Άρθρο
Bαλκάνια: Το Ελντοράντο των ελληνικών τραπεζών

Aντιπολεμικό συλλαλητήριο στις 22 Mάρτη.

Oι ελληνικές τράπεζες κατακτούν τα Bαλκάνια και ανακαλύτουν ότι μπήκαν σε ένα ναρκοπέδιο, υποστηρίζει ο Kώστας Σαρρής.

Οι ελληνικές τράπεζες ελέγχουν τα Βαλκάνια. Παρά το μικρότερο μέγεθός τους, σε σχέση με άλλους ευρωπαϊκούς τραπεζικούς κολοσσούς, κατάφεραν μέσα σε λίγα χρόνια να ανεβάσουν το μερίδιο αγοράς τους στην περιοχή των Βαλκανίων στο 20%.

Μάλιστα σε ορισμένες αγορές, όπως στην Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) -όπου παίζεται ξανά το βρόμικο παιχνίδι του «νονού» με το «βαφτιστήρι»- το μερίδιο αγοράς των ελληνικών τραπεζών προσεγγίζει το 40%.

Για τον ελληνικό καπιταλισμό τα Βαλκάνια αποτελούν το νέο Ελντοράντο και οι τράπεζες το ιππικό που ηγείται της εξόρμησης. Αλλά ο δρόμος δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα.

Μετά την σφαγή που προκάλεσε η τελευταία ιμπεριαλιστική επέμβαση στα Βαλκάνια στα τέλη του ‘90, η ελληνική πλευρά διεκδίκησε αυτόν τον «αναβαθμισμένο ρόλο». Να μετατραπεί, δηλαδή, σε ισχυρό κεφαλοχώρι, οικονομικά και γεωστρατηγικά, στο μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης. 

Το δια ταύτα αυτού του ρόλου «κληρώνει» τώρα, επί του κρεοπωλείου (στη μοιρασιά των Βαλκανίων), για άλλη μια φορά πίσω από το πρόσχημα της ονοματολογίας με τη γειτονική χώρα. Σε μια περίοδο που όλα δείχνουν ότι οι ΗΠΑ αποφασίζουν να βάλουν ξανά χέρι στα Βαλκάνια, για να κοντράρουν τη Ρωσία, προκαλώντας άλλον ένα γύρο αστάθειας κι αβεβαιότητας στο βαλκανικό μωσαϊκό, καθώς χάνουν στο Ιράκ. 

Το πόσο έχουν διεισδύσει οι ελληνικές τράπεζες (αγκαζέ με άλλες δυτικές) με σκοπό τον έλεγχο υψηλών μεριδίων αγοράς στο δανεισμό των φτωχών νοικοκυριών της περιοχής, μιλάει από μόνο του. 

Το 2007 μόνο τα τέσσερα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (Εθνική, Eurobank, Alpha, Πειραιώς) έβγαλαν καθαρά κέρδη 1 δισ. ευρώ και έσοδα που ξεπερνούν οριακά τα 2 δισ. ευρώ από τις λεγόμενες αγορές της Νέας Ευρώπης. 

Τα κέρδη τους τριπλασιάστηκαν μέσα σε ένα χρόνο, όταν στο σύνολο των δραστηριοτήτων (εντός κι εκτός Ελλάδος) τα καθαρά κέρδη υπολογίζονται στα 5,5 δισ. ευρώ αυξημένα κατά 72% (!) σε σχέση με το 2006. Τα 1,7 δισ. ευρώ είναι μόνο από τον όμιλο της Εθνικής που απορρόφησε τα πρώτα ετήσια κέρδη της Finansbank από την Τουρκία (450 εκατ. ευρώ).

Την τραπεζική εξόρμηση στα Βαλκάνια αποτυπώνει χαρακτηριστικά η περίπτωση της Σερβίας. Λόγω των πολιτικών προβλημάτων στη χώρα οι ελληνικές τράπεζες είχαν καθυστερήσει την επέκτασή τους. Ωστόσο, μέσα σε μια διετία ανέτρεψαν πλήρως την εικόνα αυτή. 

