Άρθρο
Η εργατική τάξη και η επαναστατική εφημερίδα σήμερα
Ο Λέανδρος Μπόλαρης εξηγεί την κεντρικότητα της εργατικής τάξης και τους τρόπους οργάνωσης της πρωτοπορίας της.
Στον απόηχο της εξέγερσης του Δεκέμβρη 2008 αυτό το περιοδικό έθετε το ερώτημα αν επρόκειτο για: «Τυφλό ξέσπασμα μιας νεολαίας περιθωριοποιημένης ή πρόγευση από τις εργατικές εξεγέρσεις που έρχονται;»1 Τότε η απάντηση που δινόταν από πολλές πλευρές αλλά με διαφορετικές θεωρητικές εκφράσεις ήταν ότι ήταν το πρώτο. Ανθούσαν οι αναλύσεις που έβλεπαν σαν τους πρωταγωνιστές των μελλοντικών εξεγέρσεων την «γενιά των 700 ευρώ», το «πρεκαριάτο» μιας κι η εργατική τάξη είτε δεν υπήρχε είτε είχε υποστεί βαθιές μεταλλάξεις στα χρόνια της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού που την είχαν κατακερματίσει και διχάσει. Δηλαδή το ένα τμήμα της ήταν πολύ αδύναμο για να παλέψει και το άλλο πολύ βολεμένο ή «πειθαρχημένο» για να έχει τέτοιες διαθέσεις.
Έξι χρόνια έχουν περάσει από τότε. Έχει μεσολαβήσει ο σεισμός της καπιταλιστικής κρίσης, οι επιθέσεις των μνημονίων αλλά και το πιο συγκλονιστικό κύμα εργατικών αγώνων από την εποχή της μεταπολίτευσης –που έριξε κυβερνήσεις και έχει φέρει την Αριστερά στην Ελλάδα στο κατώφλι της κυβερνητικής εξουσίας για πρώτη φορά στην ιστορία. Παρόλα αυτά, οι απόψεις που υποτιμάνε τα βήματα που έχει κάνει η εργατική τάξη αυτά τα χρόνια έχουν σαν υπόβαθρο πολλές φορές ακριβώς αυτές τις θεωρήσεις.
Κομμάτι των συμπερασμάτων τους είναι ότι η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά χρειάζεται να ανακαλύψει καινούργιες μορφές και μεθόδους για να οικοδομήσει τη σχέση της με το κίνημα πέρα από τις παλιές, όπως τα «στενά» λενινιστικά κόμματα της «ιδεολογικής καθαρότητας» και τις παλαιωμένες μεθόδους όπως της έκδοσης και διάδοσης μιας επαναστατικής εφημερίδας.
«Τάξη ενάντια στο κεφάλαιο»
Ο Μαρξ είχε γράψει ότι οι οικονομικές συνθήκες του καπιταλισμού δημιουργούν την σύγχρονη εργατική τάξη. Η κοινή εκμετάλλευση την κάνει «τάξη ενάντια στο κεφάλαιο» (μια ακριβέστερη απόδοση της γερμανικής φράσης θα ήταν «που κοιτάει στην αντίθετη κατεύθυνση» από το κεφάλαιο) αλλά «δεν είναι ακόμα τάξη για τον εαυτό της». Τέτοια γίνεται όταν οργανώνεται σε «ενώσεις» – συνδικάτα – και παλεύει για τα συμφέροντά της. Όμως «η πάλη τάξης ενάντια σε τάξη είναι πολιτική πάλη» επεσήμαινε.2 Πόσο ισχύει αυτή η διατύπωση σήμερα;
Ένα πρώτο στοιχείο είναι ότι η στρατιά της μισθωτής εργασίας γιγαντώνεται. Η απογραφή του 1981 είχε καταγράψει 1.730.000 μισθωτούς. Το 2008 είχαν φτάσει περίπου τα 2.954.000. Στις αρχές του 2014 ο αριθμός αυτός ήταν 2.205.000. Δηλαδή, σχεδόν ο διπλάσιος αριθμός σε σχέση με τριάντα χρόνια πριν, παρόλα τα χτυπήματα της κρίσης. Πάλι σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ οι απασχολούμενοι στη βιομηχανία και παραγωγή ενέργειας ήταν 400.000 στο δεύτερο τρίμηνο του 2013 (από 633.000 το 2001). Αν προσθέσουμε σε αυτό τον αριθμό τις 178.000 στις κατασκευές, τις 175.000 στις μεταφορές/ αποθήκευση κι άλλες κατηγορίες, φτάνουμε κοντά στο 1 εκατομμύριο εργαζόμενων που ανήκουν σε τμήματα αυτού που κάποιοι θα ονόμαζαν «παραδοσιακή» εργατική τάξη.3
Ο Σ. Σακελαρόπουλος υπολογίζει ότι το 1981 το ποσοστό της εργατικής τάξης ανερχόταν στο 43,2% του πληθυσμού ενώ το 2014 είχε φτάσει το 55,3%,4 δηλαδή αποτελεί την πλειοψηφία.
