Oι αντιπρόσωποι στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣEK
Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξιστορεί τις διεργασίες που οδήγησαν στην ίδρυση του ΣΕΚΕ, τον Νοέμβρη του 1918, και θυμίζει τις επαναστατικές ρίζες της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Όταν, στις 4 του Νοέμβρη του 1918, 30 σοσιαλιστές από διαφορετικές οργανώσεις και για λογαριασμό χίλιων περίπου αγωνιστών πανελλαδικά, συγκεντρώνονταν στον Πειραιά για να ιδρύσουν το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα της Ελλάδας, κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τις συγκλονιστικές συνέπειες αυτού του γεγονότος στην ελληνική πολιτική σκηνή για ολόκληρο τον εικοστό αιώνα.
Κι άλλες φορές είχαν συναντηθεί οι σοσιαλιστές της Ελλάδας, για να δημιουργήσουν έναν κοινό πολιτικό φορέα. Όμως αυτή τη φορά, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Γιατί το ΣΕΚΕ δεν ήταν ένα εγκεφαλικό κατασκεύασμα ούτε ένα κόμμα όμοιο με τα υπόλοιπα που δρούσαν στην ελληνική πολιτική σκηνή. Ήταν, όπως τόσο εύστοχα το συνέλαβε ο ποιητής Κ. Βάρναλης στο “Φως που καίει”, «ώριμο τέκνο της οργής», το αποτέλεσμα βαθιών διεργασιών που συντάραζαν την ελληνική, όσο και τις υπόλοιπες κοινωνίες παγκόσμια. Τα χρόνια πριν και μετά το 1918, νέα επαναστατικά κόμματα γεννιούνται σε όλον τον κόσμο, εν μέσω κινημάτων, εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Αξίζει να εξετάσουμε τις διεργασίες που βρίσκονται στο υπόβαθρο αυτού του διεθνούς φαινομένου, για να κατανοήσουμε καλύτερα και το ίδιο το φαινόμενο ΣΕΚΕ.
Τρεις μεγάλες εξελίξεις βάζουν τη σφραγίδα τους στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα. Η πρώτη είναι η εμφάνιση μιας νέας, μαζικής και συγκεντρωμένης κοινωνικής δύναμης, της εργατικής τάξης, στο προσκήνιο – ιδιαίτερα – των δυτικών κοινωνιών. Η ανάπτυξη του καπιταλισμού σημαίνει την προσέλκυση στις πόλεις πληθυσμού, που μέχρι τότε ήταν αγροτικός, για εργατικά χέρια στις νέες βιομηχανικές μονάδες. Το μοντέλο της πόλης, της εργασίας, της κατοικίας, της μαζικής πολιτικής, όπως το ξέρουμε σήμερα, έχει τις ρίζες του σ’ αυτές τις οικονομικές εξελίξεις. Στις αρχές του 20ού αιώνα, ο καπιταλισμός εισχωρεί πλέον και στις πιο απομακρυσμένες περιοχές του πλανήτη. Και η εμφάνιση ενός νέου υποκειμένου στις πόλεις, της εργατικής τάξης, γίνεται όλο και πιο αισθητή, κοινωνικά και πολιτικά. Απεργίες ξεσπούν σε όλον τον κόσμο, μαζικά κινήματα με κέντρο τούς εργάτες διεκδικούν νέα δικαιώματα, συνδικάτα και πολιτικά κόμματα που αναφέρονται ή ανήκουν στην εργατική τάξη δημιουργούνται παντού. Η Β’ Διεθνής, μια ομοσπονδία σοσιαλιστικών κομμάτων που αναφέρονται στον μαρξισμό, οργανώνει στις τάξεις της εκατομμύρια εργάτριες και εργάτες και διεκδικεί για την εργατική τάξη τον ρόλο που είχε η αστική πριν τη Γαλλική Επανάσταση.
