Πέτρος Παπακωνσταντίνου: Tο χρυσό παραπέτασμα - H γέννηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού
Τιμή: 16.2 ευρώ, 390 σελίδες, Εκδόσεις A.A.-Λιβάνη
Η συζήτηση για τον καπιταλισμό της εποχής μας έχει ενδιαφέρον από πάρα πολλές απόψεις. Οι απαντήσεις που δίνονται από τις δυνάμεις της Αριστεράς στα ερωτήματα που ανακύπτουν καθορίζει εν πολλοίς και την πολιτική τους παρέμβαση στους αγώνες που ξεδιπλώνονται σήμερα. Μπορούμε να μιλάμε για ένα σύστημα που διατηρεί τα ουσιώδη γνωρίσματα που είχε εντοπίσει ο Μαρξ; Τι είναι ο ιμπεριαλισμός και ο νεοφιλελευθερισμός, πολιτικές κάποιων μερίδων του κεφαλαίου ή βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος; Ποια κοινωνική δύναμη μπορεί να αντιπαρατεθεί συνολικά και νικηφόρα με το σύστημα;
Σε προηγούμενο τεύχη του Σοσιαλισμός από τα κάτω έχουμε ασχοληθεί με τέτοια ερωτήματα και τις απαντήσεις που λαμβάνουν –όπως για παράδειγμα στη παρουσίαση του βιβλίου του αμερικάνου μαρξιστή Ντέηβιντ Χάρβι «Νεοφιλελευθερισμός». Ο Π. Παπακωνσταντίνου, δημοσιογράφος και μέλος του ΝΑΡ, κάνει μια τέτοια απόπειρα με το βιβλίο του (δανειζόμενος ένα μεγάλο μέρος της ανάλυσής του από τον Χάρβι).
Ο συγγραφέας, πολύ σωστά, απορρίπτει τις απόψεις που κατά κανόνα είναι συνδεδεμένες με τον Τ. Νέγκρι και που μαζί με το τέλος του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού κηρύσσουν και το τέλος της εργατικής τάξης και του κινήματός της ως υποκειμένου της αλλαγής της κοινωνίας.
Επισημαίνει επίσης ότι «οι αναστατώσεις των τελευταίων ετών αποτελούν πρόδρομα φαινόμενα διπλού κλονισμού του διεθνούς συστήματος: λανθάνουσας κρίσης της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας που από τη χειμαρρώδη ανάπτυξη των τριών πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών τείνει να αποτελματωθεί στα στάσιμα νερά της χρόνιας ύφεσης- και κρίσης της αμερικανικής ηγεμονίας, με πρώτο ορόσημο την ήττα στο Βιετνάμ και δεύτερο τη χρεοκοπία των νεοσυντηρητικών στο Ιράκ». (σελ. 24-25).
Μια άλλη σωστή παρατήρηση, από τις πολλές που διατυπώνονται, είναι η κατάρριψη των απόψεων που υποστηρίζουν ότι ζούμε σε ένα σύστημα που το πάνω χέρι το έχουν πάρει οι «κερδοσκόποι» απέναντι στο «παραγωγικό κεφάλαιο». Είναι μια άποψη που υιοθετείται από κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς στην Ευρώπη και αλλού, που υπόσχονται μια «αντινεοφιλελεύθερη» διαχείριση που θα απαλλάξει το σύστημα από τα καρκινώματα και τις υπερβολές. Όπως γράφει ο Π.Π αφού παραθέτει μια σειρά στοιχεία: «…τίποτα δεν δικαιολογεί την υπόθεση για μια θεμελιακή μετάλλαξη του ‘παραγωγικού’ καπιταλισμού σε ‘καπιταλισμό του καζίνο’. Αντιθέτως, αυτό που υποδηλώνεται είναι η επιστροφή, από ορισμένες απόψεις, του καπιταλισμού στα δεδομένα του 1920-1930».
Ωστόσο το γενικό αποτέλεσμα είναι άνισο. Θα χρειαζόταν περισσότερος χώρος για να ασχοληθούμε με τις πτυχές της ανάλυσης του βιβλίου που αφορούν πχ τις αιτίες της μεταπολεμικής άνθισης του καπιταλισμού ή τον νόμο της αξίας και το «μηχανισμό» της τάσης του συστήματος προς την κρίση. Ο τίτλος του βιβλίου αναφέρεται στη «γέννηση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού». Όταν ο Π.Π προσπαθεί να διατυπώσει τι είναι αυτό που γεννιέται, η ανάλυση γίνεται προβληματική από πολλές απόψεις.
