Tάσος Kωστόπουλος: Πόλεμος και Eθνοκάθαρση
Tάσος Kωστόπουλος: Πόλεμος και Eθνοκάθαρση
H ξεχασμένη πλευρά μιας δεκαετούς εθνικής εξόρμησης 1912-1922
Τιμή: 24 ευρώ, 318 σελίδες, Εκδόσεις Bιβλιόραμα
«Σαν έφεξε, βάρεσε η σάλπιγγα συναγερμό πάνω απ’ το λασπωμένο λοφάκι του χωριού. Εκεί μαζεύτηκαν όλοι οι αιχμάλωτοι άντρες και κατόπι ντουφεκίστηκαν. Βρέθηκα αντίκρυ στο γέρο. Είχε μερικές μελανιές στο πατριαρχικό του πρόσωπο. Το πιο καλό που μπορούσα να του κάνω ήταν να τον σκοτώσω αμέσως και τελειωτικά για να μην τυραγνιέται σα μερικούς που σπάραζαν σαν τα βουβάλια χτυπώντας τις απαλάμες στο χώμα. Τράβηξα τη σκανδάλη και σωριάστηκε μονοκόμματα σαν αστραποκαμμένος στη λάσπη… Κατόπι βάλαμε φωτιά στο χωριό…». Οι παραπάνω γραμμές δημοσιεύτηκαν πριν από 80 περίπου χρόνια στη συλλογή Διηγήματα ενός άσημου ακόμα μυτιληνιού πεζογράφου ονόματι Στρατής Μυριβήλης. Περιέγραφαν το κάψιμο ενός τουρκικού χωριού της Πτολεμαϊδας και τη μαζική εκτέλεση των αρρένων κατοίκων του από τον προελαύνοντα ελληνικό στρατό το Νοέμβριο του 1912.
Με αυτή την περιγραφή της προσωπικής εμπειρίας του μεγάλου έλληνα λογοτέχνη Στρατή Μυριβήλη, ξεκινά η πρώτη σελίδα του βιβλίου του Τάσου Κωστόπουλου Πόλεμος και Εθνοκάθαρση. Είναι ένα βιβλίο γεμάτο από ιστορικά στοιχεία που αξίζει να διαβαστεί από κάθε αριστερό, κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται ενάντια στον πόλεμο, τον εθνικισμό και τον ιμπεριαλισμό. Πάνω απ’ όλα, είναι μια πραγματική αποκάλυψη και μια καταγγελία για τα εγκλήματα της «δικής μας» άρχουσας τάξης, που τόσο επιμελώς η επίσημη «ιστορία» φροντίζει να καλύπτει κάτω από τόνους αποκρύψεων, ψεμάτων και διαστρεβλώσεων. Εξάλλου, όπως δηλώνει και ο ίδιος ο συγγραφέας «το έναυσμα για τη διατύπωση των παραπάνω προβληματισμών δόθηκε από τη συζήτηση που ξεκίνησε με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού για να επεκταθεί στο στρατηγικότερο ζήτημα της αμφισβήτησης της ‘εθνικά ορθής’ ιστοριογραφίας (και μυθολογίας)».
Το βιβλίο του Κωστόπουλου αποτελείται από τέσσερα μέρη. Στο πρώτο ο συγγραφέας δίνει μια εικόνα της πληθυσμιακής σύνθεσης της Μακεδονίας, της Θράκης, της Αλβανίας και της Μικράς Ασίας και περιγράφει τις διεκδικήσεις των τοπικών αρχουσών τάξεων την εποχή των Βαλκανικών Πολέμων και της Μικρασιατικής Εκστρατείας. «Το συμπέρασμα που προκύπτει είναι ότι οποιαδήποτε οικοδόμηση ‘εθνικά αμιγών’ κρατών πάνω σε ένα πληθυσμιακό μωσαϊκό, οποιοδήποτε ξεκαθάρισμα ‘εθνικού χώρου’ δεν ήταν δυνατόν να γίνει παρά με προσφυγή σε μια συστηματική απίστευτη βία εναντίον όλων όσων δεν χωρούσαν στα καλούπια της ‘σωστής’ εθνικής κοινότητας… Η βίαια και εξαναγκαστική εκκένωση ολόκληρων περιοχών από τα ‘αλλοεθνή στοιχεία’, η εθνοκάθαρση, υπήρξε το απαραίτητο συνοδευτικό όλων ανεξαιρέτως των ‘απελευθερωτικών’ πολέμων της ματωμένης δεκαετίας που ξεκίνησε με τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο μέχρι το 1922».