Η δεύτερη μεγάλη εξέλιξη στις αρχές του 20ού αιώνα είναι η εμφάνιση του μαζικού πολέμου. Ο πόλεμος δεν ήταν κάποιο καινούργιο γνώρισμα των ανθρώπινων κοινωνιών. Ο μαζικός όμως πόλεμος, όπως ήταν ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, με τα εκατομμύρια των νεκρών στρατιωτών στα χαρακώματα, δεν είχε προηγούμενο. Σίγουρα, οι αλλαγές στην τεχνολογία (και ιδιαίτερα στη στρατιωτική τεχνολογία με την νέα έμφαση στο πυροβολικό), έπαιξαν ρόλο στον αριθμό των θανάτων, που ξεπέρασαν τα 15 εκατομμύρια. Ήταν όμως η διαπλοκή των οικονομικών, διπλωματικών και γεωστρατηγικών συμφερόντων (όπως την ανέλυσαν οι επαναστάτες μαρξιστές της εποχής με τη θεωρία του ιμπεριαλισμού) που άλλαξε τη μορφή του πολέμου και σκόρπισε με βιομηχανικούς ρυθμούς τον θάνατο, ειδικά την τετραετία 1914-1918. Ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος μπορεί να είχε ξεκινήσει με τους εργάτες της κάθε χώρας να τραγουδούν πατριωτικά άσματα - και τα κόμματα της Β’ Διεθνούς να ατιμάζουν τις υποσχέσεις τους, στηρίζοντας το καθένα τη δικιά του άρχουσα τάξη. Όμως, καθώς περνούσε ο καιρός, ο πόλεμος γινόταν όλο και πιο αντιδημοφιλής και οι αντιπολεμικές φωνές δυνάμωναν. Προς το τέλος του πολέμου, οι φαντάροι δεν έβρισκαν πλέον κανέναν λόγο για να υπακούσουν τους αξιωματικούς τους που τους διέταζαν να επιτεθούν, να βρουν δηλαδή βέβαιο θάνατο. Ο εχθρός έμοιαζε πια να είναι όχι μπροστά, αλλά πίσω από τα χαρακώματα.
Η τρίτη εξέλιξη ήταν η λιγότερο «αντικειμενική» απ’ όλες, η νίκη της επανάστασης στη Ρωσία τον Οκτώβρη του 1917. Οι ρώσοι φαντάροι έκαναν αυτό που όλοι ψιθύριζαν, αψήφησαν τις διαταγές των ανωτέρων τους, εξεγέρθηκαν και προκάλεσαν το τέρμα του πολέμου. Μάλιστα, για να επιβάλουν μέχρι τέλους τα αιτήματά τους, έπιασαν ξανά το νήμα των επαναστατικών διακηρύξεων της Διεθνούς και, σε συμμαχία με τους εργάτες των πόλεων, ανέτρεψαν συνολικά το αστικό καθεστώς. Μια νέα Αριστερά, η ασυμβίβαστη Αριστερά των μπολσεβίκων, του Λένιν και του Τρότσκι, έκανε την εμφάνισή της και έκλεβε τις καρδιές και τα μυαλά εκατομμυρίων ανθρώπων που ονειρεύονταν το τέλος του πολέμου και του συστήματος που τον γεννάει. Όλες πια οι κυβερνήσεις, και φυσικά και η φιλοπόλεμη Αριστερά της Β’ Διεθνούς, έτρεχαν τώρα να δώσουν όρκους πίστης για το τέλος του πολέμου και για μια δίκαιη και ειρηνική κοινωνία. Όμως παντού υπήρχαν ήδη μαχητικές πρωτοπορίες (πιο μαζικές και πιο αισιόδοξες από ποτέ), που κοίταζαν προς τις ιδέες, την πολιτική και την οργάνωση των μπολσεβίκων. Ο σοσιαλισμός δεν ήταν πια ουτοπία. Η ώρα των εργατών είχε σημάνει.
Ήταν η αλληλεξάρτηση και η διασταύρωση αυτών των εξελίξεων που προκαλούσαν παγκόσμια τον αναβρασμό, αυτό που ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόυδ Τζωρτζ περιέγραφε με τη φράση: «Όλη η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων, πολιτική, κοινωνική και οικονομική, είναι αυτή τη στιγμή υπό αμφισβήτηση από τις μάζες, από το ένα άκρο της Ευρώπης μέχρι το άλλο». Κάθε χώρα βίωνε αυτή την κρίση διαφορετικά, ανάλογα με το επίπεδο της ανάπτυξής της, τον βαθμό της εμπλοκής της στον πόλεμο, τον αντίκτυπο της επανάστασης. Η ελληνική κοινωνία δεν ήταν έξω από αυτή την εικόνα.
