H υπουργός του Aσφαλιστικού παρέα με τα σκάνδ
H Πανεργατική στις 12 Δεκέμβρη και το ξέσπασμα των σκανδάλων έχει φτάσει την κυβέρνηση ένα βήμα πριν από το πήδημα στο κενό, όπως περιγράφει η Mαρία Στύλλου.
Oύτε το εργατικό κίνημα, ούτε η αριστερά πρέπει να λειτουργήσουν σαν δίκτυ ασφαλείας. Η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα έχει πανικοβληθεί από την πολιτική κρίση. Η κυβέρνηση μέσα σε τέσσερα χρόνια παρά την επανεκλογή της σήκωσε τα χέρια ψηλά: δυσκολεύεται να περάσει το Ασφαλιστικό και τις ιδιωτικοποιήσεις, δυσκολεύεται να σταματήσει το άπλωμα των σκανδάλων, δυσκολεύεται να επιβάλει πειθαρχία μέσα στο κόμμα και στην κοινοβουλευτική ομάδα. Για τους καπιταλιστές ο Καραμανλής ήταν η σανίδα σωτηρίας που τους είχε μείνει. Πίστευαν ότι θα τα καταφέρει καλύτερα από τον Σημίτη, όταν κέρδισε τις εκλογές το 2004, και γι’ αυτό έπιναν σαμπάνια στο όνομα του. Ο Καραμανλής είχε πολλά ατού. Ήταν και καινούργιος και «άφθαρτος» και είχε καλλιεργήσει προφίλ «κεντρώου» και μετριοπαθούς, σε αντίθεση με τον Γιώργο Παπανδρέου που είχε περιλάβει στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας τον Μάνο και τον Ανδριανόπουλο, τους πιο διεφθαρμένους υπουργούς και στυλοβάτες του Μητσοτάκη την τριετία ΄90-93.
Απέναντι σ’ αυτούς ο Σουφλιάς, ο Μαγγίνας και η Γιαννάκου φάνταζαν συναινετικά «αγγελούδια» και ενίσχυαν τα «κεντρώα» ανοίγματα. Απ’ αυτούς, οι δύο έφυγαν κακήν κακώς ενώ ο τρίτος εφαρμόζοντας την αρχή «τσιμέντο να γίνουν» κρατάει απόστάσεις και από την κυβέρνηση και από τον αρχηγό. Η κρίση έχει φτάσει στο σημείο να συζητάνε μέσα στην κυβέρνηση για διπλές εκλογές. Με διπλές εκλογές δεν εννοούν βουλευτικές μαζί με ευρωεκλογές, αλλά βουλευτικές εκλογές, που θα χάσει η Ν.Δ με τον ισχύοντα νόμο και μετά από λίγους μήνες δεύτερες εκλογές με καινούργιο εκλογικό νόμο. Το επιχείρημα ότι η χώρα χρειάζεται εκλογικό σύστημα που εξασφαλίζει ισχυρές μονοκομματικές κυβερνήσεις τετραετίας λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο. Το εκλογικό σύστημα μπορεί να εξασφαλίζει κοινοβουλευτική πλειοψηφία στο πρώτο κόμμα αλλά δεν εξασφάλισε ούτε πριν από τις 16 Σεπτέμβρη ούτε μετά, τη δυνατότητα να περάσει η κυβέρνηση όλα τα μέτρα που θέλει ο ελληνικός καπιταλισμός γιατί κάθε απόπειρα επιβολής τους σήμανε την σύγκρουση με το εργατικό κίνημα. Έτσι, είδαν μέσα σε μια τετραετία να εξαφανίζεται η ελπίδα για την «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» με την αναθεώρηση του Άρθρου 16, με το Νόμο-Πλαίσιο, με την αξιολόγηση και με όλα τα άλλα που ψήφισαν στην Βουλή. Το κίνημα των φοιτητικών καταλήψεων, η ριζοσπαστικοποίηση ενός μεγάλου μέρους του εκπαιδευτικού προσωπικού μέσα στις σχολές και η τεράστια συμπαράσταση, δεν άφησαν κανένα περιθώριο ούτε στην Γιαννάκου ούτε τώρα στον Στυλιανίδη.
