Συνέλευση εργατών στην κατάληψη της Pενό
O Σεραφείμ Pίζος αναλύει το υπόβαθρο της εργατικής εξέγερσης που συγκλόνισε τη Γαλλία και την Iταλία το 1968 -69.
Η εργατική τάξη συνήθως είναι απούσα στα αφιερώματα που γίνονται για το Μάη του ΄68. Είναι λογικό αφού χιλιάδες κόσμος εμπνέεται και σήμερα από αυτό το παγκόσμιο κύμα εξεγέρσεων και γι’ αυτό προσπαθούν να μεταδώσουν την αίσθηση της αδυναμίας του οποιουδήποτε εγχειρήματος για την αλλαγή της κοινωνίας. Έτσι η έμφαση δίνεται στην ουτοπία των εξαγγελιών των τότε εξεγερμένων και στη μεταμέλεια κάποιων από τους ηγέτες τους. Βολεύει να παρουσιάζεται ως νεανική τρέλα των φοιτητών παρά ως δράση των εργατών. Η πραγματικότητα όμως είναι ότι ο Μάης πήρε αυτή τη διάσταση μόνο και μόνο γιατί «η σημαία του αγώνα πέρασε από τα αδύναμα χέρια των φοιτητών στα δυνατά χέρια των εργατών» -όπως έλεγε και το σύνθημα των πρώτων. Σε δύο χώρες αυτή η δυναμική πήρε διαστάσεις ανοιχτής εξέγερσης, στη Γαλλία και την Ιταλία.
“…I was born with a plastic spoon in my mouth”1
Στα χρόνια μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και για τρεις σχεδόν δεκαετίες ο καπιταλισμός γνώρισε τη μακροβιότερη οικονομική ανάπτυξη στην ιστορία του. Η δεκαετία του ’30 με τις ακρότητές της, την οικονομική κρίση, το φασισμό και τις επαναστάσεις έμοιαζε να είναι ένας μακρινός εφιάλτης. Το σύστημα γνώριζε μια νέα νεότητα και έδειχνε ότι μπορούσε να εξασφαλίσει μια πραγματικά καλύτερη ζωή για τους εργαζόμενους. Το κράτος πρόνοιας, η μαζικοποίηση της εκπαίδευσης, η δημιουργία δημόσιων συστημάτων υγείας, η ύπαρξη υπηρεσιών για την εξυπηρέτηση των αναγκών των εργαζόμενων, αλλά και νέες εφευρέσεις που κατέκλισαν την καθημερινή ζωή φάνηκε ότι μπορούσαν να δώσουν στους εργαζόμενους τουλάχιστον στην Ευρώπη και στην Β. Αμερική ένα τόσο υψηλό βιοτικό επίπεδο, που οι γονείς τους κάποια χρόνια νωρίτερα ούτε θα μπορούσαν να έχουν ονειρευτεί.
Ταυτόχρονα η μοιρασιά του κόσμου σε σφαίρες επιρροής των δύο υπερδυνάμεων και ο Ψυχρός Πόλεμος εξασφάλιζε ότι κανείς δεν πρόκειται να κινηθεί έξω από τα όρια που το ίδιο το σύστημα τοποθετούσε σε Ανατολή και Δύση. Η αριστερά, μετά από μια σύντομη περίοδο συμμετοχής της σε κυβερνήσεις συνεργασίας, αμέσως μετά τον πόλεμο, αφού ….κατόρθωσε να αφοπλίσει τα κινήματα της Αντίστασης και να αποκαταστήσει την κυριαρχία των αφεντικών στα εργοστάσια, αποπέμφθηκε από οποιαδήποτε μορφή άσκησης κυβερνητικής εξουσίας. Τα Κομμουνιστικά Κόμματα ιδιαίτερα αυτά της Γαλλίας και της Ιταλίας συγκέντρωναν τις εκλογικές συμπάθειες ενός μεγάλου κομματιού της εργατικής τάξης, αλλά στην πραγματικότητα δεν αποτελούσαν καμιά απειλή για το σύστημα. Όλες οι μεταρρυθμίσεις έγιναν μάλλον υπό σοσιαλδημοκρατικές ή ακόμη και δεξιές κυβερνήσεις, που δεν ένιωθαν, τουλάχιστο μέχρι το ’68 καμιά απειλή από τα αριστερά τους.
