Όταν τον Μάιο του 2006 στο πλαίσιο του 4ου Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ, η Πρωτοβουλία Γένοβα και μια σειρά οικολογικές οργανώσεις οργάνωσαν μια μεγάλη συζήτηση για την κλιματική αλλαγή, γνώριζαν πολύ καλά ότι μιλούσαν για ένα σπουδαίο παγκόσμιο ζήτημα, γι’ αυτό άλλωστε και το ιεραρχούσαν σαν κεντρική προτεραιότητα του κινήματος. Αυτό που δεν γνώριζαν είναι ότι τα γεγονότα τη χρονιά που ακολούθησε, με αποκορύφωμα τις πυρκαγιές του φετινού καλοκαιριού, θα επιβεβαίωναν με έναν τρόπο τόσο τραγικό τις δυσοίωνες προβλέψεις και όλους όσους επέμεναν να αναφέρονται στην απειλή της αλλαγής του κλίματος.
Το Σεπτέμβρη του 2007, ο απολογισμός από τις πυρκαγιές μετράει τουλάχιστον 2,5 εκατομμύρια καμμένα στρέμματα, 10 κατεστραμμένους εθνικούς δρυμούς, 73 ανθρώπους που έχασαν τη ζωή τους, 80.000 ζώα, πάνω από 110 κατεστραμμένα χωριά και χιλιάδες άστεγους.
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί το υπόβαθρο για τους τρεις διαδοχικούς καύσωνες και τις πυρκαγιές. Από τη στιγμή όμως που η φωτιά ξέσπασε, αυτό που έβγαζε μάτια ήταν η απουσία οποιασδήποτε στήριξης από το κράτος και τις δημόσιες υπηρεσίες. Δεν είναι τυχαίο ότι για πρώτη ίσως φορά στα χρονικά τα Μ.Μ.Ε. διεκδικούν εύσημα για τη συμβολή τους στον γενικό συντονισμό και στην επικοινωνία των ανθρώπων που είχαν χαθεί.
Η κυβέρνηση προσπάθησε να κουκουλώσει τις ευθύνες της πίσω από θεωρίες συνωμοσίας. Τρομοκράτες, Κοσοβάροι αντάρτες του UCK, μασόνοι, εβραίοι και φυσικά «ταραξίες των Εξαρχείων», και τι δεν επινόησαν οι υπουργοί της Ν.Δ., με κορυφαίο τον ισχυρισμό για «ασύμμετρη απειλή», όπως η 11η Σεπτέμβρη για τις ΗΠΑ του Μπους. Το σκεπτικό είναι γνωστό. Επίκληση για εθνική ομοψυχία και ξόρκισμα της ενοχλητικής πολιτικής συζήτησης, η εθνική συμφορά υπεράνω πολιτικών σκοπιμοτήτων. Όμως το κόλπο δεν έπιασε. Μετά την πρώτη αμηχανία, που σημειωτέον κατέβαλε και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, η οργή πρόβαλε στους δρόμους. Με δυο μεγάλες διαδηλώσεις στις 27 και 29 Αυγούστου, εκφράστηκαν οι πρώτες αντιδράσεις του κόσμου και ήταν ένα μόνο δείγμα του θυμού και της απαξίωσης για μια κυβέρνηση που, αφού έχει διαλύσει τα τελευταία απομεινάρια του κράτους πρόνοιας αρνείται τις ευθύνες και καταφεύγει για άλλη μια φορά σε ψεύτικες υποσχέσεις.
«Ποιά είναι η πραγματική συνωμοσία»; Διερωτάται κεντρικό άρθρο στην δεξιά εφημερίδα «Καθημερινή» (2/9) και απαντάει πιο κάτω: «Έλλειψη κονδυλίων, απουσία δασολογίου, καταπατητές, άγνωστοι εμπρηστές και παράνομες χωματερές... Σε πλήρη διάλυση η κρατική μηχανή». Πολύ σωστά, με μια βασική επισήμανση. Όλα αυτά δεν είναι παρονυχίδες σε μια γενικά καλή διακυβέρνηση, αλλά συνειδητά προμελετημένα εγκλήματα της Ν.Δ. και της τάξης που αυτή εκπροσωπεί.
