Τζέιμς Γκριν: Θάνατος στο Χέιμαρκετ
Τιμή 26 ευρώ, 414 σελίδες, Εκδόσεις Καστανιώτη
Όταν το 1889 η Δεύτερη Διεθνής του Ένγκελς αποφάσισε ότι μια μέρα κάθε χρόνο οι εργάτες κι οι εργάτριες σε όλο τον πλανήτη θα διαδηλώνουν μαζί σε μια επίδειξη ενότητας, δύναμης, μαχητικής διεκδίκησης και διεθνιστικής αλληλεγγύης της εργατικής τάξης, επέλεξε την 1η Μάη. Το έκανε για να τιμήσει την εξέγερση των δεκάδων χιλιάδων εργατών του Σικάγου για το οκτάωρο ακριβώς πριν από τρία χρόνια και τους τέσσερις ηγέτες τους που οδηγήθηκαν στην αγχόνη από την αμερικάνικη άρχουσα τάξη. Τα λόγια ενός από αυτούς, του Αύγουστου Σπάις, προς τους δήμιούς του έγιναν σύμβολο ανυποχώρητου ταξικού αγώνα: «Θα έλθει κάποια στιγμή που η σιωπή μας θα είναι πολύ πιο δυνατή από τις φωνές που πνίγετε σήμερα».
Κι όμως, ελάχιστα είναι τα βιβλία που έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά για την ιστορία του εργατικού κινήματος στην καρδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού, στις ΗΠΑ. Μόλις πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε η εικονογραφημένη ιστορία των IWW, των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου, ενός επαναστατικού συνδικάτου που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τις μεγάλες μάχες της εργατικής τάξης στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα. Ο «Θάνατος στο Χέιμαρκετ» έρχεται να καλύψει όλη την περίοδο που προηγήθηκε: τις πρώτες απόπειρες εργατικής οργάνωσης στα μέσα του 19ου αιώνα, την σκληρή καταστολή των αφεντικών και του κράτους τους, τις εργατικές εξεγέρσεις των δεκαετιών του 1870 και 1880, την παράδοση του μαχητικού συνδικαλισμού που κληρονόμησαν στις επόμενες γενιές εργατών.
Ο Τζέιμς Γκριν παίρνει σαν αφορμή για να γράψει για το εργατικό κίνημα στις ΗΠΑ το 19ο αιώνα, την ιστορία των 8 αναρχοσυνδικαλιστών μαχητικών εργατών που κατηγορήθηκαν ότι ήταν υπεύθυνοι για την βόμβα που ρίχθηκε στους αστυνομικούς στη διάρκεια μιας εργατικής συγκέντρωσης στην πλατεία Χέιμαρκετ του Σικάγου στις 4 Μάη 1886. Με βάση αυτό το γεγονός στήθηκε εναντίον τους μια σκευωρία που κατέληξε στον απαγχονισμό των τεσσάρων από αυτούς στις 11 Νοέμβρη του 1887, την αυτοκτονία ενός πέμπτου και την καταδίκη σε ισόβια των υπόλοιπων τριών.
Όμως, το βιβλίο του Γκριν είναι κάτι πολύ περισσότερο από την εξιστόρηση των γεγονότων ανάμεσα στο Μάη 1886 και το Νοέμβρη 1887. Τοποθετεί την αφήγησή του σε ένα ευρύτερο πλαίσιο – την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και πολιτιστική ιστορία της εργατικής τάξης και των καπιταλιστών του Σικάγου από το τέλος του Εμφύλιου Πόλεμου 1861-65, μέχρι τα τέλη του αιώνα. Με αυτό τον τρόπο δίνει τη δυνατότητα στον αναγνώστη να κατανοήσει τις τεράστιες κοινωνικές δυνάμεις που βρίσκονταν σε σύγκρουση στο Σικάγο, αλλά και στις υπόλοιπες ΗΠΑ. Με την περιγραφική δύναμη ενός μυθιστοριογράφου, ο συγγραφέας αφιερώνει τα 10 από τα 16 κεφάλαια του βιβλίου σε αυτή τη τιτάνια σύγκρουση, που από τη μια πλευρά είχε τους σύγχρονους καπιταλιστές που έχτιζαν τεράστιες περιουσίες πατώντας στην σκληρή εκμετάλλευση των εργατών – που κύρια αποτελούσαν γερμανοί, σκανδιναβοί, τσέχοι, ιρλανδοί, εβραίοι μετανάστες. Και από την άλλη πλευρά δείχνει πώς οι εργάτες οργανώνονταν για να διεκδικήσουν το οκτάωρο, τις αυξήσεις, το δικαίωμα του συνδικαλισμού, μια διαδικασία που σημαδεύτηκε από την γέννηση της πρώτης συνδικαλιστικής οργάνωσης, τους Ιππότες της Εργασίας.