Η εργατική τάξη στην Ελλάδα είχε ήδη κάνει την εμφάνισή της. Οι σποραδικές απεργίες του τέλους του 19ου αιώνα έδωσαν τη θέση τους στους πιο συστηματικούς και επίμονους απεργιακούς κύκλους του 1906, των ετών 1910-1914 και 1917-1918. Την κίνηση αυτή οργάνωνε ένα ολοένα διευρυνόμενο δίκτυο σωματείων, που αναζητούσαν τον συντονισμό καταρχήν σε τοπικό επίπεδο (ίδρυση τοπικών Εργατικών Κέντρων στον Βόλο, την Πάτρα, την Αθήνα, κ.α.), αλλά και πανελλαδικά (προσπάθειες για τη δημιουργία Συνομοσπονδίας). Παράλληλα, εξελισσόταν η ζύμωση των σοσιαλιστών, αρχικά γύρω από πρόσωπα, όπως ο Πλάτων Δρακούλης, ο Σταύρος Καλλέργης, ο Νίκος Γιαννιός μετέπειτα γύρω από οργανώσεις με μεγαλύτερες δυνατότητες, όπως ήταν η Φεντερασιόν του Αβραάμ Μπεναρόγια στη Θεσσαλονίκη. Η κίνηση αυτή είχε ήδη το ιδεολογικό της αντίκτυπο στις συζητήσεις της εποχής. Ο Γ. Σκληρός, με το βιβλίο του “Το Κοινωνικόν Μας ζήτημα”, ήδη από το 1908 έθετε το πρόβλημα της αυτοτελούς εμφάνισης της εργατικής τάξης στον κοινωνικό και πολιτικό στίβο. Οι δημοτικιστές της εποχής διχάζονταν για τη στάση τους απέναντι στο νέο κίνημα. Ένα νέο στρώμα διανοουμένων, με σπουδές κατά βάση στη Γερμανία, εξοικειωμένων με τον μαρξισμό της Β’΄Διεθνούς, εισήγαγε επίσης στην Ελλάδα φιλεργατικές και σοσιαλιστικές ιδέες: η εμφάνιση των Κοινωνιολόγων, που θα στρατευτούν στο Κόμμα των Φιλελευθέρων, είναι άλλη μια απόδειξη της αυξανόμενης βαρύτητας της εργατικής τάξης στην ελληνική πολιτική σκηνή. Η κυρίαρχη τάξη θα διχαστεί ως προς την αντιμετώπιση του αναδυόμενου εργατικού κινήματος.
Τις κοινωνικές αυτές εξελίξεις ήρθε να οξύνει η συμμετοχή του ελληνικού κράτους στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς. Ειδικά με τον ερχομό του Ελ. Βενιζέλου στο προσκήνιο, η κυρίαρχη τάξη στην Ελλάδα μπαίνει σε μια μακροχρόνια πολεμική προσπάθεια για τον πολλαπλασιασμό της ελληνικής επικράτειας, μέχρι τη μεγαλομανία της «Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών». Οι συνέπειες του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού θα είναι αιματηρές για τους από κάτω. Για δέκα χρόνια, ασταμάτητα από το 1912 ως το 1922, χιλιάδες θα είναι επιστρατευμένοι και θα χάσουν τη ζωή τους, πρώτα στους Βαλκανικούς Πολέμους, μετά στα πλαίσια του Α’ Παγκοσμίου, στην Ουκρανική Εκστρατεία κατά των Σοβιέτ, μετά στη Σμύρνη και μετά στα βάθη της Ανατολίας. Ο διαρκής πόλεμος θα κάνει πιο ορατές τις ταξικές διαφορές που διαπερνούσαν την ελληνική κοινωνία. Το αντιπολεμικό αίσθημα ήταν διάχυτο, πολλές φορές συγκεχυμένο με αντιβενιζελικές και βασιλικές πεποιθήσεις ήταν όμως το υπαρκτό εύφλεκτο υλικό, που στοίχειωνε τα αφεντικά της Ελλάδας και που αξιοποίησαν οι σοσιαλιστές του ΣΕΚΕ.
