Άρθρο
Tο μέλλον της Aριστεράς

H εργατική τάξη έχει τις δικές της λύσεις. Στ

Oλοι μιλούν για κρίση του πολιτικού συστήματος και ανοίγει η συζήτηση για τις εναλλακτικές λύσεις. O Πάνος Γκαργκάνας εξετάζει τις προτάσεις της Aριστεράς και προβάλει την αξία της αντικαπιταλιστικής απάντησης.

Την Παρασκευή 18 Γενάρη, ο πρόεδρος του Συνασπισμού Αλέκος Αλαβάνος μιλώντας στην Βουλή στην «Ώρα του Πρωθυπουργού» έθεσε θέμα εναλλακτικής λύσης απέναντι στην κυβέρνηση της Ν.Δ. «Αυτή η κυβέρνηση πρέπει να φύγει», είπε και συμπλήρωσε «Πιστεύουμε οτι υπάρχει εναλλακτική λύση. Καλούμε τους πολίτες να στηρίξουν τις δυνάμεις της ενωτικής ριζοσπαστικής Αριστεράς ως ένα πυρήνα μιας νέας πλειοψηφίας που θα δώσει την εναλλακτική λύση στον τόπο μας». Με αυτό τον τρόπο, επισημοποιήθηκε πανηγυρικά το άνοιγμα μιας συζήτησης που έπρεπε να απασχολεί όλη την Αριστερά απο καιρό.

Απο το 1989 και μετά, η κυρίαρχη άποψη μέσα στην Αριστερά ήταν ότι αυτή η συζήτηση δεν είναι επίκαιρη. Οι θεωρητικοποιήσεις αυτής της άποψης ήταν πολλές και διαφορετικές, ανάλογα με τα ρεύματα και τις συγκυρίες. Μια μορφή, στα πρώτα χρόνια, ήταν η θεωρία για έναν «μακρύ συντηρητικό χειμώνα» μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ και την τραυματική εμπειρία της συμμετοχής του ενιαίου Συνασπισμού στις κυβερνήσεις Τζανετάκη και Ζολώτα. Μια άλλη μορφή, πιο πρόσφατη, ήταν η θεωρία της Αυτονομίας οτι «μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να πάρουμε την εξουσία». Αρκεί να απορρίψουμε τον «κυβερνητισμό» γενικά και να αναδείξουμε τον «κινηματισμό» γενικά.

Σήμερα, τα πράγματα αλλάζουν καθώς η κυβέρνηση της Ν.Δ παραπαίει. Υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι γι’ αυτό: η κρίση στο ΠΑΣΟΚ και η μαζική στροφή προς τα αριστερά. Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ είναι πια ορατή απο όλους. Όχι μόνο με την άμεση έννοια οτι κατάφερε να χάσει τις εκλογές στις 16 Σεπτέμβρη και εξακολουθεί να βλέπει την πλάτη της Ν.Δ  στις δημοσκοπήσεις. Αλλά και με την ευρύτερη έννοια ότι δεν μπορεί να πείσει πως αποτελεί εναλλακτική λύση. 

Ο Γιώργος Παπανδρέου μπορεί να επαναλαμβάνει όπου σταθεί και όπου βρεθεί οτι «δεν είμαστε όλοι ίδιοι», αλλά η απάντηση έρχεται απο τα πιο επίσημα χείλη της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας: ο Τόνι Μπλερ μιλώντας σε συνέδριο του κόμματος του Σαρκοζί στο Παρίσι δήλωσε ότι «στη Βρετανία είμαι με τους Εργατικούς, στην Αμερική είμαι με το Δημοκρατικό Κόμμα, στην Γαλλία θα ήμουν στην... κυβέρνηση»!

Ο Παπανδρέου κατάφερε να κρατήσει τον έλεγχο της ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτό που πέτυχε να καταγράψει σ’ αυτή την διαδικασία είναι οτι η αμφισβήτηση για την ικανότητά του να προσφέρει εναλλακτική λύση αγκαλιάζει σχεδόν το μισό ΠΑΣΟΚ. Η πόρτα για να μπει η Αριστερά σ’ αυτή την συζήτηση έχει ανοίξει.

