H ριζοσπαστικοποίηση που καταγράφτηκε στις εκλογές δεν είναι
ούτε προσωρινή ούτε επιφανειακή υποστηρίζει η Mαρία Στύλλου.
Τα αποτελέσματα έχουν δημιουργήσει κρίση στην Ν.Δ και στο ΠΑΣΟΚ και ανησυχία στην κυρίαρχη τάξη. Δεν είναι λίγο το κόμμα της Ν.Δ να χάνει 3,5% μονάδες και 350.000 ψήφους και ταυτόχρονα το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να μην κερδίζει απ’ αυτή την πτώση. Είναι σαφές οτι όλοι ανησυχούν το πώς θα μπορέσει η νέα κυβέρνηση να βάλει σε εφαρμογή μια «ατζέντα» που περιλαμβάνει τον Νόμο-Πλαίσιο, την ψήφιση του Ασφαλιστικού, την επιβολή ενός νέου προϋπολογισμού λιτότητας και την ιδιωτικοποίηση των φιλέτων της υγείας και της ενέργειας. Εάν την προηγούμενη τριετία οι 165 βουλευτές της Ν.Δ με την συνεργασία του ΠΑΣΟΚ δεν κατάφεραν να εφαρμόσουν καμία απο τις «μεταρρυθμίσεις» που ψήφισαν, οι ελπίδες τους σήμερα είναι πολύ πιο χλωμές.
Η κυρίαρχη τάξη έχει περισσότερους λόγους να ανησυχεί, απ’ όποια μεριά και εάν διαβάσει τα αποτελέσματα. Η κυβέρνηση της Ν.Δ στηρίζεται μόνο σε 2 βουλευτές κι αυτό σημαίνει δυσκολίες μέσα και έξω απο την Βουλή. Για να εκλέξει τον Σιούφα πρόεδρο της Βουλής, στηρίχτηκε στις ψήφους του ΛΑ.Ο.Σ. Κοινοβουλευτικά αυτό λειτούργησε, αλλά πολιτικά τους δημιούργησε καινούργια προβλήματα. Ο συναινετικός Σιούφας έχει εκλεγεί με τις ψήφους των Πλεύρηδων και όλου του φασιστικού συρφετού. Αυτό έδωσε την ευκαιρία στον Καρατζαφέρη την επόμενη μέρα να διανθίσει την ομιλία του στην Βουλή με αναφορές στην Χούντα και τον Μεταξά.
Για την Ν.Δ θα ήταν προτιμότερη η συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, αλλά αυτή η εκδοχή προς το παρόν έχει μεγάλες δυσκολίες. Το ΠΑΣΟΚ έπεσε στο 38,10%, έχασε 250.000 ψήφους που στο μεγαλύτερο κομμάτι τους ψήφισαν την Αριστερά. Αυτό σημαίνει ότι τα ζητήματα των συνεργασιών μέσα στο ΠΑΣΟΚ αλλάζουν κατεύθυνση λόγω της κρίσης και όλοι μιλάνε για κεντροαριστερές συνεργασίες. Με τις καινούργιες εξελίξεις κινδυνεύει η εμπειρία του Άρθρου 16 να μοιάζει με αστείο. Τότε η ηγεσία έκανε στροφή 180 μοιρών για να σταματήσει την ανταρσία των μελών του. Τώρα είναι σε ερωτηματικό εάν η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ θα έχει στο επόμενο διάστημα την δύναμη και την δυνατότητα να προλαβαίνει τις ανταρσίες.
Οι εξελίξεις στην Ελλάδα θυμίζουν αυτά που συμβαίνουν στο Σοσιαλιστικό Κόμμα στην Γαλλία. Εκεί η ανταρσία της βάσης έδωσε την νίκη στο ΟΧΙ στο Ευρωσύνταγμα. Η συνέχεια ήταν η διπλή ήττα στις προεδρικές και στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν την προηγούμενη χρονιά. Απο τότε η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος έχει διασπαστεί σε διάφορα κομμάτια, έστω κι αν συνεχίζει να λειτουργεί ενιαία. Το πόσο το ΠΑΣΟΚ θα έχει την ίδια εξέλιξη είναι ανοιχτό.
