O Πάνος Γκαργκάνας αναλύει τις διαστάσεις της οικονομικής κρίσης του συστήματος και εξηγεί γιατί η λύση δεν είναι η επιστροφή στον Kέϊνς αλλά στον Mαρξ.
Στις αρχές του Μάρτη άρχισαν να γίνονται πιο ορατές οι διαστάσεις της οικονομικής κρίσης που ξεδιπλώνεται σε διεθνή κλίμακα. Τα Χρηματιστήρια γνώρισαν ένα νέο πτωτικό γύρο καθώς οι οικονομικές ειδήσεις απο την Αμερική άρχισαν να επιβεβαιώνουν την πορεία προς την ύφεση. Σχολιαστές που ανησυχούσαν γιατί το Χρηματιστήριο της Αθήνας ήταν κλειστό εξαιτίας της απεργίας στην Τράπεζα της Ελλάδος, ίσως να άρχισαν να σκέφτονται οτι είναι καλύτερα να είναι κλειστό σε τέτοιες στιγμές, καθώς οι δικοί του πτωτικοί ρυθμοί είναι πιο έντονοι απο τους διεθνείς.
Οι ειδήσεις απο τις ΗΠΑ πραγματικά συγκλίνουν προς την μείωση της οικονομικής δραστηριότητας το πρώτο τρίμηνο του 2008. Οι θέσεις εργασίας μειώθηκαν κατά 63.000 το Φεβρουάριο, ενώ οι απώλειες του Ιανουαρίου αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω, απο 17.000 σε 22.000. Σύμφωνα με τα οικονομετρικά μοντέλα, η αμερικάνικη οικονομία χρειάζεται 100.000 νέες θέσεις κάθε μήνα για να απορροφήσει τους νεοεισερχόμενους στην αγορά εργασίας.
Ένας άλλος δείκτης που ανακοινώθηκε την πρώτη εβδομάδα του Μάρτη εκτιμά οτι ο διαθέσιμος πλούτος των αμερικάνικων νοικοκυριών μειώθηκε κατά 533 δισεκατομμύρια δολάρια σαν αποτέλεσμα της πτώσης της αξίας των ακινήτων και των μετοχών. Οι κατασχέσεις σπιτιών λόγω αδυναμίας πληρωμής των δόσεων του στεγαστικού δανείου έφτασαν σε ύψος ρεκόρ το Δεκέμβρη του 2007.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα, όμως, είναι το γεγονός οτι όλα αυτά τα σημάδια δεν προοιωνίζονται μια «συνηθισμένη» ύφεση για την αμερικάνικη οικονομία. Δείχνουν οτι η κρίση που εκδηλώθηκε το περασμένο καλοκαίρι με το σκάσιμο της «φούσκας» στην αγορά των «σχετικά αφερέγγυων» στεγαστικών δανείων στις ΗΠΑ αρχίζει να χτυπάει όχι μόνο τις κερδοσκοπικά εκτεθειμένες τράπεζες αλλά συνολικότερα την οικονομία.
Ένα απο τα αναπάντητα ερωτηματικά του περασμένου καλοκαιριού ήταν η έκταση των ζημιών που υπολογίζεται ότι θα υποστούν οι τράπεζες απο το σπάσιμο της φούσκας. Τότε οι εκτιμήσεις μιλούσαν για 200-500 δις δολάρια. Τώρα οι υπολογισμοί έχουν φτάσει τα 1.000 δις δολάρια και ακόμα κανένας εκτιμητής δεν μπορεί να πει με ακρίβεια ποιοι τραπεζικοί κολοσσοί κρύβουν τέτοιες απώλειες στα βιβλία τους και αν θα φτάσουν στο σημείο να χρειαστούν κρατική βοήθεια για να τις ξεπεράσουν, όπως έγινε με την Northern Rock στη Βρετανία.
Αυτός είναι ο λόγος που η μεγαλύτερη ανησυχία αυτή τη στιγμή αφορά στο λεγόμενο «ιαπωνικό σενάριο». Υπάρχει, δηλαδή, ο κίνδυνος οτι η αμερικάνικη οικονομία θα γνωρίσει όχι μια πρόσκαιρη ύφεση, αλλά μια μακρόχρονη περίοδο οικονομικής στασιμότητας. Η Ιαπωνία, που είναι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία μετά τις ΗΠΑ, αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα εδώ και 15 χρόνια.