Το άλλο στοιχείο που αλλάζει τα δεδομένα είναι η αριστερή στροφή του κόσμου που συγκρούεται με τον Καραμανλή και δεν εμπιστεύεται τον Παπανδρέου. Αυτή η στροφή φάνηκε στις κάλπες και φαίνεται ξανά στις δημοσκοπήσεις που δίνουν ποσοστά κοντά στο 20% στην Αριστερά αθροιστικά. Και δεν πρόκειται απλά για ένα εκλογικό ρεύμα. Υπάρχει αλλαγή όχι μόνο στην πρόθεση ψήφου, αλλά και στην δράση και στις ιδέες.

Οι αλλαγές στη δράση έγιναν κάτι παραπάνω απο ορατές με το σεισμό της Πανεργατικής Απεργίας στις 12 Δεκέμβρη. Πόσα χρόνια έχουν περάσει απο την προηγούμενη φορά που είδαμε την Ολυμπιακή ή την ΔΕΗ να απεργούν και να διαδηλώνουν με τέτοια μαζικότητα και μαχητικότητα; Σχεδόν όλοι οι σχολιαστές συμφώνησαν οτι η απεργία των εργαζόμενων στα ΜΜΕ πριν την Πανεργατική (και η κοινή απεργία με τους Μηχανικούς, τους Γιατρούς και τους Δικηγόρους αμέσως μετά) ήταν η μεγαλύτερη κινητοποίηση αυτού του χώρου απο την εποχή της Μεταπολίτευσης.

Οι αλλαγές στο επίπεδο των ιδεών δεν περιορίζονται σε ένα οργισμένο «Δεν θα περάσει» απέναντι στις κυβερνητικές επιθέσεις. Συνδυάζονται με ιδεολογικές αναζητήσεις που εκδηλώθηκαν π.χ με αφορμή τα 90 χρόνια της Οκτωβριανής Επανάστασης και τώρα ξανά πηγαίνοντας προς τα 40 χρόνια του Μάη του ΄’68. Ο Σαρκοζί μπορεί να κραυγάζει οτι πρέπει να θάψουμε τον Μάη, όπως για χρόνια οι νικητές του Ψυχρού Πολέμου ισχυρίζονταν οτι έθαψαν την ιδεολογική επιρροή της Ρώσικης Επανάστασης. Κι όμως βλέπουμε τις εφημερίδες να συναγωνίζονται ποια θα κάνει πρώτη τα αντίστοιχα αφιερώματα. Υπάρχει αναζήτηση για τις ριζοσπαστικές ιδέες και το γεγονός αυτό δεν κρύβεται.

Αυτά τα νέα δεδομένα πιέζουν τις ηγεσίες της Αριστεράς να τοποθετηθούν πάνω στα ζητήματα της εναλλακτικής λύσης και της προοπτικής. Εδώ αρχίζει να κρίνεται η συμβολή του καθένα και της καθεμιάς. 

Tι αλλάζει στον ΣYN;

Στο χώρο του Συνασπισμού αυτές οι εξελίξεις συνδυάζονται με την ανάδειξη νέας ηγεσίας και τις ζυμώσεις για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ. Ενώ ένα προηγούμενο διάστημα υπήρχε πόλωση ανάμεσα στις δύο πτέρυγες του ΣΥΝ, σήμερα – παρά τη διεκδίκηση της Προεδρίας απο διαφορετικούς υποψήφιους – υπάρχει σύγκλιση.

Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην συνέντευξη του Φώτη Κουβέλη στην ΕΠΟΧΗ της 13 Γενάρη, όπου βάζει τέλος στις εσωτερικές διαφωνίες για το αν ο ΣΥΝ προχωράει με τις εκλογικές συνεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ, συμφωνεί με τον Τσίπρα ότι αυτό δεν σημαίνει μετατροπή του ΣΥΡΙΖΑ σε ενιαίο κόμμα και δηλώνει οτι δεν υπάρχει περίπτωση να προκύψουν σενάρια κεντροαριστεράς. Οι δύο διεκδικητές της διαδοχής Αλαβάνου, λοιπόν, εμφανίζονται να αποκλείουν κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και να προβάλουν ένα «πολυφωνικό, πλουραλιστικό» ΣΥΡΙΖΑ σαν αποδέκτη των αναζητήσεων του κόσμου.

