Άρθρο
Η πτώση της συγκυβέρνησης: Η πιο βαθιά κρίση για την άρχουσα τάξη

Εξώφυλλο του τευχους 108

Η Μαρία Στύλλου εξηγεί γιατί οι πολιτικές εξελίξεις είναι ένας σεισμός και μπορούν να βάλουν σε δοκιμασία τα σχέδια και στους στόχους της άρχουσας τάξης
Στο προηγούμενο τεύχος του ΣΑΚ (107) κάναμε την εκτίμηση ότι υπάρχει αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη και το εργατικό κίνημα, ανάμεσα στα πολιτικά κόμματα που κυβερνούσαν μέχρι πρόσφατα και την αριστερά. Ακόμα και για κάποιους που αμφέβαλαν και θεωρούσαν αυτές τις διαπιστώσεις αισιόδοξες, έρχονται οι τελευταίες εξελίξεις και τις επιβεβαιώνουν.
 
Οι εξελίξεις δεν καταγράφουν μια απλή πτώση των ποσοστών των δυο κομμάτων της συγκυβέρνησης, δεν καταγράφουν απλά την αδυναμία να εκλέξουν πρόεδρο της Δημοκρατίας, αλλά την αδυναμία να συνεχίζουν να ελέγχουν τις πολιτικές εξελίξεις. Όταν ο Σαμαράς δήλωνε αμέσως μετά τις Ευρωεκλογές, ότι η συγκυβέρνηση θα έχει τη δυνατότητα όχι μόνο να συγκεντρώσει την πλειοψηφία για να βγάλει πρόεδρο της δημοκρατίας, αλλά και τη δυνατότητα να βγάλει την Ελλάδα από τα μνημόνια, το πίστευε. Όταν ο Πρετεντέρης το βράδυ των Ευρωεκλογών, μαγειρεύοντας τα αποτελέσματα, δήλωνε ότι «οι εκλογές δείχνουν ότι υπάρχει η προεδρική πλειοψηφία» και δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν θα μπορούσαν να ελέγξουν την κατάρρευση που έβλεπε μπροστά του. Ακόμα και η Kerin Hope, δημοσιογράφος των Financial Times, έγραφε την επόμενη της δεύτερης ψηφοφορίας για Πρόεδρο, ότι «η ελληνική Βουλή δεν κατάφερε χθες να εκλέξει τον νέο πρόεδρο… όμως η περίπτωση να μείνει η κυβέρνηση συνεργασίας στην εξουσία εξαρτάται από τη δυνατότητα να πείσει βουλευτές από τη ΔΗΜΑΡ και την ΑΝΕΛ να μετακινηθούν στην τελευταία ψηφοφορία».1 Θεωρούσαν όλοι ότι το όργιο εξαγορών, απειλών, ενορχηστρωμένων πιέσεων και πεσιμάτων από όλες τις μεριές, θα μπορούσε να αναστρέψει και το κλίμα και το αποτέλεσμα, θα μπορούσε να συγκεντρώσει τους 180 βουλευτές.
 
Πλανήθηκαν πλάνη οικτρά, γιατί είχαν χάσει από μπροστά τους το μέγεθος της πολιτικής κρίσης, την αδυναμία να ξανασυσπειρώσουν όλους αυτούς που τους έφυγαν και έχασαν τα τελευταία πέντε χρόνια.
 
Για την άρχουσα τάξη στην Ελλάδα, και στην Ευρώπη, η συγκυβέρνηση Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ και ΔΗΜΑΡ, που εξασφάλισαν μετά τις εκλογές του 2012, ήταν ο μόνος δρόμος που τους είχε μείνει. Στο περιοδικό μας που κυκλοφόρησε αμέσως μετά την πρώτη συγκυβέρνηση,2 είχαμε κάνει δυο διαπιστώσεις. Η πρώτη ότι η επιλογή της τρικομματικής κυβέρνησης ήταν απόφαση αδυναμίας και όχι δύναμης. Θα προτιμούσαν πολύ περισσότερο να είχαν κυβέρνηση της Ν.Δ. ή του ΠΑΣΟΚ ή έστω των δύο μαζί, παρά την τρικομματική με τη ΔΗΜΑΡ, αλλά δεν τους έβγαιναν τα κουκιά. Η δεύτερη διαπίστωση που είχαμε κάνει, και επαληθεύτηκε πολύ γρήγορα, ήταν ότι η ΔΗΜΑΡ ήταν πολύ αδύνατος κρίκος για να εξασφαλίσει τη σταθερότητα σε μια κυβέρνηση που από την αρχή δεν είχε τον έλεγχο. Το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο του Ρουπακιώτη (Υπουργός Δικαιοσύνης στην τρικομματική) ήταν το πρώτο τράνταγμα σ’ αυτή τη συμμαχία, το δεύτερο και τελειωτικό ήταν η απεργία της ΕΡΤ. Από εκεί και πέρα, ήταν στην κόψη του ξυραφιού αν η συγκυβέρνηση θα μπορούσε να συνεχίσει μόνο με τους δυο.
 