Η κερδοσκοπία με τη γη
«Οικόπεδα με δόση μία μόνο δραχμή, ουδείς εζημίωσε αγοράζοντας γη»
Με αυτά τα λόγια μια παλιά ραδιοφωνική διαφήμιση παρότρυνε τον κόσμο να αγοράσει γη στις παραλίες και τα ορεινά χωριά της Αττικής. Το παιχνίδι με τη γη δεν είναι πρόσφατη ανακάλυψη. Είναι κομμάτι της μεταπολεμικής ανάπτυξης της Ελλάδας που διαχειρίζονταν οι δεξιές κυβερνήσεις σε απόλυτη σύμπνοια με τις ΗΠΑ και με λεφτά από το σχέδιο Μάρσαλ. Η οικοδομή και οι αυτοκινητόδρομοι ήταν η βάση για την ανάπτυξη των επενδύσεών τους. Στα μεγάλα αστικά κέντρα αυτό σήμαινε αντιπαροχή για τους οικοπεδούχους και αυθαίρετη δόμηση στις παρυφές για τη φτωχολογιά που κατέφθανε από την επαρχία για να αποφύγει την φτώχεια την καταστολή και το φακέλωμα. Η εξέλιξη της Αθήνας σε τσιμεντούπολη χωρίς πράσινο, μετρό, τραμ και συχνά χωρίς πολεοδομικό ήταν συνειδητή επιλογή για να λειτουργήσει αυτή η κερδοσκοπία.
Για την επαρχία τα πράγματα ήταν πιο απλά: Δεκαετίες εγκατάλειψης και παραίτησης από κάθε είδους κοινωνικό έργο, έστω και εκσυγχρονιστικό, όπως αρδευτικά και υδρευτικά έργα, αντιπλημμυρική προστασία, νοσοκομεία, κτηματολόγιο και δασολόγιο. Μοιάζει τρελλό, όταν η γειτονική Τουρκία έχει συντάξει κτηματολόγιο από την εποχή του Κεμάλ Ατατούρκ! Με αυτές τις αντιφάσεις και ανισομετρίες αναπτύχθηκε ο ελληνικός καπιταλισμός και καθώς οι πόλεις σιγά-σιγά έφτασαν στον κορεσμό, και παράλληλα άρχισε να αναπτύσσεται ο τουρισμός και η παραθεριστική κίνηση, ξεκίνησε ένας δεύτερος κύκλος κερδοσκοπίας. Αυτή τη φορά είχε κέντρο τους λεγόμενους «οικοδομικούς συνεταιρισμούς» δικαστικών, απόστρατων αξιωματικών, γιατρών και άλλων επιφανών πολιτών. Οι πιο πολλοί ήταν βιτρίνες κερδοσκόπων, που αξιοποιούσαν τα μέσα τους στον κρατικό μηχανισμό και τις πλήρως διεφθαρμένες πολεοδομίες για να οικοπεδοποιούν σταδιακά κομμάτια δημόσιας γης, αυτή τη φορά στη θάλασσα, στο βουνό, στην εξοχή. Παραμονές κάθε εκλογικής αναμέτρησης, σε συνδυσμό με ένα γύρο από πυρκαγιές, όλο και νέα τμήματα έμπαιναν στο σχέδιο πόλης, φυσικά χωρίς πολεοδομικές μελέτες, χωρίς δίκτυα υποδομής, χωρίς εισφορά σε γη και χρήμα. Και φυσικά λίγο πιο πέρα από το “λαουτζίκο” που σήκωνε την παράγκα στο οικόπεδο που είχε αποκτήσει με δόση μία δραχμή, ξεφύτρωσαν πολυτελείς βίλες, ξενοδοχειακά συγκροτήματα, κέντρα διασκέδασης κλπ. Τα δάση και οι παραλίες δεν άργησαν να περικυκλωθούν.
