Άρθρο
Βιβλιοκριτική: Παναγιώτης Πετρουλάκος: Το πολιτικό σύστημα της ΕΣΣΔ Από την απολυταρχία στη σοβιετική διακυβέρνηση

Παναγιώτης Πετρουλάκος: Το πολιτικό σύστημα τ

Παναγιώτης Πετρουλάκος: Το πολιτικό σύστημα της ΕΣΣΔ Από την απολυταρχία στη σοβιετική διακυβέρνηση

Τιμή: 13 ευρώ, 216 σελίδες, Εκδόσεις Gutenberg

Το βιβλίο του Παναγιώτη Πετρουλάκου αποτελεί μια προσπάθεια ανάλυσης της κοινωνικής και θεσμικής πραγματικότητας που προηγήθηκε και αυτής που ακολούθησε την Οκτωβριανή Επανάσταση. Στο πρώτο μέρος του βιβλίου, που αφορά στην προεπαναστατική περίοδο, ο συγγραφέας παρουσιάζει σε αδρές γραμμές το φεουδαρχικό σύστημα από την εποχή του Μεγάλου Πέτρου στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν και αναδείχθηκε η Ρωσία σε μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη, συνεχίζοντας με την ισχυροποίηση του απολυταρχισμού από τη Μεγάλη Αικατερίνη, και, κατόπιν, την περίοδο κρίσης στην οποία εισήλθε το τσαρικό καθεστώς από τα μέσα του 19ου αιώνα. Μαζί με την κρίση του, όπως υπογραμμίζει ο συγγραφέας, ήρθε και η κοινωνική αφύπνιση, η οποία ξεκίνησε από κύκλους διανοουμένων και πρώιμων επαναστατών, που οργάνωναν τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια στο καθεστώς. Την ίδια περίοδο, όπως επισημαίνεται, η ρωσική κοινωνία άλλαζε, με την ανάπτυξη της βιομηχανίας και, συνακόλουθα, της εργατικής τάξης, γεγονός το οποίο σηματοδότησε και τον προσανατολισμό της εργατικής κίνησης προς τις μαρξιστικές ιδέες και αναλύσεις με πρωτοπόρο τον Πλεχάνοφ και έπειτα τον Λένιν. Σ' αυτό το πλαίσιο, οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις του τσάρου μετά την επανάσταση του 1905, οι οποίες περιγράφονται συγκεκριμένα στο βιβλίο, αποδείχθηκαν αμελητέες και η Δούμα, χλωμό υποκατάστατο κοινοβουλευτισμού που παραχωρήθηκε στο λαό, χρησιμοποιήθηκε από την αριστερά για την περαιτέρω υπονόμευση του καθεστώτος. Έτσι, το Φλεβάρη του 1917 ο τσαρισμός αποδείχθηκε ανίκανος να καταστείλει την επανάσταση, η οποία ολοκληρώθηκε τον Οκτώβρη με το πέρασμα όλης της εξουσίας στα Σοβιέτ. 

Ο συγγραφέας περιγράφει την επαναστατική διαδικασία από το Φλεβάρη στον Οκτώβρη, υπερτονίζοντας το ρόλο της προσωπικότητας του Λένιν, χωρίς να αναφέρεται ούτε στην απεύθυνση που χρειάστηκε να κάνει στη βάση του μπολσεβίκικου κόμματος το Μάρτη και τον Απρίλη για να υπερνικήσει το συντηρητισμό της πλειοψηφίας της ηγεσίας του, ούτε στον πρωτοπόρο ρόλο που έπαιξαν σ' αυτή τη διαδικασία εργατικές οργανώσεις του κόμματος, όπως αυτή του Βίμποργκ της Πετρούπολης. Εξάλλου, οι μπολσεβίκοι έπαιξαν μεν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εγκαθίδρυση και την εδραίωση της εργατικής εξουσίας, χωρίς όμως ποτέ να υποστηρίζουν, όπως αναφέρει ο συγγραφέας, ότι "η σοβιετική κοινωνία σ' ένα κράτος εργατών και αγροτών έπρεπε να καθοδηγείται αποκλειστικά από το Κομμουνιστικό Κόμμα"(σελ 103). 