Αντίστοιχα τα συνδικάτα είδαν τη δύναμη τους να μειώνεται. Ο αριθμός των εργατών που ήταν οργανωμένοι στα κυριότερα συνδικάτα στη Γαλλία από το 1951 μέχρι το 1967 μειώθηκε από 43,4% σε 31%. Ενώ το συνολικό ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών στην χώρα δεν ξεπερνούσε το 20%. Στην Ιταλία το αντίστοιχο ποσοστό ήταν γύρω στο 30%. Εργοστάσια όπως της Σιτροέν, της Πεζό ή αυτό της Φίατ στο Τορίνο είχαν μείνει χωρίς πρωτοβάθμιο σωματείο.2
Τόσο απόλυτη και αναμφισβήτητη ήταν η οικονομική άνθηση και ο νέος κοινωνικός και πολιτικός διακανονισμός που επέβαλε, ώστε πολλοί διανοητές που ενέτασσαν τον εαυτό τους στην αριστερά αμφισβητούσαν την οποιαδήποτε προοπτική για αυτή. «Στη Βρετανία βρισκόμαστε στο κατώφλι μια κοινωνίας της μαζικής αφθονίας» σημείωνε ο Άντονι Κρόσλαντ σε ένα δημοφιλές έργο του εκείνη την εποχή. Και συνέχιζε «….είναι φανερά ανακριβές να αποκαλούμε τη Βρετανία καπιταλιστική χώρα».3 Ο Αντρέ Γκορτζ ένας Γάλλος θεωρητικός σε ένα άρθρο του γραμμένο στις αρχές του ’68 βιάζονταν να αποχαιρετήσει την εργατική τάξη σημειώνοντας: «…στο άμεσο μέλλον δεν φαίνεται ότι θα υπάρξει για τον ευρωπαϊκό καπιταλισμό μια τόσο δραματική κρίση που να οδηγήσει τους εργάτες σε επαναστατικές γενικές απεργίες».
The times they are a changing4
Όταν ο Μαρξ σχεδόν εκατό χρόνια πριν από τον Γκορτζ, έγραφε ότι ο καπιταλισμός γεννά τον ίδιο του τον νεκροθάφτη, μπορούσε με πολύ πιο ακριβή τρόπο, να προβλέψει τι θα ζούσε ο Γάλλος διανοητής λίγους μήνες αφότου αποχαιρέτησε την εργατική τάξη.
Το άμεσο αποτέλεσμα της τεράστιας μεταπολεμικής ανάπτυξης ήταν η δημιουργία μιας νέας πολύ πιο μεγάλης και συγκεντρωμένης εργατικής τάξης. Μεγάλα τμήματα του αγροτικού πληθυσμού μετανάστευσαν στις πόλεις για να εργαστούν. Στη Γαλλία οι αγρότες το 1950 αποτελούσαν το 30% του συνολικού πληθυσμού της χώρας. Το 1967 ήταν μόλις το 16,7%. Την ίδια στιγμή το μέγεθος της εργατικής τάξης πολλαπλασιάζονταν. Μόνο στην περιοχή της Λομβαρδίας, γύρω από το Μιλάνο, οι μεταλλεργάτες αυξήθηκαν κατά 200.000.5
Αρχικά οι άνθρωποι αυτοί κουβαλούσαν μαζί τους στους νέους τόπους διαμονής τους τις συνήθειες της αγροτικής ζωής μαζί με το συντηρητισμό και της προκαταλήψεις της. Πολλοί μάλιστα ένοιωθαν ευγνωμοσύνη για τα αφεντικά που τους απάλλαξαν από τη φτώχεια της υπαίθρου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι βιομήχανοι χρησιμοποίησαν αυτό το τμήμα της εργατικής τάξης, για να σπάσουν τη συλλογικότητα και τη μαχητικότητα των πιο παραδοσιακών και συνδικαλισμένων κομματιών της.
