Βιβλιοκριτική
Λέανδρος Μπόλαρης: Ουκρανία - Σταυροδρόμι Ιμπεριαλιστικών Ανταγωνισμών

 

Αντίδοτο στις αυταπάτες για προστάτες

 
Λέανδρος Μπόλαρης: Ουκρανία- Σταυροδρόμι Ιμπεριαλιστικών Ανταγωνισμών
Τιμή 6 €, 120 σελίδες, Εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο, 2014
 
Το 2014 ήταν η χρονιά που ο πόλεμος στην Ουκρανία προστέθηκε στην εικόνα κρίσης και αποσταθεροποίησης ολόκληρου του πλανήτη. Μαζί με τα χιλιάδες ανθρώπινα θύματα αυτού του πολέμου και τους ανταγωνισμούς που τον συνοδεύουν, η συζήτηση για την Ουκρανία δίχασε την Αριστερά. Η αλληλεπίδραση σε μία κρίση τριών ταυτόχρονα παραγόντων, των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, της ανόδου των εθνικισμών και της επανεμφάνισης των φασιστών, έκανε την Ουκρανία ένα εκρηκτικό κοκτέηλ. Κι όπως δυστυχώς συμβαίνει σ' αυτές τις περιπτώσεις, η συνθηματολογία και οι επιλεκτικές αναγνώσεις έκαναν την αντιπαράθεση να μοιάζει περισσότερο με γηπεδικό καβγά, παρά με νηφάλια πολιτική συζήτηση.
 
Το πρώτο λοιπόν που έχει να πει κανείς γι' αυτό το μικρό βιβλίο των 120 σελίδων που έγραψε ο Λέανδρος Μπόλαρης είναι πως ανεβάζει το επίπεδο της συζήτησης, ανεξάρτητα αν κάποιος συμφωνεί ή διαφωνεί με τις απόψεις του συγγραφέα. Ο λόγος για τον οποίο η Ουκρανία έχει εξάψει τα πάθη μέσα στην Αριστερά δεν ανάγεται απλώς στις διαφορετικές εκτιμήσεις για τις πρόσφατες εξελίξεις, δηλαδή τον χαρακτήρα της εξέγερσης του Μαϊντάν ενάντια στην κυβέρνηση Γιανουκόβιτς και τα όσα ακολούθησαν. Η Ουκρανία αποκαλύπτει βαθύτερες διαφωνίες, των οποίων οι ρίζες θα πρέπει να αναζητηθούν στην ιστορία, στις αντικρουόμενες θεωρίες για τον ιμπεριαλισμό και, τελικά, στο ίδιο το ερώτημα του σύγχρονου επαναστατικού υποκειμένου. Το βιβλίο του Λέανδρου συμβάλλει σε όλα τα πεδία αυτής της απαιτητικής συζήτησης. Επί τροχάδην θα επισημάνουμε εδώ κάποια από αυτά.
 
Η συζήτηση για τον ουκρανικό εθνικισμό δεν μπορεί να γίνει χωρίς μια στοιχειώδη αφήγηση της πορείας του τον τελευταίο αιώνα. Βασικός πυλώνας του υπήρξε η σύγκρουση με τη Ρωσία που ήλεγχε μεγάλο κομμάτι της Ουκρανίας: είναι χαρακτηριστικό ότι ο Λένιν την αποκαλούσε “Ρωσική Ιρλανδία και Αλγερία”. Η Ουκρανία ήταν θύμα της μεγαλορώσικης πολιτικής επί Τσάρου και, εξαιρώντας το σύντομο διάλειμμα της ρώσικης επανάστασης του 1917, και επί Στάλιν. Η λενινιστική πολιτική επιχείρησε τη δεκαετία του '20 να αποσπάσει το πιο προοδευτικό κομμάτι του ουκρανικού εθνικού κινήματος σε μια συμμαχία με το κράτος των σοβιέτ – η πολιτική αυτή πήρε το όνομα της “ουκρανοποίησης”. Όταν το κράτος των σοβιέτ διαλύθηκε από τη σταλινική αντεπανάσταση στα τέλη της δεκαετίας του '20, ο μεγαλορώσικος εθνικισμός επανήλθε: η πολιτική της κολεκτιβοποίησης έθρεψε τις πιο αντιδραστικές μορφές του ουκρανικού εθνικισμού, γεννώντας έτσι τον ουκρανικό φασισμό και τη συνεργασία του με τους ναζί. Η προσάρτηση της Ουκρανίας στο ανατολικό στρατόπεδο μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και η δημιουργία της “σοβιετικής” Ουκρανίας δεν διέλυσε τις ρίζες του ουκρανικού εθνικισμού. Ο Λέανδρος δίνει μια σύντομη αλλά περιεκτική εικόνα των βασικών ιστορικών καμπών που η γνώση τους είναι απαραίτητη για την τοποθέτηση γύρω από τα σημερινά ζητήματα.
 