Η εργατική τάξη αλλάζει, όμως, όπως αλλάζει κι ο καπιταλισμός. Από αυτή την άποψη οι αλλαγές στην εργατική τάξη στην Ελλάδα ακολουθούν το μοτίβο των αλλαγών στην «καρδιά» του καπιταλισμού. Δυο προφανείς αλλαγές αφορούν το φύλο και τη χώρα προέλευσης.
Ποτέ στην ιστορία της την εργατική τάξη του ελληνικού καπιταλισμού δεν την αποτελούσαν μόνο «μπρατσωμένοι άντρες». Οι εργάτριες ήταν πάντα αναπόσπαστο τμήμα της, το ίδιο και οι αγώνες τους. Από την πρώτη απεργία εργατριών στις κλωστοϋφαντουργίες του Ρετσίνα το 1892 στον Πειραιά5 στους αγώνες των καπνεργατριών και των κλωστοϋφαντουργών στις δεκαετίες του ’20 και του ’30 μέχρι τις σημερινές καθαρίστριες, εκπαιδευτικούς, τραπεζοϋπάλληλους. Η διαφορά είναι ότι σήμερα οι γυναίκες αποτελούν σχεδόν το μισό της εργατικής τάξης.
Επίσης, η εργατική τάξη δεν ήταν ποτέ αμιγώς «εθνική» και «ελληνική». Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι οι Εβραίοι εργάτες της Θεσσαλονίκης που πρωτοστάτησαν στη θρυλική Φεντερασιόν (Σοσιαλιστική Εργατική Ομοσπονδία), την οργάνωση που πρωταγωνίστησε στην ίδρυση του ΣΕΚΕ (ΚΚΕ από το 1924). Όμως, σήμερα οι μετανάστες αποτελούν ένα πολύ μεγάλο τμήμα της τάξης. Η απογραφή του 2011 υπολόγισε σε περίπου 1 εκατομμύριο τους μόνιμα διαμένοντες μετανάστες στην Ελλάδα με εκατοντάδες χιλιάδες – γυναίκες και άνδρες – να ανήκουν στην εργατική τάξη.
Μια από τις πιο σημαντικές αλλαγές είναι η ανάδυση ολόκληρων κλάδων εργαζόμενων που απασχολούνται, στην παιδεία, την υγεία-πρόνοια, αλλά και σε μια σειρά άλλους κλάδους από τον τουρισμό μέχρι τα ΜΜΕ. Τίθεται συχνά το ζήτημα κατά πόσο όλα αυτά τα τμήματα μπορούν να θεωρηθούν «κανονική» εργατική τάξη. Η απάντηση πρέπει να είναι θετική, αν τα εξετάσουμε με βάση τα πραγματικά μαρξιστικά κριτήρια και όχι κάποιες καρικατούρες τους. Στην εργατική τάξη ανήκουν όσοι/ες παράγουν άμεσα υπεραξία για τους καπιταλιστές ή η εργασία τους είναι απαραίτητη για την «πραγματοποίησή» της (τη μετατροπή της σε κέρδος) π.χ οι εμποροϋπάλληλοι ή οι τραπεζοϋπάλληλοι ή οι εργαζόμενοι στις σύγχρονες επικοινωνίες. Εκεί ανήκουν κι αυτοί που εργάζονται για την αναπαραγωγή της σημαντικότερης παραγωγικής δύναμης των καπιταλιστών, δηλαδή της ικανότητας της εργατικής τάξης να δουλεύει, να πουλάει την εργατική της δύναμη. Το κεφάλαιο χρειάζεται σε κάθε περίοδο μια εργατική τάξη που να είναι παραγωγική, δηλαδή σχετικά υγιής, και μορφωμένη. Κι αυτές οι ανάγκες έχουν γίνει τόσο μεγάλες, που χρειάζονται τμήματα της ίδιας της τάξης να τις ικανοποιούν.
Όπως εξηγεί ο Κρις Χάρμαν στο βιβλίο του για τον σύγχρονο καπιταλισμό:
«Ένα μεγάλο ποσοστό της εργασίας που κατευθύνεται στο εκπαιδευτικό σύστημα παίζει ένα ταυτόσημο ρόλο, της παροχής δηλαδή των δεξιοτήτων που χρειάζεται το κεφάλαιο, με την διαφορά ότι σ’ αυτή την περίπτωση οι δεξιότητες δεν διατίθενται απλά για τον ατομικό καπιταλιστή αλλά για όλους τους καπιταλιστές που λειτουργούν στα πλαίσια του κράτους το οποίο παρέχει αυτή την εκπαίδευση… Οι εκπαιδευτικοί που παρέχουν αυτές τις γνώσεις πρέπει να θεωρούνται τμήμα του συλλογικού εργάτη, οι οποίοι σε τελευταία ανάλυση εργάζονται για τα συμπλέγματα κεφαλαίου σε εθνικό επίπεδο, που εξυπηρετεί το κράτος. Οι απολογητές του καπιταλισμού ομολογούν άθελά τους αυτό το γεγονός, όταν δηλώνουν ότι η παροχή εκπαίδευσης «είναι προσθήκη στο κοινωνικό κεφάλαιο» ή ζητάνε «προστιθέμενη αξία» από τα σχολεία.