«Να ανοίξουμε τις πόρτες», λεει ο Κουβέλης, «Να τις ανοίξουμε σε μια πολυφωνικότητα, η οποία φαίνεται οτι υπάρχει μέσα στην ελληνική κοινωνία». «Να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ χώρος υποδοχής της κοινωνικής αριστεράς», συμπληρώνει ο Τσίπρας. Και οι δύο συμφωνούν οτι αυτό το άνοιγμα περνάει μέσα απο την επεξεργασία ενός προγράμματος του Συνασπισμού.

 Σε πρώτη ανάγνωση, όλα αυτά δείχνουν ως αν η παραδοσιακή Ανανεωτική πτέρυγα να μετακινήθηκε προς τις απόψεις του Αριστερού Ρεύματος και όλοι μαζί να κινούνται για να πιάσουν το σφυγμό της αριστερής στροφής στην κοινωνία. Ακόμα και η ΕΠΟΧΗ φτάνει να αναρωτιέται αν υπάρχουν διαφωνίες: τελικά ποιο είναι το επίδικο στο Συνέδριο του ΣΥΝ; Η απάντηση του Φώτη Κουβέλη είναι αποκαλυπτική:

«Όλοι μιλάμε για τον αριστερό ευρωπαϊσμό. Το θέμα, όμως, είναι ότι αν δεν εξειδικευτεί, αναδεικνύει συμπτώσεις. Στην εξειδίκευσή του και στην διαμόρφωσή του περιεχόμενου του, κρύβει αντιθέσεις. Στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής ή στα ζητήματα του μεταρρυθμισμού. Ο μεταρρυθμισμός είναι ένας κόκκινος πυρήνας ριζοσπαστισμού. Δεν μπορείς να μιλάς για την ανάγκη των μεταρρυθμίσεων, φοβούμενος ότι δεν είναι ριζοσπαστική αντίληψη. Και η αντιπαράθεση με τον νεοφιλελευθερισμό δεν μπορεί να γίνεται γενικά και αόριστα».

Αυτό το «γενικά και αόριστα» μοιάζει να έχει αναχθεί σε πολιτική τέχνη απο την μεριά του ΣΥΡΙΖΑ γενικά και του Αλέξη Τσίπρα ειδικά στη σημερινή φάση. Ένα χαμόγελο, ένα νεανικό πρόσωπο και μερικές συμβολικές κινήσεις οτι εδώ υπάρχει το «κάτι νέο», μοιάζουν να αποτελούν την συνταγή της επιτυχίας. Όμως, αυτή είναι μια αρκετά επιφανειακή κριτική. Ο Συνασπισμός (και ο ΣΥΡΙΖΑ) δεν διατρέχουν απλά τον κίνδυνο να γίνουν ένα κόμμα των εντυπώσεων, ανίκανο να προσφέρει οποιαδήποτε εναλλακτική λύση. Πίσω απο την επιφάνεια, το πραγματικό πρόβλημα είναι η αναπαραγωγή του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου σε όλα τα επίπεδα.

Μια απο τις λίγες συγκεκριμενοποιήσεις στα λεγόμενα του Τσίπρα ήταν η τοποθέτησή του (στην ΕΠΟΧΗ της 5/1/08) ότι «Κανείς δεν μπορεί να περιμένει την «Δευτέρα Παρουσία» του σοσιαλισμού» και η διακήρυξή του ότι επιδιώκει «την πολιτική ήττα της στρατηγικής του ΚΚΕ». Τόσο «ενωτική» και τόσο «ριζοσπαστική» είναι αυτή η Αριστερά που μας καλεί να αναδείξουμε σε εναλλακτική λύση ο Αλαβάνος.

Και δεν πρόκειται για στιγμιαίο ολίσθημα. Το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο του Συνασπισμού προέρχεται ιστορικά απο την αποδοχή του κοινοβουλευτισμού και της αγοράς ως απαραίτητων στοιχείων του «δημοκρατικού σοσιαλισμού». Αυτές οι ιστορικές παραδοχές βάζουν όρια για το πόσο βαθιά μπορεί να φτάσει η κριτική του Συνασπισμού στα φαινόμενα κρίσης του πολιτικού συστήματος και του νεοφιλελευθερισμού. Η κριτική μπορεί να αγγίζει τον «δικομματισμό» και τα σκάνδαλα της «νεοφιλελεύθερης διαχείρισης», αλλά δεν φτάνει να διεκδικεί την ανατροπή του καπιταλισμού. 