Σε αυτή την «απίστευτη βία» είναι αφιερωμένα τα επόμενα τρία κεφάλαια του βιβλίου, κεντράροντας στην πρακτική εθνοκάθαρσης που εφάρμοσε ο ελληνικός στρατός στις «απελευθερωμένες» περιοχές. Στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο τα θύματα ήταν οι μουσουλμάνοι κάτοικοι της Μακεδονίας. «Η ιερή για τους τούρκους πόλη των Γιαννιτσών καίγεται από τον ελληνικό στρατό και λεηλατείται, ενώ την ίδια τύχη είχε και η μουσουλμανική συνοικία των Σερβίων… Οι μεγαλύτερες ωστόσο αγριότητες διαπράχθηκαν στα τουρκοχώρια της Κοζάνης και των Καϊλαρίων (σημ. της Πτολεμαϊδας)… Δεν πρόκειται για αδέσποτες ενέργειες μεμονωμένων ατόμων, αλλά για εφαρμογή συγκεκριμένης πολιτικής του ελληνικού κράτους». Και για να το αποδείξει χρησιμοποιεί τη μαρτυρία του διάδοχου του θρόνου Κωνσταντίνου: «Ολόκληρη η πεδιάδα φωτίζεται από τις ανταύγειες της φωτιάς… γκρεμίσαμε ακόμα και τους τοίχους και το χωριό εξαλείφθηκε από προσώπου γης». Κι από το ημερολόγιο ενός πεζικάριου διαβάζουμε: «σήμερα αντελήφθην όλην την αγριότητα του πολέμου. Χανούμισες και παιδιά έκλαιγαν. Κάτοικοι ετυφεκίζοντο σαν τρυγόνια. Τα σπίτια απ’ άκρου εις άκρον εκαίγοντο. Φρίκη!»
Ο δεύτερος Βαλκανικός Πόλεμος για το μοίρασμα της Μακεδονίας ανάμεσα στις νικήτριες χριστιανικές χώρες (Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία) ήταν πολύ πιο καταστροφικός. «Εδώ δεν έχουμε καν το ξέσπασμα της αχαλίνωτης βίας ανάμεσα στους ‘προαιώνιους εχθρούς’, αλλά την εφαρμογή μιας συστηματικής εθνοκάθαρσης των διαφιλονικούμενων περιοχών από τους ανεπιθύμητους κατοίκους τους. Και τούτη τη φορά, πρωταγωνιστής δεν ήταν άλλος από τον ελληνικό στρατό», αναφέρει ο Κωστόπουλος. Και περιγράφει με λεπτομέρειες την ισοπέδωση του Κιλκίς από τον ελληνικό στρατό και «τη γενικευμένη εθνοκάθαρση με σκοπό το άδειασμα των πεδιάδων που περιβάλλουν τη Θεσσαλονίκη από τον σχεδόν αποκλειστικά αλλοεθνή πληθυσμό τους».
Η εθνοκάθαρση στις προσαρτημένες περιοχές συμβάδιζε με την ενεργοποίηση των πιο άγριων μηχανισμών καταστολής. Το 1914 δημιουργείται η πρώτη καθαρά πολιτική αστυνομία στην ιστορία του νεοελληνικού κράτους. «Η γνωστότερη περίπτωση, που συνδυάζει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την ταυτόχρονη καταστολή του εθνικού και του κοινωνικού εχθρού, ήταν η εκτόπιση των ηγετικών στελεχών της Σοσιαλιστικής Φεντερασιόν και του Εργατικού Κέντρου Θεσσαλονίκης τον Ιούνιο του 1914».
Το τελευταίο κεφάλαιο που ασχολείται με την Μικρασιατική Εκστρατεία είναι και το πλέον αποκαλυπτικό. Ο Κωστόπουλος χρησιμοποιεί σαν κύρια πηγή τα ημερολόγια και τις επιστολές των στρατιωτών που, σε αντίθεση με τους προηγούμενους πολέμους, είναι γεμάτα από περιγραφές από απίστευτες αγριότητες του εισβολέα ελληνικού στρατού. «Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να «διαφυλάσσει» την τάξη για λογαριασμό και κάτω από την υψηλή εποπτεία των Συμμάχων και ταυτόχρονα να δημιουργεί στον κατακτημένο χώρο τις υλικές προϋποθέσεις μιας πιο μακροπρόθεσμης επικράτησης. Και τα δυο αυτά καθήκοντα δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν σε μια ατέλειωτη αλυσίδα από αγριότητες κι ανθρώπινες τραγωδίες».
