Άρθρο
Pωσία - H επιστροφή της δεύτερης “υπερδύναμης”;

Κηδεία της δημοσιογράφου Aννα Πολιτόφσκαγια

O Nίκος Λούντος εξηγεί γιατί η Pωσία του Πούτιν δεν είναι “αντίβαρο” στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.

Ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ είναι ο νέος πρόεδρος της Ρωσίας μετά τις προεδρικές εκλογές της 2 Μαρτίου. Παρότι ήταν πολλές οι καταγγελίες για νοθεία, έχουν να κάνουν όχι με το πρόσωπο του νικητή αλλά με το πραγματικό εύρος της νίκης. Εκπληξη δεν ήταν για κανέναν η νίκη του Μεντβέντεφ. Επισήμως συγκέντρωσε περισσότερο από 70% των ψήφων. Επίσης αδιαμφισβήτητο είναι ότι η εκλογή του Μεντβέντεφ είναι συνέχεια της προεδρίας Πούτιν. Ο Πούτιν ήταν αυτός που προώθησε τον Μεντβέντεφ στη θέση του υποψήφιου προέδρου και τον στήριξε με όλες του τις δυνάμεις. Το Σύνταγμα δεν επέτρεπε στον ίδιο τον Πούτιν να διεκδικήσει για τρίτη φορά το ανώτατο αξίωμα. Ο Μεντβέντεφ δήλωσε ότι μόλις αναλάβει επίσημα την προεδρία στις αρχές Μάη, θα διορίσει τον Πούτιν στη θέση του πρωθυπουργού. Είναι υπαρκτό το σενάριο ότι ο Πούτιν μετά το “διάλειμμα” στη θέση του πρωθυπουργού θα θελήσει να επιστρέψει στη θέση του Προέδρου.

Η ατσαλένια σταθερότητα με την οποία ο Πούτιν έκανε τις εκλογές δίχως αντίπαλο και χωρίς να “κουνηθεί φύλλο” ήταν ένα ακόμη σημάδι για την επιστροφή της Ρωσίας ως ισχυρής δύναμης στο παγκόσμιο σκηνικό. Είναι συμβολική η σύγκριση ανάμεσα στη Ρωσία του άρρωστου και μεθυσμένου Μπόρις Γιέλτσιν και στη Ρωσία του ισχυρού και αδίστακτου Πούτιν. Τον Αύγουστο του 1998 η Ρωσία επί προεδρίας Γιέλτσιν έφτασε στο χαμηλότερο οικονομικό επίπεδο της ιστορίας της, ήταν η χρονιά της οικονομικής κρίσης και της κατάρρευσης του ρουβλίου, που έφερε την παραγωγή της χώρας στο 55% του επιπέδου του 1989. Το ρούβλι έχασε το 60% της αξίας του μέσα σε δύο μήνες και η Ρωσία δήλωσε αδυναμία αποπληρωμής του εξωτερικού της χρέους. 

Ολόκληρη η δεκαετία του '90 ήταν γεμάτη εσωτερική αστάθεια και υποχωρήσεις στο διεθνές κύρος της Ρωσίας. Σήμερα, η Ρωσία προβάλλεται ως ανερχόμενη δύναμη, με λόγο που “αντιστέκεται” στις ΗΠΑ και πρωτοβουλίες που παίζουν ρόλο. Παράλληλα η οικονομία της βρίσκεται από το 1999 και μετά σε διαρκή ανάπτυξη, η κατακόρυφη άνοδος της τιμής του πετρελαίου έχει γεμίσει τα θησαυροφυλάκιά της με συνάλλαγμα, και εσωτερικά ο Πούτιν κατάφερε να εγκαθιδρύσει ένα σχεδόν μονοκομματικό καθεστώς.

Οι αλλαγές αυτές είναι σημαντικές και έχουν μεγάλες επιπτώσεις στις διεθνείς ισορροπίες. Ομως χρειάζεται να ξεδιαλύνουμε σε ποιο βαθμό και σε ποιες πλευρές η επαναφορά της Ρωσίας στη θέση της “υπερδύναμης” είναι πραγματικότητα και πού είναι μύθος.