Αυτή είναι και η διαφορά σε σύγκριση με τις εκλογές του 1993. Τότε τις έχασε ο Μητσοτάκης και τις κέρδισε ο Ανδρέας Παπανδρέου. Τότε οι απεργοί των ΔΕΚΟ και οι εργάτες της ΕΑΣ έμοιαζε να έχουν μια κοινή ελπίδα, την επανεκλογή του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση. Στις εκλογές του 2007, ακόμα και μέσα στα αμαξοστάσια που έχει δύναμη το ΠΑΣΟΚ, οι περισσότεροι έλεγαν οτι δεν θα ξαναψηφίσουν ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα ένα κομμάτι δήλωνε ότι θα ψηφίσει ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. Αυτές οι μετατοπίσεις πριν από 13 χρόνια ήταν αδιανόητες.
Σ’ αυτές τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ έχασε πραγματικά στα παλιά του κάστρα στο Λεκανοπέδιο, ιδιαίτερα στην Β’ Αθήνα και Β’ Πειραιά και είναι εκεί που η Αριστερά ανέβασε συνολικά τη δύναμη της. Αυτή την εικόνα την παίρναμε προεκλογικά στις εξορμήσεις στους εργατικούς χώρους και στις συζητήσεις που οργανώναμε. Στους μεγάλους οργανωμένους εργατικούς χώρους, η υποδοχή της ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α ήταν θετική κι αυτό φαίνεται απο τις ψήφους που πήρε στο Λεκανοπέδιο. Είναι διπλάσιοι και τριπλάσιοι του πανελλαδικού ποσοστού.
Η στροφή αριστερά εκλογικά καταγράφεται με την αύξηση των ποσοστών των δύο κομμάτων της κοινοβουλευτικής Aριστεράς, σε επίπεδα που τα φέρνουν αθροιστικά στο 13,2%. Αυτό είναι το ποσοστό που είχε πάρει στις εκλογές του 1989 ο ενιαίος τότε Συνασπισμός: το δημιούργημα του Φλωράκη και του Κύρκου, όταν αποφάσισαν την συνεργασία του ΚΚΕ και της ΕΑΡ όχι μόνο στις εκλογές αλλά και στο επόμενο κυβερνητικό σχήμα. Χρειάστηκαν να περάσουν δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια απο τότε για να φτάσουν τα δύο αυτά κόμματα μαζί στο ίδιο ποσοστό.
Το ερώτημα που υπάρχει μετά τις εκλογές είναι εάν αυτή η στροφή αριστερά καταγράφει απλά μια διαμαρτυρία ή εάν σηματοδοτεί πραγματικές αλλαγές στην πολιτικοποίηση και στις ιδέες. Είναι εντυπωσιακό οτι το επιχείρημα της προσωρινότητας και της απλής διαμαρτυρίας, ακούγεται και απο τα δεξιά και απο τα αριστερά. Στην συνέντευξη που έδωσε ο Αλαβάνος στο ΒΗΜΑ της Κυριακής (23/9), ο Αντώνης Καρακούσης επιμένει στην ερώτηση «Τι νομίζετε, βρισκόμαστε μπροστά σε αριστερή στροφή ή σε συντηρητική επικράτηση;». Η απάντηση του Αλαβάνου είναι: «Το βασικό συμπέρασμα είναι η κρίση του δικομματισμού με μια μετατόπιση εκλογέων προς τα αριστερά». Πώς μπορούν να ανταποκριθούν στα καινούργια καθήκοντα οι ηγεσίες του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ όταν θεωρούν οτι ο κόσμος ευκαιριακά τους διάλεξε;
Πόλωση
Η θεωρία του κέντρου ή “μεσαίου χώρου” ήταν απο τα αγαπημένα ιδεολογήματα του Σημίτη και όλης της Ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας. Αυτές τις απόψεις κληρονόμησε και ο Γιώργος Παπανδρέου και όλη η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Η θεωρία οτι οι παλιές πολιτικές και ταξικές διακρίσεις σε αριστερά – δεξιά, σε εργασία και κεφάλαιο έχουν πια εξαφανιστεί στον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, κυριάρχησε όχι μόνο στην παραδοσιακή Σοσιαλδημοκρατία αλλά και στα Κ.Κ. που μετά το ΄’89 πήγαν προς τα δεξιά. Το εργατικό κίνημα της τελευταίας δεκαετίας ήταν για όλους αυτούς ένα μεγάλο χαστούκι.
