O Nίκος Λούντος αναλύει τις κρίσεις στο Kόσοβο και στο Kουρδιστάν και προτείνει τη διεθνιστική πολιτική που μπορεί να δώσει λύση.
Το 2007 τελείωσε κληροδοτώντας στο 2008 μια αναμενόμενη κρίση στο Κόσοβο και μια σε εξέλιξη κρίση στο Κουρδιστάν. Η κρίση στο Κόσοβο είναι ένας ανοιχτός λογαριασμός από το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας το 1999. Η κατάσταση στο Κουρδιστάν είναι αποτέλεσμα της κατοχής στο Ιράκ που ξεκίνησε το 2003. Είναι παλιές εστίες αναταραχής, όμως και οι δύο περιοχές βρίσκονται σε νέο γύρο έντασης. Οι δύο περιπτώσεις είναι απόδειξη της αδυναμίας του ιμπεριαλισμού να σταθεροποιήσει τα σημεία στα οποία έχει καταναλώσει τις περισσότερες δυνάμεις και τα οποία τολμάει να παρουσιάσει ως επιτυχίες του. Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Αλβανών του Κοσόβου ήταν το προκάλυμα με το οποίο έγινε ο βομβαρδισμός το '99. Μετά τον πόλεμο, η περιοχή μετατράπηκε σε προτεκτοράτο του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ παρότι τυπικά παραμένει επαρχία της Σερβίας. Τα βήματα προς την αυτονόμηση του Κοσόβου παρουσιάζονται από τους ιμπεριαλιστές ως υλοποίηση της αυτοδιάθεσης του ντόπιου πληθυσμού. Το ιρακινό Κουρδιστάν ήδη από τον προηγούμενο πόλεμο στον Κόλπο είχε μετατραπεί σε αυτονομη περιοχή, αλλά μετά το 2003 μέσα στο χάος και στο αίμα της κατοχής ήταν το μοναδικό σημείο που διαφημιζόταν ως σταθερό εντός του Ιράκ.
Από μια άλλη σκοπιά όμως, και στα δύο σημεία μπορούμε να δούμε την αποτυχία των εθνικοαπελευθερωτικών τους κινημάτων. Η αποτυχία είναι χαρακτηριστική γιατί και τα δύο κινήματα, των Αλβανών του Κοσόβου και των Κούρδων του Ιράκ, φαινομενικά έχουν φτάσει στο στόχο που φιλοδοξούσαν οι ηγεσίες τους. Δεν υπάρχει πλέον σέρβικη καταπίεση στο Κόσοβο ούτε αραβική καταπίεση στο Κουρδιστάν. Πρωθυπουργός του Κοσόβου είναι ο Χασίμ Θάτσι, ο πρώην ηγέτης του UCK (Απελευθερωτικός Στρατός του Κοσόβου), μπορούν να κυματίζουν ελεύθερα οι αλβανικές σημαίες, οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας συζητάνε ανοιχτά για μια πιθανή “μεγάλη Αλβανία” ενώ το 2001 προκάλεσαν κρίση στη Δημοκρατία της Μακεδονίας στηρίζοντας τον αδελφό UCK στις αλβανικές περιοχές της γειτονικής χώρας. Στο ιρακινό Κουρδιστάν η “επιτυχία” είναι μεγαλύτερη. Ενας Κούρδος, ο ηγέτης της Πατριωτικής Ενωσης του Κουρδιστάν, Τζαλάλ Ταλαμπανί είναι πλέον πρόεδρος του Ιράκ. Στο “σταθεροποιημένο” ιρακινό Κουρδιστάν, η παραδοσιακή ηγεσία του κουρδικού κινήματος έχει πλέον σημαντικό έλεγχο στο πετρέλαιο και η κουρδική σημαία ανεμίζει στα δημόσια κτίρια.
Aνάμεσα σε Mαφία και Mισοαποικία
Ποιος όμως μπορεί να μιλήσει πραγματικά για απελευθέρωση σε οποιαδήποτε από τις δύο περιπτώσεις; Η διοίκηση του Κοσόβου βρίσκεται στα χέρια της UNMIK, της αποστολής του ΟΗΕ και το γενικό έλεγχο τον έχει ο ειδικός αντιπρόσωπος του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ. Στρατιωτικά, το Κόσοβο ελέγχεται από την KFOR, δηλαδή περίπου 16 χιλιάδες στρατιώτες υπό τη σημαία του ΝΑΤΟ, με 5η δύναμη ανάμεσα στις 35 χώρες την Ελλάδα που συμμετέχει με 700 στρατιώτες. Η τελευταία σύνοδος της Ευρωπαϊκής Ενωσης το Δεκέμβρη αποφάσισε να σταλεί ένα ακόμη σώμα 1800 αστυνομικών, δικαστών, και άλλων γραφειοκρατών εν όψει των εξελίξεων.