Δεν θεωρούσαμε τη ΔΗΜΑΡ αδύνατο κρίκο λόγω της αριστεροσύνης της, τουναντίον ήταν νωπή η αποχώρηση της από τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί της φαινόταν πολύ αριστερός και η ίδια προτιμούσε τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Αυτό που πίεζε όλα τα κόμματα της συγκυβέρνησης ήταν η διάσταση της οικονομικής κρίσης, και η τεράστια αντίσταση από την εργατική τάξη. Αυτά τα δυο στοιχεία, δεν προκάλεσαν μόνο την αποχώρηση της ΔΗΜΑΡ, αλλά αποχωρήσεις και από την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ. Ακόμα και από την κοινοβουλευτική ομάδα της Ν. Δημοκρατίας υπήρξαν διαρροές και αποχωρήσεις  στις ψηφοφορίες και αποφάσεις για νέα μέτρα.
 
Ότι μιλάμε σήμερα για κατάρρευση των δυο κομμάτων της άρχουσας τάξης, και όχι για μια εξέλιξη ρουτίνα, που τα κόμματα άλλοτε κερδίζουν και άλλοτε χάνουν στις εκλογές, επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία.
 
Το 2004, το ποσοστό που συγκέντρωναν Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ μαζί έφτανε στο 86%, τότε που ο «δικομματισμός» ήταν κυρίαρχος. Στις Ευρωεκλογές το 2014 έφτασαν και οι δυο μαζί το 30%. Εάν η πτώση κατά τα δυο τρίτα περίπου δεν είναι κατάρρευση, τότε τι άλλο είναι.

Πόσο επηρεάζονται οι επιλογές της άρχουσας τάξης;

Το πρώτο που χρειάζεται ξεκαθάρισμα είναι ότι τα πολιτικά κόμματα δεν είναι διακοσμητικά στοιχεία στα χέρια των καπιταλιστών. Η άρχουσα τάξη έχει ανάγκη τα πολιτικά κόμματα γιατί έτσι εξασφαλίζει τη νομιμοποίηση των αποφάσεων που παίρνει και αφορούν τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Τα πολιτικά κόμματα λειτουργούν σαν ιμάντες, ή πιο απλά σαν μεσάζοντες ανάμεσα στην πλειοψηφία του κόσμου που ζει σε μια χώρα, και μια μικρή μειοψηφία που έχει την πολιτική και οικονομική εξουσία. Τα πολιτικά κόμματα εκφράζουν μια συγκεκριμένη τάξη, όπως π.χ. η Ν.Δ. τα συμφέροντα του κεφάλαιου, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι στη σύνθεση τους και στην εκλογική τους βάση είναι ατόφια ταξικά. Ίσα- ίσα η επιτυχία αυτών των κομμάτων είναι να φανούνε πολυσυλλεκτικά και να μπορούνε να κερδίσουν στις βασικές επιλογές της κυρίαρχης τάξης πλατύτερα στρώματα, κομμάτια που δεν ανήκουν στην κυρίαρχη τάξη. Όσο δύσκολη και μακροχρόνια είναι η διαμόρφωση αυτών των κομμάτων, άλλο τόσο επώδυνη είναι η κρίση τους και πολύ περισσότερο η κατάρρευσή τους.
 
Ο Γκράμσι στο κείμενο του «Κράτος και κοινωνία των πολιτών» εξηγεί πώς η κρίση των πολιτικών κομμάτων δεν είναι μια ομαλή διαδικασία, αλλά συνδέεται με επαναστατικές περιόδους. «Σε κάποια στιγμή στην ιστορία οι κοινωνικές τάξεις σπάνε με τα παραδοσιακά τους κόμματα. Με άλλα λόγια τα παραδοσιακά κόμματα, με τη συγκεκριμένη οργανωτική μορφή, με το συγκεκριμένο προσωπικό, επιτελείο, ηγεσία, δεν αναγνωρίζονται πια από την τάξη ή κομμάτι της τάξης, σαν η έκφρασή της. Όταν συμβαίνει μια τέτοια κρίση, η άμεση κατάσταση είναι εύθραυστη και επικίνδυνη, γιατί το πεδίο είναι ανοιχτό για βίαιες λύσεις, για να δράσουν άγνωστες δυνάμεις, που αντιπροσωπεύονται από χαρισματικούς “άντρες του πεπρωμένου”».3 Εδώ ο Γκράμσι χρησιμοποιεί παραδείγματα από την ιστορία, αλλά και από τη δική του εμπειρία της δεκαετίας του 1920 με την άνοδο του Μουσολίνι στην εξουσία.
 