Ενα βασικό ξεκαθάρισμα είναι ότι ο ανταγωνισμός των υπερδυνάμεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, μετά το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο δεν ήταν ιδεολογικός. Τα δύο μπλοκ ανταγωνίζονταν μεταξύ τους για τις σφαίρες επιρροής τους και το μοίρασμα του πλανήτη, όχι γιατί το ένα ήταν ο “καπιταλισμός” και το άλλο ο “σοσιαλισμός”. Ο Ψυχρός Πόλεμος ήταν μια μάχη μεταξύ δύο αντίπαλων ιμπεριαλιστικών μπλοκ. Η κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ μετά το 1989 ήταν η ήττα του ενός από τα δύο μπλοκ και η Ρωσία ως η βασική δύναμη της “Ανατολής” δέχτηκε ιστορικό πλήγμα. Ομως η ήττα της Ρωσίας δεν εξαφάνισε και τις αιτίες του ανταγωνισμού. Δεν ζούμε πλέον στην εποχή των υπερδυνάμεων, αλλά ούτε και της μίας και αδιαμφισβήτης υπερδύναμης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες συνεχίζουν να ανταγωνίζονται παλιές (Ευρώπη, Ιαπωνία) και ανερχόμενες δυνάμεις (Κίνα). Η Ρωσία δεν έπαψε ποτέ να είναι ένας παίχτης στην παγκόσμια σκακιέρα.

Ακόμη και στις χειρότερες στιγμές της, η Ρωσία διατηρεί κάποια χαρακτηριστικά που τη φέρνουν στο κέντρο των ανταγωνισμών. Παραμένει μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ όπου απαιτείται ομοφωνία, κι αυτό σημαίνει ότι μια διαφωνία της Ρωσίας σε ένα βασικό ζήτημα, όπως σήμερα με την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου, απειλεί αμέσως να μετατραπεί σε διεθνή κρίση. Συνεχίζει να είναι η χώρα με το δεύτερο μεγαλύτερο πυρηνικό οπλοστάσιο. Είναι μια τεράστια χώρα που ξεκινάει από την Ευρώπη και φτάνει ως την Απω Ανατολή, διατρέχοντας 13 διαφορετικές ωρολογιακές ζώνες. Εχει στον έλεγχό της σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου και πετρελαίου, και η Ευρώπη εξαρτάται από την παροχή ενέργειας από τη Ρωσία. Είναι η δεύτερη χώρα και σε παραγωγή και σε εξαγωγή πετρελαίου μετά τη Σαουδική Αραβία.

Υπάρχουν όντως λόγοι που αναβαθμίζουν την Ρωσία. Ενας είναι τα πλήγματα που έχει δεχθεί η ηγεμονία των ΗΠΑ. Ο “αντιτρομοκρατικός” πόλεμος του Μπους είχε βασικό στόχο να “κόψει τον αέρα” στους επίδοξους ανταγωνιστές. Μέχρι στιγμής έχει τα ανάποδα αποτελέσματα. Το Ιράκ αποδείχθηκε βάλτος για τις ΗΠΑ και αυτό έφερε τον Πούτιν σε θέση που να μπορεί να ειρωνεύεται τον Μπους ακόμη και σε συνόδους των G8, αλλά και να παρεμβαίνει με πυγμή στα καυτά ζητήματα. Η Ρωσία ήταν η βασική χώρα που μπλοκάρισε με απειλή βέτο την αναγνώριση του Κοσόβου. Εδωσε ανοιχτά στήριξη στη Σερβία. Απειλεί ότι μπορεί να ξαναστείλει στρατεύματα στο Κόσοβο για να “προστατεύσει” τη σέρβικη μειονότητα στη Μιτρόβιτσα. Ο ηγέτης της σερβικής αντιπολίτευσης, Νίκολιτς, έφτασε να δηλώσει ότι η Σερβία θα έπρεπε να γίνει ρώσικη επαρχία. Ο Πούτιν απείλησε την Ουκρανία ότι μπορεί να στρέψει εναντίον της ρώσικους πυραύλους αν τολμήσει να ενταχθεί στην αμερικάνικη αντιπυραυλική ασπίδα, ενώ κατά καιρούς κλείνει τους αγωγούς παροχής αερίου προς την Ουκρανία και μέσω αυτής προς την Ευρώπη. Ανοιξε διάλογο με την ηγεσία του Ιράν, προτείνοντας τη μετεγκατάσταση πυρηνικών εργοστασίων στη Ρωσία.