Το άρθρο 24
Αυτή την ανεξέλεγκτη κατάσταση, προσπάθησε να διαχειριστεί το Σύνταγμα της μεταπολίτευσης, με το γνωστό πια άρθρο 24 «Περί προστασίας των δασών», το οποίο αν μη τι άλλο έβαζε συγκεκριμένους περιορισμούς στον αποχαρακτηρισμό των δασών. Ενώ οι καταπατήσεις ποτέ δεν σταμάτησαν, αρκετές παράνομες εντάξεις και νομιμοποιήσεις κατέληγαν στο Συμβούλιο της Επικράτειας και κρίνονταν αντισυνταγματικές. Αυτό καθόλου δεν άρεσε στους κερδοσκόπους, αλλά ούτε και στις κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ, που στην πραγματικότητα έπαιζαν τα δικά τους βρώμικα παιχνίδια με τις ανάγκες του κόσμου που τους ψήφιζε αλλά και με τις ορέξεις των καπιταλιστών για όλο και μεγαλύτερη σπέκουλα. «Αν το δηλώσεις, μπορείς να το σώσεις», ήταν ένα σλόγκαν επί ΠΑΣΟΚ. Σύντομα εκδηλώθηκαν οι προσπάθειες απομάκρυνσης των ενοχλητικών περιορισμών μέσω αναθεώρησης του Συντάγματος, από τον υπουργό του ΠΑΣΟΚ Τζουμάκα με το διαβόητο νομοσχέδιο για τους «βοσκοτόπους», συνεχίστηκαν με την αναθεώρηση του 2001, που οδήγησε στον αποχαρακτηρισμό 35 εκατομμυρίων στρεμάτων, τον περασμένο Γενάρη είχαμε τα σχέδια αναθεωρήσεων της Ν.Δ. και πιο πρόσφατα την προσπάθεια του Σουφλιά να περάσει στα μουλωχτά μεσα σε άσχετο νομοσχέδιο την αναστολή κατεδάφισης αυθαιρέτων. Πίσω από το μανδύα της «έλλειψης ευελιξίας» του Συντάγματος και της «τόνωσης της επιχειρηματικότητας» και με τεχνάσματα που προσπαθούν να κάνουν διάκριση ανάμεσα στους όρους «δάσος» και «δασική ζώνη», κινδυνεύουν να αποχαρακτηριστούν και να οικοπεδοποιηθούν ακόμη 40 εκατομμύρια στρέματα. Τα 2,5 κάηκαν αυτό το καλοκαίρι.
Η σύνδεση της κυβέρνησης με τους οικοπεδοφάγους δεν είναι μόνο προφανής αλλά και σκανδαλώδης. Εκτός από τους παλιούς συνεταιρισμούς σήμερα έχουμε να κάνουμε με μια νέα φουρνιά αρπακτικών, με τη μορφή ανώνυμων επενδυτικών και αναπτυξιακών εταιριών, σε στυλ «Ελληνικά Τουριστικά Ακίνητα», «Ελληνικό Καζίνο Πάρνηθας Α.Ε.», κλπ. Όλοι αυτοί εμφανίζονται να διεκδικούν με θράσος την κυριότητα αγροτεμαχίων από την εποχή των τσιφλικάδων και (γιατί όχι) του σουλτάνου, και φυσικά από κοντά ο Χριστόδουλος και η Εκκλησία μέσω διάφορων μοναστηριών. Στην Αττική οι περιοχές της β’΄ζώνης Υμηττού (Χολαργός, Καρέας) και το πάρκο Γουδή (αυθαίρετο θέατρο Badminton), ήταν φέτος μήλο της έριδας για όλους αυτούς.