Το αποτέλεσμα είναι ότι η κυρίαρχη τάξη χάνει τον έλεγχο, ή όπως το χαρακτηρίζει ο Γκράμσι «η ηγεμονία της μπαίνει σε κρίση». Η κυρίαρχη τάξη εμφανίζεται να έχει αποτύχει, να έχει χάσει την εμπιστοσύνη των μαζών όπως αυτό έγινε στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και αμέσως μετά. Σε αυτές τις συνθήκες, τεράστιες μάζες, αγρότες, μικροαστοί, διανοούμενοι, νέοι, εργάτες, περνάνε ξαφνικά από την κατάσταση της πολιτικής απάθειας στη δραστηριοποίηση και προβάλουν αιτήματα και διεκδικήσεις που στο σύνολο τους μπορεί να αποκτάνε επαναστατικό χαρακτήρα.
 
Παρόλο που τα κείμενα του Γκράμσι για τα πολιτικά κόμματα είναι γραμμένα από τη φυλακή και περιγράφουν πολύ καθαρά το τι συνέβαινε τότε σε όλη την Ευρώπη, εξακολουθούν να είναι πολύ χρήσιμα και για το σήμερα.
 
Είναι και σήμερα επίκαιρα και χρήσιμα για τρεις λόγους. Τα πολιτικά κόμματα είναι κρίσιμα για τον έλεγχο της κυρίαρχης τάξης στην κοινωνία, γιατί δεν μπορεί να στηρίζεται μόνο στους διοικητές των τραπεζών και στους μάνατζερ των επιχειρήσεων ούτε μόνο στα ΜΑΤ και στις φυλακές. Μπορεί η δύναμη του κεφαλαίου να βρίσκεται στα διοικητικά συμβούλια των πολυεθνικών και των τραπεζών που ούτε εκλέγονται, ούτε ελέγχονται, αλλά αυτό δεν φτάνει. Τα πολιτικά κόμματα είναι η νομιμοποίηση της κυρίαρχης τάξης να περνάει μνημόνια, με το επιχείρημα ότι έχουν με το μέρος τους τον κόσμο που τους ψήφισε στις εκλογές. Επειδή εμφανίζονται σαν πολιτικές οργανώσεις, ανεξάρτητες από τα κέντρα της οικονομικής εξουσίας, γι’ αυτό και έχουν τη δυνατότητα να συσπειρώνουν και να αντιπροσωπεύουν διάφορες τάξεις και ταξικές συμμαχίες.
 
Όμως τίποτα, όπως λέει και ο Γκράμσι, δεν τους εξασφαλίζει την αιωνιότητα. Η κρίση, που συνταράσσει και αναποδογυρίζει τα πάντα, έχει τη δύναμη να διαλύσει ή να βάλει σε κρίση και αυτά τα κόμματα. 

Υπάρχουν εφεδρείες;

Μετά τις Ευρωεκλογές η ελπίδα της κυρίαρχης τάξης ήταν η προοπτική να ξαναδημιουργηθεί ένα νέο κόμμα της Κεντροαριστεράς. Το ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι και η ΔΗΜΑΡ είχαν συγκεντρώσει και οι τρεις μαζί γύρω στο 16% και είχαν την ελπίδα ότι αυτό θα μεγάλωνε. Οι εξελίξεις που ακολούθησαν τους διέψευσαν, η ΔΗΜΑΡ πέφτει κάτω από το 1%, και το άθροισμα των δύο άλλων με το ζόρι συγκεντρώνει το 12% στις δημοσκοπήσεις. Κι αυτό πριν από την ανακοίνωση του ΓΑΠ ότι προχωράει στη δημιουργία νέου κόμματος. Μπορεί ο Σαμαράς να ελπίζει ότι το κόμμα του ΓΑΠ θα τσιμπήσει ψήφους από τον ΣΥΡΙΖΑ, και έτσι να πάρει αυτός την πρωτιά, αλλά εκτός από φαντασιώσεις, το μόνο που δείχνει είναι τα αδιέξοδα που έχει φτάσει η ηγεσία της Ν.Δ.
 