Όμως τα πράγματα δεν θα έμεναν έτσι για πολύ. Οι μισθοί ήταν ανεπαρκείς. Οι Γάλλοι εργάτες ήταν οι χειρότερα πληρωμένοι εργάτες στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ενώ πλήρωναν τους υψηλότερους φόρους και είχαν τα μακρύτερα ωράρια.. Στην Ιταλία τα πράγματα ήταν ακόμη χειρότερα. «Εταιρίες» ενοικίασης εργατών νοίκιαζαν στα αφεντικά φτηνά εργατικά χέρια από το Νότο, οι οποίοι δούλευαν χωρίς συμβάσεις, ανασφάλιστοι, σε βαριές δουλείες χωρίς το παραμικρό μέτρο προστασίας, ενώ διέμεναν κάτω από άθλιες συνθήκες σε γιαπιά ή σε μικρά διαμερίσματα όπου στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλο. Έρχονταν συχνά αντιμέτωποι με τον ρατσισμό εις βάρος τους ενώ δεν απολάμβαναν καμία διευκόλυνση από το εκπαιδευτικό και το υγειονομικό σύστημα.
Μέσα στα εργοστάσια οι εργάτες αντιμετώπιζαν και έναν άλλο εχθρό: το χρόνο. Η μαζικοποίηση της παραγωγής σήμανε διαρκή πίεση πάνω στους εργάτες προκειμένου να ανταποκριθούν στις νόρμες. Η εταιρία κατασκευής ηλεκτρικών ειδών Candy το 1947 κατασκεύαζε ένα πλυντήριο την ημέρα. Το 1967 η ίδια εταιρία παρήγαγε ένα πλυντήριο κάθε 15 δευτερόλεπτα ενώ το σύνολο της βιομηχανίας ηλεκτρικών ειδών παρήγαγε 3.200.000 πλυντήρια το χρόνο.6 Αυτή η τεράστια αλλαγή έγινε εφικτή μόνο και μόνο γιατί οι διευθυντές μέσα στα εργοστάσια επέβαλαν με δικτατορικό τρόπο τις ανάγκες της αγοράς.
Αυτές οι συνθήκες οδήγησαν σε αλλαγή στη διάθεση των εργατών. Μέσα στα μυαλά τους η ευγνωμοσύνη άρχισε να μετατρέπεται σε οργή. Ταυτόχρονα η δουλειά στο εργοστάσιο σήμανε απελευθέρωση και αυτοπεποίθηση για κομμάτια όπως οι γυναίκες από το Νότο αφού έτσι κατόρθωναν να ξεφύγουν από την ανδροκρατούμενη ιεραρχία της οικογένειας. Κέρδιζαν την ανεξαρτησία τους, βγάζοντας τα δικά τους χρήματα. Δεν άργησε η αυτοπεποίθηση να μετατραπεί σε μαχητικότητα.
Οι πρώτες μαζικές απεργίες εκδηλώθηκαν και ενέπλεξαν χιλιάδες εργάτες στη Φίατ, τα γαλλικά ανθρακωρυχεία, αλλά και σε μια σειρά άλλους χώρους.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους αγώνες όμως κατέληγαν σε ήττα. Η αντιμετώπιση της κυβέρνησης ήταν αφενός η αδιαλλαξία απέναντι σε οποιοδήποτε εργατικό αίτημα και αφετέρου η καταστολή. Ιδιαίτερα στη Γαλλία το αυταρχικό καθεστώς του Ντε Γκολ έστελνε τα CRS ενάντια σε κάθε εργατική κινητοποίηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, διαδηλωτές έπεσαν νεκροί από τις επεμβάσεις τους. Τα αφεντικά πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο θα τσακίσουν την αντίσταση των εργατών.
