία.
Η Ρωσία του 1917 για παράδειγμα, λόγω της καθυστέρησης της οικονομίας, της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης και των γραφειοκρατικών διαστρεβλώσεων των «ηγεσιών» έμεινε καρφωμένη στο «κατώτερο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας» το σοσιαλισμό. Aποτέλεσμα η «παλιά βρομιά» των κανόνων «του αστικού δικαίου» να πάρει το πάνω χέρι.
Είναι αλήθεια ότι ο Γ. Ρούσης απορρίπτει με τον πρέποντα χλευασμό τις διακηρύξεις του Στάλιν ότι στη δεκαετία του ’30 χτιζόταν ο «προχωρημένος κομμουνισμός» με το δυνάμωμα του πιο καταπιεστικού κράτους. Όμως, αυτή την επισήμανση την είχε κάνει ήδη ο Τρότσκι τότε, στη «Προδομένη Επανάσταση». Διαβάζοντας όμως το βιβλίο του Ρούση, μένεις με την εντύπωση ότι η μετάβαση από τα εργατικά συμβούλια του ’17 στο κρατικό καπιταλισμό της δεκαετίας του ’30 ήταν ευθύγραμμη. Ο Λένιν έκανε υποχωρήσεις με τη ΝΕΠ και ο Στάλιν ολοκλήρωσε τη στροφή με την λατρεία της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων»…
Το ότι επαναστάσεις όπως η Γερμανική έγιναν αλλά έχασαν διαφεύγει της προσοχής του συγγραφέα. Αντίθετα, στη σελίδα 126 μαθαίνουμε ότι η πίστη του Λένιν στο άπλωμα της επανάστασης «παρέμεινε ένας ευσεβής πόθος». Σε επόμενες σελίδες ο συγγραφέας αναρωτιέται μήπως ο Λένιν μπορεί να συγκριθεί με τον Τόμας Μίνστερ, ηγέτη των επαναστατών Αναβαπτιστών στο Πόλεμο των Χωρικών της Γερμανίας του 16ου αιώνα, ο οποίος σύμφωνα με τον Ενγκελς βρέθηκε σε μια θέση όπου «ο κοινωνικός μετασχηματισμός που φανταζόταν ήταν ακόμα τόσο λίγο θεμελιωμένος στις υλικές συνθήκες της εποχής, που αυτές οι τελευταίες προετοίμαζαν μια κοινωνική τάξη πραγμάτων που ήταν ακριβώς το αντίθετο από εκείνην που ήθελε να εγκαθιδρύσει». Το να συγκρίνεται, όμως, η εποχή της κρίσης της φεουδαρχίας με την εποχή του ιμπεριαλισμού, είναι μάλλον ένα μεγάλο α-ιστορικό άλμα.
Η ρώσικη επανάσταση δεν ήταν απλά προϊόν των ιδιομορφιών της ρώσικης κοινωνίας αλλά προϊόν της κρίσης του παγκόσμιου συστήματος. Γι’ αυτό προκάλεσε μια τέτοια τεράστια επαναστατική έκρηξη σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πορεία της κρίθηκε όντως στις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, τη Γερμανία ιδιαιτέρως. Όμως, η ήττα εκεί, δεν ήταν αποτέλεσμα του ανώριμου των παραγωγικών δυνάμεων «για το πέρασμα στο κομμουνισμό», αλλά της συνειδητής υποστήριξης στο καπιταλισμό που έδωσε ο ρεφορμισμός, η γερμανική σοσιαλδημοκρατία.
Αυτή η επισήμανση έχει σημασία όταν εξετάζουμε τα τρία τελευταία κεφάλαια του βιβλίου. Σ’ αυτά ο Ρούσης θυμίζει την ανάλυση του Μαρξ για την αλλοτρίωση, το φετιχισμό του εμπορεύματος, τη πραγμοποίηση, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι «κλασσικοί φαίνεται ότι υπερεκτίμησαν την ανοσία της εργατικής τάξης στην αστική ιδεολογία, δηλαδή στην ανεστραμμένη κεφαλαιοκρατική πραγματικότητα και ταυτόχρονα υπερεκτίμησαν την αντοχή της απέναντι στη βία ή το φόβο της βίας» (σελ. 285) υποτίμησαν δηλαδή τη «δυναμική της ενσωμάτωσης».
