O Kώστας Bλασόπουλος γράφει για την Aμερική των Mαύρων Πανθήρων και του αντιπολεμικού κινήματος.
Το 1968 ήταν μια καυτή χρονιά για το κίνημα και στην Αμερική. Το Γενάρη η αντεπίθεση Τετ των Βιετκόνγκ έφτανε μέχρι την πρεσβεία των ΗΠΑ στη Σαϊγκόν, αποδεικνύοντας περίτρανα ότι οι ΗΠΑ δεν μπορούσαν να κερδίσουν τον πόλεμο στο Βιετνάμ. Τον Απρίλη η δολοφονία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ έδινε το έναυσμα για εξέγερση στα γκέτο των αμερικάνικων μεγαλουπόλεων. Η εξέγερση κρατάει για μέρες, και χρειάζεται η μεγαλύτερη κινητοποίηση του στρατού από την εποχή του Εμφυλίου μεταξύ Βορείων και Νοτίων για να την καταστείλει. Τον Αύγουστο χιλιάδες διαδηλωτές πολιορκούν το συνέδριο των Δημοκρατικών στο Σικάγο, απαιτώντας υποψήφιος του κόμματος για την προεδρία να είναι ο αντιπολεμικός γερουσιαστής Γιουτζήν Μακάρθυ. Όταν οι Δημοκρατικοί επιλέγουν ένα φιλοπολεμικό υποψήφιο, οι διαδηλωτές εισβάλλουν στο συνέδριο και ξεσπούν βίαιες ταραχές και συγκρούσεις με την αστυνομία που κρατούν μια ολόκληρη βδομάδα. Τον Οκτώβρη, στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μεξικού, δυο μαύροι αθλητές, ο Τόμι Σμιθ και ο Τζον Κάρλος, μέλη της ριζοσπαστικής οργάνωσης Μαύροι Πάνθηρες, υψώνουν τη γροθιά τους κατά τη διάρκεια της απονομής των μεταλλίων σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη ρατσιστική πολιτική των ΗΠΑ. Ενώ η φωτογραφία κάνει το γύρο του κόσμου, και παραμένει σύμβολο αντίστασης μέχρι τις μέρες μας, οι αθλητές αποβάλλονται από την ομάδα και τους αφαιρούνται τα μετάλλια.
Το 1968 ήταν το αποκορύφωμα του κινήματος στην Αμερική. Σε αντίθεση όμως με τη Γαλλία και τον υπόλοιπο κόσμο, όπου το κίνημα ξέσπασε το 68 και επεκτάθηκε τα επόμενα χρόνια, στην Αμερική το κίνημα μέτραγε ήδη πάνω από δέκα χρόνια. Για να καταλάβουμε καλύτερα την εμφάνιση και εξέλιξη αυτού του κινήματος, χρειάζεται να ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο υπόβαθρό του. Ο Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης από το 1947 και μετά έδωσε στην Αριστερά και τα συνδικάτα μέσα στις ΗΠΑ ένα συντριπτικό χτύπημα. Η άρχουσα τάξη ξεκίνησε ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών, που είχε στόχο να διαλύσει και να βάλει στο περιθώριο κάθε συλλογικότητα και κάθε μορφή αντίστασης. Χιλιάδες αριστεροί διώχτηκαν, απολύθηκαν ή φυλακίστηκαν. Τα συνδικάτα εκκαθαρίστηκαν από τους αγωνιστές και παραδόθηκαν στα χέρια μιας διεφθαρμένης γραφειοκρατίας που ήταν πρόθυμη να ξεχάσει κάθε μορφή κινητοποίησης. Οποιοσδήποτε καλλιτέχνης ή διανοούμενος τολμούσε να αμφισβητήσει την αντικομουνιστική ορθοδοξία βρέθηκε στο περιθώριο, ή αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Αμερική, με κορυφαίο παράδειγμα τον Τσάρλι Τσάπλιν. Ταυτόχρονα, η μαζική ανάπτυξη του καπιταλισμού μεταπολεμικά σήμανε μια σημαντική αύξηση του βιοτικού επιπέδου για την εργατική τάξη στις ΗΠΑ. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 τα πράγματα πρέπει να φάνταζαν ιδανικά στα μάτια της άρχουσας τάξης. Είχε καταφέρει να συντρίψει την Aριστερά και τα συνδικάτα και ταυτόχρονα να προσφέρει ένα κομμάτι της πίττας της ανάπτυξης σε μια εργατική τάξη που έμοιαζε ικανοποιημένη και συμβιβασμένη.
Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, αλλά θα έπαιρνε καιρό μέχρι να βγει στην επιφάνεια. Ο σπινθήρας δόθηκε από το κομμάτι που παρέμενε πραγματικός παρίας και δεν είχε αποκομίσει σχεδόν τίποτα από τη μεταπολεμική ανάπτυξη. Εκατό χρόνια μετά την κατάργηση της δουλείας, οι μαύροι εξακολουθούσαν να ζουν σε άθλιες συνθήκες. Ειδικά στις Πολιτείες του Νότου επικρατούσε κυριολεκτικά καθεστώς απαρτχάιντ. Οι μαύροι δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, δεν επιτρεπόταν να πηγαίνουν στα ίδια σχολεία, να ταξιδεύουν στα ίδια τραίνα, ή ακόμα και να τρώνε στο ίδιο εστιατόριο με τους λευκούς, αντιμετώπιζαν διαρκή καταστολή από την αστυνομία και τις ρατσιστικές οργανώσεις, και φυσικά έκαναν τις χειρότερες και λιγότερο αμειβόμενες δουλειές. Για δεκαετίες η ηγεσία των μαύρων, που αποτελείτο σε μεγάλο βαθμό από ιερείς και κοινοτικούς παράγοντες, πίστευε ότι θα μπορούσε να βελτιώσει τη θέση τους σε συνεργασία με το πιο προοδευτικό κομμάτι του λευκού κατεστημένου. Στα μέσα της δεκαετίας του ‘50 τα φτωχά αποτελέσματα αυτής της στρατηγικής έκαναν πολλούς αγωνιστές να αλλάξουν άποψη. Η κατάργηση των διακρίσεων μπορούσε να έρθει μόνο μέσα από μια ενορχηστρωμένη καμπάνια μη βίαιης πολιτικής ανυπακοής. Το Δεκέμβρη του ‘55 η Ρόζα Πάρκς συνελήφθει στο Μοντγκόμερι της Αλαμπάμα γιατί αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της σε ένα λευκό επιβάτη στο λεωφορείο, όπως όριζαν οι ρατσιστικοί νόμοι της εποχής. Σε απάντηση, οι τοπικές οργανώσεις των μαύρων με επικεφαλής τον Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ ξεκίνησαν ένα μποϊκοτάζ όλων των μέσων μαζικής συγκοινωνίας μέχρι την κατάργηση των ρατσιστικών διαχωρισμών. Η νίκη τους μετά από μήνες κινητοποιήσεων πυροδότησε ένα τεράστιο κίνημα πολιτικής ανυπακοής σε όλη τη χώρα.