Μήπως όμως οι εφεδρείες της κυρίαρχης τάξης δεν είναι στη δεξιά, ή στο κέντρο, αλλά είναι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ; Το ΚΚΕ βγαίνει συνεχώς και καταγγέλλει το ΣΥΡΙΖΑ σαν εφεδρεία του συστήματος, και υπάρχουν κομμάτια της αριστεράς που το πιστεύουν. Πόσο κοντά είναι αυτή η εκτίμηση στην πραγματικότητα;
 
Η κυρίαρχη τάξη έχει χρησιμοποιήσει τα ρεφορμιστικά κόμματα σαν εναλλακτική λύση, σαν δυνατότητα για να ελέγξει το κίνημα, αλλά πάντοτε με μεγάλες δυσκολίες. Η μεγαλύτερη δυσκολία είναι όταν έχει να κάνει με ένα εργατικό κίνημα που ριζοσπαστικοποιείται ραγδαία όπως σήμερα, που έχει συμμετάσχει σε μεγάλους αγώνες και σκληρές πολιτικές μάχες και δεν το βάζει κάτω. Σε τέτοιες καταστάσεις δεν είναι σίγουρη εάν και κατά πόσο ο τελευταίος σταθμός αυτής της διαδικασίας θα είναι το ρεφορμιστικό κόμμα, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ. Εάν ο κόσμος αυτός που τον στηρίζει στις εκλογές συνεχίσει να παλεύει και να ριζοσπαστικοποιείται, θα προχωρήσει πιο αριστερά, θα τον ξεπεράσει. Στο άρθρο του «Κόμματα και μάζες», ο Γκράμσι περιγράφει την κρίση των ιταλικών κομμάτων, ιδιαίτερα του Σοσιαλιστικού Κόμματος, αμέσως μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κόκκινη Διετία, με τον εξής τρόπο:
 
«Στην περίοδο που διήρκεσε από το τέλος του πολέμου μέχρι την κατάληψη των εργοστασίων, το Σοσιαλιστικό Κόμμα εκπροσωπούσε την πλειοψηφία του εργαζόμενου λαού της Ιταλίας, που την αποτελούσαν τρεις βασικές τάξεις: το προλεταριάτο, οι μικροαστοί και οι φτωχοί αγρότες. Απ’ αυτές τις τρεις τάξεις, μόνο το προλεταριάτο ήταν μόνιμα επαναστατικό, οι άλλες δυο τάξεις ήταν “ευκαιριακά” επαναστατικές…
 
«Οι καταλήψεις των εργοστασίων από το προλεταριάτο, έπιασαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα απροετοίμαστο. Το τέλος των καταλήψεων δημιούργησε στο Σοσιαλιστικό Κόμμα πλήρες κομφούζιο… η ηγεσία υποστήριζε ότι το να πιστεύεις στην κομμουνιστική επανάσταση στην Ιταλία, σ’ αυτή την περίοδο, ήταν καθαρή τρέλα. Μόνο μια μειοψηφία του κόμματος, που αποτελούνταν από το πιο προχωρημένο και μορφωμένο κομμάτι του προλεταριάτου, δεν άλλαξε τις κομμουνιστικές και διεθνιστικές του πεποιθήσεις. Δεν απογοητεύτηκε απ’ αυτά που συνέβαιναν – και δεν άφησε τον εαυτό του να παρασυρθεί από τη φαινομενική δύναμη και πρωτοβουλία του αστικού κράτους. Έτσι δημιουργήθηκε το Κομμουνιστικό Κόμμα, η πρώτη αυτόνομη και ανεξάρτητη οργάνωση του βιομηχανικού προλεταριάτου – η μόνη τάξη του κόσμου που είναι ουσιαστικά και μόνιμα επαναστατική».4
 
Ισχύει η περιγραφή του Γκράμσι για τα σύγχρονα ρεφορμιστικά κόμματα; Μπορούν να πάθουν αυτό που έπαθε το ιταλικό Σοσιαλιστικό Κόμμα τον καιρό του Γκράμσι; Ας έρθουμε σε πιο πρόσφατες εμπειρίες. Πόσο το ΠΑΣΟΚ ήταν μια εύκολη εφεδρεία για τους από πάνω όταν έγινε για πρώτη φορά κυβέρνηση το 1981;
 
Ιδρυτής και αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ήταν ο Αντρέας Παπανδρέου, γιος του πρωθυπουργού του Δεκέμβρη του ’44, καλεσμένος από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή να αναλάβει ηγετικό ρόλο στο οικονομικό επιτελείο πριν από τη δικτατορία, χωμένος στα αστικά βυζάντια και στα πολιτικά παρασκήνια από το 1965 μέχρι την Μεταπολίτευση. Αλλά όλα αυτά δεν ήταν αρκετή εγγύηση για το πόσο μπορούσε να σταματήσει το νέο εργατικό κίνημα της μεταπολίτευσης. Ό,τι αστικούς δεσμούς και να διατηρούσε ο Αντρέας, οι καπιταλιστές ποτέ δεν ήταν σίγουροι ότι το σύνθημα «στις 18 Σοσιαλισμός» δεν θα προσπαθούσε ο ίδιος ο κόσμος να το κάνει πράξη. Και πραγματικά βρήκαν τον κόσμο απέναντί τους μετά από μια τετραετία, το 1985.
 
