Άρθρο
Δάσκαλοι καθηγητές ενωμένοι νικητές

Οι αγώνες των εκπαιδευτικών μπορούν και πρέπει να ανατρέψουν την καπιταλιστική επίθεση στην Παιδεία και να ανοίξουν το Σχολείο στις ανάγκες των παιδιών. Ο Σεραφείμ Ρίζος εξηγεί πώς και γιατί.

Για πρώτη φορά βρισκόμαστε μπροστά στην προοπτική της κατάκτησης της κυβέρνησης από ένα κόμμα της ρεφορμιστικής αριστεράς. Η εξέλιξη αυτή δεν ήταν αυτόματη. Είναι καρπός ενός κύματος ριζοσπαστικοποίησης και εργατικών αγώνων που σάρωσε τη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Η εκπαίδευση και οι εκπαιδευτικοί της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι αυτών των αγώνων. Οι αγώνες τους δεν ήταν μάχες οπισθοφυλακής. Αντίθετα, ανεξάρτητα από τη μορφή που έπαιρναν κάθε φορά είχαν έκταση, βάθος, προοπτική, οργάνωση και επεξεργασμένες θέσεις, βγαλμένες μέσα από την εκπαιδευτική και αγωνιστική εμπειρία χιλιάδων εκπαιδευτικών της πρώτης γραμμής. Στο κέντρο τους βρέθηκε ένα πρωτοπόρο αγωνιστικό τμήμα εκπαιδευτικών, που δεν ταυτίζεται αποκλειστικά με κάποια συνδικαλιστική παράταξη και το οποίο έδινε τον τόνο πέρα και πάνω από τα όρια που έβαζε κάθε φορά η συνδικαλιστική ηγεσία. Το αν δεν βρήκαν την έκφρασή τους σε μια μεγάλη απεργία οφείλεται, στην απόλυτη απροθυμία της συνδικαλιστικής ηγεσίας και στις πολιτικές αδυναμίες και ατολμίες της εκπαιδευτικής αριστεράς, παρά σε κάποιες αντικειμενικές δυσκολίες. Η υιοθέτηση, τουλάχιστον στα λόγια, πτυχών των αιτημάτων των αγώνων των εκπαιδευτικών από το ΣΥΡΙΖΑ, φανερώνει τη δύναμη και όχι την αδυναμία αυτού του κινήματος.
 
Οι αγώνες αυτοί δεν ήταν σπασμωδικές ενέργειες. Χωρίς αυτούς η κατάσταση στα σχολεία σήμερα θα ήταν πολύ χειρότερη. Εξαιτίας τους ο κόσμος της εκπαίδευσης έχει παραμείνει όρθιος, παρά τα χτυπήματα. Πολύ περισσότερο τώρα ανοίγουν την προοπτική να πάρουμε πίσω ό,τι μας άρπαξαν. Υποδεικνύουν τη δύναμη στην οποία πρέπει να στηριχθεί η αριστερά. Οι δάσκαλοι μπήκαν σε αυτούς έχοντας διαμορφώσει ένα βαθμό αγωνιστικής ετοιμότητας, πολιτικά αντανακλαστικά και παραδόσεις μέσα από μια μακριά πορεία αγώνων ενάντια στις νεοφιλελεύθερες επιλογές στην εκπαίδευση αλλά και εσωτερικών πολιτικών μαχών. Έτσι διαμορφώθηκαν με ενιαίο τρόπο, οι απαντήσεις του κόσμου της εκπαίδευσης. Για παράδειγμα όταν οι διευθύνσεις έκλειναν το σχολείο της γειτονιάς ή του χωριού ή επιχειρούσαν να περικόψουν τον αριθμό των δασκάλων η απάντηση ήταν ενιαία από τη Νέα Φιλαδέλφεια και τον Εύοσμο ως την Κάντανο στην Κρήτη. Κατάληψη του σχολείου, απεύθυνση στους γονείς, συμπαράσταση από όλη την τοπική κοινωνία δυναμική παράσταση στην τοπική διεύθυνση. Υπήρξαν πολλά σχολεία και θέσεις εργασίας που σώθηκαν με αυτό τον τρόπο. Αυτός ο συνδυασμός αγωνιστικής παράδοσης και συγκεκριμένης δράσης ίσχυσε σε κάθε μεγάλο και μικρό μέτωπο που άνοιξε την τελευταία περίοδο. Η μάχη ενάντια στην αξιολόγηση είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Η συντριπτική πλειοψηφία των εκπαιδευτικών, παρόλο που η πλειοψηφία του ΔΣ της ΔΟΕ δεν βοηθούσε, συμμετείχε σε μια διαδικασία απείθειας και ανυπακοής που έχει καταστήσει την αξιολόγηση για μια ακόμη φορά ανενεργή. Οι ρίζες αυτής της αντίστασης πάνε πίσω σχεδόν τριάντα χρόνια, αφού οι δάσκαλοι έχουν ακυρώσει απανωτές προσπάθειες να επιβληθεί η αξιολόγηση από το 1985. Με τον ίδιο τρόπο οι αγώνες των συναδέλφων που έχουν διοριστεί με προγράμματα ΕΣΠΑ τα τελευταία χρόνια για την οργάνωσή τους και την πληρωμή των δεδουλευμένων τους πάτησαν πάνω στους μεγάλους αγώνες για την υπεράσπιση του δικαιώματος στην εργασία και τις νίκες ενάντια στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ και του διορισμού των αναπληρωτών της προηγούμενης δεκαετίας. Παρόλο που οι δάσκαλοι δεν βρέθηκαν αντιμέτωποι με διαθεσιμότητες και απολύσεις, το Σεπτέμβρη του ’13, δεκάδες πρωτοβάθμιοι σύλλογοι κινήθηκαν απεργιακά, αξιοποιώντας την εμπειρία και τα συμπεράσματα της μεγάλης απεργίας του 2006, απεργώντας σε συμπαράσταση με τους καθηγητές, για αρκετές μέρες και ανάγκασαν τη ΔΟΕ να κινηθεί παρά τη θέλησή της. Οι σύλλογοι δασκάλων έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στις αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές κινητοποιήσεις στην Αθήνα και στην επαρχία και συνέβαλαν στον αποκλεισμό των νεοναζί από τις γειτονιές και τα σχολεία.