Η πρώτη μεγάλη γενικευμένη έκρηξη της εργατικής τάξης ήλθε το 1877 με αφορμή την περικοπή μισθών. Δεκάδες χιλιάδες απεργοί ξεχύθηκαν στους δρόμους του Σικάγου και του Πίτσμπουργκ και χτυπήθηκαν με την αστυνομία και την εθνοφυλακή. Το κίνημα ηττήθηκε, αλλά πολλοί πολιτικοί και από τα δυο αστικά κόμματα – Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς – θορυβημένοι από την κοινωνική ένταση άρχισαν να δίνουν υποσχέσεις για ρύθμιση της εργατικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένου και του οκτάωρου που ήταν βασικό αίτημα των Ιπποτών της Εργασίας. Στα τέλη της δεκαετίας, σε αρκετές Πολιτείες είχε θεσμοθετηθεί το οκτάωρο, αλλά το σύνολο των αφεντικών αρνούνταν να το εφαρμόσει.
Αυτή η άρνηση, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη επιρροή των σοσιαλιστικών ιδεών μέσα στο εργατικό κίνημα, έσπρωξε πολλούς εργάτες στην αναζήτηση πιο ριζοσπαστικών τακτικών για την εφαρμογή του οκτάωρου. Έτσι, κάτω από την πίεση αυτών των μαχητικών συνδικαλιστών, η πρόσφατα ιδρυθείσα Ομοσπονδία Εργατών και Επαγγελμάτων (πρόγονος της AFL, της αντίστοιχης ΓΣΕΕ) αποφάσισε ότι θα εφαρμόσει μονομερώς το οκτάωρο με απεργίες από την 1η Μάη του 1886.
Αλλά, όπως τονίζει ο Γκριν, δεν άλλαζε μόνο η μαχητικότητα των εργατών. Άλλαζαν και οι ιδέες. Όλο και περισσότεροι ήταν εκείνοι που κατανοούσαν ότι για να αλλάξουν τα πράγματα χρειαζόταν μια επαναστατική ανατροπή. Οι περισσότεροι εργατικοί ηγέτες στο Σικάγο υιοθετούσαν τις ιδέες του Καρλ Μαρξ, έστω κι αν πολλοί από αυτούς αυτοχαρακτηρίζονταν σαν αναρχικοί. Στην πραγματικότητα, ο «αναρχισμός» του γερμανού μετανάστη Αύγουστου Σπάις ή του Αλμπερτ Πάρσονς, ενός πρώην στρατιώτη των Νοτίων από το Τέξας, ή της αφροαμερικάνας γυναίκας του Λούσι Πάρσονς και των συντρόφων τους δεν είχαν και πολλά κοινά σημεία με τον αναρχισμό του Μπακούνιν, του αντίπαλου του Μαρξ στην Πρώτη Διεθνή. Αυτό που είχαν στο μυαλό τους ήταν, όπως παρατηρεί σε μια συνέντευξή του ο Γκριν, «το μοντέλο της Παρισινής Κομμούνας. Δεν νομίζω ότι πίστευαν ότι οι μεμονωμένες πράξεις βίας θα έφερναν την κοινωνική επανάσταση. Πίστευαν ότι αυτό θα το κάνει η οργανωμένη εργατική τάξη. Και θεωρούσαν ότι χρειαζόταν μια Εργατική Εθνοφυλακή όπως στο Παρίσι το 1871. Μια Κομμούνα του Σικάγου».
Την Πρωτομαγιά το 1886 η χώρα παρέλυσε από την απεργία. Απέργησαν πάνω από 200.000 και άλλοι τόσοι κέρδισαν το οκτάωρο μόνο με την απειλή της απεργίας. Στο Σικάγο 80.000 εργάτες κι εργάτριες διαδήλωσαν στη λεωφόρο Μίσιγκαν – σχεδόν ένας στους έξι κατοίκους. Η εφημερίδα Chicago Mail έγραψε στην πρώτη σελίδα: «Υπάρχουν δυο επικίνδυνοι κακοποιοί στην πόλη που προκαλούν την αταξία. Λέγονται Σπάις και Πάρσονς… Καταστήστε τους υπεύθυνους αν γίνουν φασαρίες».