Ο όρος ολοκληρωτικός καπιταλισμός «παραπέμπει λιγότερο στο αγγλικό ‘totalitarian capitalism’ που υπονοεί τον πολιτικό ολοκληρωτισμό και περισσότερο στο ‘total’ ή ‘global capitalism’ δηλαδή στην έννοια του ‘καθολικού’ καπιταλισμού». Αυτή η «καθολικότητα» είναι κάτι καινούργιο, υποστηρίζει ο Π. Παπακωνσταντίνου, επειδή «Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής επεκτείνεται σχεδόν ολοκληρωτικά, εις βάρος των προκαπιταλιστικών σχέσεων, στα μητροπολιτικά κέντρα και γίνεται κυρίαρχος, έστω με ιδιόμορφα χαρακτηριστικά, στις χώρες της περιφέρειας». (σελ. 365)
Ο καπιταλισμός είναι «παγκόσμιο» σύστημα τουλάχιστον από τις αρχές του 20ου αιώνα. Ποιες είναι οι προκαπιταλιστικές σχέσεις που υποτίθεται ότι καταργούνται με την ανάδυση του ολοκληρωτικού καπιταλισμού και μάλιστα στα «μητροπολιτικά κέντρα»;
Αν ο συγγραφέας εννοεί τις κοινωνικές σχέσεις στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ με κέντρο τη Ρωσία, θα έπρεπε να εξηγήσει ποιοι ήταν οι νόμοι κίνησης αυτού που «διαμορφώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του ’20….ένας ιδιόμορφος, εκμεταλλευτικός και καταπιεστικός κοινωνικός σχηματισμός, εγκλωβισμένος σε νεκρό σημείο…» (σελ. 374). Nα εξηγήσει δηλαδή σε τι συνίστατο ο εκμεταλλευτικός τους χαρακτήρας.
Αν με «προκαπιταλιστικές σχέσεις» εννοεί το δημόσιο τομέα ή το λεγόμενο «κράτος πρόνοιας» τότε η ανάλυση ισορροπεί επικίνδυνα στα όρια του ρεφορμισμού. Ο κρατικός τομέας της οικονομίας, δεν ήταν μια μη-καπιταλιστική νησίδα που τώρα υφίσταται την επιδρομή μιας νέας «πρωταρχικής συσσώρευσης» του κεφαλαίου (όπως ισχυρίζεται ο Χάρβι για παράδειγμα). Λειτουργούσε, και παρά τη φιλολογία περί «λιγότερου κράτους» συνεχίζει να λειτουργεί, για να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και τις ανταγωνιστικές του ανάγκες.
Το πρόβλημα με μια τέτοια ανάλυση του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ότι κινδυνεύει να αφήνει ανοιχτή τη πίσω πόρτα για απόψεις που καταδικάζει. Για παράδειγμα, ένα από τα γνωρίσματα της «τάσης προς τον ολοκληρωτικό καπιταλισμό» σύμφωνα με τον Π.Π είναι και ότι «με την αξιοποίηση της τρίτης τεχνολογικής επανάστασης ενισχύεται η τάση για ολοκληρωτική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο για το σφετερισμό όλων των σωματικών, πνευματικών και ψυχικών δυνάμεων των εργαζομένων με τη διάλυση κάθε ορίου μεταξύ εργασίας και ελεύθερου χρόνου…» (365-6). Είναι σαν να βάζει απλά αρνητικό πρόσημο εκεί που ο Νέγκρι και ο Χαρντ βάζουν θετικό όταν μιλάνε για την κατάρρευση του νόμου της αξίας και τις δημιουργικές δυνάμεις του «πλήθους» στην «Αυτοκρατορία».
Αυτός ο κίνδυνος γίνεται πιο «ορατός» με διατυπώσεις όπως η εξής: «Το κεφάλαιο τείνει, με το συνδυασμό οικονομικής και εξωοικονομικής βίας, όχι μόνο να ενσωματώσει ιδεολογικά, αλλά και να υπονομεύσει συστηματικά, ει δυνατόν και να διαλύσει, ουσιαστικά, κάθε μορφή οργάνωσης της μισθωτής εργασίας (συνδικάτα, κόμματα). Ιδανική κατάσταση πραγμάτων για τον μέχρι τα άκρα ‘ευλύγιστο’ και δομικά αποσταθεροποιημένο καπιταλισμό της εποχής μας θα ήταν η μετατροπή της μισθωτής εργασίας σε ένα ασπόνδυλο σώμα μοναχικών ατόμων-πωλητών εργατικής δύναμης». (σελ 367).