«Ούτε νέο ούτε σχολείο»

Το κατ’ ευφημισμόν «Νέο Σχολείο».1 της Διαμαντοπούλου αποτέλεσε την πιο σκληρή επίθεση στη δημόσια εκπαίδευση. Πάνω από 1000 σχολεία σε όλη την χώρα έκλεισαν. Χιλιάδες τμήματα συγχωνεύτηκαν και οι μαθητές στοιβάχθηκαν σε τμήματα με τεράστιο αριθμό παιδιών. Κατά τη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων χρόνων ο αριθμός των εκπαιδευτικών έχει μειωθεί δραματικά αφού στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση μόνο συνταξιοδοτήθηκαν 9.000 περίπου εκπαιδευτικοί όλων των ειδικοτήτων και προσλήφθηκαν μόλις 272. Η διαδικασία της αξιολόγησης αφήνει ανοιχτό το ζήτημα των απολύσεων ενώ περίπου το 20% των εκπαιδευτικών δουλεύει με συμβάσεις.
 
Το 2009 οι δαπάνες για την παιδεία ήταν 2,74% του ΑΕΠ, ενώ έπεσαν στο 2,47% για το 2015. Στο επόμενο διάστημα προβλέπεται να μειωθούν ακόμη περισσότερο και να φτάσουν το 2018 στα 3.870εκ. ευρώ.2 Αυτό σημαίνει ότι σε σχέση με το 2009 η πτώση θα είναι της τάξης του 42,4%. Η περικοπή μέσω του «Καλλικράτη» της επιχορήγησης των Δήμων και των Περιφερειών, έχει μετατρέψει τα σχολικά κτίρια σε παγωμένα ερείπια και οι μεταφορές των μαθητών βρίσκονται κάθε χρονιά στον αέρα.
Το ευέλικτο, ανοιχτό στην τοπική αυτοδιοίκηση και στις επιχειρήσεις σχολείο που σχεδιάζουν και το οποίο θα λειτουργεί ως επιχείρηση αναζητώντας τη χρηματοδότησή του στην αγορά αξιολογούμενο γι’ αυτό, αποτελεί οδηγό για το κλείσιμο χιλιάδων ακόμη σχολείων.
 