Στην Ελλάδα το μπάσιμο του καινούργιου αιώνα ήταν πολύ οδυνηρό για τον Σημίτη. Το 2001 ξέσπασε η μεγάλη απεργία για το Ασφαλιστικό, ο Σημίτης αναγκάστηκε να συγκρουστεί με τα συνδικάτα και την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, το ίδιο καλοκαίρι αναγκάστηκε να παραιτήσει τον πιο στενό του συνεργάτη τον Γιαννίτση, κι όμως δεν κατάφερε να σταματήσει τίποτα, ούτε τις ανταρσίες μέσα στο κόμμα του ούτε τις απεργίες. Το φθινόπωρο του 2003 θυμίζει τον Οκτώβρη του 2006. Δάσκαλοι, καθηγητές, νοσοκομεία και δήμοι υποδέχτηκαν με απεργιακές ομοβροντίες τον προϋπολογισμό. Το αίτημα τότε ήταν αυξήσεις στους μισθούς πάνω απο 20%. Για τα σχολεία ήταν η συνέχεια απο τα μεγάλα αντιπολεμικά συλλαλητήρια της άνοιξης.
Το περιοδικό «Σοσιαλισμός απο τα Κάτω» στο τεύχος Σεπτέμβρης - Οκτώβρης του 2003 (Νο.47), στο άρθρο «Φθινόπωρο ανταρσίας» γράφει ότι: «Η πραγματική ανταρσία βρίσκεται στο ότι μεγάλο κομμάτι μελών και ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ σιχαίνονται τον Σημίτη και δεν έχουν ελπίδα οτι μπορεί να αλλάξει τίποτα στο ΠΑΣΟΚ. Ακόμα και τώρα που έχει ξεκινήσει η προεκλογική περίοδος και ο Σημίτης κάνει τα αδύνατα δυνατά για να ανεβάσει την συσπείρωση, η ανταπόκριση είναι ελάχιστη». Είναι δύσκολο να βρει κανένας διαφορές στην περιγραφή του τότε και του σήμερα. Όμως παρόλο που δεν υπάρχει καμία διαφορά απο τα πάνω δεν συμβαίνει το ίδιο απο τα κάτω.
Τι συνέβηκε ανάμεσα στο 2004, τότε που ο κόσμος απογοητευμένος δεν έδωσε την μάχη αλλά τουναντίον κάποιοι υποστήριζαν οτι «ακόμα και η Ν.Δ είναι καλύτερη απο το ΠΑΣΟΚ», και στις σημερινές εκλογές; Φταίει μόνο ο εκλογικός νόμος που δίνει την δυνατότητα στα μικρά κόμματα να έχουν μεγαλύτερο βάρος στην καινούργια Βουλή ή συμβαίνει κάτι περισσότερο;
Εάν θα ήθελε κανείς να επισημάνει τις αλλαγές μέσα στα τελευταία αυτά χρόνια θα έπρεπε να μείνει σε τρεις παράγοντες. Ο πρώτος είναι ο ρόλος που έπαιξαν τα πιο οργανωμένα και δυνατά κομμάτια της εργατικής τάξης στην σύγκρουση με την κυβέρνηση της Ν.Δ. Ο δεύτερος οι φοιτητικές καταλήψεις και ο τρίτος το αντιπολεμικό κίνημα και η ήττα του Μπους.