Ο νεοφιλελευθερισμός βλάπτει σοβαρά το κράτος πρόνοιας
Παρ’ όλ’ αυτά, η καταστροφή ολοκληρώθηκε γιατί σε συνδυασμό με το ξεσάλωμα των οικοπεδοφάγων, η κυβέρνηση είχε καταφέρει να διαλύσει τις δημόσιες υπηρεσίες, τις μόνες που θα μπορούσαν να προλάβουν και να διασώσουν την κατάσταση. Πυροσβεστική, δασοφυλακή, ΔΕΗ, δημοτικά συνεργεία, χτυπημένα από τις περικοπές του νεοφιλελευθερισμού ψάχνονταν ενώ ο κόσμος γύρω κυριολεκτικά καιγόταν.
Δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς. Η Πυροσβεστική έχει 3000 θέσεις μόνιμων κενές, τις οποίες προσπαθεί να μπαλώσει με εποχιακό ανειδίκευτο προσωπικό. Έτσι δεν είναι ποτέ πλήρης ούτε σε ετοιμότητα. Παρά τα παραπλανητικά στοιχεία της κυβέρνησης, ο εξοπλισμός της είναι ελλειπής και δεν συντηρείται κανονικά. Η υπηρεσία δασοπυρόσβεσης από το 1998 έχει μεταφερθεί σε κεντρικούς μηχανισμούς που εμφανίζουν έλλειψη προετοιμασίας και οργάνωσης. Εργασίες όπως καθαρισμός, τακτική υλοτόμηση και συντήρηση του δάσους δεν γίνονται σχεδόν ποτέ. Την ίδια στιγμή η Ελλάδα παρουσιάζει έλλειμμα απορρόφησης κοινοτικών κονδυλίων για δασοπροστασία, ενώ τα μόνα χρήματα που έχει ξοδέψει πήγαν στην ενίσχυση δασικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και σε αποζημιώσεις ιδιωτών για δάσωση (!) των ιδιοκτησιών τους.
Κτηματολόγιο και δασολόγιο, δηλαδή αποτύπωση και καταγραφή εκτάσεων και χρήσεων, που είναι τόσο απαραίτητη για όλες τις προηγούμενες υπηρεσίες, εννοείται ότι δεν υπάρχουν. Το κτηματολόγιο υποτίθεται ότι ξεκίνησε το 1994 επί ΠΑΣΟΚ αλλά δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Το δασολόγιο αποτελεί επίταγμα από την εποχή του Συντάγματος του 1974, όμως καμιά κυβέρνηση δεν το κατάρτισε.
Αντίθετα, από χωματερές πάμε καλά. Παρά τις διεθνείς οδηγίες για την κατασκευή ΧΥΤΑ, Χώρων Υγιενής Ταφής Απορριμμάτων με στοιχειώδη ασφάλεια και προδιαγραφές, η διαδικασία αυτή προχωράει με βήμα χελώνας και έτσι σχεδόν παντού αναπτύσσονται με την ανοχή του κράτους Χώροι Ανεξέλεγκτης Απόθεσης, κοινώς χωματερές, δηλαδή πρώτης τάξεως προσανάμματα.
Οι δήμοι παρέλυσαν με τη μία, καθώς οι δημοτικές επιχειρήσεις έψαχναν η μια την άλλη. Πολλά χωριά δεν διέθεταν πυροσβεστικούς κρουνούς (στοιχειώδης εξοπλισμός δικτύων ύδρευσης) ή κι αν είχαν, δεν λειτουργούσαν, δεν είχαν πίεση, δεν υπήρχε νερό, για γεννήτριες ηλεκτρικού ρεύματος ούτε λόγος.