Διαλύθηκαν υποστηριχτικές δομές. Θεσμοί επιμόρφωσης, όπως τα Διδασκαλεία καταργήθηκαν. Τη σχολική χρονιά ’11-’12 τα σχολεία έμειναν χωρίς βιβλία και το μάθημα γίνονταν με φωτοτυπίες. Στη συνέχεια δίνονταν με το σταγονόμετρο. Αυτό είναι συνέπεια της αντικατάστασης του ΟΕΔΒ από ένα Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου, το «ΙΕΤ Διόφαντος» και της εκχώρησης των βιβλίων σε μεγάλους εκδοτικούς οίκους. Τα ειδικά σχολεία ιδρυματοποιούνται εξαιτίας των τραγικών ελλείψεων και των καθυστερήσεων στην τοποθέτηση προσωπικού εκπαιδευτικού και ειδικού. Πάσχουν από την έλλειψη κατάλληλου εκπαιδευτικού υλικού και φτάνουν σε σημείο να επιστρατεύονται οι ίδιοι οι γονείς για να παραχθεί έργο.
 
Παρά τις περί του αντιθέτου διαβεβαιώσεις η σχολική τσάντα έχει γίνει ακόμη πιο βαριά. Τα σχολεία που προωθούνται είναι τα χρηματοδοτούμενα από το ΕΣΠΑ ολοήμερα σχολεία Ενιαίου Αναμορφωμένου Εκπαιδευτικού Προγράμματος (ΕΑΕΠ). Είναι σχολεία διευρυμένου ωραρίου, εφτάωρης παιδικής υπερεργασίας, που το παιδί από την πρώτη τάξη παρακολουθεί ένα γεμάτο πρόγραμμα, από τις οκτώ το πρωί έως τις τέσσερις το μεσημέρι.
 
Το «Νέο Σχολείο» είναι ένα σχολείο ταξικής επιλογής και αποκλεισμού. Τα μαθήματα έχουν δυσκολέψει σε πολύ μεγάλο βαθμό και τα παιδιά καλούνται να ανταποκριθούν σε ένα ιδιαίτερα ανταγωνιστικό περιβάλλον από τα πολύ πρώτα βήματά τους. Οι παιδαγωγικές αντιλήψεις που κυριαρχούν στα νέα αναλυτικά προγράμματα είναι αυτές που ταιριάζουν στις ιδέες της αγοράς. Ο δάσκαλος δεν μεταβιβάζει αλήθειες, ούτε καθοδηγεί αλλά διαμορφώνει το κατάλληλο παιδαγωγικό κλίμα, μέσα στο οποίο ο μαθητής καλείται να επιλέξει τι του ταιριάζει για να φτιάξει τη δική του αντίληψη για τον κόσμο, σύμφωνα με τις δικές του κλίσεις και ενδιαφέροντα. Όπως αναφέρεται στο ΔΕΠΠΣ-ΑΠΣ:3 «ο καθένας πλάθει τη δική του κοσμοεικόνα και το δικό του κοσμοείδωλο……. μαθαίνει ό,τι θεωρεί απαραίτητο, ότι του ταιριάζει, οικοδομεί το πτυχίο του». Ο μαθητής γίνεται ο αποκλειστικός υπεύθυνος για την όσο το δυνατό μεγαλύτερη συλλογή εφοδίων από τη μεριά του για να γίνει ανταγωνιστικότερος στην αγορά εργασίας. Η έμφαση είναι στην ανάπτυξη δεξιοτήτων και όχι στην παροχή ενιαίας γνώσης. Αυτή η διαδικασία φτάνει σε στιγμές παροξυσμού από το μεσημέρι και μετά όταν το παιδί φύγει από σχολείο. Αρχίζει μια απίστευτη κούρσα δραστηριοτήτων σε ιδιωτικές σχολές και φροντιστήρια για να συλλεγούν όλα αυτά τα εφόδια. Η εισαγωγή νέων αντικειμένων στο σχολείο μέσα σε αυτές τις συνθήκες (πχ αγγλικά από την Α’ τάξη) δεν άμβλυνε, αντίθετα όξυνε αυτή τη διαδικασία.