Το τραπεζικό της σύστημα βρέθηκε φορτωμένο με δάνεια που δεν μπορούσαν να πληρωθούν όταν έσκασε η δική της «φούσκα» στην αγορά ακινήτων το 1992. Η Κεντρική Τράπεζα έφτασε να ρίξει τα επιτόκια στο μηδέν, οι ρυθμοί ανάπτυξης όμως δεν ξεκόλλησαν όλα αυτά τα χρόνια. Μόλις το τελευταίο διάστημα, με τους εκρηκτικούς ρυθμούς ανάπτυξης της Κίνας και των άλλων ασιατικών χωρών, άρχισε να φαίνεται μια ανάκαμψη που και αυτή τώρα απειλείται μετά το ξέσπασμα της κρίσης στις ΗΠΑ.
Οι ανησυχίες ότι η αμερικάνικη οικονομία βαδίζει στο δρόμο του «ιαπωνικού σεναρίου» εντάθηκαν στα μέσα Μαρτίου όταν η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) έκανε μια θεαματική παρέμβαση, αλλά το αποτέλεσμα ήταν απογοητευτικό. Συγκεκριμένα η Fed έκανε στις 10 Μάρτη ένεση ρευστότητας ύψους 436 δις δολαρίων προς τις χρηματιστηριακές αγορές, την τρίτη και μεγαλύτερη τέτοια ένεση απο το περασμένο καλοκαίρι. Τα Χρηματιστήρια την υποδέχθηκαν με ενθουσιασμό, ο οποίος όμως κράτησε μόνο μία – δύο μέρες. Στην συνέχεια, νέα στοιχεία που επιβεβαιώνουν την πορεία των ΗΠΑ προς την ύφεση έφεραν νέα πτώση των μετοχών.
Και το χειρότερο: ένα απο τα μεγαλύτερα επενδυτικά κεφάλαια, το Carlyle Capital Corporation, οδηγήθηκε σε πτώχευση στις 13 Μάρτη υπογραμμίζοντας δραματικά την επιδείνωση της κρίσης. Η Fed αναγκάστηκε να στήσει μια επιχείρηση διάσωσης της Τράπεζας Bear – Stearns που χτυπήθηκε άμεσα από την πτώχευση του Carlyle. Οι ΗΠΑ απόκτησαν την δική τους Northern Rock καθώς η Bear - Stearns είναι η πέμπτη σε μέγεθος επενδυτική τράπεζα.
Πρακτικά, μια παρέμβαση της Fed που είχε στόχο να επιδείξει οτι έχει την αποφασιστικότητα και τη δύναμη να ομαλοποιήσει το χρηματιστηριακό σύστημα κατάληξε στο αντίθετο αποτέλεσμα. Να επιβεβαιώσει τις ανησυχίες για τις διαστάσεις της κρίσης. Ο χρυσός έφτασε στα 1.000 δολάρια, το πετρέλαιο στα 110 και το δολάριο έπεσε σε ιστορικά αρνητικά ρεκόρ. Μοιάζει σαν οι ενέσεις ρευστότητας της Κεντρικής Τράπεζας να τροφοδοτούν μόνο την κερδοσκοπία, εντείνοντας την πορεία προς τον «στασιμοπληθωρισμό»: και οικονομική στασιμότητα και πληθωριστική έκρηξη.
Βέβαια, δεν λείπουν οι αναλυτές που ισχυρίζονται οτι αυτά δεν ισχύουν στην περίπτωση της αμερικάνικης οικονομίας. Ένα πρώτο επιχείρημα που προβάλουν είναι το μέγεθος. Ακόμα κι αν χρειαστεί μια μεγάλη επιχείρηση διάσωσης του τραπεζικού συστήματος, λένε, το κόστος θα είναι ένα μικρό ποσοστό του ΑΕΠ των ΗΠΑ και μια μικρή επιβάρυνση για τον προϋπολογισμό τους. Ένα σχετικό άρθρο στους Financial Times στις 27 Φλεβάρη, αφού παραδέχεται οτι τέτοιες κρίσεις έχουν γίνει πολύ συχνές απο τη δεκαετία του 1970 και μετά, συγκρίνει το σχετικό κόστος τους για διάφορες περιπτώσεις και αποκαλύπτει οτι για την Ινδονησία η κρίση του 1997 κόστισε πάνω απο το 50% του ΑΕΠ, για την Τουρκία η κρίση του 2000 το 30%, για την Ισπανία το 1977-1985 έφτασε στο 16%, ενώ για τις ΗΠΑ προβλέπει ένα 7%.