Η πρώτη απόπειρα λιτότητας από το ΠΑΣΟΚ με υπουργό Συντονισμού τον Σημίτη, προκάλεσε τη διάσπαση της ΓΣΕΕ, την αποχώρηση χιλιάδων εργατών από την ΠΑΣΚΕ και τις τοπικές οργανώσεις του ΠΑΣΟΚ, τη δημιουργία νέων εργατικών και πολιτικών κινήσεων με αυτό τον κόσμο που εγκατέλειψε το ΠΑΣΟΚ και πήγε προς τα αριστερά. Ο μόνος τρόπος που σταμάτησαν τις μαζικές ανταρσίες ήταν όταν ο Παπανδρέου έδιωξε τον Σημίτη, και αναγκάστηκε να πάρει πίσω μια σειρά από μέτρα που είχε ψηφίσει.
 
Και αυτό δεν είναι το μόνο παράδειγμα. Ακόμα και το 1993, όταν το ΠΑΣΟΚ ξανακέρδισε τις εκλογές από τη Ν.Δ. – και ο Αντρέας άρχισε να μιλάει ανοιχτά υπέρ των ιδιωτικοποιήσεων, αναγκάστηκε να ξανακρατικοποιήσει την ΕΑΣ (τα λεωφορεία της Αθήνας) και να πάρει πίσω όλους τους απολυμένους.
 
Η κατάσταση είναι διαφορετική σήμερα; Η απάντηση είναι ναι – οι δυσκολίες να ελέγξουν την εργατική τάξη είναι ακόμα μεγαλύτερες. Έχουν να κάνουν με μια τάξη που ξεσηκώθηκε όλα τα τελευταία χρόνια. Μόνο έτσι μπορούμε να καταλάβουμε πώς ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ. από 86% πριν από 10 χρόνια, έχουν πέσει στο 30%. Πρόκειται για αλλαγές που η εργατική τάξη και το εργατικό κίνημα έχουν προκαλέσει, έχοντας παίξει τεράστιο ρόλο.
 
Υπάρχουν απόψεις μέσα στην Αριστερά που αμφισβητούν αυτή την εικόνα. Το πρώτο λάθος που γίνεται είναι ότι το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση – ότι η «επαναστατική» περίοδος του εργατικού κινήματος ήταν ανάμεσα στο 2010 και το 2012, με τις γενικές απεργίες. Μετά ακολούθησε η «ρεφορμιστική» του περίοδος ή περίοδος της ανάθεσης. Τότε έβαλε όλες τις ελπίδες του στο καλάθι του ΣΥΡΙΖΑ, και παραιτήθηκε από τους αγώνες και τις διεκδικήσεις του. Αυτή η αντίληψη διαγράφει τις μάχες που έδωσε το εργατικό κίνημα, πολιτικές και οικονομικές, τα τελευταία δυο χρόνια.
 
Δεν μπορούμε να ξεχνάμε ότι οι μεγάλες πανεργατικές μπορεί να ήταν λιγότερες στην τελευταία διετία, αλλά έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στις εξελίξεις. Η πανεργατική στις 27 Νοέμβρη άνοιξε το δρόμο της τελικής κατάρρευσης των Σαμαροβενιζέλων. Το ίδιο ισχύει για τις μάχες που έδωσαν οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών, οι σχολικοί φύλακες, η ΕΡΤ, το κίνημα των «διαθέσιμων», οι διοικητικοί των ΑΕΙ και ΤΕΙ, η μάχη «ενάντια στην αξιολόγηση» που έκανε τα σχέδια του Μητσοτάκη να μείνουν στα χαρτιά. Όλοι αυτοί οι αγώνες μπόρεσαν και ξεδιπλώθηκαν και άντεξαν ακριβώς γιατί πατούσαν πάνω στους ώμους του κύματος που είχε προηγηθεί με τις πανεργατικές, τις πλατείες, τα συλλαλητήρια. Υπάρχει οργανική συνέχεια ανάμεσα στις περιόδους του κινήματος.
 