Ωστόσο καθοριστική, στην ελληνική περίπτωση, ήταν η επίδραση της Ρώσικης Επανάστασης. Με τρόπους έμμεσους και άμεσους. Έμμεσα, η νίκη των μπολσεβίκων έστρεφε το εκκρεμές συνολικά στα αριστερά. Ο πόλεμος τώρα θα τελείωνε. Οι κυρίαρχες τάξεις έψαχναν τρόπους να σταθεροποιήσουν το σκηνικό και η σοσιαλδημοκρατία προσφέρθηκε πρόθυμα. Σοσιαλιστικές και συνδικαλιστικές συνδιασκέψεις οργανώθηκαν στα γρήγορα, ώστε οι αποφάσεις των Συμμάχων που νίκησαν στον πόλεμο να έχουν και τη νομιμοποίηση των «σοσιαλιστών». Ο Βενιζέλος επιθυμούσε να έχει και η Ελλάδα τους εθνικούς «σοσιαλιστές» της, που θα παπαγάλιζαν τα εθνικά συμφέροντα στις εν λόγω συνδιασκέψεις. Έτσι, από εκεί που κάθε εργατική ή σοσιαλιστική κίνηση αντιμετωπιζόταν από το ελληνικό κράτος με καταστολή, ο Βενιζέλος προσκάλεσε τώρα τους σοσιαλιστές και τους άνοιξε το δρόμο για τη διοργάνωση τόσο ενός εργατικού συνεδρίου με σκοπό την ίδρυση της ΓΣΕΕ, όσο κι ενός σοσιαλιστικού για τη δημιουργία του ΣΕΚΕ. Οι Φιλελεύθεροι επιχείρησαν έτσι να χειραγωγήσουν τη συνδικαλιστική και τη σοσιαλιστική κίνηση στοχεύοντας σε εξωτερικά και εσωτερικά πολιτικά οφέλη. Όμως, οι σοσιαλιστές άρπαξαν την ευκαιρία να οργανώσουν τα ιδρυτικά συνέδρια της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. Και σύντομα ο Βενιζέλος κατάλαβε ότι έπρεπε να τσακίσει τις οργανώσεις που τυπικά ο ίδιος είχε δώσει τη συγκατάθεση για την ίδρυσή τους.
Το σχέδιο του Βενιζέλου απέτυχε, γιατί και οι συνθήκες για τη δημιουργία του ΣΕΚΕ είχαν ωριμάσει και οι άνθρωποι που θα σήκωναν το βάρος μιας γνήσιας επαναστατικής οργάνωσης είχαν διαμορφωθεί. Η δημιουργία του ΣΕΚΕ σφραγίστηκε από μια συμμαχία σοσιαλιστών που βρίσκονταν σε διαφορετικές οργανώσεις, είχαν όμως φτάσει σε κρίσιμα κοινά συμπεράσματα και, πάνω απ’ όλα, είχαν εμπνευστεί από τη νίκη του Οκτώβρη. Ο Μπεναρόγια και οι αντιπρόσωποι της Θεσσαλονίκης είχαν την εμπειρία της μαζικής, συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης που τους προσέφερε η Φεντερασιόν και - από το 1917 - το Εργατικό Κέντρο Θεσσαλονίκης. Ήταν επίσης διεθνιστές, εκφράζοντας έτσι και τις πεποιθήσεις του πολυπληθούς εβραϊκού προλεταριάτου της πόλης, άρα δύσκολα θα υποτάσσονταν στα εθνικιστικά παιγνίδια του Βενιζέλου. Οι Θεσσαλονικείς βρήκαν τους συντρόφους τους στα πρόσωπα των μελών της Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης των Παναγή και Νίκου Δημητράτου, με έδρα την Αθήνα. Οι Δημητράτοι αντιπροσώπευαν το καλύτερο κομμάτι της δράσης των σοσιαλιστών της Αθήνας, που είχαν ξεκόψει από την επιρροή του Δρακούλη, αλλά και του Γιαννιού, που παρέμενε πιστός σε πιο εθνικιστικές θέσεις και επιφυλακτικός απέναντι στη Ρώσικη Επανάσταση.