Όμως, η ίδια μελέτη ομολογεί οτι για την Ιαπωνία απο το 1991 το κόστος έχει φτάσει το 23%. Άρα, δεν είναι μόνο οι «τριτοκοσμικές χώρες» που υποφέρουν σκληρά σε τέτοιες περιπτώσεις. Γι’ αυτό, άλλωστε, αυτή η επιχειρηματολογία έχει επιστρατεύσει και ένα άλλο ατού των ΗΠΑ πέρα απο το μέγεθός τους: το δολάριο. Οι ΗΠΑ έχουν το προνόμιο να δανείζονται με δάνεια που συνάπτονται στο δικό τους νόμισμα. Ενώ μια άλλη χώρα που έχει δανειστεί σε δολάρια φορτώνεται τεράστια βάρη όταν υποτιμηθεί το δικό της νόμισμα εξαιτίας μιας κρίσης, οι ΗΠΑ έχουν το προνόμιο να αφήνουν το δολάριο να υποτιμηθεί και το κόστος να πέφτει στις πλάτες των δανειστών τους αντί για τις δικές τους.
Αυτό είναι ένα σημαντικό επιχείρημα και ανοίγει καίριες πολιτικές προεκτάσεις στη συζήτηση για την οικονομική κρίση και την αντιμετώπισή της. Συνδέει αυτή την συζήτηση με δύο πλευρές που συνήθως αγνοούνται: τον κρατικό παρεμβατισμό και τον ιμπεριαλισμό.
Η δυνατότητα των ΗΠΑ να χρησιμοποιούν το εθνικό τους νόμισμα σαν μέσο διεθνών συναλλαγών δεν είναι καρπός αποκλειστικά και μόνο της οικονομικής δύναμης. Ιστορικά, αυτή η δυνατότητα δημιουργήθηκε με τις Συνθήκες του Μπρέτον Γουντς στο τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, όταν οι ΗΠΑ αναδείχθηκαν κορυφαία δύναμη στο στρατόπεδο των νικητών, στρατιωτικά και οικονομικά. Σήμερα, η σχετική οικονομική υπεροχή του αμερικάνικου καπιταλισμού έχει διαβρωθεί, αλλά η στρατιωτική υπεροχή του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού παραμένει τεράστια.
Καμία χώρα δεν είναι ελεύθερη να αποφασίσει τη σχέση της οικονομίας της με το δολάριο με καθαρά οικονομικά κριτήρια. Σκεφτείτε το Ιράν και τα πετρέλαιά του και τα περιθώρια που έχει να αποφασίσει ελεύθερα αν η τιμή του πετρελαίου υπολογίζεται σε δολάρια ή σε ευρώ. Η απειλή της στρατιωτικής επέμβασης κρέμεται καθημερινά πάνω από την Τεχεράνη. Σκεφτείτε τα Αραβικά Εμιράτα ή τη Σαουδική Αραβία και τα περιθώρια που έχουν να αποφασίσουν ελεύθερα αν τα αποθέματα την πετροδολαρίων που διαθέτουν μπορούν να αποσυρθούν απο τα αμερικάνικα ομόλογα και να τοποθετηθούν π.χ σε ευρώ.
Ακόμα και η Κίνα αντιμετωπίζει πιέσεις για το αν μπορεί να μετατρέψει τα αποθεματικά της σε άλλο νόμισμα πέρα απο το δολάριο. Οι προσπάθειες του Μπους να εντάξει τη Βόρεια Κορέα στις χώρες του «Αξονα του Κακού» δεν ήταν άσχετες απο τις βλέψεις των ΗΠΑ να ασκούν στρατιωτικές πιέσεις στην Κίνα. Με χίλιους δύο τρόπους μπορούμε να δούμε τη σύνδεση ανάμεσα στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό και τα περιθώρια οικονομικού παρεμβατισμού που διαθέτει η Ουάσιγκτον.