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι το κίνημα όχι μόνο κατάφερε να ρίξει τρεις κυβερνήσεις αλλά συνέχισε με την ίδια ορμή και αποφασιστικότητα τη σύγκρουση με τους φασίστες και τη μάχη για να βρίσκονται τώρα οι Μιχαλολιάκοι στη φυλακή. Οι αγώνες δεν ήταν «μόνο» οικονομικοί, αλλά και πολιτικοί. Το μαρτυρούν τα μεγάλα αντιφασιστικά και αντιρατσιστικά συλλαλητήρια που σημάδεψαν την τελευταία διετία. Η πολιτικοποίηση καταγράφηκε δραματικά στους δρόμους στην τελική ευθεία, όταν ο Σαμαράς απειλούσε να αφήσει το Νίκο Ρωμανό να πεθάνει από απεργία πείνας και οι μαζικές κινητοποιήσεις τον ανάγκασαν να κάνει πίσω.
 
Η άρχουσα τάξη βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα εργατικό κίνημα που μετακινήθηκε μαζικά προς την αριστερά, εγκατάλειψε τα πιο σκληρά λημέρια του ΠΑΣΟΚ, και ανέβασε τον ΣΥΡΙΖΑ από το 5% στο 30%. Δεν είναι απλά αριστερόστροφο, αλλά και με πολλές εμπειρίες. Χρειάζεται να θυμηθούμε τη Ρόζα Λούξεμπουργκ που έβγαζε το παρακάτω συμπέρασμα από τις μαζικές απεργίες του 1905 στη Ρωσία:
 
«Το πιο πολύτιμο πράγμα, επειδή είναι αυτό που διαρκεί περισσότερο μέσα στα πάνω και στα κάτω του επαναστατικού κινήματος, είναι η πνευματική ανάπτυξη του προλεταριάτου. Το προχώρημα με άλματα της πνευματικής υπόστασης του προλεταριάτου εξασφαλίζει το μεγαλύτερο προχώρημα στις πολιτικές και οικονομικές μάχες που έχουμε μπροστά μας».5
 
Στο βιβλίο «2012 – ο διπλός εκλογικός σεισμός»6 υπάρχουν μια σειρά από πολύτιμα στοιχεία που περιγράφουν πώς τα κόμματα του Μνημονίου άρχισαν να καταρρέουν. Στις εκλογές του Μάη 2012, μόνο οι 4 από τους 10 ψηφοφόρους κράτησαν την προηγούμενη επιλογή τους. Οι 6 στους 10 άλλαξαν το κόμμα που θα ψήφιζαν και το 40% αποφάσισε τι θα ψηφίσει το τελευταίο δεκαπενθήμερο.
 
Μέσα σε μια χρονιά από το 2011 έως το 2012, το ΠΑΣΟΚ έχασε τα τρία τέταρτα της εκλογικής του δύναμης που διέθετε το 2009. Και έτσι περιθωριοποιήθηκε στις πιο μεγάλες και σημαντικές περιοχές και τομείς.
 
Η εκλογική δύναμη του ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στις δυτικές συνοικίες στις εκλογές του Ιούνη του 2012 στο 35%-40%, ενώ η δύναμη του ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε στο 7% με 8%. Και από τότε αυτή η δυναμική όχι μόνο δεν ανακόπηκε, αλλά έφερε τη ΝΔ να είναι δεύτερο κόμμα και στις Ευρωεκλογές και στις σημερινές δημοσκοπήσεις.
 
Και μόνο αυτά τα ποσοστά δείχνουν τρία πράγματα. Το πρώτο, είναι επιβεβαίωση ότι μιλάμε για μαζικές μετακινήσεις που γίνονται μόνο σε εκρηκτικές καταστάσεις. Το δεύτερο, ότι αυτοί που έκαναν τη διαφορά είναι τα πιο δυνατά και οργανωμένα κομμάτια της εργατικής τάξης, με πολλές εμπειρίες αγώνων, μαχών και συγκρούσεων. Και τρίτο, ότι το ρεύμα διαμορφώθηκε προς τα αριστερά και όχι στα δεξιά, όπως έχει συμβεί αλλού.
 
Η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων της προεδρικής ψηφοφορίας στη Βουλή στις 29 Δεκέμβρη μετατράπηκε σε πανηγύρι χαράς στο Σύνταγμα, από εργάτες/τριες που παλεύουν να πάρουν τις δουλειές τους πίσω. Στη διαδήλωση που έγινε, συμμετείχε ένας εκρηκτικός συνδυασμός και για σήμερα και για τη συνέχεια: καθαρίστριες από το Υπ. Οικονομικών, σχολικοί φύλακες, ΕΡΤ, απεργοί από την Ανακύκλωση, μαζί με το ΣΕΚ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκείνη την ημέρα έβλεπες το μέλλον, καταλάβαινες το τι μπορεί να γίνει μετά τις εκλογές.