Η ίδια γενική αρχή ισχύει και για τις υπηρεσίες υγείας που φροντίζουν τους πραγματικούς ή εν δυνάμει, τους σημερινούς και τους μελλοντικούς εργάτες. Οι δαπάνες για να διατηρείται το εργατικό δυναμικό σε φόρμα και ικανό προς εργασία είναι στην πραγματικότητα τμήμα του μισθού ακόμα και αν καταβάλλεται σε είδος αντί σε ρευστό και καταλήγει στους εργάτες συλλογικά, αντί ατομικά. Με την ορολογία του Μαρξ, είναι τμήμα του ‘μεταβλητού κεφαλαίου’».6
Έτσι για παράδειγμα το 1998 στην «υγεία – κοινωνική μέριμνα» απασχολούνταν 154 χιλιάδες μισθωτοί. Στο δεύτερο τρίμηνο του 2013 αυτός ο αριθμός ήταν 179.100.7 Άλλωστε, τα νοσοκομεία πλέον θυμίζουν μεγάλες μονάδες εργοστασιακού τύπου: ο Ευαγγελισμός έχει προσωπικό 2.464 άτομα, το «Γεννηματάς» έχει 1.944, το Ιπποκράτειο 1.301 κλπ.8
Συνοψίζοντας, η εργατική τάξη μεγαλώνει όλες τις τελευταίες δεκαετίες που διάφοροι βιάζονται να κηρύξουν την εξαφάνισή της – και συνεχίζει ακόμα και στην περίοδο της πιο βαθιάς κρίσης. Είναι πιο μορφωμένη, και πιο ποικιλόμορφη από κάθε άλλη στιγμή στην ιστορία της – και αυτό της δίνει περισσότερη, όχι λιγότερη δύναμη και να παλέψει ενάντια στους καπιταλιστές και να τραβήξει σε αυτή την αντικαπιταλιστική πάλη όλα τα καταπιεσμένα κομμάτια της κοινωνίας, όλους όσους βλέπουν τις ζωές τους να διαλύονται από τη κρίση και τα μνημόνια.
«Τάξη για τον εαυτό της»
Η εργατική τάξη έχει βάλει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις. Μια τάξη αδύναμη και κατακερματισμένη δεν μπορεί να έχει τέτοια επίδραση. Δυο παράγοντες τροφοδοτούν αυτή τη δυνατότητα.
Παρόλες τις αλλαγές στη σύνθεσή της και τις επιθέσεις των καπιταλιστών σε εργασιακές σχέσεις και συνδικαλισμό, η εργατική τάξη έχει τη δύναμη να «χτυπάει» στη καρδιά της αστικής τάξης, δηλαδή εκεί που παράγονται και πραγματοποιούνται τα κέρδη της, και στα κέντρα της ιδεολογικής και πολιτικής ισχύος της.
Η απεργία των εργατών στη προβλήτα της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά τον Ιούλη του 2014 είναι ένα τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Οι εργαζόμενοι προσλαμβάνονταν από τέσσερις εργολαβικές εταιρείες, δούλευαν 16ωρα, χωρίς επιδόματα και ασφάλεια, με «χτυπημένα» μεροκάματα, δηλαδή σε συνθήκες όπου ο συνδικαλισμός και η συλλογική δράση θεωρούνταν χαμένα από χέρι. Κι όμως, νίκησαν μέσα σε 24 ώρες και προχώρησαν στην ίδρυση σωματείου.9 Πολύ απλά η εταιρεία δεν μπορούσε να αντέξει παραπάνω από 24 ώρες, ακριβώς γιατί ο Πειραιάς έχει γίνει το όγδοο λιμάνι στην Ευρώπη από άποψη διακίνησης κοντέινερ. Ανάμεσα στον Γενάρη και τον Ιούνη του 2014 διακινήθηκαν από τη Cosco 1,47 εκατομμύρια κοντέινερ έναντι 1,16 εκατομμυρίων το αντίστοιχο εξάμηνο του 2013. Πιο συγκεκριμένα τον Ιούλη είχε διακινήσει 285.600 κοντέινερ έναντι 208.600 τον Ιούλη του 2013.10 Το παραμικρό μπλοκάρισμα θα κόστιζε πολύ ακριβά.
Ο δεύτερος λόγος, όμως, που έδωσε την ώθηση για αυτή τη μάχη, είναι ότι οι ιδέες των εργατών ακόμα και εκεί που προσωρινά δεν έχουν την αυτοπεποίθηση να παλέψουν, επηρεάζονται και διαμορφώνονται από το συνολικότερο συσχετισμό της ταξικής πάλης, από τις εμπειρίες των αγώνων που ξεδιπλώνονται γύρω τους. Με άλλα λόγια, οι εργάτες της Cosco και της κάθε Cosco εμπνέονται από τους αγώνες που δίνουν άλλα κομμάτια εργαζομένων, αγώνες όχι μόνο οικονομικούς αλλά και πολιτικούς.