Οι κινητοποιήσεις ενάντια στην κυβέρνηση της Ν.Δ, μπορεί να ξεκίνησαν με τους συμβασιούχους και τους εργαζόμενους των 500 ευρώ, αυτές όμως που καθόρισαν τις εξελίξεις, ήταν η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων ενάντια στο Ασφαλιστικό, οι απεργίες συμπαράστασης των άλλων ΔΕΚΟ και η απόφαση όλων μαζί να σπάσουν το κλίμα συνεργασίας με την κυβέρνηση που προσπάθησε να στήσει η συνδικαλιστική ηγεσία του ΟΤΕ, οι εκσυγχρονιστές της ΠΑΣΚΕ μαζί με την ΔΑΚΕ. Η απεργία στις τράπεζες κράτησε 40 μέρες και κατάφερε να καθορίσει το κλίμα μέσα στο οποίο κινήθηκαν στη συνέχεια όλοι οι αγώνες. Eνα κλίμα αντίστασης που σήμαινε όχι συνεργασία αλλά σύγκρουση με την κυβέρνηση για να μην περάσουν οι επιθέσεις της. Αυτό υποχρέωσε ακόμα και τις ηγεσίες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ να δώσουν διαφορετικό χαρακτήρα στην 24ωρη Πανεργατική απεργία ενάντια στον προϋπολογισμό στις 14 Δεκέμβρη του 2005. Το 2005 έκλεισε με τα τρένα να κατεβαίνουν γεμάτα απεργούς απ’ όλη την Ελλάδα για να πάρουν μέρος στην Πανεργατική Απεργία.
Οι μάχες του 2006 ανέβασαν τον πήχη μέσα στους εργατικούς χώρους και λειτούργησαν σαν πίεση πάνω στα συνδικάτα. Το είδαμε στην απεργία των δασκάλων που κράτησε 6 εβδομάδες και κατάφερε να τραβήξει την συμπαράσταση απο παντού: απο τους γονείς, τους μαθητές, τους καθηγητές, τους φοιτητές. Αυτή η απεργία ξαναζωντάνεψε το τι σημαίνει αλληλεγγύη μέσα στην κοινωνία. Ακόμα και όταν τελείωσε λειτούργησε σαν ραχοκοκαλιά για τις επιτροπές του Άρθρου 16 σε όλες τις γειτονιές.
O άλλος παράγοντας είναι η ήττα του Μπους στο Ιράκ. Το 2003 το αντιπολεμικό κίνημα οργάνωσε συλλαλητήρια εκατομμυρίων για να μην ξεκινήσει η επίθεση στο Ιράκ. Και όταν ξεκίνησε συνέχισε αυτό το κίνημα όχι μόνο να διαδηλώνει αλλά και να συντονίζεται σε παγκόσμιο επίπεδο. Στην Αθήνα τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια θύμιζαν τις μεγάλες διαδηλώσεις της μεταπολίτευσης, τότε που το σύνθημα «Μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο» ήταν στα στόματα όλων. Τα αντιπολεμικά συλλαλητήρια έδειξαν οτι αυτή η εποχή δεν ανήκει στο παρελθόν, και έπεισαν παλιούς αγωνιστές να μπουν ξανά στην μάχη.
Μέσα απο αυτές τις αντιπολεμικές απεργίες και την κινητοποίηση στα σχολειά μόλις ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί, δημιουργήθηκε ένα μεγάλο δίκτυο μαθητών που λειτούργησε στην συνέχεια μέσα στις σχολές. Τα αντιπολεμικά μαθητικά δίκτυα, δεν λειτούργησαν μόνο σαν οργανωτικός ιστός για τις φοιτητικές κινητοποιήσεις αλλά και έφεραν την «μεγάλη πολιτική» μέσα στις σχολές. Λειτούργησαν όπως η γενιά του Βιετνάμ του ’60: απο τις φοιτητικές μάχες ενάντια στην Μπολόνια και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια στην σύγκρουση με τον πόλεμο του Μπους και τον ιμπεριαλισμό. Η αλληλεγγύη στην αντίσταση στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη και στο Λίβανο έδωσε την δυνατότητα σ’ αυτή την καινούργια γενιά να δει τον εαυτό της σαν κομμάτι ενός παγκόσμιου κινήματος.
Οι καταλήψεις στις σχολές όχι μόνο κατάφεραν να νικήσουν αλλά και να μεγαλώσουν την ριζοσπαστικοποίηση μέσα και έξω απο τα Πανεπιστήμια. Αυτός είναι ο λόγος που το μεγαλύτερο κομμάτι των νέων ψηφοφόρων προτίμησε την Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ σ’ αυτές τις εκλογές και όχι την Ν.Δ που είχε την μεγαλύτερη πτώση στους νέους.