Όπως προκύπτει από στοιχεία της Deloitte, από τις 15 εξαγορές τραπεζών που έγιναν στη Σερβία στο διάστημα 2004-2007, οι 5 πραγματοποιήθηκαν από ελληνικές τράπεζες. Στην τριετία 2004-2007 πραγματοποιήθηκαν συμφωνίες για την εξαγορά σερβικών τραπεζών ύψους 2 δισ. δολαρίων εκ των οποίων το 50%, δηλαδή 1 δισ. δολάρια, πραγματοποιήθηκαν από ελληνικές και κυπριακές τράπεζες.

Οι προσδοκίες των εγχώριων τραπεζών από την ισχυρή παρουσία τους στις γειτονικές χώρες, στηρίχθηκαν στις προσδοκίες για την οικονομική ανάπτυξη της περιοχής.

Οι ίδιοι οι τραπεζίτες έχουν υπολογίσει ότι (υπό κανονικές συνθήκες), μέσα στα αρκετά  χρόνια που θα χρειαστούν, οι μπίζνες θα τετραπλασιαστούν στην Ουγγαρία και την Τσεχία, θα δεκαπλασιαστούν στην Πολωνία, θα πολλαπλασιαστούν επί 17 φορές στη Βουλγαρία, 19 φορές στη Ρουμανία και 27 φορές στην Ουκρανία.

Ποντάρουν κυρίως στο ότι οι κάτοικοι των χωρών αυτών θα ακολουθήσουν το μοντέλο ζωής που επικρατεί στις οικονομίες της Δύσης, σύμφωνα με το οποίο ο καθένας δανείζεται από τις τράπεζες για να καταναλώσει και να επενδύσει. 

Οι αγορές αυτές ονομάστηκαν «παρθένες», αφού οι τραπεζιτικές χορηγήσεις δανείων ως ποσοστό του ΑΕΠ διαμορφώνονται στο 22,3% στην Αλβανία, στο 31,6% στα Σκόπια, στο 28,7% στη Σερβία, στο 49,1% στη Βουλγαρία, στο 26,3% στη Ρουμανία, στο 36,7% στην Τουρκία και στο 51,4% στην Ουκρανία. Γεγονός που υπόσχεται τρελά περιθώρια κέρδους.

Επίπεδα που μοιάζουν με όνειρο καλοκαιρινής νυκτός για άλλες ανεπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες όπου οι χορηγήσεις ως ποσοστό του ΑΕΠ είναι στα ύψη και διαμορφώνονται στο 230% στην Ιρλανδία, 203% στη Δανία, 164% στην Πορτογαλία, 162% στη Βρετανία, 149% στην Πορτογαλία, 132% στη Γερμανία και τη Σουηδία, ενώ ο μέσος όρος για την Ε.Ε. των «25» διαμορφώνεται στο 131%.

Όμως, η διεθνής οικονομική κρίση και η γεωπολιτική αστάθεια απειλούν να γυρίσουν τούμπα τις προηγούμενες προσδοκίες και τα φιλόδοξα «μπίζνες πλαν», μετατρέποντας σε ανώμαλη διαδρομή μια φαινομενικά ήρεμη πορεία. 

Οι τράπεζες διεθνώς, αλλά και οι ελληνικές βρίσκονται σε διελκυστίνδα δυνάμεων από την πιστωτική κρίση. Οι μετοχές των ελληνικών τραπεζών έχουν υποστεί κραχ, ακολουθώντας τους παγκόσμιους κολοσσούς, αφού στη διατραπεζική αγορά (δανεισμός μεταξύ τραπεζών) το κόστος έχει ακριβύνει και οι κάνουλες ρευστού  κλείνουν, σε κλίμα απόλυτης έλλειψης εμπιστοσύνης μεταξύ των ίδιων των τραπεζών.

Το «στήριγμα» του Χρηματιστηρίου Αθηνών, όπως αποκαλούνται οι τραπεζικές μετοχές, έχει χάσει πάνω από το 25% της αξίας του από την αρχή του χρόνου. Με τους ίδιους τους τραπεζίτες να αναζητούν πάλι τα λεφτά των καταθετών, κάνοντας ανταγωνιστικές προσφορές για να προσελκύσουν χρήμα στους αποταμιευτικούς λογαριασμούς.