Από την άλλη η ηγεσία των συνδικάτων δεν έκανε τίποτα. Τα καθολικά και σοσιαλιστικά συνδικάτα συνήθως ήταν εργοδοτικά. Ακόμη όμως και οι κομμουνιστικές ομοσπονδίες η CGT στη Γαλλία και CGIL στην Ιταλία προτιμούσαν τις από τα πάνω ελεγχόμενες 24ωρες απεργίες παρά να στηρίξουν τους αγώνες στη νέα εργατική τάξη. Παρά την μαχητική ρητορεία που χρησιμοποιούσαν, ο στόχος τους δεν ήταν η ανατροπή του καθεστώτος. Χρησιμοποιούσαν τις απεργίες ως διαπραγματευτικό ατού, προκειμένου να ξεπεράσουν την απομόνωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων στην εθνική πολιτική αρένα.
Street fighting men7
Όταν όμως οι φοιτητές, ωθούμενοι από τις κακές συνθήκες σπουδών και τη ριζοσπαστικοποίηση που σάρωνε τα Πανεπιστήμια, αρχικά στην Ιταλία το ’67 και τον επόμενο Μάη στη Γαλλία, συγκρούστηκαν με την αστυνομία και στην περίπτωση της Γαλλίας κατόρθωσαν με την αγωνιστική τους επιμονή και τη μαχητικότητά τους να την πετάξουν έξω από τα Πανεπιστήμια αφενός το καθεστώς ράγισε, αφετέρου οι ηγέτες των Κ.Κ. και των συνδικάτων βρέθηκαν στα δύσκολα. Αρχικά καταδίκασαν τις κινητοποιήσεις ως έργο «αριστερίστικων γκρουπούσκουλων» και «προβοκατόρων».
Οι εργάτες, ιδιαίτερα οι νέοι, δεν συμμερίζονταν τις απόψεις των ηγετών τους. Παρόλο που δεν καταλάβαιναν τα αίτια της εξέγερσης των φοιτητών, αναγνώριζαν στον αγώνα τους αυτό που και οι ίδιοι θα ήθελαν να κάνουν στους μπάτσους, το διευθυντή, τη κυβέρνηση και που ως τώρα δεν είχαν καταφέρει. Η παθητική συμπάθεια των πρώτων ημερών μετατράπηκε σε ενεργητική συμμετοχή. Πολλοί εργάτες φορούσαν τα κράνη της μοτοσικλέτας τους και κατέβαιναν στις διαδηλώσεις. Όταν στις 13 Μάη, η CGT αναγκάστηκε να κηρύξει απεργία συμπαράστασης στους φοιτητές οι εργαζόμενοι κατέκλισαν το Παρίσι με αριθμούς που ξεπέρασαν το εκατομμύριο, σχηματίζοντας τη μεγαλύτερη συγκέντρωση που έγινε στη χώρα από τον καιρό της απελευθέρωσης το ’44. Στην πρώτη γραμμή βάδιζαν οι ηγέτες των συνδικάτων μαζί με τα «γκρουπούσκουλα», τους ηγέτες των φοιτητών.
Η CGT έλπιζε ότι με αυτό τον τρόπο, μπαίνοντας επικεφαλής θα έλεγχε το κίνημα και θα κατόρθωνε να το σταματήσει. Η βάση όμως πάλι λογάριαζε διαφορετικά. Το ποτάμι δεν γυρνούσε πίσω.