Προφανώς ο Π.Π δεν ισχυρίζεται ούτε ότι το σύστημα έχει φτάσει σε αυτό το σημείο, ούτε ότι είναι μοιραίο ότι θα φτάσει. Αντίθετα υποστηρίζει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός «έχει δημιουργήσει για πρώτη φορά σε τέτοια ποιότητα τις υλικές προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής ανατροπής». (σελ. 377).
Επιμένει, σε αυτή την κατεύθυνση, ότι η αντικαπιταλιστική Αριστερά πρέπει να αποφύγει δυο κινδύνους. Ο πρώτος να μετατραπεί σε «τελευταίο βαγόνι της σοσιαλφιλελεύθερης Κεντροαριστεράς» και ο άλλος «ο επαναστατικός τελεσιγραφισμός, που θεωρεί πως ό,τι είναι ‘ξεπερασμένο’ για την αυτόκλητη πρωτοπορία, είναι αυτομάτως ξεπερασμένο και για τις λαϊκές μάζες». (σελ. 380).
Σωστές επισημάνσεις. Είναι πραγματικά κρίμα που ο συγγραφέας δεν δίνει συγκεκριμένα παραδείγματα, σε συγκεκριμένες πολιτικές μάχες που έχουν διεξαχθεί ή διεξάγονται αυτά τα χρόνια για το πώς βλέπει η νέα αντικαπιταλιστική Αριστερά όχι μόνο να αποφεύγει αυτούς τους κινδύνους αλλά και να ανοίγει δρόμους προς τα εμπρός «να τη μετασχηματίζει σε αποτελεσματική πολιτική γραμμή».
Ως προς αυτό το σημείο, οι γενικές παρατηρήσεις στο τέλος του βιβλίου, είναι μάλλον χαμήλωμα του πήχη για τον ορίζοντα που ανοίγεται μπροστά στο κίνημα σήμερα. «Η άμεση γενική πολιτική επιδίωξη του ενιαίου μετώπου της μισθωτής εργασίας» είναι η «δημοκρατική ανατροπή των ολιγαρχικών-απολυταρχικών τάσεων του συστήματος». Αυτό «σημαίνει μια ολόκληρη περίοδο αγώνων για την επιβολή των κοινωνικά αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, οι οποίες θα προστατεύουν την εργασία, τη δημοκρατία, την ειρήνη και τον πολιτισμό, από τους πραγματικούς κινδύνους μιας δραματικής οπισθοδρόμησης και θα διαμορφώσουν ένα πιο ευνοϊκό πεδίο πάλης για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό που δεν θα είναι, βέβαια, ιστορικό μονόπρακτο, αλλά μακρά διαδικασία».
Η άποψη ότι ο «σοσιαλιστικός μετασχηματισμός» είναι κάτι που ανήκει στο μακρινό μέλλον και ότι το «εφικτό» σήμερα είναι «κοινωνικά αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» προφανώς και δεν μπορεί να είναι η προοπτική της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Μπορεί να έχει μια πολύ διαφορετική στρατηγική: να δώσει τα πάντα για να νικήσουν οι αγώνες του σήμερα, για να μην περάσουν οι επιθέσεις του κεφαλαίου στο ασφαλιστικό, στη παιδεία για παράδειγμα, ενωτικά με όλες τις δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να παλέψουν για αυτά. Η νίκη σ’ αυτές τις μάχες ανοίγει τη συζήτηση για το «μετά». Και το μετά, είναι η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και το χτίσιμο μιας κοινωνίας των εργατικών συμβουλίων.
Σίγουρα, αυτή η προοπτική δεν στηρίζεται σε έτοιμες συνταγές από το παρελθόν. Η συζήτηση έχει ανοίξει και κάθε μάχη του κινήματος τη τροφοδοτεί με νέα στοιχεία. Από αυτή την άποψη το βιβλίο είναι μια συμβολή σε αυτή την συζήτηση έστω κι αν πολλές από τις απόψεις που υποστηρίζει είναι λάθος.