Χιλιάδες λευκοί φοιτητές ενώνονταν τώρα με τους μαύρους ακτιβιστές σε αμέτρητες δραστηριότητες πολιτικής ανυπακοής: διαδηλώσεις, ολονυχτίες, καθιστικές διαμαρτυρίες σε μαγαζιά που αρνιόνταν να εξυπηρετήσουν μαύρους, κοινές εκδρομές λευκών και μαύρων ακτιβιστών για να σπάσουν οι ρατσιστικοί διαχωρισμοί στα μέσα μεταφοράς, καλοκαιρινά σχολεία για την εκπαίδευση των αναλφάβητων μαύρων, εκστρατείες για την εγγραφή των μαύρων ψηφοφόρων κλπ. Η απάντηση από τη μεριά της αστυνομίας και ρατσιστικών ομάδων όπως η Κου Κλουξ Κλαν ήταν φρικτή: δολοφονίες, ξυλοδαρμοί, συλλήψεις, καταδίκες. Παρόλα αυτά η μαζική συμμετοχή, με αποκορύφωμα την πορεία του ενός εκατομμυρίου στην Ουάσινγκτον το 1963, όταν ο Κίνγκ εκφώνησε τον ιστορικό του λόγο «I have a dream», ανάγκασε επιτέλους την κυβέρνηση να αντιδράσει. Μεταξύ 1963 και 1965 μια σειρά ομοσπονδιακών νόμων κατάργησαν τους ρατσιστικούς διαχωρισμούς και έδωσαν στους μαύρους το δικαίωμα ψήφου χωρίς περιορισμούς. Ήταν μια μεγάλη νίκη του κινήματος, αλλά έβαζε επίσης νέα διλήμματα. Οι νόμοι είχαν αλλάξει, αλλά οι μαύροι παρέμεναν σε συνθήκες φτώχειας και περιθωριοποίησης. Τι θα έπρεπε πλέον να κάνουν; Ίδια ερωτήματα έμπαιναν πλέον και μέσα στο φοιτητικό κίνημα. Η πάλη για τα πολιτικά δικαιώματα είχε πετύχει, αλλά τι θα έπρεπε να γίνει με τα βαθύτερα κοινωνικά προβλήματα; Με ποιο τρόπο μπορούσε να αλλάξει η κοινωνία συνολικότερα; Ποιος έπρεπε να είναι ο ρόλος των φοιτητών μέσα στο κίνημα;
Ένα νέο ζήτημα έμπαινε τώρα στο προσκήνιο, και θα οδηγούσε σύντομα στην πιο βαθειά ριζοσπαστικοποίηση της γενιάς των ακτιβιστών του ‘60. Το Φλεβάρη του 1965 οι ΗΠΑ αποφάσισαν τη μαζική επέκταση της αμερικάνικης παρουσίας στο Βιετνάμ και τη χρήση αμερικανών στρατιωτών στις επιχειρήσεις. Πολύ σύντομα οι ανάγκες σε δυναμικό εξάντλησαν τους επαγγελματίες στρατιώτες και επέβαλλαν την υποχρεωτική στρατολόγηση της νεολαίας. Εκατοντάδες χιλιάδες νεολαίοι βρέθηκαν ξαφνικά να υπηρετούν στις ζούγκλες του Βιετνάμ σε έναν πόλεμο που υποτίθεται ότι γινόταν στο όνομα της ελευθερίας και της πάλης κατά του κομμουνισμού. Χιλιάδες βετεράνοι έβλεπαν από πρώτο χέρι τις κτηνωδίες του αμερικανικού στρατού σε έναν άδικο πόλεμο. Οι βετεράνοι που επέστρεφαν έπαιξαν ένα κρίσιμο ρόλο στη δημιουργία του αντιπολεμικού κινήματος, συμμετέχοντας ένστολοι στις διαδηλώσεις και μεταδίδοντας από πρώτο χέρι τις εμπειρίες τους. Ταυτόχρονα, τα πανεπιστήμια γίνονταν η εστία του αντιπολεμικού κινήματος. Χιλιάδες φοιτητές συμμετείχαν σε καθιστικές διαμαρτυρίες και καταλήψεις, έκαιγαν δημόσια τις κλήσεις στράτευσης, εισέβαλλαν στις δημόσιες υπηρεσίες και κατέστρεφαν τα αρχεία στρατευσίμων, οργάνωναν εκδηλώσεις και συζητήσεις. Τον Απρίλη του 1968 η φοιτητική οργάνωση SDS (Φοιτητές για μια Δημοκρατική Κοινωνία) οργάνωσε μια γενική αποχή σε όλα τα αμερικάνικα πανεπιστήμια στην οποία συμμετείχαν πάνω από ένα εκατομμύριο φοιτητές. Οι ταραχές στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, όταν οι φοιτητές κατέλαβαν το πανεπιστήμιο και συγκρούστηκαν με την αστυνομία για μέρες, απαιτώντας να διακόψει το πανεπιστήμιο τις σχέσεις του με τον αμερικάνικο στρατό, έγιναν θέμα της περίφημης ταινίας «Φράουλες και Αίμα», που έφερε το αντιπολεμικό κίνημα των ΗΠΑ στο κέντρο της προσοχής όλου του κόσμου. Η εμπειρία του να σε κυνηγάει παντού ένα μαζικό κίνημα δεν ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά από τους ηγέτες του G8 στη Γένοβα. Σε όλη τη διάρκεια του πολέμου τα μέλη της κυβέρνησης δεν μπορούσαν να εμφανιστούν πουθενά χωρίς να βρεθούν αντιμέτωποι με μαζικές διαδηλώσεις, που ήταν συχνά πολύ δυναμικές. Οι αντιπολεμικές διαδηλώσεις ήταν αμέτρητες, με αποκορύφωμα τις διαδηλώσεις τον Οκτώβρη του ‘69, στις οποίες συμμετείχαν εκατομμύρια Aμερικάνοι σε όλες τις μεγάλες πόλεις.