Αυτή η σύνδεση έχει σημασία για τη στάση της Αριστεράς. Όταν οι διάφοροι απολογητές του νεοφιλελευθερισμού και της αγοράς ισχυρίζονται οτι δεν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις πέρα απο τις συνταγές των Βρυξελών (ή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για χώρες εκτός της Ε.Ε) χρειάζεται να τους θυμίζουμε πόση υποκρισία κουβαλάνε. Αν η κυβέρνηση μιας χώρας αποφάσιζε να αυξήσει τα ελλείμματα του προϋπολογισμού της για να τονώσει την οικονομία της, είναι βέβαιο οτι η Κομισιόν (για τις χώρες της Ε.Ε) ή το ΔΝΤ θα ξεσήκωνε μύδρους, πρόστιμα και κυρώσεις σε βάρους της. Αν, όμως, πρόκειται για την αμερικάνικη κυβέρνηση τότε το ΔΝΤ σπεύδει να ευλογήσει την παρέμβαση του Μπους, που αυξάνει το έλλειμμα του προυπολογισμού κατά 168 δις δολάρια για να αναθερμάνει την αμερικάνικη οικονομία.
Αν πρόκειται για την Ολυμπιακή, η Ελλάδα οδηγείται στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για «παράνομες κρατικές επιδοτήσεις». Αν πρόκειται για την Northern Rock, η παρέμβαση του Γκόρντον Μπράουν είναι απλά απόδειξη ότι οι επενδυτές δεν πρέπει να ανησυχούν γιατί το κράτος μπορεί να σώσει όποια τράπεζα κινδυνεύει, αν τυχαίνει να είναι το κατάλληλο κράτος για την κατάλληλη τράπεζα.
Ταυτόχρονα, όμως, όταν βλέπουμε έτσι τα πράγματα, χρειάζεται να είμαστε προσεκτικοί απέναντι στις φωνές που διαπιστώνουν την «επιστροφή του Κέϊνς». Η απαίτηση για εναλλακτικές οικονομικές λύσεις απέναντι στις αποτυχίες της ελεύθερης αγοράς γίνεται πιο έντονη καθώς η κρίση εντείνεται. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η λύση μάς έρχεται έτοιμη με τη μορφή του Κεϊνσιανού κρατικού παρεμβατισμού.
Στην Αμερική, η πρακτική ενός «στρατιωτικού Κεϊνσιανισμού» ποτέ δεν σταμάτησε σε όλα τα χρόνια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Ακόμα και στο απόγειο των μονεταριστικών κραυγών για την καταπολέμηση των ελλειμμάτων του δημοσίου, οι στρατιωτικές δαπάνες έμειναν ανέγγιχτες. Αυτά τα κονδύλια του αμερικάνικου προϋπολογισμού έπαιξαν διπλό ρόλο. Ήταν απαραίτητα για τη στήριξη της πυγμής του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Αλλά παράλληλα ήταν ένα στήριγμα για την αποφυγή των κρίσεων στην οικονομία.
Οι κρατικές δαπάνες για την πολεμική βιομηχανία στις ΗΠΑ λειτουργούν σαν τόνωση για τη ζήτηση στην αμερικάνική οικονομία, σαν αντίδοτο σε περιόδους ύφεσης, έστω και αν αποτελούν σπατάλη πόρων που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν καλύτερα για την οικονομία και την κοινωνία. Η κυβέρνηση Μπους αφήνει πίσω της ένα προϋπολογισμό που προβλέπει 515 δις δολάρια (4% του ΑΕΠ) για στρατιωτικές δαπάνες, ποσό ρεκόρ, δίπλα στα 168 δις δολάρια που αφιερώνει για την αποφυγή της οικονομικής ύφεσης.