Το εργοστάσιο της Sud Aviation, στην Νάντη, στη βορειοδυτική Γαλλία, δεν ήταν από τα πιο δυνατά κομμάτια του συνδικαλιστικού κινήματος. Τον καιρό εκείνο οι εργαζόμενοι διαμαρτύρονταν ενάντια στη μείωση των μισθών τους και πραγματοποιούσαν 15λεπτες στάσεις εργασίας κάθε Τρίτη. Εκείνη την Τρίτη οι εργάτες αρνήθηκαν να επιστρέψουν στη βάρδια τους, πραγματοποίησαν πορεία μέσα στο εργοστάσιο περικυκλώνοντας τα γραφεία της διεύθυνσης. Το βράδυ 2.000 εργάτες είχαν καταλάβει το εργοστάσιο.
Μαθαίνοντας τα νέα από την Ναντ, οι εργάτες καταλαμβάνονταν από τον αγωνιστικό πυρετό των ημερών και άπλωναν τις καταλήψεις με απίστευτη ταχύτητα στα εργοστάσια της Λόκχιντ, της Ρενό, της Rhodiaceta, τα ναυπηγεία στη δυτική ακτή. Στις 16 του Μάη προχώρησε σε κατάληψη το μεγαλύτερο και πιο οργανωμένο κομμάτι της εργατικής τάξης στην περιοχή του Παρισιού οι εργάτες στη Ρενό Μπιγιανκούρ.
Δεν ήταν όμως μόνο τα πιο οργανωμένα κομμάτια που προχώρησαν σε κινητοποίηση. Δεν υπήρχε τμήμα της εργατικής τάξης που να μην απεργεί. Συμμετείχαν ως και οι νεκροθάφτες και οι χορεύτριες του Φολί Μπερζέ, ενώ τα μέλη της εθνικής ομάδας ποδοσφαίρου κατέλαβαν τα γραφεία της ομοσπονδίας κλειδώνοντας μέσα τον προπονητή.
Οι διευθυντές αποτέλεσαν τον αγαπημένο στόχο των εξεγερμένων. Συνήθως κατέληγαν κλειδωμένοι στα γραφεία τους από τους εργάτες, παρά τις εκκλήσεις των συνδικαλιστών για την «απελευθέρωσή» τους. Μάλιστα σε περιπτώσεις όπως της Sud Aviation, τους έβαζαν να ακούν σε μεγάφωνα τη Διεθνή.
Οι καταλήψεις των εργοστασίων και οι «ομηρίες» των διευθυντών αμφισβητούσαν το «ιερό δικαίωμα» της ιδιοκτησίας και διευθυντικής εξουσίας. Άνοιγαν μια δυναμική πολύ πέρα από αυτή την οποία οι ηγεσίες των συνδικάτων μπορούσαν και ήθελαν να προχωρήσουν.
I want to change the world8
Στην Ιταλία ξεδιπλώθηκε η ίδια ακριβώς δυναμική. Το καυτό Φθινόπωρο του ’69 εγκαινίασε μια σειρά από αγώνες που η ιταλική άρχουσα τάξη χρειάστηκε σχεδόν μία δεκαετία να καθυποτάξει.
Αμέσως μετά τους αγώνες στα Πανεπιστήμια το ’67-’68 και κάτω από την επιρροή των γεγονότων στη Γαλλία, στα φοιτητικά αμφιθέατρα επικράτησε η άποψη της σύνδεσης με τους εργάτες και της δημιουργίας επαναστατικών οργανώσεων που θα έχουν προσανατολισμό προς την εργατική τάξη. Εκατοντάδες φοιτητές βρίσκονταν συνεχώς στις πύλες των εργοστασίων, προπαγανδίζοντας τις ιδέες της επανάστασης στους εργάτες. Βρήκαν έδαφος εξαιρετικά γόνιμο. Μέσα στα εργοστάσια αν και οι γνώμες διίσταντο, υπήρχαν πολλοί εργάτες, κυρίως νέοι, που ανοιχτά εξέφραζαν συμπάθεια τόσο στον αγώνα των φοιτητών όσο και στην εξέγερση στη Γαλλία.