Ο αγώνας των εργαζόμενων στην ΕΡΤ πρόσφερε μια τέτοια έμπνευση. Αν θέλουμε να βρούμε παρόμοια παραδείγματα στην ιστορία, θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο αποκορύφωμα της Επανάστασης των Γαρυφάλλων στην Πορτογαλία το 1974-75. Εκεί, οι καταλήψεις των εργαζόμενων στις εφημερίδες Jornal do Comercio, Republica και το ραδιοφωνικό σταθμό Renascenca, έγιναν η φωνή ενός εργατικού κινήματος που πάλεψε να επιβάλλει τον έλεγχό του από την ενημέρωση μέχρι τους στρατώνες και τα χωράφια.11
Επιφανειακά, ένα χάσμα χώριζε τους «προνομιούχους» της ΕΡΤ από την υπόλοιπη εργατική τάξη, ιδιαίτερα τα κομμάτια με τα χαμηλά μεροκάματα και χωρίς συνδικαλισμό. Σε «ομαλές» συνθήκες αυτοί οι διαχωρισμοί μοιάζουν ανυπέρβλητοι. Όμως, σε περιόδους που η ταξική πάλη οξύνεται τα πιο δυνατά τμήματα της τάξης μπορούν να γίνουν πόλος συσπείρωσης για τα πιο αδύνατα και να τους μεταδώσουν το «μικρόβιο» της αυτοπεποίθησης να τα βάλουν με τους πιο ισχυρούς αντιπάλους.
Αυτό σημαίνει η θέση του Μαρξ ότι η πάλη των τάξεων γίνεται πολιτική πάλη: οι αγώνες γενικεύονται, το ίδιο και οι ιδέες και η οργάνωση. Όπως έγραφε πάλι ο Μαρξ είκοσι πέντε χρόνια μετά: «κάθε κίνημα κατά το οποίο η εργατική τάξη αντιπαρατίθεται σαν τάξη στις άρχουσες τάξεις και αποπειράται να τις εξαναγκάσει σε υποχώρηση, είναι πολιτικό κίνημα. Για παράδειγμα, η προσπάθεια να μειωθεί η εργάσιμη μέρα σε ένα εργοστάσιο ή ακόμα και σε ένα κλάδο με απεργίες κλπ, είναι ένα καθαρά οικονομικό κίνημα. Από την άλλη, το κίνημα για να επιβληθεί με νόμο το οχτάωρο κλπ, είναι ένα πολιτικό κίνημα. Και μ’ αυτό τον τρόπο… μεγαλώνει παντού ένα πολιτικό κίνημα, με άλλα λόγια, ένα κίνημα της τάξης με σκοπό την επίτευξη των συμφερόντων της σε γενική μορφή, σε μια μορφή που θα εκφράζει μια γενικευμένη κοινωνική δύναμη καταναγκασμού. Αν αυτά τα κινήματα έχουν ως προϋπόθεση έναν προϋπάρχοντα βαθμό οργάνωσης, είναι, εξίσου, μέσο για την ανάπτυξη αυτής της οργάνωσης».12
Η εργατική τάξη κατακτάει την ενότητά της στον αγώνα και σε αυτή τη διαδικασία μπορεί να εκφράσει και να δώσει δύναμη σε όλους τους αγώνες και τα κινήματα που ξεσπάνε και έξω από την σφαίρα της παραγωγής – από την πάλη ενάντια στην καταστολή μέχρι την πάλη ενάντια στην αρπαγή της δημόσιας γης ή τους πλειστηριασμούς σπιτιών φτωχών οικογενειών.
Λένιν
Οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι οι κυρίαρχες ιδέες έγραφε ο Μαρξ. Η καθημερινή εμπειρία της εκμετάλλευσης, η συστηματική καλλιέργεια αυτών των ιδεών από το κράτος, τα ΜΜΕ, τα αστικά κόμματα αναπαράγουν αυτές τις ιδέες και τις φέρνουν μέσα στην εργατική τάξη.
Η ίδια της η ανομοιογένεια συμβάλει σ’ αυτό. Επειδή είναι μια τάξη που ανανεώνεται και διαπλάθεται διαρκώς, διαμορφώνονται νέα τμήματα και κατηγορίες χωρίς την εμπειρία των συλλογικών αγώνων και οργάνωσης παλιότερων τμημάτων. Άλλωστε ενενήντα χρόνια πριν ο Λένιν επεσήμαινε ότι: «Ο καπιταλισμός δεν θα ήταν καπιταλισμός αν το “καθαρό” προλεταριάτο δεν ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό εξαιρετικά πολύμορφους μεταβατικούς τύπους από τον προλετάριο ως το μισοπρολετάριο… αν μέσα στο ίδιο το προλεταριάτο δεν υπήρχαν διαιρέσεις σε περισσότερο και λιγότερο αναπτυγμένα στρώματα, διαιρέσεις τοπικές, επαγγελματικές, κάποτε θρησκευτικές κτλ».13
Η εργατική τάξη ξεπερνάει αυτές τις διαιρέσεις μέσα από μεγάλα κύματα αγώνων όπου «ανακαλύπτει» ξανά τη συλλογική οργάνωση και πάλη. Αυτή είναι η πραγματική ιστορία της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και διεθνώς. Τα συνδικάτα πχ στις ΗΠΑ ήταν τσακισμένα και έξω από τους νέους κλάδους «αιχμής» του καπιταλισμού πριν τους μεγάλους αγώνες της δεκαετίας του 30. Στην Ελλάδα το προσφυγικό προλεταριάτο της δεκαετίας του ’20 χρειάστηκε να περάσει μέσα από τις συγκλονιστικές εμπειρίες των χρόνων 1934 για να γίνει ο τροφοδότης της Αντίστασης στην δεκαετία του ’40. Το νέο εργοστασιακό προλεταριάτο που διαμορφώθηκε ουσιαστικά μέσα στα χρόνια της χούντας έγινε η αιχμή του εργατικού κινήματος της μεταπολίτευσης.