Μιλάμε για αριστερή στροφή επειδή τα πιο δυνατά και οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης μαζί με την νεολαία δημιούργησαν τις συνθήκες όχι μόνο για να επισπεύσει η Ν.Δ τις εκλογές αλλά και για να υπάρχουν αυτά τα αριστερόστροφα αποτελέσματα. Γι’ αυτό υποστηρίζουμε οτι η ριζοσπαστικοποίηση που καταγράφτηκε στις εκλογές δεν είναι ούτε επιφανειακή ούτε προσωρινή αλλά έχει πίσω της ένα μεγάλο κίνημα που έδωσε νικηφόρους αγώνες και άλλαξε τις ιδέες σε μαζική κλίμακα. Αυτό σημαίνει μεγάλες πιέσεις και καινούργια καθήκοντα για όλη την Αριστερά και ιδιαίτερα για τους επαναστάτες. Το πρώτο είναι να διαβάζουν σωστά τα αποτελέσματα και στην συνέχεια να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που έχει αυτός ο κόσμος.
Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ και στο ΚΚΕ από ένα κομμάτι ψηφοφόρων που αυτή την φορά τους επέλεξαν δεν εκφράζει ούτε την πολιτική συμφωνία με αυτές τις ηγεσίες, ούτε την πολιτική δέσμευση. Σύμφωνα με τα exit polls και τα δύο κόμματα πήραν ένα μεγάλο ποσοστό των αναποφάσιστων που παιζόταν μέχρι την τελευταία στιγμή ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ στην ρεφορμιστική Αριστερά και στους αντικαπιταλιστές. Ο Γιάννης Μαυρής της V-PRC υποστηρίζει οτι μόνο το 41% αυτών που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ τώρα, τον είχαν ξαναψηφίσει το 2004, και αντίστοιχα μόνο 64% αυτών που ψήφισαν τώρα το ΚΚΕ, το είχαν ψηφίσει και το 2004. H μάχη για το πολιτικό κέρδισμα του κόσμου που πάει αριστερά είναι εξίσου ανοιχτή και για τους επαναστάτες όσο είναι και για τους ρεφορμιστές.
Και το ΛΑ.Ο.Σ;
Το ότι η πόλωση δεν οδηγεί πάντοτε προς τα αριστερά το είδαμε και σ’ αυτές τις εκλογές. Το ΛΑ.Ο.Σ κατάφερε να μπει στην Βουλή και έτσι να νομιμοποιήσει την παρουσία του. Μπορεί οι δημοσιογράφοι και οι εκλογολόγοι να εμφανίζουν τα αποτελέσματα σαν μετακίνηση ψηφοφόρων μέσα σε συγγενικούς χώρους, αλλά είναι πολύ απλοϊκή εξήγηση. Τα αποτελέσματα των προεδρικών εκλογών το 2002 στην Γαλλία με την δραματική πτώση του Σοσιαλιστικού Κόμματος στην τρίτη θέση και την άνοδο του Λεπέν στην δεύτερη, είναι δύσκολο να ερμηνευτούν σαν μετακίνηση των ψηφοφόρων του Ζοσπέν στον “συγγενικό” χώρο του Εθνικού Μετώπου. Η διαδικασία είναι πιο πολύπλοκη απο μια απλή μετακίνηση.
Η απογοήτευση απο την σοσιαλδημοκρατία οδηγεί ένα κομμάτι των ψηφοφόρων της στην αποχή, ενώ ενισχύει ταυτόχρονα στα πιο χτυπημένα μικροαστικά στρώματα και σ’ ένα κομμάτι των ανέργων, τις πιο καθυστερημένες ιδέες. Είναι αντίθετα προς τον νεοφιλελευθερισμό ενώ ταυτόχρονα συμμετέχουν σε ρατσιστικές και σοβινιστικές εκδηλώσεις, με συνθήματα: «Η Γαλλία στους Γάλλους», «Η Ελλάδα στους Έλληνες», «Έξω οι Σκοπιανοί» κτλ. Αυτό προσπαθεί να οργανώσει και να εκφράσει το ΛΑ.Ο.Σ μέσα και έξω απο την Βουλή. Στην Ελλάδα το δηλητήριο του Καρατζαφέρη δεν βρήκε μεγαλύτερη απήχηση, γιατί ο κόσμος πίστεψε στην δύναμη του, γιατί υπήρχαν αγώνες, γιατί η ελπίδα είναι προς τα αριστερά. Παρόλα αυτά υπάρχει τεράστια ευθύνη του ίδιου του ΠΑΣΟΚ που πρόβαλε και βοήθησε το ΛΑ.Ο.Σ σαν τρόπο για να χάσει η Ν.Δ. την αυτοδυναμία της. Αυτή η τακτική αποδείχτηκε καταστροφική. Η Ν.Δ κράτησε την αυτοδυναμία και έχει σαν στήριγμα το ΛΑ.Ο.Σ όταν το χρειαστεί.