Οι δυνάμεις που συντάσσονται με τη Ρωσία δεν έχουν να κερδίσουν κάτι περισσότερο από όσο αν συνταχθούν με τις ΗΠΑ. Η Σερβία πλήρωσε τη ρώσικη υποστήριξη στο Κόσοβο με ένα ξεπούλημα των φυσικών της πόρων στην Gazprom. Αντίστοιχες διαμάχες εξελίσσονται σε όλο το υπογάστριο της Ρωσίας με στόχο τη μοιρασιά των “δρόμων του πετρελαίου”, των κοιτασμάτων και των αγωγών. Πίσω από το “ενδιαφέρον” της Ρωσίας για τα δικαιώματα των Σέρβων βρίσκεται ο ανταγωνισμός μεταξύ του αγωγού South Stream που μεταφέρει αέριο της Gazprom και του αμερικάνικων συμφερόντων αγωγού AMBO.

Οι “αγριάδες” της Ρωσίας όμως έχουν όρια. Τα έξοδα για εξοπλισμούς της ΕΣΣΔ το 1985 ήταν το 104% των αντίστοιχων αμερικάνικων. Σήμερα η Ρωσία ξοδεύει το 4,5% από όσο ξοδεύουν οι ΗΠΑ. Το εθνικό εισόδημα της Ρωσίας είναι περίπου ένα τρισεκατομμύριο δολάρια. Οι ΗΠΑ έχουν πάνω από 13,2 τρισεκατομμύρια. Από το 1989 και μετά, οι ΗΠΑ έχουν εξαπολύσει έναν μονομερή και επιθετικό Ψυχρό Πόλεμο κατά της Ρωσίας. Χώρες που ανήκαν στην ΕΣΣΔ ή στους δορυφόρους της πέρασαν στο ΝΑΤΟ ή στην αμερικάνικη σφαίρα επιρροής. Σε Ουκρανία, Μολδαβία από τη μια μεριά, και Γεωργία, Ουζμπεκιστάν, και Αζερμπαϊτζάν από την άλλη, οι Αμερικάνοι έχουν το πάνω χέρι, με τις ΗΠΑ να παίζουν ρόλο ακόμη και στις πορτοκαλί “επαναστάσεις” που εφεραν στην εξουσία φιλοδυτικά καθεστώτα. Η αντιπυραυλική ασπίδα είναι μια ανοιχτή πράξη επίθεσης κατά της Ρωσίας. Το 2002, με πρόσχημα το Ιράκ, ο Μπους κατήργησε την συνθήκη κατά των αντιπυραυλικών συστημάτων που είχε υπογραφεί το 1972. Εγκατάσταση αμερικάνικων πυραύλων στην Τσεχία και την Πολωνία, ακόμη και στην Ουκρανία, με υποτιθέμενο στόχο κάποια απειλή τη Μέση Ανατολή είναι ένα παραμύθι που δύσκολα μπορεί να πιστεψει η Ρωσία. Από τότε που ο πιο κοντινός στη Μόσχα δυτικός πύραυλος βρισκόταν στο Δυτικό Βερολίνο, εξελίχθηκε μια περικύκλωση από Πολωνία, Τσεχία, Ουζμπεκιστάν, ενώ η Ιαπωνία συνεχίζει να δέχεται στρατιωτική στήριξη από τις ΗΠΑ.

Η επιστροφή της Ρωσίας στη διεθνή σκακιέρα είχε σαν απαραίτητο προαπαιτούμενο την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Μετά το 1998, το ΑΕΠ άρχισε να αυξάνει, κατά 6% το 1999, 10%, το 2001, 4-7% στη συνέχεια. Η ανάκαμψη ήταν σε μεγάλο βαθμό φυσιολογική εξέλιξη της κρίσης. Μέσα στη βαθειά καταστροφή, οι πιο ισχυροί καπιταλιστές που επιβίωσαν μπόρεσαν να ξαναμοιράσουν την πίτα προς όφελός τους, έχοντας ως βοήθεια το υποτιμημένο ρούβλι. Η συγκεντροποίηση του ρώσικου πλούτου συνεχίζεται. Στη λίστα των 100 δισεκατομμυριούχων του πλανήτη που συντάσσει το περιοδικό Forbes φέτος περιλαμβάνονται 14 Ρώσοι. Μόλις πριν από δύο χρόνια ήταν 11. Ομως, ο βασικός μοχλός πάνω στον οποίο στηρίχθηκε η συνέχεια της ανάκαμψης ήταν η παγκόσμια άνοδος της τιμής του πετρελαίου.