Μπορεί οι τραπεζίτες και ο Αλογοσκούφης να λένε ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι «θωρακισμένες» από την διεθνή πιστωτική κρίση και ότι «αντίδοτο είναι η ισχυρή παρουσία στα Βαλκάνια», αλλά αυτό ήταν μια προηγούμενη υπόθεση: 

* Όταν τα Βαλκάνια «υπόσχονταν» σταθερά ανοδική οικονομική ανάπτυξη από τις εισροές κεφαλαίων του εξωτερικού και η παγκόσμια οικονομία είχε συγκριτικά ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης.

* Όταν για μια 5ετία περίπου, χάρη στο φθηνό δανεικό χρήμα παγκοσμίως, άδραξαν την ευκαιρία και οι ελληνικές τράπεζες να κερδοσκοπήσουν κάνοντας το ίδιο κόλπο. Δανείζονταν φτηνά για να πουλάνε ακριβά δάνεια, συντηρώντας έτσι την κατανάλωση με χρέη ακόμα και στις πιο φτωχές γωνιές του πλανήτη, όπως τα Βαλκάνια. Δυνατότητα που τώρα αρχίζει να σκαλώνει.

Η πρώτη γερή αμφισβήτηση ήρθε από ανάλυση της Deutsche Bank στις αρχές Ιανουαρίου, η οποία προειδοποίησε για τα μακροοικονομικά προβλήματα των γειτονικών χωρών και υποβάθμισε τις τράπεζες που έχουν ισχυρή παρουσία σε χώρες όπως η Ρουμανία. 

Στο στόχαστρο βρέθηκε ο όμιλος Eurobank του Λάτση με προειδοποιήσεις για την «ποιότητα των χαρτοφυλακίων», ο οποίος λίγο ως πολύ φωτογραφήθηκε ως πιθανή, εν δυνάμει, «ελληνική Northern Rock» (η βρετανική τράπεζα που χρεοκόπησε και «σώθηκε» από το βρετανικό κράτος). Αμέσως η τράπεζα έσπευσε να διαψεύσει και να βάλει μπρος έναν μηχανισμό ανταγωνιστικών εκθέσεων από άλλους οίκους όπως η Citigroup που έλεγαν το αντίθετο, ότι τα πράγματα δηλαδή είναι μέλι γάλα.

Μετά από αυτό, οι τραπεζίτες δεν κοιμούνται πια ήρεμα. Ανησυχούν π.χ. για την αγορά της Ρουμανίας (κρίσιμη για τις ελληνικές τράπεζες), αφού «το δεύτερο εξάμηνο του 2007 υπήρξε υποτίμηση της ισοτιμίας του νομίσματος κατά 17%. Γεγονός που προκαλεί φόβους καθώς ένα σημαντικό ποσοστό των δανείων είναι σε ξένο νόμισμα, κάτι που εμπεριέχει πιστωτικό ρίσκο», γράφει η “Ημερησία”. 

Επίσης μέσα στο Φεβρουάριο ο διεθνής οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch υποβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, δυο χώρες στις οποίες έχουν ισχυρή παρουσία οι ελληνικές τράπεζες. Χαμηλή πιστοληπτική αξιολόγηση σημαίνει χαμηλή δυνατότητα εξυπηρέτησης οφειλών, ό,τι χειρότερο δηλαδή για τους τραπεζίτες που κυνηγούν το κέρδος από τους τόκους.