Ο Τσίπρας έρχεται να επιβεβαιώσει επιθετικά ότι η διεκδίκηση μιας τέτοιας ανατροπής ισοδυναμεί με αναμονή της «Δευτέρας Παρουσίας» στην δική του συλλογιστική. Θα μπορούσαμε να αντιτείνουμε ότι η αναμονή της «Δευτέρας Παρουσίας» που ποτέ δεν έρχεται είναι να περιμένει κανείς ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα μετατραπεί σε «κοινωνική Ευρώπη» που θα εφαρμόσει σε περιφερειακό επίπεδο τις Κευνσιανές πολιτικές που κατάργησε ο νεοφιλελευθερισμός σε εθνικό επίπεδο. Αλλά το ζήτημα δεν είναι να ανταλλάξουμε εξυπνακίστικες καταγγελίες. Το ζήτημα είναι να ξεκαθαρίσουμε οτι έτσι δεν ανοίγει κανένας δρόμος για εναλλακτική λύση.

Το πόσο αδύναμες είναι οι επεξεργασίες του Συνασπισμού φαίνεται όχι μόνο όταν υποβάλλονται στην κριτική απο αντικαπιταλιστική σκοπιά, αλλά και από άλλους επικριτές. Γράφει ο Γ. Γιαννουλόπουλος στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ της 18 Γενάρη:

«Αν κρίνει κανείς απο το δείγμα γραφής που έχει δώσει μέχρι τώρα ο Τσίπρας, οι παλιές απλοϊκές ρετσέτες έχουν σιωπηρά αποσυρθεί για να παραχωρήσουν την θέση τους σε κάποιες άλλες πιο πιασάρικες. Όπως παλιά η λέξη «σοσιαλισμός» θεράπευε πάσα νόσο, έτσι και σήμερα τα «κινήματα» έχουν αποκτήσει μαγικές ιδιότητες».

Και ο Γεράσιμος Μοσχονάς στα ΝΕΑ την ίδια μέρα:

«Ένα τμήμα της νέας ριζοσπαστικής Αριστεράς συμβάλλει στην υποβάθμιση του σύγχρονου κοινωνικού ζητήματος. Η πολιτισμική Αριστερά εμμέσως επιβεβαιώνει την περιθωριοποίηση των λαϊκών τάξεων...Λόγω ηλικίας, γενιάς, προηγούμενης οργανωτικής εμπειρίας, λόγω προσωπικού στυλ, το προφίλ Τσίπρα σπρώχνει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση της πολιτισμικής Αριστεράς... Το προφίλ Τσίπρα, παρά το μεγάλο πολιτικό ταλέντο του προσώπου, θα μπορούσε συνεπώς να επιτείνει ένα διαχρονικό χαρακτηριστικό του χώρου της ελληνικής κομμουνιστικής ανανέωσης, ο οποίος είχε τις μεγαλύτερες επιτυχίες του στη φοιτητική νεολαία, σε τμήματα των μορφωμένων τάξεων και όχι βέβαια στις λαϊκές γειτονιές».

Kάθε καθαρίστρια μπορεί να κυβερνάει!

Αν ο στόχος ενός αριστερού κόμματος είναι να γίνει πολυσυλλεκτικός αποδέκτης ώστε να αναδειχθεί σε σημαντικό κοινοβουλευτικό παίκτη, τότε αυτά τα προβλήματα δεν είναι σημαντικά. Αν θέλει να οικοδομήσει γνήσια εναλλακτική λύση, τότε πρέπει να προχωρήσει πέρα απ’ αυτά, για να δώσει δύναμη στις «λαϊκές τάξεις» να επιβάλλουν τις δικές τους λύσεις. Δηλαδή να επικεντρώσει στη στρατηγική της εργατικής ανατροπής του καπιταλισμού.

