Άρθρο
Βιβλιοκριτική: Iλαν Παπέ: Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης

Iλαν Παπέ: Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνη

Iλαν Παπέ: Η ιστορία της σύγχρονης Παλαιστίνης 

435 σελίδες, Eκδόσεις KEΔPOΣ

Ο Ιλάν Πάπε είναι ισραηλινός και ανήκει στο ρεύμα των Νέων Ιστορικών που αμφισβητούν την επίσημη ιστορία του Ισραήλ και αποκαλύπτουν την αποικιοκρατική πολιτική του Σιωνισμού στην Παλαιστίνη. Σ’ αυτό το βιβλίο ξετυλίγει την ιστορία της Παλαιστίνης από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το θάνατο του Αραφάτ. 

Ο συγγραφέας, δεν παίρνει ίσες αποστάσεις από τα θύματα και τους θύτες της ιστορίας. Όπως λέει ο ίδιος «Είναι μια αφήγηση που αφορά εκείνους που κακοποιήθηκαν και έγιναν θύματα της ανθρώπινης αφροσύνης». Οι απλοί άνθρωποι δεν είναι –όπως για την επίσημη ιστορία- πιόνια στα χέρια των ηγετών τους, ούτε απλά θύματα, αλλά πρωταγωνιστές. «Οι ήρωες του παρόντος βιβλίου είναι τα θύματα αυτών των καταστροφών: γυναίκες, παιδιά, χωρικοί, εργάτες, απλοί κάτοικοι των πόλεων, ειρηνόφιλοι, ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Οι «αχρείοι» σε ένα ορισμένο βαθμό, είναι οι στρατηγοί, οι αρπακτικοί πολιτικοί, οι κυνικοί δημόσιοι άνδρες και οι μισογύνηδες». 

Η οικονομία της Παλαιστίνης ενσωματώνεται αμετάκλητα στην παγκόσμια αγορά ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς τα λιμάνια της παρείχαν βολική πρόσβαση στις αγορές του Λιβάνου, της Συρίας και της Αιγύπτου. Μαζί με τα εμπορεύματα καταφθάνουν από την Ευρώπη κάθε λογής άποικοι: Γερμανοί ναΐτες, βρετανοί αρχαιολόγοι, εβραίοι σιωνιστές. Καθώς η οθωμανική αυτοκρατορία καταρρέει, οι άποικοι προσπαθούν μα διαμορφώσουν την Παλαιστίνη με βάση τις αντιλήψεις και τα συμφέροντά τους. Η πιο αποτελεσματική ομάδα αποδείχτηκαν οι σιωνιστές.

Ο Πάπε είναι πολύ καθαρός για τη φύση του Σιωνισμού. «Ο Σιωνισμός άρχισε ως ένα ευρωπαϊκό εθνικό κίνημα, αλλά μετατράπηκε σε αποικιακό από τη στιγμή που οι ηγέτες του αποφάσισαν να εκπληρώσουν το όραμά τους για εθνική αναγέννηση στη γη της Παλαιστίνης». Με την οικονομική στήριξη πλούσιων εβραίων όπως ο τραπεζίτης Ρότσιλντ, οι σιωνιστές ξεκινούν την αποίκηση της Παλαιστίνης. «Δεν ήταν μια τυπική αποίκηση, καθώς η Παλαιστίνη δεν καταλήφθηκε από κάποια ευρωπαϊκή δύναμη. Αλλά παρόμοια με την απανταχού αποικιοκρατία, ήταν ένα κίνημα ευρωπαίων, με ανθρώπους να εισέρχονται στην Παλαιστίνη προς εξυπηρέτηση ευρωπαϊκών συμφερόντων και όχι τοπικών. Οι γηγενείς θεωρούνταν εμπόρευμα ή στοιχείο προς εκμετάλλευση, προκειμένου να ωφεληθούν οι νεόφερτοι ή εμπόδιο που έπρεπε να φύγει από τη μέση.»

Στον Α Παγκόσμιο Πόλεμο οι σιωνιστές συνεργάζονται με τους Bρετανούς και ανταμείβονται το 1917 με τη διακήρυξη Μπάλφουρ. Με το τέλος του πολέμου οι Bρετανοί καταλαμβάνουν την Παλαιστίνη και παραμένουν εκεί μέχρι το 1948. Η ηγεσία των σιωνιστών επικεντρώνει τις προσπάθειές της στη συγκέντρωση όσο το δυνατόν περισσότερης γης, για να εγκαταστήσει τους αποίκους, είτε εκμεταλλευόμενη οθωμανικούς νόμους και βάζοντας στο χέρι γαίες που καλλιεργούνταν για αιώνες από τις ίδιες οικογένειες χωρίς να υπάρχει ιδιοκτησία, είτε αγοράζοντάς την από τους μεγάλους γαιοκτήμονες. Ταυτόχρονα στήνει τις υποδομές  για το μελλοντικό εβραϊκό κράτος (εκπαίδευση, υγεία, δικαστικό σώμα, τράπεζες, ακόμα και στρατό).