Όμως, η τάξη δεν κινείται ποτέ σαν στρατός σε παρέλαση. Κάθε φορά υπάρχουν πρωτοπορίες που βρίσκονται πιο μπροστά από άποψη μαχητικότητας, οργάνωσης, πολιτικών ιδεών. Το πόσο μαζικές και ξεκάθαρες στην πολιτική τους προοπτική είναι αυτές οι πρωτοπορίες σε κάθε δεδομένη φάση, εξαρτάται όχι μόνο από τους συνολικότερους συσχετισμούς στην κοινωνία αλλά και από την ύπαρξη και την παρέμβαση των επαναστατών/τριών.
Όταν ο Λένιν έγραφε το βιβλίο «Τι να κάνουμε;» το 1901-2, απευθυνόταν στους επαναστάτες της εποχής (τους σοσιαλδημοκράτες) παρακινώντας τους να κάνουν τα σωστά βήματα για να «προλάβουν» το κίνημα που αναπτυσσόταν ώστε να μην το καθορίσουν πολιτικά οι φιλελεύθεροι αστοί. Το κίνημα δεν ήταν ακόμα τα ανθρώπινα ποτάμια που θα έκαναν την επανάσταση του 1905. Οι εργάτες και οι εργάτριες που κατέβαιναν σε απεργίες ήταν μια μικρή μειοψηφία μιας εργατικής τάξης που ήταν και η ίδια μια μικρή μειοψηφία στη ρωσική κοινωνία της εποχής. Αν δεν κέρδιζαν αυτές τις πρωτοπορίες οι επαναστάτες, στις ιδέες και στη δράση, τότε η «αυθόρμητη» ανάπτυξη του κινήματος δεν θα τις έβγαζε έξω από τα όρια της αστικής ηγεμονίας.
Ο Λένιν δεν επέμενε απλά ότι οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να είναι συσπειρωμένοι σε μια κοινή οργάνωση ομοϊδεατών που κατά τ’ άλλα θα ασχολιόταν ο καθένας με τα στενά ζητήματα του χώρου του. Επέμενε στα χαρακτηριστικά της. Η «οργάνωση των επαναστατών» θα έπρεπε να παρεμβαίνει ενιαία και στα τρία μέτωπα της ταξικής πάλης, το οικονομικό, το πολιτικό αλλά και το θεωρητικό, με σκοπό να κερδίσει τους πιο πρωτοπόρους εργάτες στη δράση. Να είναι «μέσα» στην τάξη, κομμάτι της, και ταυτόχρονα «απ’ έξω» πολεμώντας τις ιδέες που φράζουν το δρόμο στο ξεδίπλωμα της δυναμικής της.
Αυτό το νόημα είχε η θέση του ότι «το ιδανικό του σοσιαλδημοκράτη δεν πρέπει να είναι ένας τύπος γραμματέα τρεϊντ γιούνιον [συνδικάτου] αλλά ένας τύπος λαϊκού κήρυκα, που να ξέρει να αντιδρά σε όλες τις εκδηλώσεις αυθαιρεσίας και καταπίεσης, όπου κι αν παρουσιάζονται, όποιο στρώμα ή τάξη κι αν αφορούν, που να ξέρει να συνοψίζει όλες αυτές τις εκδηλώσεις σε μια εικόνα αστυνομικής βίας και κεφαλαιοκρατικής εκμετάλλευσης, που να ξέρει να εκμεταλλεύεται την κάθε μικρολεπτομέρεια για να εκθέτει μπροστά σε όλους τις σοσιαλιστικές του πεποιθήσεις και τα δημοκρατικά του αιτήματα, για να εξηγεί σε όλους την κοσμοϊστορική σημασία της απελευθερωτικής πάλης του προλεταριάτου».14
Εφημερίδα
Η επαναστατική εφημερίδα ήταν για τον Λένιν η «σκαλωσιά» για το χτίσιμο ενός τέτοιου κόμματος. Όχι μόνο ως μέσου ενημέρωσης και σχολιασμού, αλλά ως υλικού μέσου που γύρω του οργανώνονται, εκπαιδεύονται και παρεμβαίνουν οι πιο πρωτοπόροι αγωνιστές του κινήματος.
Η Πράβδα, η νόμιμη καθημερινή εφημερίδα που άρχισαν να εκδίδουν οι μπολσεβίκοι από την άνοιξη του 1912 στην Πετρούπολη, έπαιξε αυτό το ρόλο.