Το αντιπολεμικό κίνημα ήταν νικηφόρο. Παρά την προσπάθεια να καθυστερήσουν την αναπόφευκτη ήττα επεκτείνοντας τη φρίκη του πολέμου στη γειτονική Καμπότζη και το Λάος, οι ΗΠΑ τελικά έχασαν τον πόλεμο. Το 1975 οι Βιετκόνγκ έμπαιναν στην Σαϊγκόν και οι Αμερικανοί αποχωρούσαν από την πρεσβεία τους με ελικόπτερο. Χρειάστηκαν πάνω από 15 χρόνια για να ξεπεράσει ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός το «σύνδρομο του Βιετνάμ» και να επιχειρήσει ξανά μια μαζική εισβολή στον πόλεμο του Κόλπου το 1991.
Η σημασία του κινήματος του 60 δεν περιοριζόταν όμως στην αποτροπή του πολέμου του Βιετνάμ. Οι κινητοποιήσεις ενάντια στον ρατσισμό και τον πόλεμο οδήγησαν χιλιάδες ανθρώπους να αμφισβητήσουν σχεδόν οτιδήποτε το σύστημα τους είχε μάθει να θεωρούν δεδομένο και αναπόφευκτο. Το κίνημα για τα δικαιώματα των γυναικών, των ομοφυλόφιλων, των φυλακισμένων, το κίνημα για την σεξουαλική απελευθέρωση, την ελεύθερη έκφραση και την προστασία του περιβάλλοντος ξεπήδησαν μέσα από την εμπειρία του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα και του αντιπολεμικού κινήματος. Οι άνθρωποι που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις διαπίστωναν ότι η μαζική δράση μπορεί να έχει αποτελέσματα.
Το γυναικείο κίνημα ξεπήδησε μέσα από αυτές τις κινητοποιήσεις. Σχεδόν όλες οι ηγετικές μορφές του γυναικείου κινήματος του 60 είχαν περάσει από τις γραμμές του αντιπολεμικού κινήματος και του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα. Τώρα έφταναν να διεκδικούν την κατάργηση των σεξιστικών διακρίσεων, την ισότητα στην εργασία και την αμοιβή, το δικαίωμα στην αντισύλληψη και την έκτρωση. Το σύνθημα «το προσωπικό είναι και πολιτικό» γεννήθηκε μέσα από τους αγώνες αυτής της δεκαετίας. Χιλιάδες γυναίκες συμμετείχαν σε εκδηλώσεις, καταλήψεις και κινητοποιήσεις για τα δικαιώματα τους, ενώ οι οργανώσεις ξεπηδούσαν σαν μανιτάρια. Το κίνημα πέτυχε μια ιστορική νίκη με την κατοχύρωση του δικαιώματος στην έκτρωση το 1973.