Αν είναι έτσι, τότε το ξεκίνημα του έκτου και τελευταίου κεφαλαίου του βιβλίου, με τη φράση «η αναπόφευκτη υπόσκαψη των αντικειμενικών συνθηκών της συναινετικής ενσωμάτωσης» μένει μετέωρη: η «γενικευμένη κρίση» του καπιταλισμού θα προκαλέσει τέτοια χειροτέρευση στις ζωές των εργατών που πιθανά να ξεσηκωθούν….
Ο Γ. Ρούσης δεν αναφέρεται μόνο στην εποχή των κλασσικών: «Οσο για τα πιο πρόσφατα γεγονότα του Μάη του 1968» γράφει στη σελ. 287 «μάλλον η φοιτητική νεολαία και ένα τμήμα της διανόησης και όχι η εργατική τάξη και τα κόμματά της ήταν που έθεσαν σε αμφισβήτηση συνολικά την υπάρχουσα τάξη. Αντίθετα, όσο αναπτύσσεται ο καπιταλισμός τόσο δυναμώνει η επιρροή του ρεφορμισμού στο εργατικό κίνημα». Μπορεί τα ρεφορμιστικά κόμματα (σοσιαλδημοκρατικά και σταλινικά αγκαλιασμένα) όντως να μην αμφισβήτησαν τον καπιταλισμό, άλλωστε δεν το είχαν κάνει ποτέ πριν. Αυτό όμως δεν σημαίνει καθόλου ότι μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης δεν συγκρούστηκαν με το σύστημα, δεν άλλαξαν τις ιδέες τους, αναζητώντας επαναστατική διέξοδο και οργάνωση.
Η δήλωση του Μαρξ ότι οι κυρίαρχες ιδέες σε μια κοινωνία είναι οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης ήταν και παραμένει σωστή. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η εργατική τάξη «ενσωματώνεται». Ακόμα και στις εποχές της ευημερίας του καπιταλισμού, οι ταξικές αντιθέσεις παραμένουν, ασυμβίβαστες, το ίδιο και η ταξική πάλη. Σ’ αυτό είχαν λάθος διαννοούμενοι όπως ο Mαρκούζε ή ο Kαστοριάδης την δεκετία του ‘60. O Pούσης φαίνεται να κάνει το ίδιο λάθος και σήμερα.
Οι εργάτες δεν έχουν ένα σετ ιδεών στο κεφάλι τους: στη συνείδησή τους αντιπαλεύουν οι ιδέες του καπιταλισμού ως της «φυσικής τάξης πραγμάτων» και οι ιδέες που γεννάει η συλλογική δουλειά και ο συλλογικός αγώνας.
Σ’ αυτό το μείγμα στηρίζονται τα ρεφορμιστικά κόμματα, η συνδικαλιστική γραφειοκρατία για να παίξουν το ρόλο τους. Όταν το σύστημα μπαίνει σε περιόδους κρίσης, πολέμων, όταν η «φυσική τάξη πραγμάτων» αρχίζει να μη δουλεύει στα μάτια των εργατών, τότε ανοίγει η δυνατότητα οι ιδέες της αμφισβήτησης και της ανατροπής να γενικευτούν και να γίνουν δράση. Το επαναστατικό κόμμα δεν έρχεται να «βάλει τη συνείδηση απ’ έξω» στην εργατική τάξη, όπως υποστηρίζει ο Ρούσης –παρερμηνεύοντας το «Τι να κάνουμε;» του Λένιν- αλλά να συσπειρώσει τα πρωτοπόρα, μαχητικά κομμάτια των εργατών στη πάλη να τραβήξουν όλη τη τάξη, όλους τους καταπιεσμένους, στη συνολική, συνειδητή, σύγκρουση με τον καπιταλισμό μέχρι την ανατροπή του. Τέτοια «σταυροδρόμια» υπήρχαν πολλά στην ιστορία του 20ου αιώνα, αλλά όλα εξαφανίζονται ως διά μαγείας από την ανάλυση του συγγραφέα.
Το κόκκινο νήμα που διαπερνάει την ανάλυση των «κλασσικών» -και τη δράση τους- ήταν η ρήση του Μαρξ «η χειραφέτηση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης». Αυτή η θέση απουσιάζει από το βιβλίο. Χωρίς αυτήν, όμως, οι όρκοι πίστης στο όραμα της Κομμούνας, του Λένιν του «Κράτος και Επανάσταση» μένουν συμπαθείς μεν αλλά άψυχες διακηρύξεις