Όμως τα πράγματα δεν έμειναν μόνο εκεί. Υπήρχαν πολλά κρατούμενα τόσο με τα αφεντικά, όσο και με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες. Στο εργοστάσιο της Pirelli στο Μιλάνο, με πρωτοβουλία ενός πυρήνα επαναστατών εργατών δημιουργήθηκαν τα CUB, οι ενωμένες επιτροπές βάσης. Σύντομα δεκάδες ως και εκατοντάδες συνάδελφοί τους άρχισαν να μαζεύονται στις συνελεύσεις τους. Όλοι ήταν απογοητευμένοι από το κλείσιμο της πρόσφατης απεργίας τους και την ανικανότητα της συνδικαλιστικής ηγεσίας του σωματείου να πετύχει ικανοποιητικές αυξήσεις.
Μέσω των CUB η πρωτοβουλία πέρασε στη βάση. Αρχίζουν να θίγονται τομείς της εκμετάλλευσης μέσα στο εργοστάσιο που τα σωματεία δεν τολμούσαν να θίξουν ως τότε. Η δουλειά με το κομμάτι, οι διαφορές μισθών μέσα στο εργοστάσιο, η ταχύτητα της γραμμής παραγωγής, μπήκαν στο στόχαστρο των επιτροπών. Άρχισαν να παροτρύνουν τους συναδέλφους τους να μην αποδέχονται υψηλότερη αμοιβή για επικίνδυνες εργασίες, αλλά να παλέψουν για να ελέγχουν οι ίδιοι τις συνθήκες εργασίας και την τήρηση των κανόνων ασφαλείας. Ο ρατσισμός ενάντια στους συναδέλφους τους του Νότου, δεν γλίτωσε. Ζήτησαν την εξίσωση των μισθών, ανάμεσα στα εργοστάσια του βορρά και του νότου.
Υιοθέτησαν μορφές οργάνωσης και δράσης, τελείως διαφορετικές από τις ως τότε συνηθισμένες. Οι γενικές συνελεύσεις όλων των εργατών αντικατέστησαν τις συνελεύσεις δια αντιπροσώπων. Η απεργιακή δράση δεν αναβάλλονταν πια όταν ξεκινούσαν οι διαπραγματεύσεις με την εργοδοσία, όπως συνηθίζονταν. Η φαντασία κυριάρχησε και στις μορφές πάλης. Εφευρέθηκαν νέου τύπου απεργίες. Οι απεργίες της «σκακιέρας» και του «λόξυγκα» στις οποίες απεργούσε κάθε τόσο και διαφορετικό τμήμα του εργοστασίου ή σε διαφορετικό χρόνο. Εσωτερικές πορείες που γίνονταν από τμήμα σε τμήμα του εργοστασίου όπως στη ΦΙΑΤ του Τορίνο, κυριαρχούσαν συνθήματα όπως: «Ανιέλι, η Ινδοκίνα είναι στο εργοστάσιο σου».
Το φαινόμενο αυτό δεν περιορίστηκε μόνο στην Pirelli ή στη ΦΙΑΤ. Επεκτάθηκε παντού. Σιγά, σιγά οι απεργιακές φρουρές στις πύλες των εργοστασίων άρχισαν να μετατρέπονται σε φόρουμ ανταλλαγής απόψεων ανάμεσα στους εργάτες και τους φοιτητές. Συζητούσαν, κρατούσαν σημειώσεις, άρχισαν να προχωρούν σε κοινή δράση και οργάνωση. Οι επιρροή του ενός από τον άλλο ήταν άμεση. Άρχιζαν να σχηματίζονται κοινές οργανώσεις και επιτροπές δράσης που συνεδρίαζαν τα Σάββατα στους χώρους των Πανεπιστημίων.