Εκπαιδευτικό απαρτχάιντ

Παρά τις αντιρατσιστικές κορώνες και τις επικλήσεις στην πολυπολιτισμικότητα των εμπνευστών του «νέου σχολείου», η πραγματικότητα που βιώνουν χιλιάδες παιδιά μεταναστών, Ρομά και μειονοτικών περιοχών στο ελληνικό σχολείο είναι αυτή ενός, εκ των πραγμάτων, σχολικού απαρτχάιντ. Οι τάξεις υποδοχής πρακτικά έχουν πάψει να λειτουργούν ή ξεκινούν να λειτουργούν με μεγάλη καθυστέρηση. Τα παιδιά αυτά παρουσιάζουν πολύ υψηλότερα ποσοστά σχολικής διαρροής σε σχέση με τους ντόπιους συμμαθητές τους. Σύμφωνα με στοιχεία που διαβιβάστηκαν στη Βουλή για το σχολικό έτος 2009 – 2010, το 30% των παιδιών που εγκατέλειψαν το δημοτικό σχολείο είχαν καταγωγή από άλλες χώρες. Το 55% ήταν παιδιά Ρομά. Φέτος υπολογίζεται ότι περίπου το 45% των μαθητών με καταγωγή από χώρες εκτός ΕΕ, εγκαταλείπει το σχολείο. Πρακτικά ένας στους δύο μαθητές. Παρόμοια κατάσταση υπάρχει και στα μειονοτικά σχολεία της Θράκης. Δεν είναι τυχαίο ότι ανάμεσα στις τέσσερεις περιοχές που εντοπίζεται η μεγαλύτερη σχολική διαρροή είναι η Ξάνθη και η Ροδόπη. Οι άλλες είναι η Δυτ. Αττική και η Ευρυτανία. Φτώχεια, εγκατάλειψη και διακρίσεις. Τα σχολικά βιβλία εξακολουθούν να αναπαράγουν ισλαμοφοβικά και εθνικιστικά στερεότυπα. Την ίδια στιγμή περνούν τροπολογίες με τις οποίες οι μουσουλμάνοι δάσκαλοι στη Θράκη, απαγορεύεται να παραμείνουν στο σχολείο της επιλογής τους.

Στρατηγικές επιλογές

Όλες αυτές οι επιλογές δεν αποτελούν μια μνημονιακή ανορθογραφία. Αποτελούν στρατηγική επιλογή της άρχουσας τάξης που επιχειρείται να εφαρμοστεί εδώ και δύο δεκαετίες. Ο σύγχρονος καπιταλισμός παρά τα χτυπήματα που έχει καταφέρει στα εργασιακά δικαιώματα, εξακολουθεί να χρειάζεται μια μεγάλη, μορφωμένη και εξειδικευμένη εργατική τάξη. Η εκπαιδευμένη σε ένα δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα εργατική τάξη, παράγει περισσότερη αξία για τα αφεντικά, αυξάνει την παραγωγικότητα. Αυτό δεν ισχύει μόνο για το επιστημονικό προσωπικό. Ένας εργαζόμενος σε μια επιχείρηση που γνωρίζει τη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών είναι πιο αποδοτικός ακόμη και αν αυτοί δεν αποτελούν το άμεσο εργαλείο της δουλειάς του. Αντίστοιχα σε μια περιοχή όπως η Ρόδος ή η Κρήτη ένας ξενοδοχοϋπάλληλος που μιλάει αγγλικά, ρώσικα και σουηδικά είναι πιο παραγωγικός από έναν που δεν μιλάει. Το κόστος για την εξασφάλιση αυτής της εργατικής δύναμης για τους καπιταλιστές είναι «…τμήμα του κόστους της εξασφάλισης της εργατικής δύναμης όπως ο μισθός που πηγαίνει για την αγορά των τροφίμων, των ρούχων ή της στέγασης που χρειάζεται ο εργάτης».4
 
Σε συνθήκες κρίσης, αυτό το κόστος είναι πολυτέλεια για τους καπιταλιστές όπως και το κόστος του συνόλου των κοινωνικών παροχών (δαπάνες για δημόσια υγεία, πρόνοια, συντάξεις, παιδικούς σταθμούς κλπ). Σε αυτές τις συνθήκες το κράτος υφίσταται πίεση να αναδιοργανώσει τις λειτουργίες του σε δύο κατευθύνσεις: από τη μια, ασκεί πίεση πάνω στους εργαζόμενους στην εκπαίδευση να επιτύχουν ρυθμούς δουλειάς και αμοιβές ανάλογες με αυτές που επικρατούν στις πιο ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, από την άλλη, κάνει διαρκείς προσπάθειες να μετακυλήσει το κόστος της εκπαίδευσης και της εξειδίκευσης της εργατικής τάξης στην ίδια.5 Αυτό δεν σημαίνει ότι περνάμε σε μια ενδοεργοστασιακή εκπαίδευση που η κάθε εταιρία θα έχει το δικό της σχολείο. Δεν οδηγούμαστε προς το σχολείο της coca cola όπως λέγεται. Το δημόσιο σύστημα παιδείας παρόλο που φτιάχτηκε κάτω από την πίεση των εργατικών αγώνων, φτιάχτηκε με βάση τις ανάγκες των καπιταλιστών. Αυτοί εξακολουθούν να θέλουν ένα εκτεταμένο δημόσιο σύστημα παιδείας.
 