Το κίνημα για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων αποτελεί άλλη μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση. Για δεκαετίες οι ομοφυλόφιλοι βρίσκονταν στο περιθώριο, κρύβοντας την ταυτότητα τους, αποδεχόμενοι την καταπίεση, την κατακραυγή και την αστυνομική βαρβαρότητα. Τον Ιούνη του 1969 η αστυνομία έκανε έφοδο στο μπαρ Στόουνγουολ Ινν στη Νέα Υόρκη, στο οποίο σύχναζαν πολλοί γκέι. Ήταν μια συνηθισμένη επιχείρηση ταπείνωσης και εκφοβισμού: ποιος θα περίμενε ποτέ ότι οι «θηλυπρεπείς» ομοφυλόφιλοι θα αντιστέκονταν; Όμως η εμπειρία από τη συμμετοχή στις διαδηλώσεις, τη μαζική αλληλεγγύη και τις συγκρούσεις με την αστυνομία έκαναν τη διαφορά. Οι θαμώνες του μπαρ άρχισαν να συγκρούονται με τους μπάτσους, προσελκύοντας σιγά σιγά εκατοντάδες άτομα από τα γειτονικά μπαρ. Οι συγκρούσεις κράτησαν πέντε ολόκληρες μέρες. Τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο. Χιλιάδες ομοφυλόφιλοι ακτιβιστές οργανώνονταν πια ανοιχτά για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους. Ένα μήνα μετά ίδρυαν το GLF (Μέτωπο για την Απελευθέρωση των Ομοφυλόφιλων). Το GLF οργάνωσε εκατοντάδες πορείες και διαδηλώσεις τα επόμενα χρόνια. Οι πορείες Gay Pride που γίνονται μέχρι σήμερα είναι μια χαρακτηριστική κληρονομιά αυτού του κινήματος.
Η αντίσταση στην καταπίεση ξεπηδούσε ακόμα και στα πιο απίθανα μέρη. Οι φυλακές είναι ακόμα και σήμερα καθρέφτης της ρατσιστικής δομής των ΗΠΑ: η συντριπτική πλειοψηφία των κρατουμένων ήταν και είναι μαύροι, καταδικασμένοι για μικροαδικήματα. Το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα και τον πόλεμο ενέπνεε τώρα τους φυλακισμένους να διεκδικήσουν καλύτερες συνθήκες. Ο μαύρος κρατούμενος Τζορτζ Τζάκσον έγινε μια μορφή έμβλημα για το κίνημα του 60. Ο Τζάκσον ήταν μια συνηθισμένη περίπτωση μαύρου μικροκακοποιού καταδικασμένου σε ισόβια. Μέσα στη φυλακή εμπνέεται από το κίνημα, διαβάζει ιστορία και οικονομικά, γίνεται Μαρξιστής και ιδρύει το 1966 την Μαύρη Αντάρτικη Οικογένεια, μια επαναστατική οργάνωση φυλακισμένων, που απαιτούσε όχι μόνο καλύτερες συνθήκες κράτησης αλλά ακόμα και την ανατροπή της κυβέρνησης. Η οργάνωση του Τζάκσον είχε μεγάλη επιρροή μέσα στις φυλακές και οργάνωσε πολλές εξεγέρσεις κρατουμένων, σε μια από τις οποίες δολοφονήθηκε και ο ίδιος. Τα βιβλία του Τζάκσον για τις συνθήκες στις φυλακές έγιναν πασίγνωστα και οδήγησαν στη δημιουργία ενός σημαντικού κινήματος συμπαράστασης.
Η πάλη ενάντια στο ρατσισμό έμπαινε πλέον και μέσα στους εργατικούς χώρους. Σε πολλά εργοστάσια της αυτοκινητοβιομηχανίας στο Ντιτρόιτ η πλειοψηφία των εργατών ήταν μαύροι. Δεν είχαν να αντιμετωπίσουν μόνο το ρατσισμό, αλλά και τα χαμηλά μεροκάματα και τις άσχημες συνθήκες εργασίας. Η ριζοσπαστικοποίηση που είχε γεννήσει το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα έκανε τους μαύρους εργάτες να οργανωθούν. Η πρώτη και πιο διάσημη τέτοια οργάνωση εμφανίστηκε το καλοκαίρι του 68 στο εργοστάσιο Ντοτζ, και πήρε το όνομα DRUM (Επαναστατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα του Ντοτζ). Το DRUM ξεκίνησε μια παράνομη απεργία στην οποία συμμετείχαν 3.000 εργάτες. Σύντομα παρόμοιες οργανώσεις ξεπηδούσαν και στα άλλα εργοστάσια της περιοχής και τελικά συνενώθηκαν στην Ένωση Μαύρων Επαναστατών Εργατών, μια οργάνωση που έπαιξε σημαντικό ρόλο στις εργατικές κινητοποιήσεις.