Το μίνι Ασφαλιστικό στις τράπεζες το 2005 ξαναθύμισε την μεγάλη απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων για το ωράριο το 1979 και τους έκανε κέντρο για όλες τις ΔΕΚΟ. Μέχρι τότε τραπεζίτες και διοικητές των ΔΕΚΟ πίστευαν ότι είχε κλείσει το κεφάλαιο «μαχητικός συνδικαλισμός» σ’ αυτούς τους χώρους. Επειδή ήταν τόσο σίγουροι πήγαν ένα βήμα παρακάτω, προετοιμάζοντας την συμφωνία προδοσία για τους εργαζόμενους του ΟΤΕ. Την άνοιξη το 2005 συνδικαλιστές της ΠΑΣΚΕ και της ΔΑΚΕ στην ΟΜΕ-ΟΤΕ υπέγραψαν συμφωνία με την διοίκηση για να ανοίξει ο δρόμος των μαζικών απόλύσεων και έτσι να διευκολυνθεί η ιδιωτικοποίηση του ΟΤΕ. Είναι ένα ακόμα παράδειγμα του πόσο σίγουροι αισθάνθηκαν οι καπιταλιστές μετά το 2004 και πόσο γρήγορα τους γύρισε μπούμερανγκ, όταν βγήκαν στον δρόμο οι εργαζόμενοι. Προετοίμασαν τον δρόμο ώστε όταν η κυβέρνηση τόλμησε να βάλει το μεγάλο Ασφαλιστικό μπροστά το περασμένο φθινόπωρο, βρήκε μπροστά της όλους τους κλάδους μαζί. Η Πανεργατική σεισμός στις 12 Δεκέμβρη επίσπευσε την κρίση της κυβέρνησης.
Εκτός ελέγχου;
Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας δεν βρίσκεται στα καλύτερα της. Η κυβέρνηση ξέρει ότι θα αργήσει πολύ να ξαναδεί ρυθμούς ανάπτυξης που να πιάνουν το 4% και να βρίσκονται πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτή ήταν η εικόνα πριν το Κραχ. Τώρα πια το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο προειδοποιεί όλα τα κράτη ότι πρέπει να αναθεωρήσουν τους ρυθμούς τους ακόμα πιο κάτω.
Το Κραχ της 21 Γενάρη θα έχει συνέπειες σε όλες τις οικονομίες. Τα προβλήματα στην αμερικάνικη οικονομία δεν προήλθαν μόνο από τα hedge funds και τα sub prime, αλλά είναι σημάδια οικονομικής ύφεσης. Οι «ισχυροί καπιταλισμοί» της Ευρώπης, της Κίνας, της Ρωσίας κρατάνε την αναπνοή τους, περιμένοντας να δούνε εάν και πόσο θα επηρεαστούν από την ύφεση. Οι καπιταλιστές παγκόσμια όχι μόνο φοβούνται τι τους ξημερώνει αλλά προετοιμάζονται για τα χειρότερα. Η γραμμή της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας και του Διοικητή Ζαν Κλοντ Τρισέ είναι να μην αλλάξουν τα επιτόκια, αντίθετα να ανέβει η δυνατότητα μεγάλων διευκολύνσεων στις τράπεζες που κινδυνεύουν με τεράστιες ζημιές από τα προηγούμενα ανοίγματα. Πρακτικά σημαίνει ότι οι κυρίαρχες τάξεις σε όλες τις χώρες ετοιμάζονται για έναν νέο γύρο επιθέσεων στους μισθούς, στις παροχές, στην απασχόληση, στις συντάξεις. Η Ελλάδα δεν είναι έξω απ’ αυτές τις εξελίξεις. Η ατμομηχανή της αναθέρμανσης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια ήταν η οικοδομή. Οι τράπεζες έτρεχαν να προλάβουν η μία την άλλη στα φτηνά δάνεια για πρώτη, δεύτερη και τρίτη κατοικία. Τα περισσότερα απ’ αυτά τα δάνεια είναι σήμερα επισφαλή. Η οικοδομή δεν προχωράει με τους ίδιους ρυθμούς όπως προηγούμενα, ο ρυθμός ανάπτυξης ακολουθεί την πτώση που συμβαίνει παντού. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες η κυβέρνηση θέλει να περάσει όλα τα μέτρα μαζί: ασφαλιστικό, ιδιωτικοποιήσεις, απόλύσεις, αυξήσεις κάτω από τον πληθωρισμό, κι αυτό προκαλεί εργατική έκρηξη. Δεν είναι πια μόνο η 12 Δεκέμβρη, είναι η 13 Φλεβάρη, η απεργία στα λιμάνια, είναι ακόμα χειρότερο γι’ αυτούς η προοπτική τον Μάρτη οι σχολές και τα σχολειά να κλείσουν ξανά με απεργίες και καταλήψεις. Η κυβέρνηση βρήκε απέναντι της έναν ισχυρό αντίπαλο που δεν μπορεί να τον νικήσει. Δεν είναι η πρώτη φορά την τελευταία εικοσαετία που οι κυβερνήσεις ανοίγουν την κατά μέτωπο επίθεση με την εργατική τάξη και στο τέλος αναγκάζονται σε υποχώρηση. Η πρώτη φορά ήταν το 1985, στην δεύτερη τετραετία του ΠΑΣΟΚ, όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου έβαλε τον Σημίτη Υπουργό Εθνικής Οικονομίας για να εφαρμόσει ένα «σταθεροποιητικό» πρόγραμμα, που θα σήμανε την αρχή του τέλους των εργατικών κατακτήσεων.