Ενδεικτικό είναι το τι συμβαίνει στο νηπιαγωγείο. Με τη θεσμοθέτηση της υποχρεωτικής προσχολικής αγωγής το 2006, λόγω του ότι αυτή δεν συνοδεύτηκε με μια πολιτική επέκτασης του νηπιαγωγείου, μεγάλοι ωφελημένοι υπήρξαν οι ιδιοκτήτες ιδιωτικών νηπιαγωγείων. Είδαν τις εγγραφές στις επιχειρήσεις τους να υπερδιπλασιάζονται. Από 4.490 νήπια το 2006 σε 11.035 το 2012. Αυτοί όμως οι αριθμοί παραμένουν μικροί σε σχέση με τα 166.576 νήπια που γράφτηκαν στα δημόσια νηπιαγωγεία την ίδια χρονιά.6 Αυτό που κυρίως αλλάζει είναι το ποιος πληρώνει γι’ αυτό.

Οι ανάγκες της παιδικής ηλικίας

Οι συνέπειες όλων αυτών των εξελίξεων ξεπερνούν τα όρια του σχολείου ως θεσμού. Ο μεγάλος χαμένος είναι η παιδική ηλικία. Η έννοια της παιδικής ηλικίας ως ένα ιδιαίτερο ψυχοσωματικό στάδιο ανάπτυξης του ανθρώπου, που χρήζει ιδιαίτερης φροντίδας, προστασίας και προσοχής αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση που μας διαχώρισε από αιώνες βαρβαρότητας και ανείπωτης καταπίεσης εις βάρος των παιδιών.
 
Οι προτεραιότητες της άρχουσας τάξης, η φτώχεια και οι προκαταλήψεις καθόριζαν τη ζωή των παιδιών. Στις πρώτες μεγάλες ταξικές κοινωνίες, σε μεγάλο ποσοστό το παιδί θεωρήθηκε περιττό βάρος. Οι πρώτοι νόμοι που απαγόρευσαν την παιδοκτονία εμφανίζονται μόλις τον 4ο μ.χ. αιώνα χωρίς αυτό να προϋποθέτει και την εφαρμογή τους, μια και ως πρακτική διατηρήθηκε πολλούς αιώνες ακόμη. Ακόμη και όταν τα πράγματα δεν έφταναν ως εκεί η εγκατάλειψη, η έκθεση σε θανάσιμους κινδύνους και η πώληση ήταν διαδεδομένες από τη Βαβυλώνα ως την αρχαϊκή Αθήνα.
Στο Μεσαίωνα το παιδί θεωρήθηκε ως επί το πλείστον, μια μικρογραφία των μεγάλων. Το γνωμικό laborare est orare (η εργασία είναι λατρεία) καθόριζε την παιδικότητα. Τα παιδικά χεράκια αποτέλεσαν το απαραίτητο συμπλήρωμα των εργατικών χεριών της οικογένειας από πολύ μικρή ηλικία και συμμετείχαν σε όλες τις εργασίες. Από το ζύμωμα του ψωμιού, μέχρι τη δουλειά στα χωράφια, τη βοήθεια στο χτίσιμο σπιτιών και τη δουλειά στα ορυχεία. Σε κάθε στιγμή της καθημερινότητας δεν υπήρχε η έννοια του χωριστού παιδικού κόσμου. Το παιδί θεωρήθηκε φορέας του προπατορικού αμαρτήματος το οποίο έπρεπε να ξεριζωθεί με την εργασία, την πειθαρχία και την υποταγή σε κοσμικούς και επουράνιους άρχοντες.7
 