Διαστρέβλωση όμως των απόψεων του Λένιν από το συγγραφέα γίνεται και όταν ισχυρίζεται ότι ο Λένιν κατά τη διάρκεια του Ά Παγκοσμίου Πολέμου "υποστήριζε ότι η νίκη του προλεταριάτου θα ήταν δυνατή μόνο με την αποδέσμευση από τη θέση για ταυτόχρονη διεθνιστική επαναστατική δράση και την υιοθέτηση της θέσης για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης σε κάθε μία χώρα ξεχωριστά". σελ 83). Αντιθέτως, οι μπολσεβίκοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν ότι χωρίς την επανάσταση στην υπόλοιπη Ευρώπη το νεαρό εργατικό κράτος της Ρωσίας θα απομονωνόταν με τραγικές συνέπειες, όπως και τελικά έγινε. 

Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, που ασχολείται με το πολιτικό σύστημα της Ρωσίας μετά την επανάσταση, ο συγγραφέας περιγράφει τους θεσμούς και τις πολιτειακές αλλαγές που κατοχύρωναν τα πρώτα Συντάγματα του 1918 και του 1924. Στο Σύνταγμα του 1918, τις ανώτερες θέσεις κατείχαν το Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ και η Πανρωσική Εκτελεστική Επιτροπή των Σοβιέτ, ενώ το Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως μετονομάστηκαν οι μπολσεβίκοι, περιοριζόταν στον "εξωθεσμικό", αλλά ιδιαίτερα σημαντικό πολιτικό του ρόλο. Το Σύνταγμα αυτό ήταν, όπως σωστά τονίζει ο Πετρουλάκος, "πολύ περισσότερο δημοκρατικό σε σύγκριση με τα αντίστοιχα Συντάγματα των αστικών Δημοκρατιών" (σελ 142). Ενδεικτικά, στο άρθρο 8 προβλεπόταν η δυνατότητα των εργατών και αγροτών κάθε έθνους να αποφασίζουν εάν θα συμμετέχουν στη σοβιετική Δημοκρατία ή όχι. Επίσης, η συνταγματοποίηση των κατακτήσεων της επανάστασης περιελάμβανε από την κατοχύρωση της δημόσιας δωρεάν παιδείας με ελεύθερη πρόσβαση σε όλες τις βαθμίδες έως την πλήρη θρησκευτική ελευθερία, το καθολικό δικαίωμα ψήφου κλπ. 

Εκείνο όμως που αξίζει να σημειωθεί περισσότερο, αν και ο συγγραφέας δεν το τονίζει ιδιαίτερα, είναι το γεγονός ότι το πολιτικό σύστημα της Δημοκρατίας των Σοβιέτ βασιζόταν στη δυνατότητα ανάκλησης των εκπροσώπων των εργατών και των αγροτών από τους ψηφοφόρους τους κατά τη διάρκεια της θητείας τους (άρθρο 78), κατοχυρώνοντας έτσι την άμεση δημοκρατία στη θέση της τυπικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, ενώ κατοχυρώθηκε επίσης συνταγματικά και ο εργατικός έλεγχος στις επιχειρήσεις. Όλες αυτές οι ριζικές τομές αναφέρονται στο βιβλίο, αλλά χωρίς να επισημαίνεται ο ρόλος της αυτενέργειας της εργατικής τάξης. Ο εργατικός έλεγχος ή το μοίρασμα της γης, για παράδειγμα, δεν ήταν καρπός του Συντάγματος, αλλά το Σύνταγμα, ακριβώς επειδή ήταν το Σύνταγμα ενός εργατικού κράτους, κατοχύρωσε και επέκτεινε τα μέτρα που οι ίδιοι οι εργάτες και οι αγρότες είχαν ήδη ξεκινήσει να εφαρμόζουν από τα κάτω ήδη από την περίοδο της Προσωρινής Κυβέρνησης, την οποία και ανέτρεψαν ακριβώς επειδή κωλυσιεργούσε στο να τα πάρει η ίδια. Οι μπολσεβίκοι υιοθέτησαν και κατοχύρωσαν συνταγματικά τις πρωτοβουλίες που οι ίδιοι οι εργάτες και οι φτωχοί αγρότες είχαν πάρει, εφαρμόζοντας στην πράξη με αυτόν τον τρόπο, και μια άλλη αντίληψη για το Σύνταγμα ως συνδετικού κρίκου μεταξύ δικαίου και πραγματικότητας.