Εκείνο το διάστημα το εργατικό κίνημα στην Ρωσία είχε αρχίσει να ξεπερνάει το σοκ της ήττας της επανάστασης του 1905. Λίγο πριν την κυκλοφορία της, ο στρατός είχε σφάξει πεντακόσιους απεργούς στα χρυσωρυχεία του ποταμού Λένα στη Σιβηρία. Ένα μαζικό κύμα απεργιών διαμαρτυρίας σάρωσε τη χώρα. Την Πρωτομαγιά του 1912 τετρακόσιες χιλιάδες εργάτες και εργάτριες κατέβηκαν στην απεργία.
Οι μπολσεβίκοι κατάφεραν να συνδεθούν με αυτό το κύμα της νέας ριζοσπαστικοποίησης κι η Πράβδα έπαιξε αποφασιστικό ρόλο σε αυτή την επιτυχία. Αυτό το αποδεικνύει το περιεχόμενό της. Ήταν μια εφημερίδα που σε μεγάλο βαθμό γραφόταν από τους μαχητικούς εργάτες και εργάτριες στα εργοστάσια και τις γειτονιές. Μέσα σε ένα χρόνο δημοσίευσε 11.000 μικρά άρθρα και επιστολές, 35 την ημέρα! Στις καλύτερες στιγμές της η κυκλοφορία της ξεπερνούσε τα 40.000 φύλλα. Ένα πραγματικό κατόρθωμα αν σκεφτεί κανείς την σκληρή λογοκρισία και την καταστολή του τσαρικού καθεστώτος.
Η Πράβδα δεν αντανακλούσε απλώς την οργή και τη μαχητικότητα του νέου εργατικού κινήματος. Ταυτόχρονα τη διαμόρφωνε. Διεύρυνε τους ορίζοντες των αναγνωστών της. Τα άρθρα που έγραφε ο Λένιν για την εφημερίδα έπαιζαν αυτό το ρόλο. Σύντομα άρθρα 500 ή 600 λέξεων που πληροφορούσαν για τα πιο διαφορετικά πράγματα, από ένα σοσιαλιστικό συνέδριο στη δυτική Ευρώπη, μέχρι την καταπίεση των μαύρων στις ΗΠΑ ή τον πόλεμο της Ιταλίας στη Λιβύη. Κάθε άρθρο είχε ένα πολιτικό «δια ταύτα»: ο προδοτικός ρόλος των αστών φιλελεύθερων, η κριτική στα ρεφορμιστικά ρεύματα στην Αριστερά της εποχής, η σχέση ανάμεσα στους αγώνες των καταπιεσμένων λαών με την πάλη για την κοινωνική απελευθέρωση τον σοσιαλισμό.
Όμως, η εφημερίδα και ο Λένιν δεν περιορίζονταν μόνο σε μια τέτοια γενική προπαγάνδα μαρξιστικών ιδεών. Άλλα άρθρα, συνήθως πιο μακροσκελή, ασχολούνταν με τα ζητήματα που δίχαζαν την ρωσική Αριστερά. Ο Λένιν έδινε για παράδειγμα μια σκληρή μάχη ενάντια σε ένα ρεύμα που είχε ονομαστεί «λικβινταριστές» και έλεγε ότι το εργατικό κίνημα δεν χρειάζεται ένα «σεχταριστικό» παράνομο επαναστατικό κόμμα. Ουσιαστικά, αυτές οι απόψεις σήμαιναν παραίτηση από την πάλη για την επαναστατική ανατροπή του τσαρισμού.
Συνεπώς, η Πράβδα δεν εξηγούσε απλώς πως η καθημερινή εμπειρία των αγώνων «κολλούσε» με μια συνολικότερη ανάλυση της κοινωνίας, αλλά απαντούσε και στο ερώτημα «τι να κάνουμε;», ποιο πρέπει να είναι το επόμενο βήμα του κινήματος, ποιες επιλογές πρέπει να γίνουν.
Η εφημερίδα δεν ήταν μόνο ένας συλλογικός προπαγανδιστής, αλλά και ένας οργανωτής. Κάθε άρθρο και ανταπόκριση από ένα εργοστάσιο για παράδειγμα, γινόταν θέμα συζήτησης εκεί κι αυτό το εξασφάλιζαν οι διακινητές της εφημερίδας σε κάθε χώρο. Έγινε η ραχοκοκαλιά για ένα ολόκληρο δίκτυο αγωνιστών και αγωνιστριών που έμαθαν να επιχειρηματολογούν και να οργανώνουν. Για παράδειγμα, με τις ομάδες αναγνωστών που έδιναν ένα καπίκι (μια δεκάρα) από το μισθό τους για την ενίσχυση της εφημερίδας.
Η Πράβδα «εκπαίδευσε» χιλιάδες αγωνιστές με αυτό τον τρόπο στα εργοστάσια και στις εργατογειτονιές. Θα ήταν αυτή η μαγιά που το 1917 θα έμπαινε επικεφαλής εκατομμυρίων στην επανάσταση που «συγκλόνισε τον κόσμο».
Ξεπερασμένα;
Σήμερα ο ρόλος μιας τέτοιας εφημερίδας εξακολουθεί να είναι αναντικατάστατος. Επιχειρήματα γιατί η κυβέρνηση λέει ψέματα, γιατί ο καπιταλισμός εξακολουθεί να είναι σε κρίση, μπορεί να βρει κανείς άφθονα και στο διαδίκτυο. Όμως, μια επαναστατική εφημερίδα, όπως η Εργατική Αλληλεγγύη, κάνει πολύ περισσότερα από αυτό.