Αυτό που μπορεί να ονομάζεται «εκδίκηση του Κέϊνς απέναντι στους νεοφιλελεύθερους», στις ΗΠΑ σημαίνει μια πολιτική που οξύνει την πολιτική και στρατιωτική αστάθεια σε όλο τον κόσμο, πέρα και πάνω από την αστάθεια που προκαλεί η οικονομική κρίση. Σημαίνει ότι δίπλα στα προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα και στους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης θα έχουμε περισσότερες κρίσεις σαν αυτές που προκάλεσε η ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου στα Βαλκάνια. Ο ανανεωμένος «στρατιωτικός Κεϋνσιανισμός» που αναδύεται από τις ΗΠΑ κάθε άλλο παρά μοντέλο αντιμετώπισης της κρίσης προσφέρει.
Μήπως, όμως, προκύπτει η δυνατότητα για έναν πιο ήπιο, ειρηνικό κρατικό παρεμβατισμό στην Ευρώπη; Μήπως εδώ η αναζήτηση μιας επιστροφής στον Κέϊνς μπορεί να έχει πιο προοδευτικά χαρακτηριστικά; Όταν ο διάδοχος του Τόνι Μπλερ αναγκάζεται να κάνει κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα, μήπως ανοίγει μια νέα δυνατότητα για τους αριστερούς πολέμιους του νεοφιλελευθερισμού;
Είναι σημάδι των καιρών το γεγονός οτι ο Βενιζέλος, παραμονές του συνεδρίου του ΠΑΣΟΚ δίνει συνέντευξη στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (2 Μάρτη) και λέει ότι «η ευρωπαϊκή κεντροαριστερά πρέπει να μιλήσει ξανά για την σχέση κράτους και οικονομίας. Να μιλήσει ξανά για τον Κεϊνσιανισμό χωρίς ενοχές».
Αυτός που μπορεί να μιλήσει για όλα αυτά χωρίς καμιά ενοχή είναι η μαρξιστική Αριστερά και όχι οι διαχειριστές του καπιταλισμού που ήταν κάποτε οπαδοί του Κέϊνς και αναγκάστηκαν να τον εγκαταλείψουν γιατί δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει την κρίση της δεκαετίας του 1970.
Η στροφή απο τις συνταγές του Κέϊνς προς τις συνταγές του Φρίντμαν, προς τον μονεταρισμό ή νεοφιλελευθερισμό όπως ονομάστηκε αργότερα, δεν ήταν απλά και μόνο μια ιδεολογική επιλογή της Θάτσερ και του Ρήγκαν. Το υπόβαθρό της ήταν η αποτυχία του κεϊνσιανού κρατικού παρεμβατισμού που αποτέλεσε την οικονομική ορθοδοξία επί 30 χρόνια μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκόσμιου Πόλεμου, αλλά αποδείχθηκε ανεπαρκής μπροστά στην προηγούμενη έκρηξη του «στασιμοπληθωρισμού» το 1973-1980. Η αδυναμία του κεινσιανισμού να ξεπεράσει την κρίση εκφράστηκε τότε σαν κρίση στα οικονομικά του ίδιου του κράτους, αυτό που ονομάστηκε δημοσιονομική κρίση.
Τα ελλείμματα των κρατικών προϋπολογισμών διευρύνονταν ξεφεύγοντας εκτός ελέγχου, χωρίς να φέρνουν την πολυπόθητη οικονομική ανάκαμψη. Τέτοιου είδους προβλήματα οδήγησαν παραδείγματος χάρη τον Μιτεράν το 1983 να εγκαταλείψει το κεϊνσιανό «Κοινό Πρόγραμμα» της Αριστεράς και να υιοθετήσει τις θατσερικές πολιτικές του Ροκάρ. Απο κει ξεκίνησαν τα πρότυπα και για την ελληνική εκδοχή, δηλαδή τον Σημίτη που λεγόταν και «έλληνας Ροκάρ».
Δεν υπάρχουν περιθώρια για αυταπάτες οτι τάχα αυτά ήταν προβλήματα του παρελθόντος και τώρα μπορούμε να ξανά -ανακαλύψουμε τον Κέϊνς. Η σημερινή οικονομική κρίση ξαναφέρνει με πολύ γρήγορους ρυθμούς στην επιφάνεια τα παλιά προβλήματα της δημοσιονομικής κρίσης. Παρά το γεγονός ότι σήμερα οι βασικές χώρες της Ε.Ε έχουν κοινό νόμισμα το ευρώ, το κόστος του κρατικού δανεισμού για χώρες με υπερχρεωμένους προϋπολογισμούς εκτοξεύεται προς τα πάνω.