Το 1924, όταν θεσπίστηκε το νέο Σύνταγμα, η ΕΣΣΔ πλέον ήταν στη φάση της ΝΕΠ και το κυριότερο ζήτημα της συνταγματικής αναθεώρησης ήταν το εθνικό. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας, το δικαίωμα αυτοπροσδιορισμού των εθνοτήτων μέχρι και την απόσχισή τους ήταν διαχρονική θέση των μπολσεβίκων από το 1903, αλλά το 1923 ο Λένιν χρειάστηκε να συγκρουστεί με τον Στάλιν με αιχμή το ζήτημα της Γεωργίας και το μεγαλορωσικό σωβινισμό στον οποίο αυτός υποχωρούσε και πρότεινε η κεντρική σοβιετική κυβέρνηση να είναι αποκλειστικά αρμόδια μόνο στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και στρατού. 

Στο Σύνταγμα του 1924 όμως, μετά το θάνατο του Λένιν, η κεντρική εξουσία ενισχύθηκε δυσανάλογα σε σχέση με τις επιμέρους δημοκρατίες και το δικαίωμα απόσχισης από την Ένωση εξαρτήθηκε πλέον από τη σύμφωνη απόφαση όλων των Δημοκρατιών της Ένωσης (άρθρο 6). Ο Πετρουλάκος σημειώνει αυτές τις αλλαγές χωρίς όμως να εξάγει από αυτές οποιοδήποτε συμπέρασμα. Ωστόσο, είναι σαφές ότι με αυτές τις ρυθμίσεις άνοιξε ο δρόμος για τη μετατροπή και πάλι της Ρωσίας σε μια "φυλακή των λαών", όπως επί τσαρισμού, στο όνομα αυτή τη φορά του "προλεταριακού διεθνισμού" της γραφειοκρατικής άρχουσας τάξης που δημιουργήθηκε στην ΕΣΣΔ, αφού εξόντωσε τις φωνές της Αριστερής Αντιπολίτευσης του Τρότσκι. 

 Συνολικά, το βιβλίο έχει εμφανείς πολιτικές αδυναμίες, οι οποίες βασίζονται στην πίστη του συγγραφέα για τη συνέχεια μεταξύ των πρώτων χρόνων της επανάστασης και την οικοδόμηση του γραφειοκρατικού κρατικού καπιταλισμού από τον Στάλιν και τους διαδόχους του. Από το γεγονός αυτό προκύπτει και η ανεκδιήγητη προσπάθειά του να εμφανίσει μια συνέχεια στην "προσήλωση των Σοβιετικών ηγετών στους ιδεολογικούς τους στόχους" η οποία εμφανίζεται επί Λένιν, συνεχίζεται με τα πλάνα του Στάλιν και τον Χρουστσώφ και κλιμακώνεται με τον Μπρέζνιεφ και τις επαναστατικές πρωτοβουλίες του Γκορμπατσώφ.(σελ. 100-101). Εξάλλου και τα ενδιαφέροντα στοιχεία για τα Συντάγματα του 1918 και 1924 παρατίθενται χωρίς να εμβαθύνονται ιδιαίτερα. Για μια σαφώς πιο επεξεργασμένη μαρξιστική προσέγγιση των προβληματισμών της εποχής σχετικά με το Δίκαιο, είναι καλύτερο να διαβαστεί "Ο επαναστατικός ρόλος του Δικαίου και του Κράτους" του Π. Στούτσκα και, για την επίμαχη περίοδο των πρώτων χρόνων της επανάστασης και τη διαμάχη του 1923 ως προς το εθνικό ζήτημα, ο τρίτος τόμος της βιογραφίας του Λένιν από τον Τ. Κλιφ.