Άρθρο
Βιβλιοκριτική: Εric Hobsbawm: «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία»

Εric Hobsbawm: «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία κ

Εric Hobsbawm: «Παγκοσμιοποίηση, Δημοκρατία και Τρομοκρατία»

Τιμή: 13.5 ευρώ, 194 σελίδες, Εκδόσεις Θεμέλιο

Tο βιβλίο του Ε. Hobsbawm συνιστά μια συλλογή δοκιμίων σχετικά με την παγκοσμιοποίηση και το έθνος – κράτος, τις προοπτικές της αμερικάνικης ηγεμονίας, το μέλλον της δημοκρατίας και το φαινόμενο της τρομοκρατίας. Ο βρετανός ιστορικός έχει έναν αδιαμφισβήτητο πλούτο γνώσεων, αλλά και οξυμένη κοινωνική ευαισθησία τα οποία χρωματίζουν ευχάριστα το βιβλίο, στο οποίο η ιστορία χρησιμοποιείται ώστε να εξεταστούν τα παραπάνω φαινόμενα σε σύγκριση με ανάλογα στο παρελθόν.

Ο Hobsbawm πιστεύει οτι η παγκοσμιοποίηση «γεννάει περιφερειακές ανισότητες σε όλο τον πλανήτη», ενώ «αντίθετα με οτι ισχύει για την κίνηση του κεφαλαίου, τα κράτη και η πολιτική έχουν μέχρι στιγμής θέσει δραστικά εμπόδια στην μετανάστευση της εργατικής δύναμης» (σελ.51). 

Βασική θέση του συγγραφέα είναι οτι η παγκοσμιοποίηση έχει σηματοδοτήσει την παρακμή της αγροτιάς και την αστικοποίηση του πλανήτη, σε ένα οικονομικό υπόβαθρο βασισμένο στις πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες δρουν ανεξέλεγκτα και πέρα απο κάθε έλεγχο. Τα έθνη-κράτη θεωρείται οτι χάνουν διαρκώς σε νομιμοποίηση στα μάτια των πολιτών τους, εξαιτίας και της απώλειας των προνομιακών χαρακτηριστικών τους. 

Ο συγγραφέας επίσης, ασκεί συντριπτική κριτική στην αλαζονεία της αμερικάνικης ηγεμονίας, που στηρίζεται σε πήλινα πόδια, παρατηρώντας εύστοχα οτι οι ΗΠΑ «είναι η πρώτη μεγάλη αυτοκρατορία που είναι ταυτόχρονα μεγάλος οφειλητής» (σελ.87). Όσον αφορά τις προοπτικές της δημοκρατίας στον 21ο αιώνα, ο Hobsbawm είναι βαθιά σκεπτικιστής, καθώς θεωρεί οτι η κυριαρχία της ελεύθερης αγοράς, με την επιθετική μορφή του νεοφιλελευθερισμού, βρίσκεται σε αντίθεση με τη δημοκρατία: «Η συμμετοχή στην αγορά αντικαθιστά τη συμμετοχή στην πολιτική, με τον καταναλωτή να υποκαθιστά τον πολίτη» (σελ.127). 

Σ’ αυτό το παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον εντάσσει ο συγγραφέας και την πλανητική τρομοκρατίας που θεωρεί οτι αφορά περισσότερο τη πολιτική βία των ΗΠΑ και λιγότερο ομάδες όπως η Αλ Κάιντα, που δεν εγκυμονούν στην πραγματικότητα σοβαρούς κινδύνους για τις χώρες του αναπτυγμένου κόσμου.

Η επιχειρηματολογία και τα στοιχεία του Hobsbawm βάζουν στο στόχαστρο την αγοραία παγκοσμιοποίηση και τον ιμπεριαλισμό των ΗΠΑ απο την σκοπιά των ασθενέστερων κοινωνικών στρωμάτων και όσων αγωνίζονται για την ειρήνη. Ωστόσο, ο συγγραφέας αδυνατίζει τη θέση του υιοθετώντας όλη τη φιλολογία για τη νέα οικονομία «του Ιντερνετ» και της τεχνολογικής ανάπτυξης, η οποία θεωρείται οτι αδυνατίζει αντικειμενικά την οικονομική λειτουργία των εθνικών κρατών.