Ένας τσολιάς από τη Βοιωτία γράφει στο ημερολόγιό του: «Ο διοικητής μας Γεώργιος Κονδύλης περιφέρεται διαρκώς σε όλη την πόλη (σημ. του Αϊδινίου) και μας ενθαρρύνει πώς θα φάμε τους άπιστους… μας λέει να πράξουμε ό,τι βαστάει η ψυχή μας… Ένας ρασοφόρος έβαλε φωτιά σε ένα τζαμί και έκαψε μερικές φτωχοοικογένειες. Ήταν οι οικογένειες που δεν πρόλαβαν να φύγουν όπως οι πλούσιοι του Αϊδινίου». Ο στρατιώτης Νίκος Βασιλικός, πατέρας του γνωστού συγγραφέα, γράφει για τις αγριότητες του ελληνικού στρατού μετά τη μάχη στο Σαγγάριο το 1921: «Όλου του κάμπου τα χωριά καίγονται από το Γιουνάν-ασκέρ, το οποίο μεταλαμπαδεύει, επ’ ευκαιρία της διαβάσεώς του, τα πραγματικά φώτα …του πολιτισμού». Δεν πρόκειται για αυθόρμητο ξέσπασμα, μας πληροφορεί ο ίδιος, αλλά για την εφαρμογή συγκεκριμένης διαταγής του Επιτελείου.
Πριν φτάσουμε στην καταστροφή της Σμύρνης είχε προηγηθεί η συστηματική καταστροφή της μικρασιατικής ενδοχώρας, διαπιστώνει ο Κωστόπουλος, στηριγμένος στις άφθονες μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν ότι το ελληνικό κράτος «πρόκρινε μια στρατηγική ολοκληρωτικού πολέμου και καταστροφής». Αυτή η ολοκληρωτική καταστροφή καταγράφεται στα ημερολόγια των φαντάρων με ατέλειωτες περιγραφές μαζικών εκτελέσεων, βιασμών, λεηλασιών. Σύμφωνα με έναν έλληνα υπουργό «η Ελλάδα ήταν αναγκασμένη ν’ ακολουθήσει τις άλλες αποικιακές δυνάμεις στην κατάκτηση εδαφών με αριθμητική υπεροχή του τουρκικού πληθυσμού για λόγους στρατηγικούς, οικονομικούς και εκπολιτιστικούς»!
Αλλά όταν η ιμπεριαλιστική εκστρατεία του ελληνικού κράτους ηττήθηκε στην Μικρά Ασία και οι δυνάμεις του Κεμάλ έφταναν στην Σμύρνη η ελληνική κυβέρνηση απαγόρευε μέχρι την τελευταία στιγμή την αποχώρηση του ελληνικού πληθυσμού από την πόλη και την επιβίβαση στα πλοία του στόλου. «Καλύτερα να μείνουν εδώ και να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα», έλεγε ο διαβόητος Στεργιάδης, ο ύπατος αρμοστής της Ελλάδας στη Σμύρνη.
Στο βιβλίο αναφέρονται, αν και συνοπτικά, οι αντιπολεμικές διαθέσεις των ελλήνων φαντάρων που αναρωτιόντουσαν γιατί πολεμάνε δέκα χρόνια συνέχεια. Από την υποδοχή που επιφύλαξαν στον Κωνσταντίνο με συνθήματα που ζητούσαν την άμεση απόλυσή τους από το στρατό, μέχρι την «απεργία πολέμου», αρνούμενοι να πολεμήσουν και ξεκινώντας ομαδικά για τα σπίτια τους.
Αν θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς μια πλευρά που, χωρίς να απουσιάζει, είναι μάλλον ελλιπής στο βιβλίο, αυτό είναι ο ρόλος των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στο να διαμορφώσουν άμεσα ή έμμεσα τις βάσεις για την εθνοκάθαρση και την τραγωδία των λαών της περιοχής. Αλλά, κατά τη γνώμη μου, αυτή η έλλειψη δεν περιορίζει στο ελάχιστο την βασική επιχειρηματολογία του Κωστόπουλου στο να δείξει ότι η εθνοκάθαρση ήταν κυρίαρχη επιλογή των αρχουσών τάξεων, κύρια της ελληνικής.
Είναι καθήκον μιας διεθνιστικής αριστεράς να μιλήσει, όπως και τότε, για όλα αυτά. Γιατί, όπως καταλήγει το βιβλίο: «Για μια αυθεντική εικόνα εκείνων των ημερών θα πρέπει κανείς να ανατρέξει στα διάσπαρτα ημερολόγια των φαντάρων της εποχής. Ή στις αντιπολεμικές σελίδες του μεσοπολεμικού Ριζοσπάστη – τότε που μια (ξεχασμένη σήμερα) στροφή της ελληνόγλωσσης εκδοχής της ‘Διεθνούς’ διακήρυσσε στο όνομα των προλεταρίων της οικουμένης πως ‘εμάς η μόνη μας ελπίδα / είν’ η σφιγμένη μας γροθιά / κάτω οι πολέμοι κι η πατρίδα / ζήτω η παγκόσμια εργατιά’».