Ταυτόχρονα, σε όλο το φάσμα του κινήματος οι αγωνιστές άρχιζαν να βλέπουν τις συνδέσεις ανάμεσα στο ρατσισμό, τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό. Η περίπτωση του διάσημου μαύρου πυγμάχου Μοχάμεντ Άλι, συμβόλου του αγώνα κατά του ρατσισμού, ήταν χαρακτηριστική για πολλούς άλλους αγωνιστές. Ο Άλι αρνήθηκε να υπηρετήσει στον αμερικάνικο στρατό στο Βιετνάμ, παρότι ήξερε ότι θα πήγαινε φυλακή και θα έχανε το δικαίωμα να υπερασπίσει τον τίτλο του στην πυγμαχία. Η εξήγηση που έδωσε για την πράξη του ήταν αφοπλιστική: «Δεν θα πάω να πολεμήσω τους Βιετκόνγκ. Κανένας Βιετκόνγκ δεν με αποκάλεσε ποτέ αράπη». Πολλά άλλα κομμάτια ταύτιζαν την πάλη ενάντια στην καταπίεση με την πάλη ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Η μαζική οργάνωση για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων που εμφανίστηκε την ίδια περίοδο πήρε το όνομα GLF (Μέτωπο για την Απελευθέρωση των Ομοφυλόφιλων) σε ένδειξη αλληλεγγύης στο βιετναμέζικο Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (NLF).
Ταυτόχρονα, οι αγωνιστές αυτοί αμφισβητούσαν τον καπιταλισμό και αναζητούσαν ένα εναλλακτικό μοντέλο κοινωνίας. Για μια ολόκληρη γενιά Aμερικανών ο σοσιαλισμός ήταν ταυτισμένος με τη σταλινική δικτατορία της Σοβιετικής Ένωσης και το δυτικό μπλοκ με την προάσπιση της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ, σε συνδυασμό με τις προϋπάρχουσες εμπειρίες του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα, έκαναν τώρα αυτές τις ιδέες να ξεφτίσουν στα μυαλά χιλιάδων αγωνιστών.
Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ δήλωνε σε μια συγκέντρωση: «Πρέπει κάποτε να αναρωτηθούμε: γιατί υπάρχουν 40 εκατομμύρια φτωχοί εδώ; Και όταν κάνεις αυτή την ερώτηση, αναρωτιέσαι για το οικονομικό σύστημα, για τη διανομή του πλούτου. Και όταν αναρωτιέσαι για αυτά, αρχίζεις να αμφισβητείς την καπιταλιστική οικονομία». Ο Κινγκ, που είχε ξεκινήσει ως οπαδός της μη βίας και της διαπραγμάτευσης με το κατεστημένο, έβλεπε τώρα ότι οι νέοι νόμοι δεν είχαν αλλάξει και πολύ τη ζωή των μαύρων. Η καταπολέμηση της φτώχειας δεν θα ερχόταν με νέους νόμους, αλλά με την κοινή δράση των λευκών και μαύρων εργατών, από έναν «πολυεθνικό στρατό των φτωχών», όπως τον αποκαλούσε. Τη μέρα της δολοφονίας του ο Κινγκ είχε μιλήσει σε μια συγκέντρωση των εργαζόμενων στην καθαριότητα στο Μέμφις, που βρίσκονταν σε απεργία διαρκείας, προτείνοντας τους να οργανώσουν γενική απεργία συμπαράστασης όλων των εργαζόμενων του Μέμφις. Ταυτόχρονα ο Κινγκ καταδίκαζε τον πόλεμο στο Βιετνάμ, λέγοντας ότι τα τεράστια ποσά που σπαταλούνταν σε έναν άδικο πόλεμο μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την καταπολέμηση της φτώχειας στις ΗΠΑ.