Το αναγνωρίζουν πλέον και τα πιο συντηρητικά οικονομικά φύλλα των εφημερίδων που αναπαρήγαγαν για καιρό μια ειδυλλιακή εικόνα. Χαρακτηριστικό είναι απόσπασμα στην Καθημερινή το Φεβρουάριο: 

«Σήμερα η εικόνα των Βαλκανίων, τουλάχιστον πολιτικά, δεν μοιάζει τόσο ειδυλλιακή όσο πριν από ένα χρόνο. Η Σερβία κινείται σε τροχιά σύγκρουσης με την Ευρώπη στο θέμα του Κοσόβου, εξέλιξη που μπορεί να καθυστερήσει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και μαζί την ανάπτυξη της οικονομίας της. Οι σχέσεις Αθήνας - Σκοπίων βρίσκονται στο χειρότερο σημείο των τελευταίων ετών ενώ δυσκολίες εμφανίζονται και σε μακροοικονομικό επίπεδο».

Το επισημαίνει για πρώτη φορά ανοιχτά και η Τράπεζα της Ελλάδος στην Ετήσια Έκθεση: "Ο πιστωτικός κίνδυνος, ιδίως λόγω της επέκτασης των δραστηριοτήτων των ελληνικών τραπεζών σε αναπτυσσόμενες αγορές του εξωτερικού (Βαλκάνια), αποτελεί τη σημαντικότερη μορφή κινδύνου για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα".

Ήδη σύμφωνα με την ΤτΕ, το άνοιγμα των ελληνικών τραπεζών εκτός συνόρων εμφανίζει αύξηση από 136% σε 183% των ιδίων κεφαλαίων τους, μέσα σε διάστημα λιγότερο από ένα χρόνο.

Η ραγδαία ανάπτυξη των χαρτοφυλακίων δανείων και η όξυνση του ανταγωνισμού μεταξύ των τραπεζών τα τελευταία χρόνια, δημιουργούν σε οικονομικούς αναλυτές ανησυχία για την ποιότητα των χαρτοφυλακίων και τους κινδύνους που έχουν αναλάβει οι εγχώριες τράπεζες.

Όπως, προκύπτει από τα στοιχεία της Deloitte, «το σύνολο των δανείων ως ποσοστού του ΑΕΠ στην Ελλάδα είχε διαμορφωθεί στο 86%, σημαντικά χαμηλότερου του 131% που είναι ο μέσος όρος στην Ε.Ε. των 25», αναφέρει η Καθημερινή. «Ωστόσο, η Ελλάδα μέσα σε λίγα χρόνια πραγματοποίησε ένα μεγάλο άλμα, ξεπερνώντας –σε ό,τι αφορά τα επίπεδα δανεισμού– χώρες όπως η Φινλανδία (79%) και προσεγγίζοντας χώρες όπως η Ιταλία (96%) και η Γαλλία (105%)… Η εμπειρία έχει δείξει ότι τις περισσότερες φορές άλματα σε νέα πεδία, όπως ήταν η λιανική για τις εγχώριες τράπεζες, συνεπάγονται παιδικές ασθένειες».

Μέχρι τώρα τα όποια προβληματικά δάνεια εν πολλοίς «χάνονταν» κάτω από τον θεαματικό όγκο νέων εργασιών. Όμως από εδώ και πέρα ο όγκος των εργασιών δεν θα αυξάνεται με τους ρυθμούς των προηγούμενων ετών, ενώ παράλληλα τα προβληματικά δάνεια θα πολλαπλασιάζονται εντός κι εκτός συνόρων.

«Ήδη διακρίνουμε δύο ειδών επιπτώσεις στα Βαλκάνια», αναφέρει ο Έρικ  Μπέργκλοφ, όχι κάποιος «αιρετικός» αλλά ο επικεφαλής στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Ανοικοδόμησης (για την Αν. Ευρώπη). «Ένα βραχυπρόθεσμο πρόβλημα ρευστότητας και μία μακροπρόθεσμη αύξηση στο κόστος δανεισμού. Οι πιο σημαντικές επιπτώσεις θα παρατηρηθούν μακροπρόθεσμα με τη μείωση των δεικτών ανάπτυξης, λόγω των δυσκολιών και το υψηλότερο κόστος της πιστωτικής ικανότητας».

Όπως υποστηρίζει, πέντε χώρες με υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα σημαντικότερα προβλήματα στο μέλλον λόγω του περιορισμού των ροών κεφαλαίου από το εξωτερικού. Πρόκειται για τη Λετονία, τη Βουλγαρία, την Ουγγαρία, τη Ρουμανία και τη Σερβία.