Ήταν η πρώτη απόπειρα να πάρει το ΠΑΣΟΚ πίσω τις παροχές που είχε αναγκαστεί να κάνει όταν κέρδισε για πρώτη φορά τις εκλογές το 1981. Έγινε χαμός, οι αντιδράσεις ήταν καταιγιστικές, η ΓΣΕΕ έσπασε σε δύο κομμάτια και στο τέλος ο Παπανδρέου υιοθέτησε το «Τσοβόλα δώστα όλα» και έδιωξε τον Σημίτη. Η δεύτερη φορά ήταν όταν η Ν.Δ με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη κέρδισε τις εκλογές. Το κεντρικό σύνθημα της προεκλογικής καμπάνιας ήταν «Ο νεοφιλελευθερισμός είναι το μέλλον». Ποιος θα τολμούσε σήμερα να βγει με τέτοιο σύνθημα; Μάλλον κανένας.
Η τριετία Μητσοτάκη ήταν η πιο ανοιχτή προσπάθεια να εφαρμοστεί το θατσερικό μοντέλο στην Ελλάδα σε κατά μέτωπο σύγκρουση με τα πιο δυνατά εργατικά κομμάτια. Πίστευαν ότι θα τους έπαιρνε να προχωρήσουν και να κερδίσουν λόγω «αντικειμενικών» και «υποκειμενικών» συνθηκών: Η κατάρρευση του ’89 στις χώρες του κρατικού καπιταλισμού και κρίση της Αριστεράς. Τότε ΣΥΝ και KΚΕ μάζευαν τα κομμάτια τους μετά την συγκυβέρνηση με την Ν.Δ. το καλοκαίρι του ΄89 και την Οικουμενική με ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ τον χειμώνα του ’89-90. Και όμως απότυχε. Διάλεξε να ιδιωτικοποιήσει την ΕΑΣ και εισέπραξε καταλήψεις στα αμαξοστάσια και Γενική Απεργία. Η κατάρρευση του Μητσοτάκη το ’93 κόστισε πολύ στην κυρίαρχη τάξη. Χρειάστηκαν χρόνια αργών αλλαγών με Σημίτη, για να τολμήσει ο Γιαννίτσης να κατεβάσει το Ασφαλιστικό το 2001. Όλοι θυμόμαστε τι έγινε τότε και έτσι την τετραετία 2000-2004 ακόμα και ο Καραμανλής παρίστανε τον «μεσαίο» χώρο και διαφοροποιούνταν από την τριετία του Μητσοτάκη.
Η σκληρή πραγματικότητα για την κυρίαρχη τάξη είναι ότι δεν μπόρεσε ποτέ να τσακίσει και να περιθωριοποιήσει το εργατικό κίνημα της Μεταπόλίτευσης. Είναι ειρωνία τα σχόλια για το «τέλος της Μεταπόλίτευσης», να περιορίζονται στις εξελίξεις των δύο μεγάλων κομμάτων και να ξεχνάνε τι έχει γίνει με την εργατική τάξη και τα συνδικάτα μέσα σ’ αυτό το διάστημα. Τα περισσότερα συνδικάτα που δημιουργήθηκαν στην Μεταπόλίτευση και που οργάνωσαν την καινούργια τότε εργατική τάξη, όχι μόνο συνεχίζουν αλλά είναι αυτά που οργανώνουν σήμερα τις μάχες. Μπορεί οι εργαζόμενοι του ’70 να έχουν βγει στην σύνταξη, όμως η εμπειρία της συμμετοχής στο σωματείο, της οργάνωσης της απεργίας, της συνέλευσης, της διαδήλωσης, της συμπαράστασης στους αγώνες συνεχίζει να υπάρχει και στις επόμενες γενιές των εργατών.