Άλλοι προχωρούσαν ακόμα παραπέρα. Αγωνιστές όπως ο Malcolm X πίστευαν ότι η λύση δεν μπορούσε να έρθει από τη μη-βία, αλλά από τη σύγκρουση και την ανατροπή. Ο Malcolm X υπερασπιζόταν το δικαίωμα του κινήματος στην αυτοάμυνα απέναντι στην αστυνομία και στους ρατσιστές και την ανάγκη της πάλης «με κάθε αναγκαίο μέσο». Ο Malcolm X δολοφονήθηκε το 1965. Οι ιδέες του όμως έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην δημιουργία των Μαύρων Πανθήρων, μιας ριζοσπαστικής μαύρης οργάνωσης που ιδρύθηκε το 1966. Για πρώτη φορά μετά το ‘30 μια μαζική πολιτική οργάνωση επιδίωκε το σοσιαλισμό μέσα από την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού. Αλλά και μέσα στο φοιτητικό κίνημα η ριζοσπαστικοποίηση αυξανόταν ραγδαία. Η μαζική φοιτητική οργάνωση SDS, που ήταν αρχικά έντονα αντικομουνιστική, είχε φτάσει να κυριαρχείται από επαναστάτες με αναφορές στο Μάο, τον Γκεβάρα και τον Τρότσκι.
Το 68 ήταν η κορύφωση της ριζοσπαστικοποίησης των προηγούμενων δέκα χρόνων. Όταν το καλοκαίρι το συνέδριο των Δημοκρατικών επέλεξε τελικά έναν οπαδό του πολέμου στο Βιετνάμ ως υποψήφιο πρόεδρο, ήταν πια προφανές ότι η πάλη απέναντι στον πόλεμο και την καταπίεση δεν μπορούσε να έρθει μέσα από τις εκλογές και το πολιτικό κατεστημένο. Εκατοντάδες χιλιάδες αγωνιστές αναζητούσαν με αγωνία την εναλλακτική λύση.
Η αμερικάνικη εκδοχή του ‘68 ήταν εξίσου συγκλονιστική με το Μάη. Υπήρχε όμως μια σημαντική διαφορά. Το τσάκισμα της αριστεράς και των συνδικάτων πριν από την άνθηση του κινήματος έπαιξε καθοριστικό ρόλο. Ο Μάης του 68 θα είχε παραμείνει μια φοιτητική εξέγερση χωρίς τη γενική απεργία των δέκα εκατομμυρίων εργατών και τις καταλήψεις των εργοστασίων. Το κίνημα στην Αμερική είχε και αυτό να δείξει σημαντικές απεργίες. Η πιο σημαντική έγινε το 1970, όταν 400.000 εργάτες της αυτοκινητοβιομηχανίας Τζένεραλ Μότορς απεργούσαν για 10 εβδομάδες.
Παρά όμως τις επιμέρους σημαντικές απεργίες, η εξουδετέρωση των συνδικάτων σήμαινε ότι η εργατική τάξη στην Αμερική δεν κατάφερε να παίξει το ρόλο του συνδετικού ιστού του κινήματος για την ανατροπή του καπιταλισμού και της καταπίεσης. Οι περισσότεροι αγωνιστές έψαξαν αλλού για τον κινητήριο μοχλό του κινήματος: στους ριζοσπαστικοποιημένους φοιτητές, στους περιθωριοποιημένους, στην ένοπλη πάλη, στις αυτόνομες κοινότητες ή στη “μαύρη δύναμη”. Καμιά όμως από αυτές τις εναλλακτικές επιλογές δεν είχε τη δυνατότητα να σταματήσει τη λειτουργία του καπιταλισμού με τον τρόπο που το κάνει μια απεργία, ούτε να πετύχει μια συνολική ανατροπή της κοινωνίας. Μετά το 1969 το αντικαπιταλιστικό κίνημα οδηγήθηκε σε διάσπαση, καθώς άλλοι αγωνιστές έμειναν εγκλωβισμένοι στα πανεπιστήμια, άλλοι οδηγήθηκαν στην ένοπλη σύγκρουση με την αστυνομία, ενώ άλλοι αποτραβήχτηκαν στη δημιουργία αυτόνομων κοινοτήτων. Η αμείλικτη κρατική καταστολή και η περιθωριοποίηση οδήγησαν τελικά το κίνημα στην οπισθοχώρηση.