Επίσης ο αυξανόμενος πληθωρισμός, ως παγκόσμιο πρόβλημα, είναι ένα ακόμη ζήτημα που αντιμετωπίζει η περιοχή. Ο συνδυασμός των πληθωριστικών πιέσεων και των υψηλών εμπορικών ελλειμμάτων διαμορφώνουν συνθήκες υποτίμησης σε ορισμένα νομίσματα: 

«Οι ισοτιμίες αρκετών νομισμάτων στη Βαλτική και τα Βαλκάνια παραμένουν εύθραυστες σε περίπτωση απότομης προσγείωσης της παγκόσμιας οικονομίας», υπογραμμίζει ο Έρικ  Μπέργκλοφ. «Εάν μια ισχυρή παγκόσμια επιβράδυνση χτυπήσει την επενδυτική εμπιστοσύνη μια άτακτη υποτίμηση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Αυτό μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε ύφεση τις χώρες της περιοχής».

Οι προειδοποιητικοί «χρησμοί» αφορούν και στην ελληνική οικονομία που έχει δέσει σημαντικό μέρος της πορείας με το λεγόμενο «Βαλκανικό στόρι», αλλά πλέον βρίσκεται αντιμέτωπη με επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, αυξανόμενο πληθωρισμό και δραματική άνοδο του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών (εισαγωγές-εξαγωγές) στο 14% του ΑΕΠ.

Αλλά όπως κάθε καπιταλισμός, έτσι κι ο ελληνικός όταν αγκομαχάει γίνεται πιο σκληρός κι επιθετικός. Τόσο στις κατακτήσεις των εργαζόμενων και της νεολαίας, όσο και στην πολιτική που χαράσσει για τα ζωτικά του συμφέροντα στα Βαλκάνια, σε συνθήκες γενικευμένης αστάθειας που προκαλούν οι ιμπεριαλιστικές νεοαποικιακές επεμβάσεις.

Γι’ αυτό οι οικονομικοί αγώνες ώστε να μπουν οι ανάγκες μας πάνω από τα κέρδη των τραπεζιτών (η υπεράσπιση του ασφαλιστικού, των μισθών, οι μάχες κατά των ιδιωτικοποιήσεων), είναι δεμένοι με τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια που προωθούν την ειρήνη και ενότητα των απλών ανθρώπων στα Βαλκάνια. Κόντρα στα συλλαλητήρια του εθνικιστικού μίσους και σε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Καραμανλή που τυλίγεται με τον «μανδύα» φιλόδοξου τοποτηρητή.

 

• «Ξεπερνούν τα 14 δισ. ευρώ τα κεφάλαια από Ελλάδα που έχουν επενδυθεί στα Βαλκάνια (4.000 επιχειρήσεις) με την Ελλάδα να είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στην ΠΓΔΜ, την Αλβανία και τη Σερβία», κοκορεύεται ο υφυπουργός Εξωτερικών κ. Π. Δούκας σε συνέντευξη που έδωσε στις 5 Μαρτίου στη Θεσσαλονίκη, εστιάζοντας σε τρία σημεία. 

•  Η Ελλάδα είναι ο βασικότερος ξένος επενδυτής για την Αλβανία με επενδυμένο κεφάλαιο άνω των 800 εκατ. δολ. και στην ΠΓΔΜ με 1 δισ. δολ.

•  Είναι τρίτος σημαντικότερος επενδυτής στη Βουλγαρία όπου έχουν επενδυθεί κεφάλαια 1,5 δισ. ευρώ. Οι ελληνικές τράπεζες κατέχουν το 23,6% των συνολικών τραπεζικών κεφαλαίων. 

•  Την τρίτη θέση κατέχει η Ελλάδα ως επενδυτής στη Ρουμανία. Ο ελληνικός τραπεζικός τομέας κατέχει τη 2η θέση μεταξύ των ξένων επενδυτών (με 15,4%), μετά την Αυστρία.