Καθοριστική παράμετρος στην εξήγηση της ουκρανικής κρίσης ωστόσο, πέραν από την ιδιαίτερη πορεία του ουκρανικού εθνικισμού και το γεωγραφικό διχασμό της χώρας σε δύο σχετικά διακριτές εθνοτικές και πολιτιστικές ταυτότητες σε δυτική και ανατολική Ουκρανία, είναι οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί ανάμεσα στη Δύση απο τη μια (Ευρωπαϊκή Ένωση και ΗΠΑ) και τη Ρωσία από την άλλη. Εδώ χρειάζεται τόσο μια ανάλυση για τη φύση του ιμπεριαλισμού, που δεν είναι απλώς “η αμερικάνικη υπερδύναμη” αλλά ένα πλέγμα αντιθέσεων ανάμεσα στα ισχυρότερα εθνικά κεφάλαια και τα κράτη τους, όσο και μια ορθή εκτίμηση της συγκυρίας. Η πτώση των καθεστώτων του ανατολικού μπλοκ σήμανε την γεωπολιτική επέκταση της ΕΕ και του ΝΑΤΟ προς την Ανατολή, προκειμένου η ΕΕ και οι ΗΠΑ να αξιοποιήσουν την υποχώρηση του βασικού μεταπολεμικού ανταγωνιστή τους, της Ρωσίας. Ήταν πάντοτε γνωστό ότι μόλις αυτό το κύμα θα έφτανε στην αυλή της Ρωσίας (όπως έγινε με τη Γεωργία το 2008 ή με την Ουκρανία σήμερα), το ρωσικό κράτος θα αντιδρούσε, ειδικά σε μια περίοδο που ο Πούτιν επιχειρεί μια επιστροφή της ρωσικής ισχύος.
Η κατανόηση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα της σύγκρουσης δεν είναι ένα φιλολογικό ζήτημα, αλλά έχει άμεσες πρακτικές συνέπειες στην πολιτική παρέμβαση της Αριστεράς, μέσα και έξω από την Ουκρανία. Κάθε κίνημα των απλών ανθρώπων απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τη διαφθορά πολιτικού προσωπικού και ολιγαρχών, πρέπει να εξοπλιστεί με τον αντι-ιμπεριαλισμό, ειδάλλως κινδυνεύει να πέσει θύμα των παρεμβάσεων των ξένων δυνάμεων που συγκρούονται στην ουκρανική αρένα. Τέτοια ήταν η παρέμβαση της ΕΕ στο μαζικό κίνημα του Μαϊντάν, όπου μάλιστα ευρωπαίοι αξιωματούχοι βρέθηκαν στην πλατεία χωρίς να πουν λέξη για την παρουσία νεοναζιστών και τη μετέπειτα χρήση τους σε κυβερνητικά πόστα. Τέτοια είναι και η παρέμβαση της Ρωσίας στις αντιδράσεις του κόσμου στην Ανατολική Ουκρανία απέναντι στη νέα κυβέρνηση νεοφιλελεύθερων και εθνικιστών, που πήρε τη μορφή της προσάρτησης της Κριμαίας και της μεταφοράς ρωσικών στρατιωτικών και παραστρατιωτικών δυνάμεων στις ανατολικές επαρχίες του Ντονμπάς που χτυπιούνται από την “αντιτρομοκρατική” επίθεση του Κιέβου.
 
Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, ο Λέανδρος προσδιορίζει τα καθήκοντα του κινήματος μέσα και έξω από την Ουκρανία. Η τοποθέτηση ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις τόσο της Δύσης όσο και της Ρωσίας, δεν σημαίνει παθητικότητα ή “εξ αποστάσεως” κριτική. Σημαίνει όμως ότι στην Ουκρανία, η λύση δεν θα έρθει από την υποστήριξη μιας από τις δύο πλευρές της εξελισσόμενης στρατιωτικής σύγκρουσης (όπως το κάνουν κομμάτια της ελληνικής Αριστεράς που έχουν αγκαλιάσει τις “Λαϊκές Δημοκρατίας της Νοβοροσίας”). “Δεν υπάρχουν υποκατάστατα, μονοπάτια που κόβουν δρόμο στη διαδικασία που θα ενώσει τους εργάτες για να παλέψουν για τα συμφέροντά τους. Αυτόν το δρόμο η εργατική τάξη θα τον βαδίσει στηριγμένη στις δικές της εμπειρίες, στα δικά της πολιτικά ξεκαθαρίσματα, στους δικούς της αγώνες ή δεν θα τον βαδίσει καθόλου” (σελ. 12). Χρήσιμη υπενθύμιση, και όχι μόνο για την Ουκρανία.