Το κίνημα της δεκαετίας του ‘60 στην Αμερική έχει τεράστια σημασία. Μας υπενθυμίζει ότι η αντίσταση στην καρδιά του κτήνους έχει παράδοση και εμπειρία. Μας δείχνει επίσης το πώς η δράση αλλάζει τις ιδέες των ανθρώπων. Οι νίκες αυτού του κινήματος είναι πηγή έμπνευσης για τους αγωνιστές που παλεύουν σήμερα ενάντια στην καταπίεση και την κατοχή του Ιράκ. Αλλά και οι αποτυχίες του είναι πηγή διδαγμάτων και συζήτησης για όσους θέλουν το κίνημα να είναι νικηφόρο αυτή τη φορά.
ΣΑΝ ΝΤΙΕΓΚΟ
Οι σεισμοί της Σαϊγκόν, της Πράγας και του Παρισιού, συγκλόνισαν ακόμα και τη πιο δεξιά γωνιά της νότιας Καλιφόρνιας. Το 1968 ήμουν μαθητευόμενος εργάτης σε σφαγείο, καθάριζα βοδινές γλώσσες και ονειρευόμουν ότι ίσως «sous la plage, les paves” (για να αντιστρέψω το περίφημο σύνθημα του γαλλικού Μάη).
Η σύζυγός μου κι εγώ ήμασταν μέλη ενός «γκρουπούσκουλου» (και ποιος δεν ήταν εκείνες τις μέρες;) το χαρακτηριστικό του οποίου ήταν ότι το αποτελούσαν νεαροί, ενήλικες εργάτες: ένα ζευγάρι δασκάλων, ένας ντελιβεράς, μια γραμματέας, κάποιοι ηλεκτρολόγοι σε μια τηλεφωνική εταιρεία, και ένας αντιρρησίας συνείδησης που είχε φύγει από τους Πεζοναύτες.
Δυο βραδιές τη βδομάδα, μαζευόμασταν γύρω από μια μακαρονάδα για να καταστρώσουμε τη συλλογική μας απόδραση στο Σαν Φρανσίσκο (εγώ κατέληξα στο Λος Αντζελες τελικά) και για να συζητήσουμε «Τι να κάνουμε». Στη μέση μιας μπερδεμένης και πολύωρης συζήτησης γύρω από τα υπέρ και τα κατά του Τρότσκι απέναντι στον Μάο, αποφασίσαμε να απευθυνθούμε στην υψηλότερη αυθεντία που μπορούσαμε: στον φιλόσοφο Χέρμπερτ Μαρκούζε, που κατοικούσε στη Λα Τζιόλα του Σαν Ντιέγκο.
Μόλις είχε επιστρέψει από ένα ταξίδι όπου στο Παρίσι και στη Φραγκφούρτη είχε γίνει δεκτός με εκδηλώσεις λατρείας και φαινόταν ανακουφισμένος να περνάει ένα ήσυχο απόγευμα, πίνοντας μια μεγάλη μπύρα και να θυμάται με νοσταλγία το 1918 όταν μετέφερε σημειώματα για λογαριασμό της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Όταν προσπαθήσαμε να πάρουμε τη γνώμη του για τις εσωτερικές μας διαμάχες, γέλασε και μας είπε να μην χολοσκάμε για «θεολογίες». Όπως μας είπε «Ο κόσμος είναι στις φλόγες, ακολουθήστε το φως τους». Προσπαθήσαμε.