Αυτό που αναμένεται είναι ότι μέσα στους επόμενους μήνες, το Κόσοβο θα ανακηρύξει μονομερώς την “ανεξαρτησία” του. Η Ρωσία έχει δηλώσει ότι δεν πρόκειται να αναγνωρίσει το Κόσοβο αν δε συμφωνήσει η Σερβία. Με αυτόν τον τρόπο το Κόσοβο αποκλείεται να αναγνωριστεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας και έτσι το σχέδιο Αχτισάαρι του ΟΗΕ δεν μπορεί να φτάσει τυπικά ως το τέλος της “υπο προϋποθέσεις ή υπό επίβλεψη ανεξαρτησίας”. Ετσι η αναγνώριση θα γίνει από τις διάφορες χώρες ξεχωριστά και η ΕΕ σχεδιάζει να αναλάβει η ίδια σε συνεργασία με το ΝΑΤΟ την υλοποίηση του σχεδίου Αχτισάαρι. Ενα κομμάτι του στρατιωτικού ελέγχου θα περάσει σταδιακά σε μια δύναμη του Ευρωστρατού και θεωρείται σημαντική πρόβα τζενεράλε για τις στρατιωτικές δυνατότητες της ΕΕ. Η διοίκηση θα περάσει στο Διεθνές Πολιτικό Γραφείο που έχει ήδη προετοιμάσει η Ευρωπαϊκή Ενωση.
Πρόκειται για μια αποικιακού τύπου δομή με πρότυπο τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Ο ύπατος αρμοστής του ΟΗΕ στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη είναι το πραγματικό αφεντικό της χώρας με δικαίωμα να καταργεί νόμους, ακόμη και να απολύει υπουργούς, προέδρους και πρωθυπουργούς αν θεωρεί ότι βλάπτουν την ηρεμία της χώρας.
Το καθεστώς που στήνεται στο Κόσοβο είναι ανάμεσα σε μαφία και μισο-αποικία. Κάτι που διαφεύγει συνήθως της προσοχής είναι ότι δε φαίνεται να συσπειρώνει καν τις ελπίδες των υποτιθέμενων κερδισμένων, του αλβανικού πληθυσμού. Στις τελευταίες εκλογές που έγιναν το Νοέμβρη η αποχή πλησίασε το 60%. Ο Θάτσι βγήκε πρωθυπουργός παίρνοντας το 34,3% του 40%, δηλαδή λιγότερο από 14% του εκλογικού σώματος. Η ανεργία βρίσκεται ανάμεσα σε 35 και 40%. Η τιμή του ψωμιού έχει διπλασιαστεί τους τελευταίους μήνες. Ο φόβος για το μέλλον και για την πιθανότητα να ξαναγίνουν πρόσφυγες οδήγησε το 2007 περισσότερους Αλβανούς του Κοσόβου να κάνουν αίτηση για ταξιδιωτικά έγγραφα από ό,τι το 2006. Οι ΗΠΑ ζήτησαν τον Οκτώβρη από την Κροατία να προετοιμαστεί για πιθανή υποδοχή προσφύγων. Ο πρώην επικεφαλής του βρετανικού στρατού στο Κόσοβο, Μάικ Τζάκσον, χαρακτήρισε πρόσφατα την κατάσταση “ένα χάος” που απειλεί να μετατραπεί ξανά σε εθνικιστική βία. Το Κόσοβο σύμφωνα με τον Τζάκσον είναι “διπλωματικό και στρατιωτικό ναρκοπέδιο”.