H συμμαχία Ν.Δ και ΛΑ.Ο.Σ δεν θα είναι μια εύκολη ιστορία. Ο Καρατζαφέρης έχει τους δικούς του στόχους, και η συμμαχία για την απόσυρση του βιβλίου της ιστορίας δεν μπορεί να επαναλαμβάνεται χωρίς κόστος για την κυβέρνηση. Ήδη έχει ξεσπάσει εμφύλιος πόλεμος στο εσωτερικό της και για τις συνεργασίες κι αυτό θα συνεχιστεί την επόμενη περίοδο. Το ερώτημα που ανοίγει για την κυβέρνηση είναι το πού θα στηριχτεί; Στην συνεργασία με τα συνδικάτα για να περάσει όσο γίνεται πιο ανώδυνα το Ασφαλιστικό ή στην συνεργασία με το ΛΑ.Ο.Σ για να χτυπήσει τους μετανάστες και τους «ταραξίες»; Aυτές οι επιλογές διαχάζουν και θα διχάζουν το κυβερνητικό κόμμα. Μπορεί στο ΠΑΣΟΚ να έχουν βγει ανοιχτά τα μαχαίρια, όμως η κατάσταση δεν είναι διαφορετική στην Ν.Δ. Τα εκλογικά αποτελέσματα θα μεγαλώσουν την πολιτική αστάθεια, την δυσπιστία του κόσμου στα δύο μεγάλα κόμματα και ταυτόχρονα θα ανοίγουν νέα προοπτική και νέες μάχες για την Αριστερά.
Η ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α
Πώς είναι δυνατόν σε μια τέτοια αριστερόστροφη περίοδο την μερίδα του λέοντος να την κερδίζει ο αριστερός ρεφορμισμός και όχι η ριζοσπαστική Αριστερά;
Το πρώτο που χρειάζεται να ξεκαθαριστεί είναι οτι η ΕΝωτική ΑΝΤΙκαπιταλιστική Αριστερά ήταν η επιλογή δεκάδων χιλιάδων που πρωταγωνίστησαν στα κινήματα και στις απεργίες τα προηγούμενα χρόνια. Μέρος απ’ αυτό τον κόσμο αποφάσισε να υποκύψει στο πλαστό δίλημμα της αυτοδυναμίας, στηρίζοντας ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Αυτό φάνηκε και απο τα αποτελέσματα της ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α όπου τα πιο δυνατά σημεία είναι στην Αττική, στην περιοχή των μεγάλων συγκρούσεων και των μεγάλων αντιστάσεων. Στους δήμους που το ΠΑΣΟΚ έχασε μαζικά προς τα αριστερά.
Το δεύτερο είναι η προσαρμογή του αριστερού ρεφορμισμού στις πιέσεις που υπήρχαν απ’ έξω. ΚΚΕ και ΣΥΝ αναγκάστηκαν να στηρίξουν τις φοιτητικές καταλήψεις, την απεργία των δασκάλων ακόμα και το αντιπολεμικό κίνημα, γιατί κινδύνευαν να χάσουν όχι μόνο τις ψήφους αλλά και τον κόσμο τους. Ενδεικτικό ότι ακόμα και η δεξιά πτέρυγα του ΣΥΝ, διαβεβαίωνε προεκλογικά οτι δεν πρόκειται να προχωρήσουν σε κεντροαριστερή κυβέρνηση. Παρόλα αυτά μετεκλογικά η κριτική του Αλαβάνου στην κυβέρνηση και οι στόχοι που βάζει, πολύ λίγο διαφέρουν απο τις προτάσεις του Βενιζέλου για το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ (οι συνεντεύξεις του Αλαβάνου και του Βενιζέλου στο ΒΗΜΑ της Κυριακής 23 Σεπτέμβρη).