H κατάρρευση της κυβέρνησης Πρόντι στην Iταλία έρχεται να υπενθυμίσει ξανά πόσο ζωτική σημασία έχει αυτό το ξεκαθάρισμα. Aν μείνουμε γενικά και αόριστα στην αναζήτηση μιας κυβέρνησης της Aριστεράς, υπάρχει ο κίνδυνος να αποδειχθεί μια σύντομη παρένθεση που απογοητεύει τον κόσμο με τους συμβιιβασμούς της. Ποια είναι η καλύτερη εγγύηση ενάντια σ’αυτό το ενδεχόμενο;

Πρόσφατα γιορτάσαμε τα 90 χρόνια από την Oκτωβριανή Eπανάσταση. H αναφορά μας σ’αυτήν δεν μπορεί να περιορίζεται σε συναισθηματικό επίπεδο. H Aριστερά έχει αναγκη σήμερα να θυμηθεί ότι η εναλλακτική λύση των Mπολσεβίκων ήταν “Oλη η εξουσία στα Σοβιέτ” και ότι ο Λένιν έδινε τις μάχες με προσανατολισμό τη σοσιαλιστική λύση, όπου “κάθε μαγείρισσα μπορεί να κυβερνάει“. Yπάρχει τεράστια διαφορά, ολόκληρο ταξικό χάσμα, ανάμεσα σε υπουργούς με προοδευτικές υποσχέσεις και σε μια εξουσία που στηρίζεται στην εργατική δημοκρατία.

H Λιάνα Kανέλλη κάνει πολύ καλά αυτές τις μέρες των σκανδάλων να μιλάει για τις καθαρίστριες, τις εργάτριες που κυριολεκτικά καθαρίζουν τις βρωμιές σε αντιδιαστολή με όλο το θίασο που κουκουλώνει την αλήθεια. Aλλά αυτό το παράδειγμα δεν πρέπει να είναι απλό σχήμα λόγου. H γνήσια λύση της Aριστε-ράς είναι να αποκτήσουν οι εργάτες και οι εργάτριες τη δύναμη ώστε “κάθε καθαρίστρια να κυβερνάει”. Ξηλώνοντας τους μηχανισμούς της οικονομικής, ιδεολογικής και κατασταλτικής δύναμης των καπιταλιστών και περνώντας στον συλλογικό και δημοκρατικό έλεγχο των εργατών και εργατριών πάνω στην παραγωγή, στην πολιτική, στα πάντα.

Στο χώρο του ΚΚΕ, το ζήτημα που ανοίγει είναι αν και πώς το μεγαλύτερο κόμμα της Αριστεράς θα είναι κομμάτι της εναλλακτικής λύσης. Για τον περισσότερο κόσμο, το ΚΚΕ θεωρείται αυτονόητα έξω από «κεντροαριστερές» συμμαχίες. Έχει τώρα πια πίσω του 17 χρόνια που καταγγέλλει το ΠΑΣΟΚ και τον ΣΥΝ ότι παίζουν τέτοια παιχνίδια, τα οποία το ίδιο απορρίπτει. Και όμως, το ΚΚΕ υφίσταται πιέσεις να αλλάξει στάση. Πώς αλλιώς μπορούμε να εξηγήσουμε το γεγονός οτι ένα κορυφαίο στέλεχος, ο Δ. Γόντικας με τετρασέλιδο άρθρο του στον ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ (13/1/08) διακηρύσσει οτι τα μέλη του «θα αντιταχθούμε και θα υψώσουμε αδιαπέραστο τείχος σε όλους όσοι επιχειρήσουν να υποβάλλουν στο Κόμμα επιλογές με τα δικά τους κριτήρια, είτε αφορά πολιτικές είτε αφορά πρόσωπα». Δεν πρόκειται για την αποκάλυψη κάποιας συνομωσίας που επιχειρεί να υποβάλει στο ΚΚΕ αλλαγές πολιτικής και προσώπων. Οι εξελίξεις είναι που πιέζουν.

Παρά τα στερεότυπα που κυριαρχούν, η εργατική βάση του ΚΚΕ δεν είναι στεγανοποιημένη απο την εργατική βάση του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΝ. Είναι λάθος μια εικόνα που θέλει το ΚΚΕ να κινείται μέσα σε εργατικά στρώματα, τον ΣΥΝ μέσα σε μικροαστικά και το ΠΑΣΟΚ απο το μεσόστρωμα και πέρα. Μια ματιά στις εκλογές των συνδικάτων είναι αρκετή για να δείξει την επιρροή των κομμάτων αυτών μέσα στην οργανωμένη εργατική τάξη και αντίστοιχα την αλληλεπίδραση που υπάρχει ανάμεσα στα τρία κομμάτια. Όταν υπάρχει στροφή προς τα αριστερά απο το χώρο του ΠΑΣΟΚ, είναι αδύνατο αυτό να αφήσει ανεπηρέαστο τον κόσμο του ΣΥΝ και του ΚΚΕ. 