Το Κόσοβο είναι παράδεισος του εμπορίου ανθρώπων, ναρκωτικών, όπλων και ξεπλύματος μαύρου χρήματος. Αυτό το δίκτυο της παρανομίας δεν ξεχωρίζει εύκολα από τον κυβερνητικό μηχανισμό και τους ένοπλους διάδοχους του UCK που συνεχίζουν να κυριαρχούν σε μεγάλο μέρος της επαρχίας. Η σερβική μειονότητα (περίπου 5,5% του πληθυσμού) και οι άλλες πιο αδύναμες μειονότητες, όπως οι Τσιγγάνοι δέχονται ήδη την πίεση από τρομοκρατικές ομάδες. Οι 200 χιλιάδες Σέρβοι και Τσιγγάνοι πρόσφυγες που έφυγαν με τον πόλεμο του '99 δεν κατάφεραν ποτέ να επιστρέψουν σπίτια τους παρά τις υποσχέσεις του ΟΗΕ. Οι δυνάμεις του ΝΑΤΟ και του Ευρωστρατού δεν θα είναι αρκετές για να φρενάρουν μια πιθανή έκρηξη βίας σε βάρος των Σέρβων ακόμα κι αν, επίσημα, εμφανίζονται ως προστάτες.
Προς το παρόν η “διεθνής κοινότητα” προσπαθεί να καθησυχάσει τη Σερβία δίνοντας ανταλλάγματα όπως η σχετικά εύκολη είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ενωση και η σύνδεση με το ΝΑΤΟ. Ομως λίγοι ελπίζουν ότι τα πράγματα θα παραμείνουν εκεί. Το Κόσοβο έγινε αφορμή για μια πλειοδοσία εθνικισμού μέσα στη Σερβία τραβώντας τον πρωθυπουργό Κοστούνιτσα έξω από το μπλοκ των “δυτικόφιλων”. Ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών έφερε τον εθνικιστή Νίκολιτς στην πρώτη θέση με 40% και τον απερχόμενο δυτικόφιλο πρόεδρο Τάντιτς δεύτερο με 35,4%. Ο Νίκολιτς είναι διάδοχος του Σέσελι, αρχηγός των Ριζοσπαστών, ενός κόμματος μπλεγμένου σε όλες τις σφαγές στη διάρκεια του εμφύλιου. Απειλεί ότι αν αναγνωριστεί το Κόσοβο, το ίδιο θα κάνει και η σερβική επαρχία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Η απάντηση των εθνικιστών Αλβανών είναι ότι σε τέτοια περίπτωση θα αποσχιστούν οι αλβανικές επαρχίες στο Βορρά της Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπου συνεχίζουν να δρουν ανεξέλεγκτοι στρατοί, διάδοχοι του UCK.
Το ντόμινο αυτό είναι μια ζοφερή πρόβλεψη. Δείχνει όμως πόσο λάθος είναι να νομίζει κανείς ότι η Σερβία είναι χρήσιμο αντίβαρο στον αλβανοκοσοβάρικο εθνικισμό. Πρώτον γιατί ο σέρβικος εθνικισμός κάθε άλλο παρά αντι-ιμπεριαλισμός είναι. Οσοι νοσταλγούν μια δυνατή Σερβία ξεχνάνε τη ρίζα του αλβανικού κινήματος στο Κόσοβο. Το εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα στο Κόσοβο δεν το έφτιαξαν οι ιμπεριαλιστές, αλλά η άγρια καταπίεση του γιουγκοσλαβικού κράτους.
Οι Αλβανοί ήταν πάντα οι πιο ριγμένοι στην ομόσπονδη Γιουγκοσλαβία του Τϊτο. Απέκτησαν μια σχετική αυτονομία το 1974 μετά από μια σειρά εξεγέρσεις. Ο Μιλόσεβιτς έπαιξε το χαρτί του εθνικισμού για να ανέβει στην εξουσία αλλά και για να διχάσει το εργατικό κίνημα που στο τέλος της δεκαετίας του '80 αντιστεκόταν στη λιτότητα και την κρίση. Οταν ο Μιλόσεβιτς πήρε τον έλεγχο το 1989 ανέτρεψε όλες τις κατακτήσεις των Κοσοβάρων και εξαπέλυσε επίθεση εναντίον τους. Το κίνημα στο Κόσοβο ήταν ένα γνήσιο κίνημα που έδειξε ηρωική αντίσταση και κατάφερε σε πολλές στιγμές να ενώσει Σέρβους και Αλβανούς εργάτες ενάντια στην καταπίεση του σέρβικου κράτους. Η αδυναμία της μετριοπαθούς πτέρυγας, με επικεφαλής τότε τον Ιμπραήμ Ρουγκόβα να φέρει αποτελέσματα, οδήγησε στην άνοδο του UCK.