Η διακίνησή της χέρι-χέρι εξασφαλίζει καταρχήν την ζωντανή επικοινωνία και ενημέρωση ανάμεσα στα πιο προχωρημένα και μαχητικά κομμάτια της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Τα εξοπλίζει με τα διδάγματα και τις εμπειρίες των μαχών του εργατικού κινήματος που δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι είναι κοινό κτήμα του κόσμου που αγωνίζεται τώρα.
Για παράδειγμα, το ερώτημα αν η τάξη μας έχει τη δύναμη να επιβάλλει το αίτημα «πίσω όλοι οι απολυμένοι στις δουλειές τους» δεν είναι καινούργιο – το απάντησαν πριν είκοσι χρόνια οι εργαζόμενοι της ΕΑΣ (των μπλε λεωφορείων) που επέβαλαν την επανακρατικοποίηση και την επαναπρόσληψή τους στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες της Εργατικής Αλληλεγγύης ήταν φυσικά παρόντες σε εκείνη τη μεγάλη μάχη – είτε «απέξω» είτε «από μέσα» – και έπαιξαν σημαντικό ρόλο στο να πάρει τα χαρακτηριστικά που πήρε.
Η διακίνηση της επαναστατικής εφημερίδας είναι επίσης απαραίτητη γιατί εκπαιδεύει πολιτικά και οργανώνει τους ίδιους τους διακινητές της. Τους υποχρεώνει να ανοίξουν την πολιτική συζήτηση στα «δύσκολα»: γιατί πρέπει να παλέψουμε για ανοιχτά σύνορα για όλους τους εργάτες, γιατί πρέπει να σταθούμε ενάντια στις «εθνικές» εξορμήσεις της άρχουσας τάξης για τις ΑΟΖ για παράδειγμα. Αυτή η επίμονη και συστηματική δουλειά είναι που θωρακίζει τους πιο πρωτοπόρους αγωνιστές του κινήματος είτε βρίσκονται στο εργοστάσιο και το γραφείο, είτε στο αμφιθέατρο ή τη γειτονιά από τις ιδεολογικές επιθέσεις της άρχουσας τάξης, από τις πιέσεις του ρεφορμισμού και τους δίνει τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν με ενιαίο τρόπο στις κρίσιμες στιγμές του κινήματος.
Αυτό το «μοντέλο» οργάνωσης και παρέμβασης δεν είναι ισοπεδωτικό, όπως ακούγεται συχνά, αντίθετα είναι το μόνο που εξασφαλίζει πραγματικά την πρωτοβουλία και την αυτενέργεια των πιο προχωρημένων αγωνιστών του κινήματος.
Στην εποχή του ο Λένιν είχε να αντιμετωπίσει τέτοιες αντιρρήσεις – ότι αγνοούσε δηλαδή τις «ιδιαιτερότητες» της παρέμβασης σε κάθε μέτωπο και έβαζε το «μοντέλο» του «καπέλο» στις ζωντανές δυνάμεις του κινήματος. Απαντούσε ως εξής:
«Για φανταστείτε μια λαϊκή εξέγερση, ίσως ο καθένας θα συμφωνήσει τώρα ότι πρέπει να σκεφτόμαστε και να ετοιμαζόμαστε γι’ αυτήν. Πως όμως, να ετοιμαζόμαστε; Ασφαλώς, η Κεντρική Επιτροπή δεν μπορεί να διορίσει πράκτορες σ’ όλα τα μέρη για την προετοιμασία της εξέγερσης!... Αντίθετα, ένα δίχτυ πρακτόρων, που θα διαμορφωνόταν στη δουλειά για την έκδοση και την κυκλοφορία μιας κεντρικής εφημερίδας, δε θ’ αναγκαζόταν «να κάθεται και να περιμένει» το σύνθημα της εξέγερσης, μα θα διεξήγε μια τακτική δουλειά που θα του εξασφάλιζε τις μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας σε περίπτωση εξέγερσης… Σε μια τέτοια δουλειά θ’ αναπτυσσόταν η ικανότητα να εκτιμάται σωστά η γενική πολιτική κατάσταση και, συνεπώς, η ικανότητα να διαλέγεται η κατάλληλη στιγμή για την εξέγερση. Μια τέτοια ακριβώς δουλειά θα δίδασκε όλες τις τοπικές οργανώσεις ν’ ανταποκρίνονται συγχρόνως στα ίδια πολιτικά ζητήματα, συμβάντα και γεγονότα, που συνταράζουν όλη τη Ρωσία, ν’ αντιδρούν σ’ αυτά τα ‘γεγονότα’ όσο το δυνατό πιο δραστήρια, όσο το δυνατό πιο ομοιόμορφα κι όσο το δυνατό με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο».15
Το εργατικό κίνημα έχει κάνει μεγάλα βήματα μπροστά, όμως, το επόμενο διάστημα θα βρεθεί αντιμέτωπο με νέα διλήμματα και προκλήσεις. Να συνεχίσει, καταρχήν, τους αγώνες για να κερδίσει πίσω όσα όλα πήραν τα μνημόνια – τις δουλειές, τις συντάξεις, τα νοσοκομεία, τα σχολεία, τις συλλογικές συμβάσεις, τα δικαιώματα. Αυτά δεν θα είναι απλά «κινηματικές» μάχες – όπως συχνά αντιμετωπίζονται με μια μεγάλη δόση υποτίμησης από τμήματα της Αριστεράς. Θα είναι πολιτικές μάχες.