Τα εθνικά κράτη όμως, εξακολουθούν στην εποχή μας να παίζουν κυρίαρχο ρόλο στην οικονομία. Οι πολυεθνικές εταιρείες δεν συνιστούν κάποια, εμβρυακή έστω, μορφή παγκόσμιας διακυβέρνησης, ούτε ο ΠΟΕ και το ΔΝΤ είναι κάτι τέτοιο. Αντίθετα και αυτές βασίζονται σε συγκεκριμένα εθνικά κράτη ως ορμητήρια.

Ο νεοφιλελευθερισμός λοιπόν, ήδη απο τη δεκαετία του ΄80 δεν σήμαινε λιγότερο κράτος γενικά, αλλά λιγότερο κοινωνικό κράτος. Αυτή η αδυναμία φαίνεται πιο ξεκάθαρα όταν ο Hobsbawm δηλώνει αδυναμία να βρει λογική εξήγηση στη στάση των ΗΠΑ μετά το 2001. Θεωρεί ότι «η 11η Σεπτέμβρη επέτρεψε σε μια ομάδα τρελών να βάλουν σε εφαρμογή τα σχέδια για μια σόλο παράσταση παγκόσμιας κυριαρχίας» (σελ.61).

Ωστόσο, η πολιτική του Μπους αντανακλά ακριβώς τα αδιέξοδα του ιμπεριαλισμού τον 21ο αιώνα. Aπό τους πολέμους στην Γιουγκοσλαβία  την δεκαετία του ’90, που λανθασμένα ο συγγραφέας θεωρεί οτι δεν υπάρχουν σημαντικά αμερικάνικα συμφέροντα, παραγνωρίζοντας τη γεωστρατηγική σημασία των Βαλκανίων για τις ΗΠΑ, μέχρι την κατοχή του Αφγανιστάν και του Ιράκ, η προσπάθεια  των ΗΠΑ είναι ακριβώς να χρησιμοποιήσουν την στρατηγική τους ισχύ για να αντεπεξέλθουν στον οικονομικό ανταγωνισμό με την Ρωσία, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Ε.Ε.

Η μεγαλύτερη όμως η αδυναμία του βιβλίου βρίσκεται στο γεγονός οτι ο Hobsbawm θεωρεί πώς απο τη σημερινή εποχή απουσιάζει η εναλλακτική λύση απέναντι στη βαρβαρότητα του ιμπεριαλισμού και της ελεύθερης αγοράς. Πιστεύει οτι η ισορροπία του τρόμου του Ψυχρού Πολέμου, έκανε τον κόσμο λιγότερο ασταθή απ’ ό,τι είναι σήμερα. Κι όμως, η ύπαρξη του ανατολικού μπλοκ δεν είχε κάνει λιγότερους τους πολέμους: απο το Βιετνάμ ως την Τσεχοσλοβακία, οι δύο υπερδυνάμεις αντιμετώπιζαν τον πλανήτη ως πεδίο ανταγωνισμού σφαιρών επιρροής, άλλοτε θερμότερου κι άλλοτε ψυχρότερου. Η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ δεν σήμανε το τέλος των ανταγωνισμών.

Ο πόλεμος στο Ιράκ ανέδειξε τη νέα «υπερδύναμη», το αντιπολεμικό κίνημα. Ο Hobsbawm κλείνει το βιβλίο του ευχόμενος την «επανεκπαίδευση» των ΗΠΑ, ελλείψει κάποιου ανάλογου με την ΕΣΣΔ αντίπαλου δέους, σ’ έναν κόσμο φωτισμένης ιδιοτέλειας και παιδείας. Ο 20ος  αιώνας όμως μας έχει διδάξει οτι για την απαλλαγή του πλανήτη απο την βαρβαρότητα του ιμπεριαλισμού χρειάζoνται πιο ριζικά μέτρα.