Στο ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, ενεργό ρόλο (μάλιστα, ως αριστερή πτέρυγα) θα παίξουν ακόμα οι νέοι της Σοσιαλιστικής Νεολαίας Αθηνών: ο Δημοσθένης Λιγδόπουλος, ο Φραγκίσκος Τζουλάτι και ο Σπύρος Κομιώτης, φοιτητές του Φυσικομαθηματικού, ο Μιχάλης Οικονόμου και ο Γιώργος Δούμας, φοιτητές της Φιλοσοφικής, ο Παύλος Χλωμός, ο Αρ. Δημητράτος, ο Αντώνης Δούμας, ο Κατσάνος, φοιτητής του Πολυτεχνείου, κ.α. Ήταν όλοι τους νέοι, συναρπασμένοι από την επανάσταση και εκνευριστικά ριζοσπάστες για τους συντηρητικότερους συντρόφους τους. Στη διαδικασία ενοποίησης συμμετείχαν ακόμα εργάτες με σημαντική συνδικαλιστική εμπειρία, καθώς και αγωνιστές από μικρότερες πόλεις (Βόλο, Πάτρα, Κέρκυρα, Καβάλα, κ.α.), προσδίδοντας στο εγχείρημα μια πανελλαδική δικτύωση. Το συνέδριο του ΣΕΚΕ παρακολούθησαν ως παρατηρητές δύο αντιπρόσωποι της ΓΣΕΕ, καθώς και ο διευθυντής της προοδευτικής εφημερίδας Ριζοσπάστης Γ. Πετσόπουλος.
Το πρόγραμμα που ψήφισε το Α’ Συνέδριο του ΣΕΚΕ ήταν εξαιρετικά ριζοσπαστικό, με αναφορές στην προλεταριακή επανάσταση και ρητές δεσμεύσεις: «το Σ.Ε.Κ. δεν δύναται ποτέ να συμμετάσχη ή να ενισχύση οποιαδήποτε κυβέρνησιν της αστικής τάξεως και αποκρούει κάθε απόπειραν απομακρύνσεώς του από την πάλην των τάξεων…». Όμως, το μοντέλο των σοσιαλδημοκρατικών κόμματων δεν είχε ακόμα αντικατασταθεί από κάτι καινούργιο γι’ αυτό και οι αποφάσεις του ΣΕΚΕ έπασχαν από την τυπική διχοτόμηση ανάμεσα σε ένα μίνιμουμ και σ’ ένα μάξιμουμ πρόγραμμα, δηλαδή ανάμεσα στα καθημερινά αιτήματα της εργατικής τάξης και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση της κοινωνίας, χωρίς να είναι ξεκάθαρο πώς αυτά συνδέονται. Το γεγονός αυτό αντανακλούσε και την ύπαρξη στο εσωτερικό του ΣΕΚΕ μιας σοσιαλδημοκρατικής πτέρυγας, εκφραστής της οποίας αναδείχθηκε το ηγετικό μέλος του Γ. Γεωργιάδης. Το ΣΕΚΕ, όπως όλα τα νεαρά κομμουνιστικά κόμματα της εποχής, έπρεπε να αντιμετωπίσει σε ελάχιστο χρονικό διάστημα ζητήματα που είχαν απασχολήσει τους μπολσεβίκους πολλά χρόνια πριν δοκιμαστούν στην φωτιά της επανάστασης.
Ωστόσο, η επιρροή της αριστερής πτέρυγας της οργάνωσης σήμανε τη γρήγορη αμφισβήτηση του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου και τη στροφή των προτιμήσεων προς αυτό των μπολσεβίκων, με την απόφαση τον Μάη του 1919 για αποχώρηση από τη Δεύτερη Διεθνή, και τον Απρίλη του 1920 για προσχώρηση στην Τρίτη (την Κομιντέρν, που ιδρύθηκε τον Μάρτη του 1919). Εκτός όμως από τις ιδεολογικές προτιμήσεις, ήταν μέσα από τη δράση του ΣΕΚΕ και την αντίδραση της άρχουσας τάξης, που ηττήθηκαν οι οπαδοί του μεταρρυθμιστικού σοσιαλισμού στην Ελλάδα.
Το ΣΕΚΕ ήταν ένα κόμμα αντιπολεμικό, και μάλιστα σε έναν πόλεμο που τον έκανε ο ελληνικός εθνικισμός σε συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές. Η κυρίαρχη άποψη στην ιστοριογραφία είναι ότι οι «ακραίες θέσεις» του ΣΕΚΕ στα εθνικά ήταν που το απομόνωσαν από τις μάζες. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο διεθνισμός ήταν το απαραίτητο εργαλείο τόσο για την ίδρυση του ΣΕΚΕ όσο και για το άπλωμα της επιρροής του. Η ξεκάθαρη αντιπολεμική στάση του ΣΕΚΕ δεν το απομόνωνε από τις μάζες, το τοποθετούσε όμως ενάντια στο κράτος και τους κατασταλτικούς μηχανισμούς. Ήδη έναν μήνα μετά την ίδρυση του, τα ηγετικά του μέλη κατηγορήθηκαν «επί εσχάτη προδοσία» για στάση σε καιρό πολέμου. Η καταστολή χτύπησε άγρια το ΣΕΚΕ, αλλά αποδυνάμωσε μαζί κι εκείνες τις απόψεις που κήρυσσαν τη σύνεση και τον «ρεαλισμό».