Ο στρατός αυτός προσανατολίστηκε σε μια στρατηγική “πρόσκλησης” των ιμπεριαλιστών. Προσπαθούσε να προκαλέσει μια κατάσταση κρίσης που θα έφερνε τις μεγάλες δυνάμεις στο πλευρό του. Ο UCK παρέμενε “τρομοκρατική οργάνωση” για τις ΗΠΑ και την ΕΕ μέχρι που τον χρειάστηκαν για βοήθεια ενάντια στη Σερβία, στον πόλεμο του '99. Το γεγονός ότι ένα πραγματικό κίνημα έγινε λακές των ιμπεριαλιστών ήταν μία από τις θλιβερές επιπτώσεις του θαψίματος κάθε διεθνιστικής φωνής μέσα στα περισσότερα κινήματα στην πρώην Γιουγκοσλαβία λόγω της έκρηξης των εθνικισμών και του πολέμου στη δεκαετία της δεκαετίας του '90.
Η στήριξη του σέρβικου εθνικισμού κουβαλάει και ένα μεγαλύτερο κίνδυνο. Πάνω στις εθνικιστικές αντιπαραθέσεις στα Βαλκάνια τζογάρουν και άλλοι παίχτες. Η Ρωσία θέλει τη Σερβία ως πάτημα στα δυτικά Βαλκάνια. Ο υποψήφιος πρόεδρος Νίκολιτς δηλώνει ανοιχτά ότι θα ήταν καλό η Σερβία να αποτελεί επαρχία της Ρωσίας. Ο νέος ψυχρός πόλεμος Ρωσίας-Αμερικής εξελίσσεται σε πολλά επίπεδα. Είναι πόλεμος αγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου, είναι διχασμοί μέσα σε χώρες όπως η Ουκρανία και η Γεωργία, είναι τα αμερικάνικα σχέδια για ανάπτυξη πυραύλων σε χώρες όπως η Τσεχία και η Πολωνία, ανταγωνισμοί εξοπλισμών. Η Σερβία ήταν ένα από τα θέατρα αυτού του ανταγωνισμού ήδη από τον πόλεμο του '99. Οι Ρώσοι είχαν κάνει επίδειξη της ειδικής τους σχέσης, φτάνοντας πρώτοι από όλους στο αεροδρόμιο Σλατίνα της Πρίστινα τον Ιούνη του 1999, ενώ οι ΝΑΤΟϊκοί ήταν ακόμη στα σύνορα με τη Μακεδονία. Ενα μήνα πριν, οι Αμερικάνοι είχαν βομβαρδίσει την κινέζικη πρεσβεία στο Βελιγράδι. Σήμερα η Ρωσία, χάρη στις αδυναμίες των Αμερικάνων και στην άνοδο των τιμών των καυσίμων νιώθει έτοιμη να ξαναδιεκδικήσει ρόλο. Η τελευταία κρίση στη σερβική κυβέρνηση προκλήθηκε λόγω μιας χαριστικής συμφωνίας με τη ρωσική εταιρία Gazprom. Η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να στηρίξει τον Πούτιν σε αυτή την επικίνδυνη κλιμάκωση.
Mπαρζανί και Tαλαμπανί
Στην περίοδο του κλασικού ψυχρού πολέμου, μια από τις αντίστοιχες ευθυγραμμίσεις τοπικών εθνικισμών με τους ιμπεριαλιστές έγινε στο Κουρδιστάν. Οταν το 1972 το Ιράκ υπέγραψε μια συνθήκη με τη EΣΣΔ, οι Αμερικάνοι και το Ιράν του Σάχη άρχισαν να στηρίζουν τους Κούρδους του Ιράκ για μια πιθανή εξέγερση. Ο ηγέτης του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος, Μουσταφά Μπαρζανί, εκθείαζε τότε τους Αμερικάνους: “Τους εμπιστεύομαι. Η Αμερική είναι πολύ μεγάλη δύναμη για να προδώσει ένα μικρό έθνος όπως οι Κούρδοι”. Επεσε έξω. Οι Κούρδοι του Ιράκ εισέπραξαν προδοσίες από όλους τους δυνατούς “φίλους” με τους οποίους συντάχθηκαν, το Ιράν, την Αμερική, την Τουρκία, τον ίδιο το Σαντάμ Χουσεϊν. Οταν το 1988 ο Σαντάμ εξαπέλυσε χημικό βομβαρδισμό στην κουρδική πόλη Χαλάμπτζα, οι ΗΠΑ έκαναν στραβά μάτια. Στον πολεμο του '90-'91 ο πατέρας Μπους δεν προχώρησε να ανατρέψει τον Σαντάμ, μη έχοντας σίγουρη εναλλακτική λύση.