Η Επαναστατική Αριστερά

Η επαναστατική αριστερά έχει παίξει ρόλο σ’ αυτές τις εξελίξεις. Η σύνδεση της με τα πιο μαχητικά κομμάτια του εργατικού κινήματος και οι πολιτικές πρωτοβουλίες που πήρε, έχουν συμβάλει στη ριζοσπαστικοποίηση προς τα αριστερά.
 
Στα πέντε χρόνια της σύγκρουσης με τα Μνημόνια, όχι μόνο πήρε μέρος στην οργάνωση των απεργιών, αλλά συχνά χρειάστηκε να το κάνει σε σύγκρουση με απόψεις ότι οι εργάτες δεν τραβάνε ή ότι οι γενικές απεργίες οδηγούν σε ανεξέλεγκτες περιπέτειες. Ταυτόχρονα μ’ αυτή τη μάχη, έδινε και μια δεύτερη, που αποδείχτηκε εξίσου σημαντική και για τη συνέχεια. Κι αυτή ήταν η οργάνωση της βάσης των εργατικών χώρων και των συνδικάτων. Με ξεκάθαρη άποψη ότι σε περίοδο οικονομικής κρίσης σαν τη σημερινή, χρειάζεται οι μαχητικοί εργάτες/τριες να έχουν τη δική τους οργάνωση, που να μπορεί και να βάζει την πίεση στην ηγεσία των συνδικάτων να κηρύξει απεργία, αλλά και όταν δεν το κάνει, να πάρουν οι ίδιοι την πρωτοβουλία. Η δύναμη της βάσης αποδείχθηκε καθοριστική ξανά και ξανά στις απεργίες και την οργάνωση τους.
 
Παράλληλα όμως χρειάστηκε να οργανωθούν και οι πολιτικές μάχες. Η επαναστατική αριστερά πρωτοστάτησε στη μάχη ενάντια στους φασίστες της Χρυσής Αυγής, και στη μάχη για να μην περάσουν οι ρατσιστικές επιθέσεις, όχι μόνο των φασιστών αλλά και του επίσημου κράτους. 
Όταν ξεκίνησαν οι πρωτοβουλίες για να απομονώσουμε τη Χρυσή Αυγή και να τη διώξουμε από τους δρόμους και τις γειτονιές, η αντιμετώπιση από κομμάτια της αριστεράς, ήταν ότι έτσι τους προβάλουμε. Ότι οι φασίστες δεν είναι υπαρκτός κίνδυνος, και κάθε αντιφασιστική πρωτοβουλία λειτουργεί παραπλανητικά για την ταξική πάλη. Αυτές οι απόψεις αναγκάστηκαν να αλλάξουν, μετά την κατακόρυφη άνοδο της Χρυσής Αυγής στις εκλογές του 2012.
 
Η σημασία αυτής της μάχης, που ήταν σκληρή, που χρειάστηκε να οργανωθεί με κάθε δυνατό μέσο, είναι τεράστια. Γιατί όχι μόνο τους έχωσε στη φυλακή, αλλά πολύ περισσότερο, γιατί τώρα δίνουμε την εκλογική μάχη με τους φασίστες στα μπουντρούμια και όχι στους δρόμους και στις γειτονιές. Φανταστείτε μια περίοδο κρίσης των πολιτικών κομμάτων της κυρίαρχης τάξης, με τη Χρυσή Αυγή ελεύθερη να προσπαθεί με νύχια και με δόντια να καλύψει αυτό το κενό.
 
Η καταδίκη των δυο δολοφόνων του Σαχζάτ Λουκμάν ήταν σημείο καμπής στη μάχη ενάντια στο ρατσισμό. Για πρώτη φορά δολοφόνοι μεταναστών μπήκαν στη φυλακή με ισόβια, παρόλο που είχαν τις πλάτες και της αστυνομίας και των δικαστηρίων και του υπουργού Δημόσιας Τάξης.
 
Το εργατικό κίνημα τον τελευταίο χρόνο έχει γίνει πιο έμπειρο και πιο ξεκάθαρο, όχι μόνο στη σύγκρουση με τον φασισμό, αλλά και στη μάχη ενάντια σε κάθε διάκριση και σε κάθε προσπάθεια να διαιρέσουν τους εργάτες και εργάτριες σε μετανάστες και ντόπιους, σε ομοφυλόφιλους και “κανονικούς”, σε μουσουλμάνους και χριστιανούς. Είναι μια μάχη που η ΚΕΕΡΦΑ έχει παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο να την οργανώσει και να την συντονίσει.
 