Η αντίληψη ότι η παιδική εργασία αποτελεί μια ιδιαίτερη μορφή εργασίας και μάλιστα επιλήψιμη ανήκει στα τέλη του 18ου αιώνα και συμπίπτει με τις μεγάλες αστικές επαναστάσεις. Η διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου επεκτείνεται και στους μικρούς ανθρώπους. Το παιδί ενσαρκώνει το μέλλον, ανακηρύσσεται σε δημοκρατική προσωπικότητα και το σχολείο αποτελεί την οργανωμένη προσπάθεια του κράτους να παράσχει δημόσια αγωγή για όλα τα παιδιά. Βέβαια δεν ήταν αυτή η πραγματικότητα που επιφύλαξε ο καπιταλισμός για το παιδί. Χιλιάδες από αυτά αποτέλεσαν φτηνό και πειθαρχημένο προσωπικό στα εργοστάσια της ΒΔ Ευρώπης κατά το 19ο αιώνα, παίρνοντας μισθούς 30% - 50% των αντίστοιχων των ενήλικων. Η αλλαγή από αυτή την κατάσταση ήρθε μέσα από την αναζήτηση παραγωγικότερων μορφών εργασίας από τους καπιταλιστές και την αντίσταση της εργατικής τάξης. Η Ρωσική Επανάσταση αποτέλεσε σταθμό έστω και αν διάρκεσε λίγο, στο προχώρημα των αντιλήψεων για το παιδί και των παιδαγωγικών απόψεων και πρακτικών. Οι κατακτήσεις όπως το οκτάωρο, οι αγώνες για την απελευθέρωση της γυναίκας, οι αγώνες της τάξης και της νεολαίας για την παιδεία, οδήγησαν μεταπολεμικά στο να απολαμβάνει το παιδί τις χαρές της ηλικίας του για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλη έκταση.
 
Η αμφισβήτηση των κατακτήσεων της εργατικής τάξης βάζει στο στόχαστρο και το παιδί και, μέσα από διαφορετικές διαδρομές, ξυπνά φαντάσματα του παρελθόντος. Τα στοιχεία είναι συντριπτικά. Οι αλλαγές στο σχολείο είναι μόνο ένα τμήμα αυτών των επιθέσεων. Σύμφωνα με τον συνήγορο για τα δικαιώματα του παιδιού 40% των παιδιών στην Ελλάδα, γνωρίζει τον κοινωνικό αποκλεισμό λόγω της φτώχειας, ενώ εκτιμάται ότι 3.000 περίπου παιδιά αφήνονται σε ιδρύματα από τους γονείς τους γιατί δεν έχουν να τα θρέψουν. Φυσικά η εικόνα αυτή δεν είναι ίδια για όλα τα παιδιά. Από τη μια είναι η μικρή Σάρα, μετανάστρια που πέθανε από αναθυμιάσεις από το μαγκάλι στη Θεσσαλονίκη και από την άλλη ο γιός Σαμαρά που επιβραβεύτηκε με την απόλυση της καθηγήτριας που τον έπιασε να αντιγράφει.

Υπάρχει απάντηση

Η απάντηση σε όλα αυτά δεν μπορεί να είναι άλλη πέρα από την αποκατάσταση του σχολείου ως δημόσιου αγαθού σε αρμονία με τις ανάγκες της παιδικής ηλικίας με παράλληλα μέτρα προστασίας της παιδικότητας. Ενός σχολείου που συμβάλλει στην ολόπλευρη ανάπτυξη της προσωπικότητας του παιδιού παρέχει ολοκληρωμένη μόρφωση και όχι θραύσματα γνώσεων, προάγει την κριτική σκέψη και δίνει τη δυνατότητα στη μεγάλη πλειοψηφία να ελέγξει τον κόσμο και τη ζωή της.
 
Αυτή η επιλογή δεν αναφέρεται στο απώτερο μέλλον αλλά αρχίζει από τώρα με το ξήλωμα του «νέου σχολείου» και την αντιστροφή των προτεραιοτήτων στην εκπαίδευση. Οδηγός σε αυτό δεν μπορεί να είναι άλλος από τους αγώνες και τα αιτήματα του σήμερα. Δημόσια παιδεία σημαίνει γενναία χρηματοδότησή της. Πρόγραμμα επέκτασής της που αρχίζει από το νηπιαγωγείο. Χτίσιμο νέων νηπιαγωγείων ώστε να υπάρξει πλήρης δίχρονη προσχολική αγωγή. Άνοιγμα ξανά των σχολείων που έκλεισαν και δημιουργία νέων. Μαζικοί διορισμοί εκπαιδευτικών με βάση την ημερομηνία κτήσης του πτυχίου ώστε τα σχολεία να λειτουργούν με πληρότητα και όχι αφηρημένη επάρκεια. Οδηγός για αυτό είναι η θέση των συνδικάτων για αναλογία 1/20 δασκάλου προς μαθητές για τα δημοτικά και 1/15 για τα νηπιαγωγεία με αύξηση της οργανικότητας των σχολείων. Κατάργηση του Καλλικράτη. Επανακρατικοποιήση των δομών που καταργήθηκαν (ΟΣΚ, ΟΕΔΒ). Αναλυτικά προγράμματα και βιβλία βασισμένα σε επιστημονικά δεδομένα και στις εμπειρίες της εργατικής τάξης και των λαϊκών κινημάτων.
 