Η ίδια η ανάλυση των εκλογικών αποτελεσμάτων δείχνει ότι το μεγαλύτερο μέρος της ανόδου των ψήφων του ΚΚΕ προήλθε απο τις μετακινήσεις απο το ΠΑΣΟΚ. Αν πάμε πίσω στις δημοτικές εκλογές, θα ανακαλύψουμε ακόμα μεγαλύτερη κινητικότητα μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ. Σε πείσμα της παραδοσιακής γραμμής του ΚΚΕ για αποχή απο τον δεύτερο γύρο, ένα μεγαλύτερο κομμάτι των ψηφοφόρων του επιλέγει στο δεύτερο γύρο ψήφο στο ΠΑΣΟΚ σε σύγκριση με το κομμάτι που πειθαρχεί στη γραμμή. 

Η ρεφορμιστική συνείδηση μέσα στην εργατική τάξη δεν είναι τακτοποιημένη σε κουτάκια. Αντίθετα, δημιουργεί συγκοινωνούντα δοχεία ανάμεσα σε κόμματα με ρεφορμιστικές στρατηγικές. Αν η ηγεσία του ΚΚΕ δεν αρχίσει να μπαίνει πιο συγκεκριμένα στη συζήτηση για την εναλλακτική λύση, κινδυνεύει να πλαγιοκοπηθεί απο τον ΣΥΝ ή το ΠΑΣΟΚ ή και τους δύο μαζί.

Για την ώρα, η απάντηση που προκρίνει η ηγεσία είναι ότι το ΚΚΕ έχει πρόγραμμα άμεσων διεκδικήσεων δοκιμασμένο στους αγώνες και ότι πέρα απο τις άμεσες μάχες, παλεύει για την συνειδητοποίηση του κόσμου ώστε να καταλάβει οτι η ρίζα των προβλημάτων είναι η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Γράφει σχετικά ο Δ. Γόντικας στο άρθρο που ήδη αναφέραμε:

«Βασική προϋπόθεση για να μπορέσει η εργατική τάξη να διεκδικήσει σήμερα ουσιαστικές αλλαγές, σταθερές, μόνιμες που να ικανοποιούν τις σημερινές ανάγκες είναι να συνειδητοποιήσει τη βαθύτερη ρίζα των αιτιών των προβλημάτων της...την  ανειρήνευτη αντίθεση κεφαλαίου – εργασίας».

Το πρόβλημα με την αντιμετώπιση του ΚΚΕ είναι  οτι εμφανίζει την συνειδητοποίηση σαν «προϋπόθεση» για να γίνουν όλα τα άλλα. Αυτό έχει πολλές αρνητικές επιπτώσεις. Σε ένα άμεσο επίπεδο, μέσα στους αγώνες που αναπτύσσονται, τροφοδοτεί το σεχταρισμό των «ταξικών δυνάμεων». Υψώνει το ΠΑΜΕ σε «προϋπόθεση» για το ξεδίπλωμα της πάλης, πράγμα που είναι εξόφθαλμα λαθεμένο. Αν η τάξη περίμενε μόνο απο τα σωματεία του ΠΑΜΕ, τότε δεν θα είχε δώσει τις πιο πολλές απο τις μάχες των περασμένων χρόνων. Σε ένα δεύτερο επίπεδο, η θεωρία της συνειδητοποίησης ως «προϋπόθεση» παραπέμπει κάθε αλλαγή στις καλένδες. Σήμερα το επίπεδο συνειδητοποίησης δεν επιτρέπει ανατροπή της κυβέρνησης, αύριο δεν επιτρέπει σοσιαλιστική αλλαγή, συνολικά όλα γίνονται πρωθύστερα. 