Στις αρχές Μαρτίου η Ισπανία πλήρωνε 25 μονάδες βάσης παραπάνω απο τη Γερμανία για το επιτόκιο των δεκαετών ομολόγων του δημοσίου και η Ιταλία 50 μονάδες (100 μονάδες βάσης αντιστοιχούν σε 1% μεγαλύτερο επιτόκιο). Η Ελλάδα ξεπερνούσε και τις δύο αυτές χώρες πληρώνοντας πάνω απο 60 μονάδες βάσης. Τέτοιας έκτασης αποκλίσεις είχαν να εμφανιστούν απο το 1998 και τον πανικό τότε που κατέρρεαν οι «Τίγρεις της Ασίας».
Μια Αριστερά που θέλει να διαμορφώσει γνήσιες εναλλακτικές λύσεις απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει σε πολύ πιο ριζικές ανατροπές και συγκρούσεις με τα κυρίαρχα καπιταλιστικά συμφέροντα. Δεν μπορεί να υποσχεθεί ότι θα χρησιμοποιήσει το κράτος για να πάρει «μέτρα ανακούφισης» των λαϊκών τάξεων χωρίς να σπάσει τη θηλιά που έχουν περασμένη οι τραπεζίτες γύρω απο το λαιμό του κρατικού προϋπολογισμού.
Η υποτιθέμενη ικανότητα του Κεϊνσιανισμού να τονώνει τη ζήτηση προς όφελος τόσο των μισθών της εργατικής τάξης όσο και των κερδών των επιχειρήσεων ήταν πάντα ένας μύθος και παραμένει το ίδιο και σήμερα. Χωρίς τη δύναμη των εργατών να βάλουν χέρι στα κέρδη των καπιταλιστών, οι υποσχέσεις μια κυβερνητικής Αριστεράς είναι μετέωρες. Και αυτό είναι κάτι που ισχύει όχι μόνο στις περιπτώσεις περιφερειακών καπιταλισμών όπως ο ελληνικός. Είναι εξίσου αυταπάτη να ελπίζει κανένας ότι ένας «προοδευτικός Κεϊνσιανισμός» μπορεί να είναι εφικτός σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεφεύγοντας από τους ασφυκτικούς περιορισμούς της μικρής Ελλάδας.
Οι βασικοί καπιταλισμοί της Ευρώπης, στο βαθμό που συντονίζουν τις πολιτικές τους μέσα απο την Ε.Ε, ανταγωνίζονται και αντιγράφουν τις ΗΠΑ. Αν κάτι διαφαίνεται μέσα απο αυτή τη διαδικασία είναι η υιοθέτηση του «στρατιωτικού Κεϊνσιανισμού» σαν πρότυπο για το ρόλο του κρατικού παρεμβατισμού. Η επιμονή της Γερμανίας και της Ιταλίας να συνεχίσουν την εμπλοκή τους στο Αφγανιστάν, ακόμα κι αν η ΝΑΤΟϊκή κατοχή αντιμετωπίζει τεράστια προβλήματα, αυτό μαρτυράει. Το ίδιο και η ανάληψη της διακυβέρνησης του προτεκτοράτου στο Κόσοβο απο την Ε.Ε.
Η οικονομική κρίση χειροτερεύει και μπορεί να αναγκάσει και τον Μπερνάνκε της Fed και τον Τρισέ της ΕΚΤ να οργανώσουν και άλλες κρατικές επιχειρήσεις διάσωσης χρεοκοπημένων τραπεζών. Αυτές είναι ιδεολογικές ήττες του νεοφιλελευθερισμού, αλλά δεν σημαίνουν οτι κάποιες μελλοντικές κυβερνήσεις της Αριστεράς θα βρουν έτοιμους μηχανισμούς κρατικού παρεμβατισμού προς όφελος των εργαζόμενων. Η επιστροφή στον Μαρξ έχει προτεραιότητα απέναντι στην επιστροφή στον Κέϊνς.