Ομως, η επιβολή όρων στο Ιράκ μετά τον πόλεμο του ‘91 μετέτρεψε εκ των πραγμάτων το ιρακινό Κουρδιστάν σε αυτόνομη περιοχή. Το 2003 τα δύο κουρδικά κόμματα, του Ταλαμπανί και του Μασούντ Μπαρζανί συντάχθηκαν με την εισβολή των Αμερικάνων και τα ένοπλα κούρδικα σώματα συνεργάστηκαν με τους Αμερικάνους στην ανατροπή του Σαντάμ. Ο Μπαρζανί έγινε πρόεδρος του ιρακινού Κουρδιστάν και ο Ταλαμπανί πρόεδρος του Ιράκ. Η αμερικάνικη κατοχή αξιοποίησε την πολεμική εμπειρία των Κούρδων για να επιτεθεί στην ιρακινή Αντίσταση. Ισραηλινοί πράκτορες της Μοσάντ άρχισαν να αλωνίζουν στο ιρακινό Κουρδιστάν, αποκτώντας προσβάσεις στις κουρδικές μειονότητες της Συρίας και του Ιράν.
Οι ελπίδες της κουρδικής ηγεσίας στηρίζονταν στο ότι στη Μοσούλη και το Κιρκούκ βρίσκονται κάποια από τα σημαντικότερα κοιτάσματα πετρελαίου του Ιράκ. Παίρνοντας στα χέρια τους τα κοιτάσματα και προσφέροντας τις υπηρεσίες τους στην αμερικάνικη κατοχή βλέπουν ανοιχτό το δρόμο της ανάδειξής τους σε δύναμη της περιοχής. Οπως και στην περίπτωση της Γιουκοσλαβίας, η αντιστροφή της εθνικής καταπίεσης γίνεται με νέες “εκκαθαρίσεις” περιοχών, αυτή τη φορά εκκαθάρισης από τους Αραβες, όπου το πρώην θύμα βρίσκεται στη θέση του θύτη. Ομως η κουρδική ηγεσία κάθε άλλο παρά μόνη της είναι στην περιοχή. Η Τουρκία ήταν εξαρχής καχύποπτη για το τι θα προκαλέσει στο εσωτερικό της, ένα έστω και υπό αμερικάνικη κηδεμονία κουρδικό κράτος. Ως πρόφασή της χρησιμοποίησε τη μειονότητα των ιρακινών Τουρκομάνων που δέχονταν την πίεση των Κούρδων, αλλά και τη φιλοξενία τμημάτων του PKK, στο ιρακινό έδαφος. Είναι τέτοια η αδυναμία των ΗΠΑ να επιβάλουν μόνες τους τη σταθερότητα στο Ιράκ που επέτρεψαν στην Τουρκία να ξεκινήσει βομβαρδισμούς σε κουρδοχώρια του Ιράκ, ενώ αρχικά της είχαν υποσχεθεί ότι θα αναλάμβαναν οι Αμερικάνοι την καταστολή του PKK. Οι ισορροπίες έχουν διαταραχθεί, επειδή στο Ιράκ υπάρχει ένα γνήσιο απελευθερωτικό κίνημα, αυτό της αντίστασης ενάντια στην κατοχή. Ο Ταλαμπανί το διατύπωσε πιο ανοιχτά, απαντώντας στις τουρκικές απαιτήσεις για καταστολή του PKK: “Δεν έχουμε αρκετές στρατιωτικές δυνάμεις για να τις στείλουμε στα βουνά Καντίλ και να διώξουν το PKK. Χρειαζόμαστε τις στρατιωτικές μας δυνάμεις για την τήρηση της τάξης στους δρόμους της Βαγδάτης και για να πολεμάνε την τρομοκρατία.”