Στην πράξη, βέβαια, η συνειδητοποίηση της τάξης δεν πέφτει απο τον ουρανό. Έρχεται μέσα απο τη δράση και γι’ αυτό οι επαναστάτες που επιδιώκουν την ριζοσπαστικοποίηση των μαζών προσπαθούν να διευκολύνουν την κίνηση της τάξης για να φτάσει σε ανώτερα επίπεδα συνειδητοποίησης. Και μέσα σ’ αυτή την κίνηση μιλάνε ανοιχτά για την ανατροπή του καπιταλισμού, χωρίς να προσπαθούν να εφεύρουν ενδιάμεσες καταστάσεις που ντύνουν τη διαχείριση του καπιταλισμού με «λαϊκά» επίθετα.

Το ΚΚΕ έχει εμπλακεί σ’ αυτή την αντίφαση. Απο τη μια μεριά πιέζεται να συγκεκριμενοποιήσει τη δική του εναλλακτική πρόταση, καθώς οι εξελίξεις ανοίγουν την συζήτηση για τις εναλλακτικές λύσεις. Και απο την άλλη μεριά αδυνατεί να μιλήσει για την επικαιρότητα της ανατροπής του καπιταλισμού. Παραδοσιακά, αυτό το δίλημμα στις ρεφορμιστικές ηγεσίες γέρνει στο τέλος προς τη αποδοχή των πιέσεων απο τα δεξιά.

Η Αλέκα Παπαρήγα μιλώντας στο Βερολίνο (όπου είχε πάει να τιμήσει τη Ρόζα Λούξεμπουργκ!), δήλωσε οτι για το ΚΚΕ η προοπτική της «λαϊκής εξουσίας» δεν είναι απλά θέμα κοινοβουλευτικής αλλαγής ώστε να βρεθεί το ΚΚΕ μαζί με συμμάχους στην κυβέρνηση, αλλά είναι θέμα «ταξικής αλλαγής». Τι εννοεί μ’ αυτό; Μήπως ότι η εξουσία θα περάσει στα χέρια των εργατών; Όχι. Απλά οτι το πρόγραμμα της κυβερνητικής συμμετοχής του ΚΚΕ θα είναι πρόγραμμα «λαϊκής οικονομίας». Όμως η παρουσία ενός Κ.Κ στην κυβέρνηση με λαϊκές υποσχέσεις δεν ισοδυναμεί με εργατική εξουσία. Αυτό είναι κάτι που το έχει ξεκαθαρίσει η ιστορική εμπειρία.

H Γερμανική εμπειρία

Φέτος τιμούμε τα 90 χρόνια απο τη Γερμανική Επανάσταση που ξέσπασε το Νοέμβρη του 1918 και ηττήθηκε οριστικά τον Οκτώβρη του 1923. Μέσα σ’ εκείνη την πενταετία, η Τρίτη Διεθνής και το γερμανικό τμήμα της έκαναν θυελλώδεις συζητήσεις στρατηγικής και τακτικής. Όταν τον Μάρτη του 1920 μετά απο την κατάρρευση ενός δεξιού πραξικοπήματος προέκυψε θέμα σχηματισμού μιας «εργατικής κυβέρνησης» με συμμετοχή του Κ.Κ, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη: τα άλλα εργατικά κόμματα μπορούσαν να σχηματίσουν κυβέρνηση αλλά το KPD θα παρέμενε ως καλόπιστη αντιπολίτευση αρκεί η κυβέρνηση «να μην αθετήσει τις εγγυήσεις της προς την εργατική τάξη και να καταπολεμήσει με κάθε τρόπο την αστική αντίδραση».

Έγραφε η Rote Fahne (Κόκκινη Σημαία) στις 26 Μάρτη 1920:

«Το KPD εκτιμά ότι η δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κυβέρνησης χωρίς το παραμικρό αστικό στοιχείο στο εσωτερικό της θα δημιουργήσει εξαιρετικά ευνοϊκές συνθήκες για την ενεργητική δράση των προλεταριακών μαζών και θα τους επιτρέψει να φτάσουν στην ωριμότητα που απαιτεί για να επιβάλλουν την δική τους πολιτική και κοινωνική δικτατορία». 