Τα αφεντικά χτύπησαν. Όταν στις 3 Μάη απεργοί επιτέθηκαν σε απεργοσπάστες στο εργοστάσιο ΜακΚόρμικ, η αστυνομία σκότωσε τρεις εργάτες. Ο Σπάις (από την γερμανόφωνη εφημερίδα Arbeiter Zeitung) και ο Πάρσονς κάλεσαν συγκέντρωση διαμαρτυρίας στο Χέιμάρκετ την επόμενη μέρα. Στις 4 Μάη, η αστυνομία, ενώ η συγκέντρωση τέλειωνε ειρηνικά μετά τις ομιλίες των Σπάις και Πάρσονς μέσα σε καταρρακτώδη βροχή, πλησίασε απειλητικά. Τότε ρίχτηκε η βόμβα. Μέχρι σήμερα δεν είναι γνωστός ο δράστης. Μπορεί να ήταν κάποιος οργισμένος εργάτης, μπορεί να ήταν προβοκάτορας της αστυνομίας.
Όμως, οι αρχές «κατέστησαν υπεύθυνους» οκτώ αναρχοσυνδικαλιστές: τους Σπάις, Πάρσονς, Φίλντεν, Ένγκελ, Φίσερ, Λινγκ, Νίμπι και Σουάμπ. Η δίκη ήταν παρωδία. Παρά τις ανύπαρκτες μαρτυρίες και το σφυροκόπημα του κατηγορητήριου από τους συνήγορους υπεράσπισης το δικαστήριο καταδίκασε τους επτά σε απαγχονισμό και τον Νίμπι σε ισόβια. Το τεράστιο κίνημα συμπαράστασης που ξέσπασε σε ΗΠΑ και Ευρώπη – και στο οποίο συμμετείχε ενεργά και η κόρη του Μαρξ, Ελεονόρα – δεν μπόρεσε να τους σώσει. Τελικά οι πέντε οδηγήθηκαν στο θάνατο. Οι τέσσερις στην κρεμάλα, ενώ ο Λινγκ αυτοκτόνησε με δυναμίτη μέσα στη φυλακή.
Το κύμα καταστολής που ακολούθησε, αρχικά φρέναρε τον αγώνα για το οκτάωρο. Όμως, σύντομα νέοι αγώνες ξέσπασαν και οι μελλοντικοί επαναστάτες σαν τον Γιουτζίν Ντεμπς, τη «μάνα Τζόουνς» και τους ηγέτες των IWW πάντα αναφέρονταν στο Χέιμαρκετ σαν το σημείο καμπής στην πολιτική τους ριζοσπαστικοποίηση. Πολλοί από τους αγωνιστές του Χέιμαρκετ συνέχισαν να είναι ενεργοί στο εργατικό κίνημα για πολλές δεκαετίες. Η Λούσι Πάρσονς στις αρχές της δεκαετίας του 1920 οργανώθηκε στο νεοσύστατο Κομμουνιστικό Κόμμα ΗΠΑ και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην καμπάνια συμπαράστασης για να μην εκτελεστούν οι Σάκκο και Βαντσέτι.
Στο Χέιμαρκετ οι αρχές έστησαν ένα άγαλμα στη μνήμη των αστυνομικών που σκοτώθηκαν από τη βόμβα. Στις 4 Μάη του 1968, χιλιάδες κόσμος που συμμετείχε σε μια διαδήλωση ενάντια στον πόλεμο του Βιετνάμ, κατευθύνθηκε στο Χέιμαρκετ, έγραψε συνθήματα και πέταξε κόκκινη μπογιά στο άγαλμα. Το 1969 και το 1970 το κατέστρεψαν βόμβες που έβαλαν οι Weatherman. Έκτοτε «στολίζει» τα γραφεία της αστυνομικής διεύθυνσης.
«Αν νομίζετε ότι με το να μας κρεμάσετε, θα ξεμπερδέψετε με το εργατικό κίνημα, τότε κρεμάστε μας», είπε στην απολογία του ο Σπάις. «Τώρα σβήνετε μια σπίθα, αλλά εδώ κι εκεί, πίσω σας και μπροστά σας, και παντού, ανάβουν φλόγες. Είναι μια φωτιά υποχθόνια. Αυτήν τη φωτιά, δεν μπορείτε να τη σβήσετε»
Διαβάστε αυτό το βιβλίο. Είναι η ιστορία μιας Αμερικής ταξικά πολωμένης κι ενός εργατικού κινήματος – άγνωστου δυστυχώς στους περισσότερους – που έχει προσφέρει πολλά και μπορεί να προσφέρει ακόμα περισσότερα.