Η εξέλιξη δεν είναι γραμμική
Μέσα στο εργατικό κίνημα το σύνθημα «Ένας άλλος κόσμος είναι αναγκαίος και εφικτός» εκφράζει την πλειοψηφία. Στις δεκαετίες του ’80 και του ’90, οι κυρίαρχες ιδέες ήταν ότι δεν χρειάζεται να αλλάξεις τον κόσμο, μπορείς όμως να καταφέρεις να τον κάνεις καλύτερο. Πώς; Ψηφίζοντας και στηρίζοντας το ΠΑΣΟΚ. Η σοσιαλδημοκρατία ήταν τότε ανερχόμενη δύναμη και διεθνώς και στην Ελλάδα, άρα πεδίο δόξης λαμπρό για μια καλύτερη κοινωνία. Ακόμα και όταν άρχισε η απόγοήτευση με το ΠΑΣΟΚ, ο κόσμος είχε πολύ μικρή εμπιστοσύνη στις δικές του δυνάμεις. Γι’ αυτό στις εκλογές του 1993 έδωσε την πλειοψηφία ξανά στο ΠΑΣΟΚ, παρόλη την εμπειρία ότι ενώ οι ίδιοι απεργούσαν και συγκρούονταν με τα ΜΑΤ του Μητσοτάκη, ο Ανδρέας Παπανδρέου έλεγε ότι η Ν.Δ θα πέσει σαν «ώριμο φρούτο». Η εμπειρία από Μπλερ, Ζοσπέν, Στρέντερ, Σημίτη, Πρόντι κ.α, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και διέλυσε τις αυταπάτες που είχε ο κόσμος ότι η ζωή του μπορεί να είναι πιο ανθρώπινη, με τους σοσιαλδημοκράτες στην κυβέρνηση.
Η συμμετοχή όλων αυτών στους πολέμους του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ στα Βαλκάνια, στην Μέση Ανατολή, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, έβγαλε τον κόσμο στους δρόμους, τον ριζοσπαστικοποίησε και όξυνε την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας διεθνώς. Η Πράγα, η Γένοβα, τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια στις 15 Φλεβάρη του 2003 άνοιξαν την μεγάλη συζήτηση με ποιο τρόπο συνεχίζουμε, για ποια κοινωνία παλεύουμε, ποια Αριστερά θέλουμε να φτιάξουμε. Αυτός είναι και ο λόγος που η «κρίση του δικομματισμού», έτσι όπως χαρακτηρίζεται σήμερα η ταυτόχρονη πτώση Ν.Δ- ΠΑΣΟΚ στις εκλογές και στα γκάλοπ, δεν είναι απότέλεσμα ότι έχουν εξαφανιστεί οι ιστορικοί ηγέτες, αλλά της πολιτικής που ακολούθησαν. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δεν έχασαν μόνο την ιδεολογική και πολιτική τους επιρροή αλλά κατάφεραν να «σπάσουν» και τους οργανωτικούς δεσμούς που είχαν με τα μέλη τους.
Διέλυσαν τις οργανώσεις -τοπικές και κλαδικές-για να απόφύγουν τις πιέσεις. Η συλλογική λειτουργία, αντικαταστάθηκε από τα παράθυρα της τηλεόρασης, το μέσο που έχει διαλέξει και ο Γιώργος Παπανδρέου και ο Βενιζέλος για να επικοινωνεί με τα μέλη και τους οπαδούς τους. Ακόμα και μέσα στην τελευταία τετραετία τα πράγματα έχουν χειροτερέψει. Ο Σημίτης κέρδισε την προεδρία του ΠΑΣΟΚ από τον Τσοχατζόπουλο (60% - 40%) στο συνέδριο του 1996 όπου πήραν μέρος γύρω στους 5.000 αντιπροσώπους. Η φάρσα της 11 Νοέμβρη και η «καθολική ψηφοφορία» που καθιέρωσε ο Γιώργος Παπανδρέου, δείχνει ότι οι εκατοντάδες χιλιάδες ψηφοφόροι που πήγαν στις κάλπες δεν έχουν καμία δύναμη να επιβάλουν την άποψή τους σε κανέναν από τους δύο.
Κρίση και σκάνδαλα
Η κυβέρνηση κινδυνεύει να χάσει τον Κουκοδήμο και πιθανόν έναν δεύτερο βουλευτή (ακούγονται διάφορα ονόματα), μέσα από το σκάνδαλο Ζαχόπουλου. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν δεν είναι στις προθέσεις του, ο Καραμανλής μπορεί να χρειαστεί να προχωρήσει γρήγορα για εκλογές. Ποιος του φύλαγε του Καραμανλή αυτό το κερασάκι και απόφάσισε να το βγάλει την τελευταία στιγμή; Τα σκάνδαλα δεν είναι παρά ένα μικρό δείγμα του πώς λειτουργεί ο καπιταλισμός. Οι καπιταλιστές στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς έχουν ανάγκη από πολιτικά στηρίγματα. Κι αυτά δεν περιορίζονται μόνο σε νόμους και ρυθμίσεις που ζητάνε από το κράτος για να ανεβάσουν τα κέρδη τους. Τις περισσότερες φορές χρειάζονται έκτακτες ρυθμίσεις που να βοηθάνε αυτούς απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Ζαχόπουλοι και Πρινιωτάκηδες βρίσκονται σε όλα τα υπουργεία και σε κάθε νευραλγικό σημείο της κρατικής γραφειοκρατίας που κρίνει ποιος θα πάρει το φιλέτο π.χ της Ολυμπιακής, της ΔΕΗ, του δομημένου ομόλογου κ.ο.κ.