Το ζήτημα που δεν έχει λύσει ο ρώσικος καπιταλισμός είναι αν τα τεράστια έσοδα από το πετρέλαιο, μπορούν να παίξουν ρόλο για ανάπτυξη της υπόλοιπης οικονομίας. Προς το παρόν, οι οικονομολόγοι συμφωνούν πως συμβαίνει το αντίθετο, αυτό που τη δεκαετία του '60 ονομαζόταν “ολλανδική ασθένεια”. Η άνοδος του πετρελαίου εκτοξεύει την τιμή του ρουβλίου και αυτό δυσκολεύει τις ρώσικες εξαγωγές, σπρώχνοντας τους ρώσους κεφαλαιοκράτες να επενδύουν στο εξωτερικό και έτσι να μένουν εξαρτημένοι από τον έλεγχο του πετρελαίου. Το 2004 οι εξαγωγές πετρελαίου ήταν το 55% του συνόλου των ρώσικων εξαγωγών. Ο όγκος της παραγωγής πετρελαίου στην πραγματικότητα δεν έχει φτάσει ακόμη τα επίπεδα του 1990. Τα έσοδα εκτοξεύθηκαν χάρη στην άνοδο των τιμών και όχι χάρη σε επενδύσεις.

Οσο σαθρή και να είναι η βάση της ρώσικης ανάκαμψης, επέτρεψε στον Πούτιν να εδραιώσει την πολιτική του ισχύ και να ενοποιήσει την άρχουσα τάξη της Ρωσίας. Πολλές φορές, ο αυταρχισμός του Πούτιν παρουσιάζεται από τα ΜΜΕ σαν σύγκρουση με τους καπιταλιστές. Οι δύο υποθέσεις της ρήξης του Πούτιν με τους καπιταλιστές Χοντορκόφσκι και Μπερεζόφσκι ήταν χαρακτηριστικές. Ο πράκτορας Λιτβινένκο που κατήγγειλε απόπειρα δολοφονίας του Μπερεζόφσκι βρέθηκε ο ίδιος νεκρός από δηλητηρίαση το Νοέμβρη του 2006. Ομως στην πραγματικότητα δεν υπάρχει κάποια γενικευμένη σύγκρουση. Υπάρχει αναδιάταξη της σχέσης καπιταλιστών και κράτους τα τελευταία χρόνια, αλλά οδηγεί σε πιο ισχυρούς δεσμούς όχι σε ρήξη. Οι καπιταλιστές στη Ρωσία απολαμβάνουν σημαντικά προνόμια και όσον αφορά στην πρόσβασή τους στο κράτος και στη φορολογία (υπάρχει ενιαίος φόρος 13%). Στον τομέα της ενέργειας τα συμφέροντα ήταν τεράστια γι' αυτό εμφανίστηκαν και οι πιο αιματηρές συγκρούσεις. Η πετρελαϊκή εταιρεία Yukos που άνηκε στον Χοντορκόφσκι οδηγήθηκε σε πτώχευση από το κράτος και εξαγοράστηκε από την SibNeft. Στη συνέχεια η κρατική Gazprom εξαγόρασε τη Sibneft δημιουργώντας ένα τεράστιο δίδυμο αερίου-πετρελαίου. Πρόεδρος της Gazprom είναι ο ίδιος ο Μεντβέντεφ.