Σχολείο χωρίς αποκλεισμούς σημαίνει ιδιαίτερη ενίσχυση και επέκταση των δομών στήριξης των παιδιών που υφίστανται τους αποκλεισμούς. Τάξεις υποδοχής με οργανικές θέσεις για τους εκπαιδευτικούς. Κατάλληλα βιβλία για μετανάστες. Προγράμματα εκμάθησης της ελληνικής στους ενήλικους γονείς των παιδιών και στις οικογένειές τους.
 
Αναλυτικά προγράμματα με βάση μια πραγματικά αντιρατσιστική εκπαίδευση. Πάνω απ’ όλα όμως δεν μπορεί να υπάρξει σχολείο χωρίς διακρίσεις σε μια κοινωνία διακρίσεων. Αν δεν δοθεί ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά, αν δεν νομιμοποιηθούν οι οικογένειές τους και όλοι οι μετανάστες, οποιαδήποτε μέτρο θα είναι μισό. Αντίστοιχα μέτρα για τα παιδιά Ρομά και τα μειονοτικά σχολεία.
 
Απαιτείται η υπεράσπιση της θέσης του εκπαιδευτικού. Είναι αναγκαία η άμεση οικονομική αναβάθμιση με βάση τα αιτήματα του κλάδου. Το αίτημα της απεργίας του 2006, 1.400€ευρώ για τον πρωτοδιόριστο παραμένει επίκαιρο. Επαναφορά των δώρων και επιδομάτων αδείας. Κατάργηση των αντιασφαλιστικών νόμων και του νομοθετικού πλαισίου για την αξιολόγηση. Δραστική μείωση του ωραρίου. Κατάργηση οποιασδήποτε μορφής ελαστικής απασχόλησης. Επιμόρφωση με εκπαιδευτική άδεια και πλήρεις αποδοχές. Πραγματικά δημοκρατικό σχολείο σημαίνει έλεγχος και εκλογή από τους εκπαιδευτικούς των στελεχών της εκπαίδευσης.
 
Το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα εξόδου από την κρίση, που προτείνει η αντικαπιταλιστική αριστερά, η διαγραφή του χρέους, η γενναία φορολόγηση του κεφαλαίου το σπάσιμο της λιτότητας, η καταπολέμηση και η εξαφάνιση της φτώχειας, μπορούν να αποτελέσουν αφετηρία ώστε να φτάσουμε σε ένα σχολείο που τα παιδιά δεν θα έχουν κάποιες τυπικά «ίσες» ευκαιρίες αλλά θα ξεκινούν από ίσες αφετηρίες για την απόκτηση της γνώσης μέσα από μια πραγματικά συλλογική διαδικασία.

Σημειώσεις

1. http://www.minedu.gov.gr/neo-sxoleio-main.html?showall=&start=1
2. Σύμφωνα με το «Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2015-2018»
3. Διαθεματικό Ενιαίο Πλαίσιο Προγραμμάτων Σπουδών και Αναλυτικά Προγράμματα Σπουδών στη σελίδα το Παιδαγωγικού Ινστιτούτου http://www.pi-schools.gr/programs/depps/
4. Chris Harman, Καπιταλισμός Ζόμπι, εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, σελ. 181.
5. Harman, σελ 184.
6. Στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ: http://tinyurl.com/np3qms7
7. Πολλά από τα στοιχεία αυτών των παραγράφων μπορούν να βρεθούν στο συλλογικό Ιστορία της παιδικής ηλικίας από τις εκδόσεις Θυμάρι, το οποίο όμως χρειάζεται να διαβαστεί κριτικά.