Απ’ ότι φαίνεται ο Ζαχόπουλος δεν ήταν απλά ένας γενικός γραμματέας αλλά ο ισχυρός σύνδεσμος της κυβέρνησης (και του πρωθυπουργικού γραφείου) με ΜΜΕ, με κατασκευαστικές, με διακίνηση μαύρου χρήματος, με μεγάλες τουριστικές επιχειρήσεις και με μια σειρά «διανοούμενους» που εξασφάλιζαν την κάλυψη. Αυτή όμως η καλοστημένη επιχείρηση αρχίζει να απόκαλύπτεται όταν κάποιοι απ’ όλους αυτούς άρχισαν να αμφιβάλουν για το μέλλον της κυβέρνησης. Το σκάνδαλο του Ζαχόπουλου πήρε διαστάσεις μετά τις 12 Δεκέμβρη όταν τα εκατομμύρια οι εργαζόμενοι έδειξαν ότι το Ασφαλιστικό δεν θα περάσει και ο Καραμανλής δεν έχει δυνατότητα να το επιβάλει. Αμέσως μετά η Ντόρα Μπακογιάννη απόστασιοποιήθηκε από τους κυβερνητικούς χειρισμούς, ο Νικήτας Κακλαμάνης πρότεινε κυβέρνηση Ν.Δ-ΠΑΣΟΚ, ο Τριανταφυλλόπουλος κάρφωσε τον Αναστασιάδη, τον Κουκοδήμο και τον Κλαδά και στην συνέχεια όλα τα ποντίκια άρχισαν να εγκαταλείπουν το σκάφος.
Έτσι λειτουργεί ο καπιταλισμός και το κράτος του είτε στην προηγούμενη φάση είτε σήμερα επί παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού. Πριν είκοσι χρόνια, η πολιτική σκηνή συγκλονιζόταν από το σκάνδαλο Κοσκωτά. Τότε ο νεοφιλελευθερισμός ήταν ανερχόμενο ρεύμα και οι ιδέες ότι η αγορά θα φέρει τη λύση έκαναν θραύση. Ο τότε ενιαίος Συνασπισμός υποκλίθηκε σ’ εκείνες τις πιέσεις και συνεργάστηκε στην «κάθαρση», με καταστροφικά από τελέσματα για την Αριστερά. Σήμερα, που ο νεοφιλελευθερισμός έχει φθαρεί, οι ιδέες για αντιμετώπιση των σκανδάλων με «θεσμικές ρυθμίσεις διαφάνειας» προβάλλονται σαν μια νέα λύση. Κάπως έτσι υποσχόταν και ο Πρόντι πριν δύο-τρία χρόνια ότι θα αντιμετωπίσει τα κραυγαλέα σκάνδαλα του Μπερλουσκόνι. Και τώρα βλέπουμε στην Ιταλία την κυβέρνηση Πρόντι να καταρρέει ενμέσω σκανδάλων και τον Μπερλουσκόνι να θριαμβολογεί. Είναι μια ξεκάθαρη προειδοποίηση ότι αυτές οι σοσιαλδημοκρατικές συνταγές δεν δουλεύουν.
Η «διαπλοκή» των δυνάμεων της αγοράς με το κράτος παραμένει κεντρικό χαρακτηριστικό του συστήματος, όσο και αν οι θεωρητικοί της παγκοσμιοποίησης προσπαθούν να ζωγραφίσουν μια διαφορετική εικόνα. Η Αριστερά σήμερα χρειάζεται να προσανατολιστεί σε πολύ πιο ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές λύσεις. Το μεγάλο σκάνδαλο είναι το σύστημα. Και το μεγάλο αντίδοτο είναι η δύναμη των εργατών που ριζοσπαστικοποιούνται και αντιστέκονται στις προκλητικές επιθέσεις μιας διεφθαρμένης άρχουσας τάξης. Εκεί πρέπει να προσανατολιστεί η Αριστερά.