Οι σοσιαλιστές εναντιώθηκαν στον εθνικισμό, αντιτάχτηκαν στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στη Σοβιετική Ένωση το 1919 και στη συμμετοχή της κυβέρνησης του Βενιζέλου, οργάνωσαν αντιπολεμικά συλλαλητήρια, όπως αυτό του Νοέμβρη του 1920 με δεκάδες χιλιάδες συμμετέχοντες, ενώ δεν δίστασαν να μεταφέρουν την αντιπολεμική τους δράση και στα μικρασιατικά χαρακώματα. Η μετέπειτα «γενιά της μπολσεβικοποίησης», με πρώτο τον Παντελή Πουλιόπουλο, ριζοσπαστικοποιήθηκε στον πόλεμο της Μικράς Ασίας και ηγήθηκε του κινήματος των Παλαιών Πολεμιστών μετά την ήττα του 1922. Οι προκηρύξεις που έγραφε ο Πουλιόπουλος και μοιράζονταν στο μέτωπο είναι ενδεικτικές: «…Πρέπει να το νιώσουμε καλά. Ενόσω δεν ανοίγουμε τα μάτια μας για να ιδούμε το βάραθρο όπου μας οδηγεί το σημερινό κοινωνικό σύστημα, ο πόλεμος ακατάπαυστα θα στέλνει στις λαϊκές μας μάζες το θάνατο και τη δυστυχία για να γεμίζει με το αίμα και τον ιδρώτα μας τις κάσες των πλουσίων…» (αναφέρεται στο: Δημήτρης Λιβιεράτος, Παντελής Πουλιόπουλος – Ένας διανοούμενος επαναστάτης, Γλάρος, Αθήνα 1992, σελ. 18). Οι μαζικές λιποταξίες, οι εξεγέρσεις ολόκληρων στρατιωτικών σωμάτων για να μην σταλούν στο μέτωπο (όπως έγινε τον Απρίλη του 1921 στη Θεσσαλονίκη) και οι τοπικές εξεγέρσεις ενάντια στον πόλεμο και τη φτώχεια (πάλι κατά το 1921, στον Βόλο και την Κρήτη) δείχνουν ότι δεν ήταν το ΣΕΚΕ, αλλά η άρχουσα τάξη που είχε χάσει την οποιαδήποτε επαφή με τα λαϊκά στρώματα. Δεν της αρκούσαν οι Πουλιόπουλοι έπρεπε να καεί η Σμύρνη για να ξυπνήσει από το εθνικιστικό της παραλήρημα.
Ήταν ωστόσο στο πεδίο του συνδικαλισμού που αποδείχτηκε πόσο ζωτικός ήταν ο διεθνισμός για την ανάπτυξη του ΣΕΚΕ και του εργατικού κινήματος. Η κυρίαρχη τάξη επαναλάμβανε συστηματικά την καραμέλα της «κοινής προσπάθειας του έθνους» για την «απελευθέρωση των αλύτρωτων πατρίδων», ώστε να παγώσει κάθε κινητοποίηση και κάθε αίτημα των εργατών για βελτίωση των όρων ζωής τους. Τα εργατικά ημερομίσθια στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα χαμηλά κι έπεσαν ακόμα χαμηλότερα κατά τη διάρκεια του μακροχρόνιου πολέμου. Υπήρχαν, όμως, συνδικαλιστές που για «εθνικούς λόγους» ήταν πρόθυμοι να αναστείλουν την εργατική δράση (όπως η βενιζελική παράταξη του Εμμ. Μαχαίρα στο Εργατικό Κέντρο Πειραιά και τη ΓΣΕΕ). Οι διεθνιστές σοσιαλιστές του ΣΕΚΕ δεν ήταν διατεθειμένοι να το κάνουν. Και το γεγονός αυτό είχε καθοριστική σημασία στο ξεδίπλωμα του συνδικαλιστικού κινήματος. Φάνηκε άμεσα στην Πρωτομαγιά του 1919, όταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα χιλιάδες εργάτριες κι εργάτες απέργησαν και διαδήλωσαν μαζικά σε πολλές πόλεις, αψηφώντας το ρεσιτάλ κρατικής καταστολής και το μποϋκοτάζ της βενιζελικής διοίκησης της ΓΣΕΕ. Ήταν η πρώτη φορά που η άρχουσα τάξη και οι εφημερίδες της συνειδητοποίησαν το μέγεθος της αλλαγής που σηματοδοτούσε η ίδρυση της ΓΣΕΕ και του ΣΕΚΕ. Οι φυλακίσεις και οι εξορίες των σοσιαλιστών, σε συνδυασμό με μια τεράστια ιδεολογική επίθεση που βάφτιζε κάθε εργατική κίνηση ως «αντεθνική», δεν κατάφεραν να σταματήσουν τις κινητοποιήσεις, τη γενική απεργία του Ιούλη του 1919 και τις αλλεπάλληλες απεργίες των ετών 1920-1921. Οι αμφιταλαντεύσεις της ηγεσίας του ΣΕΚΕ (που πλέον είχε προσθέσει το επίθετο Κομμουνιστικό στην ονομασία του) απέναντι στην αυξανόμενη καταστολή θα εκφραστούν με τις αποφάσεις του Φλεβάρη του 1922, υπό την ηγεσία του Γ. Γεωργιάδη, περί «μακράς νομίμου υπάρξεως». Όμως η επιστροφή από το μικρασιατικό μέτωπο των πιο μαχητικών του μελών θα σημάνει τη ριζική αριστερή στροφή και τον μετασχηματισμό του ΣΕΚΕ (τον Νοέμβρη του 1924) στο Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας με γραμματέα τον Παντελή Πουλιόπουλο.
Δεν ήταν μόνο στο αντιπολεμικό και στο συνδικαλιστικό κίνημα που εξαντλούσε το ΣΕΚΕ τη δράση του. Για πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ζωή είχε δημιουργηθεί ένα κόμμα που αναφερόταν σε μια ορισμένη τάξη, την εργατική τάξη, και στόχευε στην διάδοση μιας συγκροτημένης ιδεολογίας, του επιστημονικού σοσιαλισμού. Γι’ αυτό το ΣΕΚΕ είχε από νωρίς τις εφημερίδες του, τον “Ριζοσπάστη” και τον “Εργατικό Αγώνα”, αλλά και το περιοδικό του, την Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Γι’ αυτό οργάνωνε την επιμόρφωση των μελών του, διέθετε βιβλιοπωλείο (το Σοσιαλιστικό Βιβλιοπωλείο) και δικές του εκδόσεις: από μεταφράσεις των κλασσικών του μαρξισμού μέχρι μελέτες για το ελληνικό κίνημα, όπως ήταν το πρωτοποριακό βιβλίο του Γ. Γεωργιάδη με τίτλο “Η πάλη των τάξεων εν Ελλάδι”. Η ιδεολογική αυτή προσπάθεια άρχισε να αποδίδει τους καρπούς της: πλέον ο ελληνικός εθνικισμός είχε να αντιμετωπίσει όχι μόνο ένα οργανωμένο κίνημα, αλλά και μια συγκροτημένη ιδεολογία των από κάτω. Η Εστία, σε άρθρο της τον Ιούλη του 1923, διαμαρτυρόταν γιατί οι εργάτες (το συγκεκριμένο επεισόδιο αφορούσε υποδηματεργάτες στο Μουζάκι της Καρδίτσας!) δεν τραγουδούσαν πια «του αητού ο γιος», αλλά το «Εμπρός της γης οι κολασμένοι». Ο τίτλος της απάντησης του Ριζοσπάστη («Πάρτε το απόφασιν», 18.07.1923) δείχνει πόσο είχαν αλλάξει οι ιδέες τα χρόνια που μεσολάβησαν.