Το 2004 η Ν.Δ. θριαμβολογούσε για το περίφημο σχέδιο ετοιμότητας Ξενοκράτης. Σήμερα ποιός γνωρίζει ποιά είναι και τι δραστηριότητες έχει η Υπηρεσία Πολιτικής Προστασίας; Ουσιαστικά είναι ανύπαρκτη.
Στον αντίποδα του χάους, υπάρχουν μερικές εξαιρέσεις, περιπτώσεις όπως ο Μελιγαλάς και ο Υμηττός, που διασώθηκαν, κι αυτό οφείλεται βασικά και κύρια στις τεράστιες προσπάθειες του κόσμου που κινητοποιήθηκε και κατάφερε να περιορίσει τη φωτιά. Όμως δεν είναι σωστό να καταλήγει κανείς στο συμπέρασμα ότι η λύση στο πρόβλημα είναι να περάσει η προστασία στην ευθύνη των κατοίκων, να μάθουν όλοι οι οικισμοί να τα βγάζουν πέρα μόνοι τους, όπως ο Μελιγαλάς. Ουσιαστικά πρόκειται για αντιστροφή των ευθυνών.
Μια έμπρακτη αντιμετώπιση είναι η ανατροπή των μέτρων που έφτασαν την κατάσταση ως εδώ, των περικοπών δηλαδή στις δημόσιες δαπάνες όπως πυροσβεστική, δήμοι, πολιτική προστασία. Yπάρχει ανάγκη, για να δοθούν λεφτά όχι μόνο για τον κόσμο που καταστράφηκε, αλλά για να γίνουν μια σειρά έργα που θα προστατεύουν τα δάση, τα ποτάμια και τους δημόσιους χώρους. Προτεραιότητα είναι επίσης η εγκατάλειψη όλων των δασοκτόνων, δήθεν αναπτυξιακών σχεδίων, όπως η αναθεώρηση του άρθρου 24 και των σχετικών με αυτό άρθρων. Πάνω από όλα αυτά, χρειάζεται να παρθούν μέτρα για να σταματήσουμε την αιτία του προβλήματος, την κλιματική αλλαγή.
Οι ρίζες του προβλήματος
Η κλιματική αλλαγή είναι γεγονός, συμβαίνει εδώ και αρκετά χρόνια, η διαφορά είναι ότι παλιότερα αποτελούσε αποκλειστική θεματολογία και ενασχόληση μιας μειοψηφίας ακτιβιστών και των ταινιών επιστημονικής φαντασίας, ενώ οι περισσότερες κυβερνήσεις, με επικεφαλής τον Μπους, δήλωναν απαξιωτικά ότι πρόκειται για κινδυνολογίες. Σήμερα ο όρος έχει μπει στο επίσημο λεξιλόγιο των ισχυρών του πλανήτη. Το να παραδέχεσαι ότι υπάρχει πρόβλημα είναι μια καλή αρχή, είναι όμως αρκετό;
Το φαινόμενο είναι σχετικά γνωστό και παγκόσμιο: Η διαρκώς αυξανόμενη καύση άνθρακα και γενικά ορυκτών καυσίμων για να εξυπηρετούνται οι δραστηριότητες στον πλανήτη (κυρίως οι βιομηχανίες και οι μεταφορές) έχει δημιουργήσει ένα αέριο περίβλημα γύρω από τη γη, την έχει μετατρέψει σε θερμοκήπιο. Μια γεύση μόνο πήραμε από το καλοκαίρι που πέρασε, με τους τρεις πολυήμερους καύσωνες. Η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας δεν είναι η μοναδική συνέπεια. Συνδυάζεται με συχνότερα και οξύτερα ακραία καιρικά φαινόμενα: Ξηρασίες και καύσωνες (και κατ’επέκτασην πυρκαγιές), τσουνάμι και τυφώνες συμβαίνουν όλο και πιο τακτικά. Ποτάμια και οι εκβολές τους πλημμυρίζουν, τα παγόβουνα στους πόλους έχουν ήδη αρχίσει να λιώνουν, και η μέση στάθμη της