Μέσα στην αριστερή στροφή που έδειξαν οι εκλογές της 16 Σεπτέμβρη υπάρχει μια ζωντανή αντίφαση. Μεγάλο μέρος της βάσης του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του ΣΥΝ και του ΚΚΕ ριζοσπαστικοποιείται και αυτό ασκεί πίεση στις παραδοσιακές ηγεσίες της Αριστεράς. Εξαιτίας αυτής της πίεσης οι ηγεσίες μετατοπίζονται και αναγκάζονται να ευλογήσουν πρακτικές και απόψεις που αρνούνταν το προηγούμενο διάστημα. Όμως, ταυτόχρονα, δεν εγκαταλείπουν τις παραδοσιακές ρεφορμιστικές στρατηγικές τους. Προσπαθούν να εντάξουν την αριστερή στροφή στα παλιά γνωστά καλούπια, έστω κι αν αναγκάζονται να κάνουν ανοίγματα και προσαρμογές. Αυτό φαίνεται πιο έντονα στην περίπτωση του ΚΚΕ, με την μεγάλη έμφαση στον εαυτό του και στην «συνέπειά» του: τίποτα δεν άλλαξε, λίγο μετατοπίστηκαν οι συσχετισμοί, περιμένετε στο ακουστικό σας όταν θα σας καλέσει το ΠΑΜΕ.
Αλλά αντίστοιχα αμετακίνητη στον ρεφορμιστικό δρόμο παραμένει και η ηγεσία του ΣΥΝ, παρά τις διαρκείς προσπάθειες να προβληθεί σαν το «κάτι νέο». Άλλοτε προβάλει το «φαινόμενο Τσίπρα» σαν διέξοδο για τη νέα γενιά, άλλοτε προβάλει τον «αναρχικό βουλευτή» Ψαριανό σαν δείγμα για το πόσο ανοιχτή έχει γίνει. Το πολιτικό τους σχέδιο, όμως, παραμένει η οικοδόμηση μιας κεντροαριστερής συμμαχίας με τμήματα του ΠΑΣΟΚ. Η σκυτάλη των υποσχέσεων για μια «Μεγάλη Αριστερά» πέρασε απο τα χέρια του Κωνσταντόπουλου στα χέρια του Αλαβάνου, αλλά το πρότζεκτ παραμένει το ίδιο. Άλλωστε, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης, όχι μόνο παραμένει αλλά αναβαθμίστηκε.
Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτά τα σενάρια είναι μονόδρομος. Υπάρχει και ο ρόλος και οι ευθύνες που έχουν να κάνουν με την δύναμη των αντικαπιταλιστικών οργανώσεων. Η επιρροή της Aντικαπιταλιστικής Aριστεράς είναι πολύ μεγαλύτερη μέσα στο κίνημα και στις αντιστάσεις απ’ ότι τα αποτελέσματα των εκλογών κι αυτό χρειάζεται να το προσέξουν στην επόμενη περίοδο.
Το δίλημμα για την αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν είναι είτε συνεργασία με τον αριστερό ρεφορμισμό, είτε περιχαράκωση στον χώρο της ιδεολογικής καθαρότητας. Η κρίση στο ΠΑΣΟΚ ανοίγει διάπλατα την δυνατότητα για κοινή δράση μέσα στα κινήματα και στις αντιστάσεις με όλο αυτό τον κόσμο απο τους αντάρτες του ΠΑΣΟΚ μέχρι όλους αυτούς που ταλαντεύτηκαν ανάμεσα στο ΣΥΝ ή το ΚΚΕ και την ΕΝ.ΑΝΤΙ.Α. Και ταυτόχρονα ανοίγει την συζήτηση οτι η κριτική στον νεοφιλελευθερισμό δεν φτάνει. Οτι η εναλλακτική προοπτική είναι αυτή που έγραφαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο οτι «Η κοινωνία αλλάζει με επαναστάσεις απο τα κάτω».
Η πρωτοβουλία της ΕNωτικής ΑΝΤΙκαπιταλιστικής Αριστεράς έχει την δυνατότητα να κινηθεί και στα δύο επίπεδα. Έχει έναν κόσμο να κερδίσει και τίποτα να χάσει. Το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θα ρίξει όλες του τις δυνάμεις σ’ αυτή την προσπάθεια.