Ήταν μια θέση αντίστοιχη της στάσης του Λένιν το καλοκαίρι του 1917, όταν οι Μπολσεβίκοι είχαν προτείνει τον σχηματισμό κυβέρνησης Μενσεβίκων και Εσέρων χωρίς τη δική τους συμμετοχή:

«Οι Μπολσεβίκοι, χωρίς να διεκδικούν συμμετοχή στην κυβέρνηση (η οποία συμμετοχή είναι αδύνατη για διεθνιστές παρά μόνο αν έχει εγκαθιδρυθεί δικτατορία του προλεταριάτου και των φτωχών αγροτών), θα έδειχναν αυτοσυγκράτηση στην προβολή του αιτήματος για άμεση μεταβίβαση της εξουσίας στο προλεταριάτο...Οι Μενσεβίκοι και οι Σοσιαλ-Επαναστάτες (Εσέροι) θα έπρεπε να συμφωνήσουν να σχηματίσουν μια κυβέρνηση που να λογοδοτεί αποκλειστικά στα Σοβιέτ» (Λένιν, άρθρο «Για τους συμβιβασμούς», Άπαντα τόμος 34 σελ. 135). Η Αριστερά, λοιπόν, μπορεί να κάνει ελιγμούς αλλά σε καμία περίπτωση δεν δέχεται να προσφέρει τον μανδύα της γνήσιας εναλλακτικής λύσης δίνοντας υπουργούς σε μια κυβέρνηση πριν απο την κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη.

Αυτός πρέπει να είναι ο προσανατολισμός της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Η επιμονή ότι η εναλλακτική λύση δεν μπορεί να είναι καμιά μορφή διαχείρισης μέσα από τη συμμετοχή της Αριστεράς σε περισσότερο ή λιγότερο προοδευτικές κυβερνήσεις. Τίποτα λιγότερο από την εξουσία των εργατών δεν μπορεί να ξεδιαλύνει το κουβάρι των αδιεξόδων του συστήματος που βλέπουμε γύρω μας. Βαδίζοντας προς τα εκεί και για να φτάσουμε εκεί, παλεύουμε μαζί με όλες τις δυνάμεις που αντιστέκονται στον νεοφιλελευθερισμό και στον πόλεμο, παλεύουμε μαζί με όλες τις δυνάμεις που υπόσχονται να πάνε παραπέρα, έστω κι αν δεν ξεκαθαρίζουν ακριβώς μέχρι πού. 

Αλλά αυτή η κοινή δράση δεν μπορεί να φτάνει μέχρι το σημείο να συνδιαμορφώνουμε κυβερνητικά προγράμματα ή να καλύπτουμε πολιτικά μορφώματα που φιλοδοξούν να πάρουν κοινοβουλευτική εντολή διακυβέρνησης. Η Αριστερά έχει πάντα πιο πολλά να προσφέρει στο δρόμο παρά στους υπουργικούς θώκους. Αυτός ο αδιάλλακτος αντικαπιταλισμός δεν είναι παραμονή στο περιθώριο μέχρι να φτάσει η ώρα της ανατροπής. Είναι στήριγμα για τις καλύτερες επιλογές εδώ και τώρα, σε όλα τα μέτωπα που αντιμετωπίζουμε.

Το ρεύμα προς τα αριστερά που βλέπουμε σήμερα δεν δημιουργήθηκε στις κάλπες αλλά στους αγώνες. Η στροφή αριστερά μπορεί να καταγράφεται στις κάλπες και στις δημοσκοπήσεις, αλλά δημιουργείται στην καθημερινή δράση, στις καταλήψεις, στις απεργίες και στα συλλαλητήρια. Η αντικαπιταλιστική Αριστερά έπαιξε και παίζει πρωτοπόρο ρόλο σ’ αυτές τις μάχες, δυσανάλογα μεγάλο σε σύγκριση με το εκλογικό της μέγεθος. Αυτό είναι γεγονός αναμφισβήτητο για το φοιτητικό κίνημα και όλο και περισσότερο για το εργατικό κίνημα.

Αυτός ο ρόλος των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, το γεγονός ότι ήταν και είναι το πρώτο και το καλύτερο στήριγμα στις φοιτητικές καταλήψεις, στις απεργίες διαρκείας, σε κάθε σκίρτημα της εργατικής τάξης και της νεολαίας, προκύπτει από τον ξεκάθαρο στρατηγικό προσανατολισμό προς την ανατροπή του καπιταλισμού. Γι’ αυτό έχει τεράστια  σημασία σήμερα η ενίσχυση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Είναι η εγγύηση και για νικηφόρους αγώνες εδώ και τώρα και για τη γνησιότητα της εναλλακτικής λύσης στο μέλλον.