Όταν λίγους μήνες αργότερα ξεκίνησε η μάχη για τις συλλογικές συμβάσεις, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Ο ένας χώρος μετά τον άλλο έβγαινε σε απεργία. Δεν ήταν μόνο οι εργάτες στην αυτοκινητοβιομηχανία που απεργούσαν, αλλά σε όλο τον κλάδο του μετάλλου. Σύντομα τους ακολούθησαν οι εργάτες στη χημική βιομηχανία, οι οικοδόμοι, οι σιδηροδρομικοί. Κλάδοι με ελάχιστη αγωνιστική παράδοση όπως οι δημόσιοι υπάλληλοι, ταχυδρόμοι, δάσκαλοι, νοσηλευτές βγήκαν μαζί τους στο δρόμο. Τα αιτήματά τους δεν περιορίζονταν μόνο στις αυξήσεις. Υπήρχε μια τεράστια διάθεση για αλλαγή στα πάντα. Από τις συνθήκες δουλειάς και τη δημοκρατία μέσα στα εργοστάσια ως τις υπηρεσίες που παρείχε στους πολίτες ο δημόσιος τομέας, αλλά και το σύνολο των δομών της κοινωνίας.
Η ιταλική κοινωνία βρέθηκε μέσα σε ένα απίστευτο απεργιακό «χάος». Η άρχουσα τάξη βρέθηκε στο χείλος του γκρεμού. Ο Άλντο Ραβέλι χρηματιστής στο χρηματιστήριο του Μιλάνου σημείωνε: «Ήταν τα χρόνια που δοκίμαζα πόσο χρειάζεται για να δραπετεύσω στην Ελβετία. Ξεκινούσα από το σπίτι μου στο Βαρέζε και πήγαινα στα σύνορα με τα πόδια».9
Ηγετικό ρόλο στο κίνημα είχαν οι επιτροπές βάσης. Η ηγεσίες των μεγάλων συνδικαλιστικών Ομοσπονδιών που για πρώτη φορά αναγκάστηκαν να αποδεχτούν τη μεταξύ τους κοινή δράση, αποτελούσαν την ηγεσία του κινήματος στο βαθμό που σέβονταν και προωθούσαν τα αιτήματα της βάσης. Η ανησυχία άρχισε να καταλαμβάνει την άρχουσα τάξη. Το κίνημα σήμανε αλλαγή συνολικά στους ταξικούς συσχετισμούς στην ιταλική κοινωνία.
Τα μέλη των συνδικάτων αυξήθηκαν κατακόρυφα. Από 4 εκατομμύρια που ήταν το ’68 έφτασαν τα 6,67 εκατομμύρια το 1975. Χαρακτηριστικό είναι και το τι συνέβαινε όχι στους παραδοσιακά οργανωμένους χώρους. Οι δάσκαλοι μέλη της CGIL το ’68 ήταν 4.000. το ’75 ήταν 90.000.
Στα τέλη του «καυτού φθινοπώρου» του ’69 υπογράφεται η νέα σύμβαση εργασίας. Οι εργάτες κέρδισαν αυξήσεις, εξίσωση των μισθών, 40ωρο,ως και το δικαίωμα να οργανώνουν τις συνελεύσεις τους στους χώρους δουλειάς, εν ώρα εργασίας, χωρίς να χάνουν το μισθό τους. Λίγα χρόνια αργότερα κέρδισαν τη τιμαριθμική αναπροσαρμογή του μισθού τους.
Παρόλα αυτά ένα μεγάλο κομμάτι αντιμετώπισε την εξέλιξη αυτή ως ξεπούλημα. Όταν τον Ιούλη του ’69 τα συνδικάτα κάλεσαν πανεθνική απεργία ενάντια στις ανατιμήσεις των ενοικίων, ένα μπλοκ δέκα χιλιάδων εργατών, από τις CUB, ξεκίνησε από τις πύλες του εργοστασίου της ΦΙΑΤ Μιραφιόρι φωνάζοντας «che cosa vogliamo? Tutto». «Τι θέλουμε; Τα πάντα». Σίγουρα οι συμφωνίες του ’69 δεν ήταν τα πάντα. Το στοίχημα όμως για την αλλαγή της κοινωνίας ήταν ανοιχτό. Οι αγώνες συνεχίστηκαν με αμείωτη ένταση ως το ’76 –’77.