θάλασσας απειλεί να ανέβει τόσο, που θα καλύψει όχι μόνο τα δέλτα ποταμών αλλά ολόκληρα κράτη όπως το Μπαγκλαντές και παραθαλάσσιες μεγαλουπόλεις όπως το Λονδίνο, το Μανχάταν και όχι μόνο. Το θερμό ρευμα του κόλπου του Μεξικό κινδυνεύει να ανασταλεί, κι αν συμβεί κάτι τέτοιο, τα εύκρατα κλίματα θα εξαφανιστούν, όλη η Βόρεια Ευρώπη θα επιστρέψει στους παγετώνες και ο Νότος θα γίνει μια απέραντη έρημος. Το πόσιμο νερό θα αποτελεί σύντομα πολύτιμο σπάνιο αγαθό για 2 δις ανθρώπων. Σύμφωνα με αυτές τις αναλύσεις, οι ελπίδες διατηρούνται μόνο αν η αύξηση της θερμοκρασίας περιοριστεί σε λιγότερο από 2 βαθμούς Κελσίου. Αν δε συμβεί αυτό, η ζωή για τον κόσμο, πρώτα και κύρια στις φτωχότερες περιοχές της γης θα μετατραπεί σε κόλαση.
Το πρόβλημα είναι ότι, οι πιο φιλόδοξοι στόχοι των κυβερνητικών επιτροπών για περιορισμό των εκλύσεων διοξειδίου του άνθρακα (μετριέται με το μέγεθος της συγκέντρωσης βλαβερών αερίων στην ατμόσφαιρα), ακόμη κι αν εκπληρωθούν, οδηγούν με σιγουριά σε θερμοκρασιακή μεταβολή πάνω από 3 βαθμούς Κελσίου! Αντίστοιχη κατάληξη είχε και το πολλά υποσχόμενο πρωτόκολλο του Κυότο. Οι χώρες που το υπέγραψαν είχαν βάλει σαν στόχο τη μείωση των εκπομπών τους κατά 5,2% ως το 2012. Σήμερα είναι γνωστό ότι θα δυσκολευτούν να το πετύχουν αλλά κι αν τα καταφέρουν, η ανακούφιση στη συνολική εικόνα θα είναι σταγόνα στον ωκεανό. Όσοι είχαν εναποθέσει τις ελπίδες τους στη βούληση των ισχυρών απογοητεύτηκαν οικτρά.
Τι μπορεί να γίνει;
Κι όμως, από τις μέχρι τώρα έρευνες, έχει αποδειχτεί ότι πράγματι υπάρχουν δυνατότητες για εναλλακτικές μορφές ενέργειας (κυματική, ηλιακή, αιολική), για μαζικούς τρόπους μετακίνησης με σύγχρονα λεωφορεία, τρένα, για σπίτια με επαρκή θερμομόνωση και αερισμό. Ο βρετανός δημοσιογράφος George Monbiot στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του «Heat - Πώς θα αποτρέψουμε τον πλανήτη από το να καεί», παραθέτει ένα σωρό χρήσιμα στοιχεία για τις τεράστιες ευθύνες κυβερνήσεων και εταιριών αλλά και για τις υπαρκτές δυνατότητες να αντιστραφεί η πορεία προς την καταστροφή. Ο ίδιος καταλήγει ότι απαιτείται μια μείωση των εκπομπών από τις αναπτυγμένες χώρες της τάξης του 80-90% και ισχυρίζεται ότι υπάρχει το υπόβαθρο για μια σειρά μέτρων που μπορούν να το πετύχουν. Η εφαρμογή τους όμως μπορεί να ξεκινήσει μόνο κάτω από μια στοιχειώδη προϋπόθεση: Την πολιτική και οικονομική βούληση για ριζικές αλλαγές στην παραγωγή και λειτουργία της κοινωνίας, ένα γενναιόδωρο πρόγραμμα δημόσιων επενδύσεων και μια συνολική στροφή στις επιλογές που καθορίζουν την καθημερινότητα, την κατανάλωση, τη διασκέδαση, γενικά τον τρόπο ζωής.