Και στην περίπτωση των Βαλκανίων και του ιρακινού Κουρδιστάν εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα εκφυλίστηκαν σε μαριονέτες των ιμπεριαλιστών. Υπάρχει μια αντίφαση στη φύση των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Οταν ξεσπάνε μπορούν να είναι δύναμη αποσταθεροποίησης του ιμπεριαλισμού και του καπιταλισμού. Ο στόχος των ηγεσιών τους όμως είναι μια νέα “σταθεροποίηση” με τις ίδιες στην εξουσία. Είναι εύκολο αυτός ο στόχος να υποταχθεί στα σχέδια ισχυρών φίλων. Μόνο η εργατική τάξη έχει τη δύναμη να ενώνει πάνω από τα σύνορα των κρατών και των εθνοτήτων και να σπάει το “διαίρει και βασίλευε”. Οταν η εργατική τάξη μπαίνει μπροστά, γίνονται πιο αποτελεσματικές οι μάχες και ενάντια στην εθνική καταπίεση και ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Για να το καταφέρει αυτό όμως η εργατική τάξη χρειάζεται να απλώνει το χέρι και να υποστηρίζει τα αιτήματα των γνήσιων εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων, ώστε να μην τα αφήνει να αναζητάνε άλλους συμμάχους. Αυτό το καθήκον είναι μεγαλύτερο για τους εργάτες στις ισχυρές χώρες που ασκούν καταπίεση.
Ο διεθνισμός δεν είναι επιλογή της αριστεράς για λόγους “πολιτισμού”. Ο διεθνισμός είναι η μόνη πραγματικά ταξική πολιτική. Είναι απαραίτητο προαπαιτούμενο για να μπορεί η εργατική τάξη να έχει τη δική της στρατηγική, για να μπορεί να νικάει. Δεν μπορεί να συνδυαστεί το “εθνικό” με το “διεθνιστικό” , γιατί τα συμφέροντα κανενός ξεχωριστού έθνους δεν ταυτίζονται με τη στρατηγική της εργατικής τάξης. Μόνο η σοσιαλιστική επανάσταση μπορεί πραγματικά να απελευθερώσει τους λαούς στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, η επανάσταση που θα εξαφανίσει σύνορα, δεν θα χαράξει καινούργια.
Η εργατική τάξη στην Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να ανοίξει δρόμο για όλους τους εργάτες και τους καταπιεσμένους των Βαλκανίων. Σε τρία επίπεδα: πρώτον δίνοντας το παράδειγμα. Στην Ελλάδα έχουμε τις μεγαλύτερες εμπειρίες από μάχες και νίκες ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό και για το πώς οι μάχες αυτές κατάφεραν να σταματήσουν πολλές φορές προσπάθειες της κυβέρνησης να παίξει το χαρτί του εθνικισμού. Το 1999 η απεργία των σιδηροδρομικών στη Θεσσαλονίκη δυσκόλεψε τη χερσαία επέμβαση του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο. Σήμερα, 9 χρόνια μετά, το ΝΑΤΟ ζητάει από την κυβέρνηση να κλείσει την απεργία των λιμενεργατών στη Θεσσαλονίκη γιατί εμποδίζεται η τροφοδοσία της KFOR. Το Νοέμβρη του 2006, ένα κίνημα φοιτητικών καταλήψεων στο Βελιγράδι ενάντια στην ιδιωτικοποίηση είχε σαν πρότυπο τους φοιτητές στην Ελλάδα. Δεύτερον, σε χώρες όπως η Δημοκρατία της Μακεδονίας και η Βουλγαρία, οι έλληνες καπιταλιστές έχουν στα χέρια τους μεγάλο κομμάτι της οικονομίας και εκμεταλλεύονται άγρια την εργατική τάξη. Είμαστε με τους εργάτες αυτών των χωρών με όλες μας τις δυνάμεις και όχι με τους “δικούς μας” καπιταλιστές. Τρίτον οι πολιτικές εμπειρίες του κινήματος στην Ελλάδα είναι πολύ σημαντικές. Οι επιτυχίες του αντιπολεμικού αλλά και του αντιρατσιστικού κινήματος, ο βασικός ρόλος που έπαιξαν οι εργατικοί αγώνες και στα δύο αυτά μέτωπα δείχνουν ότι ο δρόμος για νίκες περνάει μέσα από τη σύγκρουση με το σύστημα σε όλες του τις εκφράσεις, με την εργατική τάξη στην πρώτη γραμμή, όχι μέσα από εθνικές συμμαχίες.
Στην πράξη, διεθνιστική πολιτική σημαίνει πάλη για να γυρίσει πίσω ο ελληνικός στρατός από όλες τις ιμπεριαλιστικές αποστολές στα Βαλκάνια και στη Μέση Ανατολή. Ενάντια στους εκβιασμούς της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι στη Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ενάντια στον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό και την απειλή του ελληνικού βέτο. Ενάντια στη συμμαχία του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού με την ελληνική άρχουσα τάξη που δεν είναι μόνο στο μακρινό Αφγανιστάν και Ιράκ, αλλά και στο λιμάνι της Σούδας και της Θεσσαλονίκης.