Το ιστορικό των μεγάλων επιτευγμάτων ενός μικρού κόμματος, όπως ήταν το ΣΕΚΕ, αποκρύφτηκε συστηματικά, σίγουρα από την κυρίαρχη τάξη και τους ιστορικούς της, που πάντα υποτιμάνε ως ανάξια λόγου και σημασίας την δράση των από κάτω. Αλλά η ιστορία του ΣΕΚΕ υπήρξε ταμπού και για την ίδια την Αριστερά. Η ηγεσία του ΚΚΕ, όταν αυτό ακολούθησε την πορεία της Κομιντέρν και μετατράπηκε σε σταλινικό ρεφορμιστικό κόμμα, πάντα ξεμπέρδευε με τη δεκαετία του ’20 βαφτίζοντάς την «νηπιακή ηλικία», γεμάτη «λάθη», «αριστερίστικη σύγχυση», «φραξιονιστική πάλη δίχως αρχές» και ούτω καθεξής. Ήταν μια ιστορική εκδοχή που σκόπευε να εξαφανίσει τις επαναστατικές ρίζες του Κόμματος και, σίγουρα, τον Παντελή Πουλιόπουλο, που αν και γραμματέας και ηγέτης του ΚΚΕ τάχτηκε με την πλευρά του Τρότσκι στην αντιπαράθεση που είχε ξεκινήσει στη Σοβιετική Ένωση για το μέλλον της επανάστασης.
Έτσι, η ιστορία των μαχών που έδωσαν οι επαναστάτες τη δεκαετία του ’20 έμεινε στο σκοτάδι. Τρία παραδείγματα για το τι «ξεχάστηκε» αρκούν: η γενική απεργία του Αυγούστου του 1923 στο Πασαλιμάνι, με νεκρούς, τραυματίες και απαγόρευση των συνδικάτων για τρεις μήνες, η μεγαλύτερη εργατική μάχη του Μεσοπολέμου με εξαίρεση τον Μάη του ’36. Η εξέγερση των αγροτών της Λιβαδειάς και των Τρικάλων το 1925 (σε συμμαχία με τους εργάτες των πόλεων), με όχημα την οργάνωση των Παλαιών Πολεμιστών, που κατεστάλη με στρατιωτική δύναμη. Και η φοιτητική «απεργία» που συγκλόνισε το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1927, η επίσημη «πρώτη» της πολυκύμαντης δράσης της φοιτητικής Αριστεράς τον 20ό αιώνα. Χωρίς αυτά τα δεδομένα, η είσοδος του ΚΚΕ στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά το 1926 ή η ψήφιση του Ιδιώνυμου (ενός σκληρού αντικομμουνιστικού νόμου) το 1929 μοιάζουν ανεξήγητα ιστορικά ατυχήματα.
Όμως – παρά τη συστηματική απόκρυψη – η ιστορία του ΣΕΚΕ και των πρώτων χρόνων του ΚΚΕ έχει πολλά να μας διδάξει για το πώς χτίστηκε η Αριστερά στην Ελλάδα. Όχι σαν μια αφηρημένη επιστροφή στις ρίζες μας, αλλά σαν βοήθεια για το χτίσιμο μιας νέας επαναστατικής Αριστεράς σήμερα, αντάξιας ενός πλούσιου παρελθόντος, αλλά κι ενός μαχητικού παρόντος. Κι ενός ακόμα φωτεινότερου μέλλοντος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κορδάτος Γ., Ιστορία του Ελληνικού Εργατικού Κινήματος, Μπουκουμάνης, Αθήνα 1972.
- Κέντρο Μαρξιστικών Ερευνών, Η Σοσιαλιστική Οργάνωση Φεντερασιόν Θεσσαλονίκης 1909-1918, Ζητήματα γύρω από τη δράση της, Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989.
- Λεονταρίτης Β. Γεώργιος, Το ελληνικό σοσιαλιστικό κίνημα κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, Εξάντας, Αθήνα 1978.
- ΚΚΕ, Το πρώτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ – Πρακτικά, Έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα 1982.
- Μπεναρόγια Αβραάμ, Η πρώτη σταδιοδρομία του ελληνικού προλεταριάτου, Κομμούνα, Αθήνα ²1986.
- Λιβιεράτος Δημήτρης, Το ελληνικό εργατικό κίνημα 1918 – 1923, εκδόσεις Καρανάση, Αθήνα 1976.
- Λιβιεράτος Δημήτρης, Κοινωνικοί Αγώνες στην Ελλάδα (1923-1927) – Επαναστατικές εξαγγελίες, Κομμούνα/Ιστορική μνήμη, Αθήνα 1985.
- Λιβιεράτος Δημήτρης, Παντελής Πουλιόπουλος – Ένας διανοούμενος επαναστάτης, Γλάρος, Αθήνα 1992.