Ο παλαιστινιακός εθνικισμός γεννιέται ως αντίδραση στην σιωνιστική «κατάληψη» της Παλαιστίνης κατ’ αρχήν στην τάξη των προυχόντων. Αλλά οι προύχοντες της Παλαιστίνης ήταν ανίκανοι να δώσουν αυτή τη μάχη. Είχαν συνεργαστεί με τους Oθωμανούς, ανέχτηκαν πρόθυμα τη βρετανική παρουσία  και μετά τη διχοτόμηση, πλούτισαν στην Ιορδανία συμμαχώντας με το βασιλιά Χουσεϊν.  Από την άλλη πλευρά, συνθήκες φυσικών καταστροφών, οικονομικής κρίσης ή η καταπίεση από τη βρετανική κυριαρχία, ωθούσαν τους εργάτες και τους φτωχούς αγρότες και των δύο πλευρών να συνυπάρξουν και να συνεργαστούν. Το 1920 Παλαιστίνιοι και Εβραίοι  ιδρύουν το πρώτο συνδικάτο στο σιδηρόδρομο και στις ταχυδρομικές υπηρεσίες. Αλλά η σιωνιστική ηγεσία πολέμησε κάθε τέτοια προσπάθεια. Το 1929 ίδρυσε ένα αποκλειστικά εβραϊκό συνδικάτο. Την ίδια χρονιά εξεγείρονται οι αγρότες που έχαναν τη γη τους από τους εβραίους και την καπιταλιστικοποίηση της παραγωγής και που δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά λόγω της πολιτικής διακρίσεων των σιωνιστών στην αγορά εργασίας.

Το 1948 όταν οι Βρετανοί εγκαταλείπουν την Παλαιστίνη και οι ΗΠΑ καταφέρνουν να περάσουν στον ΟΗΕ το σχέδιο για τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης ο σιωνιστικός στρατός προχωράει σε εθνική εκκαθάριση του νεοϊδρυθέντος εβραϊκού κράτους. Από τους 850.000 Παλαιστινίους που ζούσαν εκεί μόνο οι 160.000 παρέμειναν. Οι υπόλοιποι εκδιώχθηκαν και έγιναν πρόσφυγες στις γύρω χώρες ή σφαγιάστηκαν. Τότε ο εθνικός αγώνας των Παλαιστινίων περνάει στα χέρια των φτωχών τάξεων κυρίως των προσφύγων, που γίνονται φενταγίν, στρατολογούνται στο πολιτικό Ισλάμ ή στη Φατάχ. Ο αγώνας των Παλαιστινίων ριζοσπαστικοποιεί όλο τον αραβικό κόσμο και δυναμώνει την αριστερά. 

Το 1956 στον πόλεμο του Σουέζ, το Ισραήλ αποδεικνύει στους ιμπεριαλιστές ότι ένα “μεγάλο Ισραήλ”  μπορεί να επιβάλει τα δυτικά συμφέροντα στη Μέση Ανατολή. Στον «πόλεμο των έξι ημερών» το 1967 το Ισραήλ καταλαμβάνει τη Δυτική Όχθη και οι αραβικές κυβερνήσεις αποδεικνύονται για άλλη μια φορά ανίκανες να υπερασπιστούν τους Παλαιστινίους. Το παλαιστινιακό ζήτημα παύει να απασχολεί τη διεθνή πολιτική. Το 1987 ξεσπάει η πρώτη Ιντιφάντα. «Η εξέγερση είχε όλα τα χαρακτηριστικά του αντι-αποικιακού κινήματος. Η έρπουσα προσάρτηση είχε οδηγήσει στην ενσωμάτωση της τοπικής οικονομίας στην ισραηλινή….Σύμφωνα με μια εκτίμηση, αυτό συνεπαγόταν ότι ένα πλεόνασμα κερδών της τάξης των 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων που παραγόταν στα κατεχόμενα εδάφη απορροφούνταν από την ισραηλινή οικονομία.» Πρωταγωνιστικό ρόλο στην εξέγερση παίζουν οι γυναίκες και τα παιδιά. Οι εικόνες της ισραηλινής θηριωδίας κάνουν το γύρο του κόσμου και η αλληλεγγύη στον παλαιστινιακό αγώνα αναβιώνει. 

Η σιωνιστική αριστερά επινοεί το σχέδιο του Όσλο. Η ΟΑΠ εξασθενημένη από τη διεθνή συγκυρία και όντας μακριά από την παλαιστινιακή εξέγερση, υπογράφει. Η συμφωνία δεν βελτιώνει σε τίποτα την κατάσταση των Παλαιστινίων. Αντίθετα, οι οικισμοί επεκτείνονται και η Γάζα μεταβάλλεται σε «μια τεράστια φυλακή με την παλαιστινιακή σημαία να κυματίζει μέσα και τους Ισραηλινούς στρατιώτες  να φρουρούν τους μαντρότοιχους.» Το 2000 ξεσπάει η δεύτερη Ιντιφάντα. Η απάντηση του Ισραήλ ήταν και παραμένει σκληρή καταστολή. 

Τη δεκαετία του ’70 οι ΗΠΑ εισήγαγαν στις διπλωματικές διαδικασίες για το παλαιστινιακό τη φράση «ειρηνευτική διαδικασία», μια φράση που θεωρούσε «ότι υπήρχαν δύο εταίροι σε αυτή τη σύγκρουση που μοιράζονταν εξίσου την ευθύνη, την ενοχή και το δίκιο.» Ο Πάπε σε αυτό το συναρπαστικό βιβλίο αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη αν δεν διαλυθεί το Ισραηλινό κράτος, που είναι από τη φύση του  αποικιακό. Είναι ένα ρατσιστικό κράτος που έχτισαν και καθοδηγούν Ευρωπαίοι άποικοι. Ρατσιστικό όχι μόνο απέναντι στους Παλαιστίνιους, αλλά και απέναντι στους φτωχούς άραβες εβραίους που «εισήγαγαν» από διάφορες αραβικές χώρες οι σιωνιστές για να αντικαταστήσουν τη φτηνή εργατική δύναμη των παλαιστινίων. Είναι ένα πολύτιμο βιβλίο και υπόδειγμα ιστορικής γραφής που βάζει στο κέντρο του την ταξική σύγκρουση.