Μέσα σε αυτό το κλίμα οι επαναστατικές οργανώσεις μαζικοποιήθηκαν με απίστευτα γρήγορους ρυθμούς. Πριν το ’68 μόλις μερικές δεκάδες ανθρώπων τόσο στην Γαλλία όσο και στην Ιταλία δήλωναν επαναστάτες. Μετά τα γεγονότα τα μέλη των επαναστατικών οργανώσεων αριθμούσαν πολλές χιλιάδες. Ακόμη και αυτό όμως είναι ένα μικρό δείγμα του τι σήμανε ο Μάης στις ιδέες του κόσμου. Εκατομμύρια άνθρωποι «ως δια μαγείας» απαλλάσσονταν από τις παλιές ιδέες και έψαχναν για νέες. Το ’74 η ιταλική δεξιά πραγματοποίησε ένα δημοψήφισμα για της εκτρώσεις ελπίζοντας να διαλύσει το κίνημα, χρησιμοποιώντας την επιρροή της εκκλησίας. Το αποτέλεσμα όμως ήταν ακριβώς το αντίθετο αφού η πλειοψηφία ψήφισε υπέρ των εκτρώσεων, κάτι αδιανόητο για τις προηγούμενες δεκαετίες.
Οι εκβιασμοί του Ντε Γκολ για εμφύλιο πόλεμο και η στρατηγική της έντασης που δοκίμασαν οι Ιταλοί ομογάλακτοί του από το ’71 και μετά δεν έπιαναν. Ό,τι όμως δεν κατάφεραν οι αστοί, το κατάφεραν οι ρεφορμιστές και οι ηγέτες των συνδικάτων, οδηγώντας το κίνημα σε κοινοβουλευτικές στρατηγικές. Οι επαναστατικές οργανώσεις αν και μεγάλωσαν θεαματικά ήταν πολύ νέες και άπειρες για να αντιστρέψουν την κατάσταση.
Ακόμη και έτσι όμως ο Μάης μπορεί να μην οδήγησε στην επανάσταση και την αλλαγή της κοινωνίας, όπως ονειρεύονταν οι πρωταγωνιστές του, όμως αποτέλεσε ένα τεράστιο σχολείο που ξανάφερε την επανάσταση στην επικαιρότητα.
Όλοι εμείς που συνεχίζουμε το έργο τους, είτε ζήσαμε τις μέρες εκείνες είτε όχι όταν θα κάνουμε την δική μας έφοδο στον ουρανό θα έχουμε θα έχουμε το Μάη τους, το Μάη μας, στις καρδιές μας.
(1)«…γεννήθηκα με ένα πλαστικό κουτάλι στο στόμα» στίχος τραγουδιού των Who
(2) τα στοιχεία αναφέρονται στο βιβλίο του Chris Harman: Fire last time,1968 and after
(3) Anthony Crosland “the future of socialism” αναφέρεται στο Harman…. Καθώς και στο « Η εποχή των άκρων» του E. Hobsbawm
(4) «Οι καιροί αλλάζουν» Τίτλος τραγουδιού του Bob Dylan
(5) Paul Ginsborg “A history of contemporary Italy - society and politics 1943 - 1988
(6) P. Ginsborg
(7)«Μαχητές των δρόμων» τίτλος τραγουδιού των Rolling Stones
(8)«Θέλω ν’ αλλάξω τον κόσμο» τίτλος τραγουδιού των Ten Years After
(9)P. Ginsborg όπου και παραπάνω