Εδώ βρίσκεται το πρώτο πρόβλημα. Η μορφή με την οποία είναι οργανωμένη κάθε δραστηριότητα μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, η παραγωγή ενέργειας, οι μεταφορές, η γεωργία, οι κατασκευές, ο τουρισμός, καθορίζεται από τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους. Κι αυτοί έχουν δομήσει όλες τις σφαίρες της παραγωγής με κέντρο τον άνθρακα και τα ορυκτά καύσιμα. Αυτό σημαίνει ότι ακόμη κι όταν κατανοούν την κατάσταση δεν την ελέγχουν. Οι αναγκαίες αναδιαρθρώσεις στην παραγωγή για την εισαγωγή εναλλακτικών μορφών ενέργειας βάζουν σε κίνδυνο τα κέρδη και την ανταγωνιστικότητα των μεμονωμένων επιχειρήσεων σε σχέση με τους αντιπάλους τους, δηλαδή τον λόγο για τον οποίο υπάρχουν.
Έτσι, παρά τις βαρύγδουπες δηλώσεις, αυτό που έχει συμβεί είναι επιλεκτικές, μεμονωμένες επενδύσεις σε νέες μορφές ενέργειας, με στόχο τον εντυπωσιασμό της κοινής γνώμης, την απορρόφηση δανείων και επιδοτήσεων και πολύ συχνά το άνοιγμα ενός νέου κύκλου κερδοσκοπίας με πρόφαση την οικολογία! Στην πραγματικότητα δεν μετράνε οι διακηρύξεις, αλλά η κοινωνική τους διάσταση, ποιός έχει τον έλεγχο και ποιός αποφασίζει για τα μέτρα που πρέπει να παρθούν.
Αυτό μας φέρνει στο δεύτερο ζήτημα. Είναι παρανοϊκό να εμπιστευτεί κανείς ότι όλοι αυτοί που με τις περικοπές και την κερδοσκοπία άφησαν την Ελλάδα να καεί, θα μας σώσουν από την κλιματική αλλαγή. Όταν δεν δίνουν χρήματα για τις υπηρεσίες που προστατεύουν τον κόσμο, τι νόημα έχει να κάνουν μια μακρόπνοη περιβαλλοντική επένδυση;
Κάπου εδώ το περιβαλλοντικό πρόβλημα παύει να είναι διαταξικό και πανανθρώπινο, κι αυτό γίνεται πιο ορατό όταν εκδηλώνονται κρίσεις και καταστροφές. Η ανάπτυξη κινήματος, το να βγει ο κόσμοςστους δρόμους με αναφορά στην περιβαλλοντική κρίση, όπως εκδηλώνεται κάθε φορά, δεν είναι πολυτέλεια. Είναι όρος για την υπεράσπιση των συνθηκών ζωής των απλών ανθρώπων από τη διάλυση που φέρνει η κλιματική αλλαγή, η κερδοσκοπία και ο νεοφιλελευθερισμός που την διαχερίζεται. Η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει να παίξει τεράστιο ρόλο σ’αυτό γιατί την ίδια στιγμή χρειάζεται να προβάλλει κανείς την ταξική διάσταση και την εναλλακτική προοπτική, το να οργανωθεί η κοινωνία με κέντρο τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι τη συσσώρευση. Μοιάζει ουτοπικό, όμως είναι πολύ πιο ουσιαστικό από τις συνταγές του καπιταλισμού, που αποδείχτηκε ότι όχι μόνο δε δουλεύουν αλλά με μαθηματική ακρίβεια μας γυρίζουν στην εποχή των παγετώνων.