Η συμβολή της επαναστατικής αριστεράς πάει πιο πέρα. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι τα ζητήματα στρατηγικής είναι ξεπερασμένα πια για το κίνημα και την αριστερά. Ότι οι παλιές διαιρέσεις ανάμεσα σε επαναστάτες και ρεφορμιστές δεν πρέπει να ισχύουν. Προσπαθούν να πείσουν ότι η στρατηγική ενάντια στον νεοφιλελευθερισμό είναι η ίδια με τη στρατηγική ενάντια στον καπιταλισμό. 
Είναι μια συζήτηση που ξεκίνησε από τις αρχές του 2000 όταν εμφανίστηκε το νέο κίνημα του Σηάτλ και της Γένοβας. Τότε η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας οδήγησε μεγάλα κομμάτια να βάζουν σε αμφισβήτηση την δεξιά ρεφορμιστική στρατηγική. Τους Ζοσπέν και Σημίτηδες της Ευρώπης που υπόσχονταν καπιταλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο. Μέσα σε αυτό το κίνημα ανοίξαμε τη συζήτηση για την αντικαπιταλιστική προοπτική. Στην αρχή, εκείνη η μάχη έμοιαζε ακόμα πολύ μειοψηφική, και άρα αυτοί που την έδωσαν όπως το ΣΕΚ στην Ελλάδα, πολλές φορές θεωρήθηκαν απομεινάρια του παρελθόντος.
 
Ευτυχώς οι εξελίξεις απέδειξαν ότι αυτή η αντιπαράθεση παραμένει πάντοτε επίκαιρη, και αυτή τη στιγμή παίζει και καθοριστικό ρόλο για τις πολιτικές εξελίξεις. Το ότι στην Ελλάδα υπάρχει στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, μια οργανωμένη και δυνατή Αντικαπιταλιστική Αριστερά, που λειτουργεί ανοιχτά και με πρόγραμμα, όχι μόνο έχει τη συμβολή της σε όλα που έχουν γίνει μέχρι τώρα, αλλά θα παίξει σημαντικό ρόλο και για τις εξελίξεις και για την προεκλογική περίοδο και για τη συνέχεια.
Η αντιπαράθεση μεταρρύθμιση ή επανάσταση είναι ορθάνοιχτη όχι θεωρητικά, σαν δυο ιδεολογικά ρεύματα που αντιπαρατίθενται, αλλά σαν δυο συγκεκριμένα προγράμματα μέσα στην καινούργια περίοδο που ανοίγει. Η ρεφορμιστική αριστερά που έχει μείνει κολλημένη στην αντιπαράθεση με το νεοφιλελευθερισμό πάσχει από τις αυταπάτες ότι μπορεί να βρει μια εναλλακτική διαχείριση. Την κυνηγάει το φάντασμα του Κέυνς και του Νιου Ντηλ του Ρούσβελτ. Ένα φάντασμα που όσο το ψάχνει τόσο καταλήγει σε όλο και πιο δεξιούς συμβιβασμούς με τον υπαρκτό καπιταλισμό.
Το πού θα πάει το κίνημα και η αριστερά στην Ελλάδα, είναι κοινή πεποίθηση ότι θα επηρεάσει τις εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη. Οι από πάνω κοιτάνε με δέος και φόβο αυτά που μπορεί να χάσουν, ενώ οι από κάτω είναι γεμάτοι προσδοκίες. Η ενίσχυση και η δράση της επαναστατικής αριστεράς μπορεί να βαθύνει την κρίση της κυρίαρχης τάξης συγκροτώντας τις εργατικές πρωτοπορίες μέσα στους χώρους δουλειάς. Εκεί που σφυρηλατούνται τα δεσμά της εκμετάλλευσης, εκεί μπορούν να σπάσουν, όπως έλεγε η Ρόζα. Αρχίζοντας από τον ελληνικό αδύναμο κρίκο και πυροδοτώντας τις εξελίξεις σε όλη την Ευρώπη.

Σημειώσεις

1. Kerin Hope, Financial Times, 24/1/2014.
2. Μαρία Στύλλου, «Πώς μπορεί η άνοδος της Αριστεράς να γίνει νίκες για το κίνημα», άρθρο στο περιοδικό Σοσιαλισμός από τα κάτω, Νο 93, Ιούλης-Αύγουστος 2012
3. Αντόνιο Γκράμσι, Τετράδια της Φυλακής, κείμενο «Κράτος και Kοινωνία των Πολιτών».
4. Αντόνιο Γκράμσι, Πολιτικά Κείμενα, 1921-1926.
5. Ροζα Λουξεμπουργκ, Μαζική Απεργία, Κόμμα, Συνδικάτα, εκδόσεις Εργατική Δημοκρατία.
6) Ηλ. Νικολακόπουλος, Γ. Βούλγαρης (επ), 2012 – Ο διπλός εκλογικός σεισμός, εκδόσεις Θεμέλιο, 2014