Ο ιδιωτικός καπιταλισμός στη Ρωσία έκανε την έκρηξή του μέσα από το πλιάτσικο του '89-'92. Οι παλιοί διευθυντές και τα στελέχη του σταλινικού καθεστώτος πήραν στα χέρια τους τις επιχειρήσεις και το φυσικό πλούτο. Ο Χοντορκόφσκι, για παράδειγμα, ο σημερινός νεότερος Pώσος δισεκατομμυριούχος ήταν στέλεχος της “κομμουνιστικής νεολαίας”. Μετά το '92 το πλιάτσικο επισημοποιήθηκε με κανονικές ιδιωτικοποιήσεις. Στην περίοδο Γιέλτσιν εξελίχθηκε ένας ανελέητος πόλεμος στο εσωτερικό της ολιγαρχίας. Τα αφεντικά αφέθηκαν να λύσουν τους λογαριασμούς τους, ενώ το 13% του πληθυσμού έφτασε να έχει εισόδημα όχι κάτω απο το όριο της φτώχειας αλλά από το όριο της επιβίωσης και ο αναμενόμενος μέσος χρόνος ζωής βυθίστηκε από τα 69 στα 64 χρόνια. Ορισμένοι καπιταλιστές εγκατέλειψαν τη χώρα αρπάζοντας ό,τι πρόλαβαν, άλλοι άρχισαν να ανταγωνίζονται με πιο “πρωτόγονους” τρόπους: το 1999 μια σειρά βομβιστικές επιθέσεις ανταλλάχθηκαν μεταξύ αντιπάλων. Ο ρώσικος καπιταλισμός επιβίωσε μέσα από αυτό το σοκ, αλλά είχε βγει πολλαπλά διχασμένος μεταξύ επαρχιών, τοπικών κυβερνήσεων και διαφορετικών ομάδων επιχειρηματιών.

Ο Πούτιν, πατώντας πάνω στην άνοδο του πετρελαίου, προσπάθησε να επιβάλει την τάξη. Κλιμάκωσε τον πόλεμο στην Τσετσενία βάζοντας παράλληλα φρένο σε κάθε είδους αποκέντρωση. Ενας τρόπος ήταν ο διοικητικός συγκεντρωτισμός. Ανάμεσα στις αλλαγές είναι ότι οι τοπικοί κυβερνήτες διορίζονται απευθείας από τον Πρόεδρο και δεν εκλέγονται. Μαζί με την επίθεση στον “τοπικισμό” και την επιστροφή του ρώσικου “κύρους” ήρθε και η ενίσχυση του εθνικισμού ως ιδεολογία του κράτους και του ίδιου του Πούτιν.

Ο εκλογικός νόμος άλλαξε και το όριο για την είσοδο στη Δούμα (τη ρώσικη βουλή) για ένα κόμμα αυξήθηκε από 5% σε 7%. Καταργήθηκε το κατώτατο όριο συμμετοχής στις εκλογές που ήταν 25%. Για να κατέβει ένα κόμμα στις εκλογές πρέπει να έχει 50.000 δηλωμένα μέλη σε τουλάχιστον μισές από τις επαρχίες της χώρας. Οι λίγες ευκαιρίες που είχαν ανεξάρτητοι να εκλεγούν με τον προηγούμενο εκλογικό νόμο καταργήθηκαν. Το καθεστώς προχώρησε ακόμη και σε δημιουργία ψευτο-κομμάτων. Το κόμμα Ροντίνα θεωρείται δημιούργημα του Πούτιν για να πάρει ψήφους από το εθνικιστικό κομμουνιστικό κόμμμα. Στο χώρο της νεολαίας δημιούργησε το εθνικιστικό “κίνημα” Νάσι. Υπάρχει σχεδόν απόλυτος έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης. Η δολοφονία της δημοσιογράφου Αννα Πολιτκόφσκαγια τον Οκτώβρη του 2006 έδειξε μέχρι πού είναι διατεθειμένο να φτάσει το καθεστώς απέναντι στους επικριτές του. Η Πολιτκόφσκαγια είχε έντονη δράση ενάντια στο βρόμικο πόλεμο της Τσετσενίας. Ηταν όμως μόνο μία από τους 150 δημοσιογράφους που έχουν δολοφονηθεί από το 1993 μέχρι σήμερα.

Αν είναι κάποιος που έχει βιώσει τον αυταρχισμό του Πούτιν δεν είναι οι καπιταλιστές αλλά το κίνημα. Οταν καταστέλλει τους φιλελεύθερους αντιπάλους του ο Πούτιν στην πραγματικότητα στέλνει μηνύματα για το τι τύχη επιφυλάσσεται στο εργατικό κίνημα. Η προετοιμασία των κινητοποιήσεων και η ίδια η διεθνής διαδήλωση ενάντια στη Σύνοδο των G8 στην Πετρούπολη το 2006 δέχθηκαν άγρια καταστολή. Το Μάη του 2007, η πρώτη προσπάθεια για κινητοποίηση του γκέι κινήματος κατέληξε σε μαζικές συλλήψεις ακόμη και δύο ιταλών ευρωβουλευτών που συμμετείχαν για συμπαράσταση. Η αστυνομία όρμηξε κατά της διαδήλωσης μαζί με φασιστικές ομάδες και τη στήριξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας που οργάνωνε αντιδιαδήλωση.