Σε αυτές τις μάχες, όμως, δεν κρίνεται μόνο τι θα κατακτήσει, ή θα αποτύχει να κατακτήσει, το κάθε τμήμα της τάξης. Κρίνεται και η ίδια η προοπτική του κινήματος. Δηλαδή πόσο θα αναπτυχθεί, μέχρι που θα φτάσει αυτή «η γενικευμένη κοινωνική δύναμη καταναγκασμού»: προς την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης και την ανατροπή του καπιταλισμού ή προς τον αυτοπεριορισμό της δυναμικής της κάτω από την πίεση που θα ασκούν και η άρχουσα τάξη και οι ρεφορμιστικές ηγεσίες;
Γι’ αυτό το λόγο χρειάζεται τα πιο προχωρημένα κομμάτια του κινήματος να κατακτήσουν την πολιτική και οργανωτική τους ανεξαρτησία, να δώσουν αυτές τις μάχες οργανωμένα, με τα όπλα τους: το επαναστατικό κόμμα, την επαναστατική εφημερίδα. Για την επαναστατική αριστερά είναι η στιγμή να ανακαλύψει ξανά και να εμπλουτίσει αυτά τα λενινιστικά εργαλεία, όχι να τα εγκαταλείψει.
Σημειώσεις
1. Π. Γκαργκάνας, “Οι ρίζες της εξέγερσης – πέρα από την «γενιά των 700 ευρώ»”, Σοσιαλισμός από τα Κάτω, 72 (Γενάρης Φλεβάρης 2009): http://socialismfrombelow.gr/article.php?id=611
2. Καρλ Μαρξ, Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας, http://www.mlwerke.de/me/me04/me04_125.htm#K2_5 Για την μετάφραση και απόδοση της φράσης «So ist diese Masse bereits eine Klasse gegenüber dem Kapital, aber noch nicht für sich selbst» από τα γερμανικά ευχαριστώ τον Αποστόλη Λυκούργο.
3. Βέβαια δεν ανήκουν όλοι οι μισθωτοί στην εργατική τάξη. Μια απειροελάχιστη μειοψηφία μπορεί να ανήκουν στη τάξη των καπιταλιστών (πχ ο διευθύνων μιας τράπεζας ή ο μάνατζερ μιας βιομηχανίας), ένα μεγαλύτερο κομμάτι στα «νέα μεσαία στρώματα».
4. Σπύρος Σακελαρόπουλος, Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα, Τόπος 2014, Πίνακας 44, σελ. 316.
5. Που έχει αποκαλύψει και διασώσει η Ιρις Αυδή-Καλκάνη στο: Εκείνο το Πρωί, Πειραιάς 1892, Η πρώτη απεργία εργατριών στην Ελλάδα, Νέοι Καιροί-Αθηναϊκές εκδόσεις, Αθήνα 1992.
6. Chris Harman, Καπιταλισμός Ζόμπι, Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο 2011, σελ. 181-182.
7. Τα στοιχεία από την ιστοσελίδα της ΕΛΣΤΑΤ: http://www.statistics.gr/portal/page/portal/ESYE/PAGE-themes?p_param=A0101
8. Επιχειρησιακό Σχέδιο Αναδιάρθρωσης Νοσοκομείων: http://platon.cc.uoa.gr/~reconweb/new2/index.php/2011-03-08-10-56-50/1-a-2
9. Για την απεργία και την συγκρότηση του σωματείου, βλέπε: «Cosco: Οι εργάτες οργανώνονται», Εργατική Αλληλεγγύη, 1133, http://ergatiki.gr/?id=10293
10. Cosco, spurred by container activity, posts 23 pct profit rise, ekathimerini.com, Tuesday August 26, 2014, http://www.ekathimerini.com/4dcgi/_w_articles_wsite2_1_26/08/2014_542411
11. Για μια σύντομη παρουσίαση αυτών των αγώνων βλέπε: Γιώργος Πίττας, «Η Πορτογαλία της Επανάστασης. Ράδιο Ρενασένσα: ‘Στην υπηρεσία των εργαζόμενων κάτω από τον έλεγχο των εργαζόμενων’», Εργατική Αλληλεγγύη, 1078, http://ergatiki.gr/?id=8222
12. Επιστολή του Κ. Μαρξ στον Φ. Μπόλτε, 23 Νοέμβρη 1871: https://www.marxists.org/archive/marx/works/1871/letters/71_11_23.htm
13. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, Σύγχρονη Εποχή, τ. 41, σελ. 58-59.
14. Λένιν, Τι να κάνουμε; Τα φλέγοντα ζητήματα του κινήματός μας, Σύγχρονη Εποχή 2002, σελ. 98-99.
15. Οπ, σελ. 213-214.