Ενα μέρος του πλούτου από το πετρέλαιο πήγε και στους φτωχούς. Οι πραγματικοί μισθοί ανέβηκαν την τελευταία οχταετία (πχ. 20% το 2001, 10% το 2005) και οι πολύ χαμηλές συντάξεις ενισχύθηκαν. Το ποσοστό της φτώχειας μειώθηκε. Δεν ήταν όμως κίνηση καλής θέλησης. Ηταν μια αναγκαία κίνηση για το ρώσικο καπιταλισμό αν δεν ήθελε να έχει μαζικά νεκρούς από την πείνα. Ομως, οι επιτυχίες είναι περιορισμένες. Παρότι η απόλυτη φτώχεια μειώθηκε, η κοινωνική ανισότητα αυξήθηκε. Ο μέσος όρος ζωής έχει σταθεροποιηθεί αλλά παραμένει στα 65 χρόνια. 245 άνθρωποι ανά 100.000 πέθαναν το 2002 από μη φυσικά αίτια (ατυχήματα, δολοφονίες, αυτοκτονίες), ένα ποσοστό που ξεπερνάει τη Σιέρα Λεόνε (215) και το Μπουρούντι (213). Τα κοινωνικά στοιχεία είναι ακόμη μια υπενθύμιση ότι η οικονομική ανάπτυξη έχει πάρα πολλά όρια. Το μισό ΑΕΠ της Ρωσίας παράγεται στις περιφέρειες της Πετρούπολης, της Μόσχας και του Τιούμεν στη Σιβηρία. Η παραγωγή τώρα πλησιάζει το επίπεδο του 1991, έχουν μεσολαβήσει 16 χαμένα χρόνια. Η κατανάλωση το 2005 ξεπερνούσε το 120% του επιπέδου του 1991, οι επενδύσεις όμως δεν έφτασαν ούτε το 40%. Παρά το μύθο της σύγκρουσης με τους καπταλιστές, ο Πούτιν δεν κατάφερε να στρέψει μεγάλο μέρος από τα τεράστια έσοδα λόγω πετρελαίου στην ανοικοδόμηση των δημόσιων έργων, σε δημόσιες υπηρεσίες. Το μεγαλύτερο μέρος των εσόδων συσσωρεύεται σε ιδιωτικές τσέπες και επενδύεται περισσότερο στο εξωτερικό.

Συνοψίζοντας, η Ρωσία είναι μια δύναμη που ξαναδιεκδικεί ρόλο στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, αξιοποιώντας την οικονομική της ανάκαμψη και την εσωτερική της σταθεροποίηση. Είναι όμως μια ανάκαμψη με πήλινα πόδια. Μια αναταραχή στις παγκόσμιες τιμές μπορεί να διαλύσει όλες τις επιτυχίες της τελευταίας οχταετίας και να στεγνώσει τα κρατικά ταμεία. Ομως οι ανταγωνισμοί της με τις ΗΠΑ είναι πραγματικοί. Λίγες μέρες μετά την εκλογή Μεντβέντεφ έγιναν αμερικανο-ρωσικές αερομαχίες κοντά στην Ιαπωνία και την Κορέα. Μπορεί να ήταν “συμβολικές”, όμως κανείς δεν ξέρει πόσο συμβολικές μπορούν να παραμείνουν οι απειλές για χτύπημα στην Ουκρανία ή για αποστολή στρατού στο Κόσοβο. Γι' αυτό και δεν υπάρχει λόγος για καμιά αυταπάτη ότι η επιστροφή της Ρωσίας αποτελεί “αντίβαρο” για τη δύναμη των ΗΠΑ, ούτε νοσταλγία για την εποχή των δύο πόλων. Η αναθέρμανση των ανταγωνισμών είναι παράγοντας αποσταθεροποίησης που κάνει πιο επικίνδυνο ολόκληρο τον πλανήτη και είναι ένας ακόμη λόγος για να δυναμώσουμε τη μάχη ενάντια στον ιμπεριαλισμό.