Άρθρο
Για να έχει συνέχεια η ελπίδα

Σύνταγμα 15/2, ενάντια στους εκβιασμούς της Ε

 

Ο Πάνος Γκαργκάνας αναλύει το τοπίο μετά τον πολιτικό σεισμό της 25 Γενάρη.

Το τοπίο που διαμορφώνεται μετά τη νίκη της Αριστεράς στις εκλογές της 25 Γενάρη προβάλει με δραματικά γρήγορους ρυθμούς. Η συμφωνία που υπέγραψε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στο Eurogroup στις 20 Φλεβάρη ανέδειξε όλα τα μεγάλα ερωτήματα της νέας περιόδου: 

 

Τι έχουμε μπροστά μας, μια φάση οικονομικής ανάκαμψης και σταδιακής έστω χαλάρωσης της μνημονιακής λιτότητας ή μια συνέχιση των σκληρών θυσιών χωρίς τέλος; 

Τι ήταν η συμφωνία, ένας συμβιβασμός-γέφυρα προς τα μπρος ή μια απότομη οπισθοχώρηση; 

Ήταν αναγκαίος αυτός ο συμβιβασμός μπροστά σε δύσκολους συσχετισμούς ή έχει ευθύνες η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ;

Υπάρχει εναλλακτική στρατηγική και ταχτική για να δικαιωθούν οι προσδοκίες της εργατικής τάξης που στράφηκε μαζικά προς τα αριστερά;

Αυτά και πολλά ακόμη ζητήματα απασχολούν χιλιάδες και χιλιάδες αγωνιστές μέσα σε όλους τους χώρους και η πορεία των εξελίξεων θα καθοριστεί σε μεγάλο βαθμό από τις απαντήσεις που θα δώσουν τα διαφορετικά ρεύματα της Αριστεράς, και μάλιστα γρήγορα. Γιατί είναι ορατές με γυμνό μάτι οι δυνάμεις που περιμένουν να επωφεληθούν αν δεν δώσουμε τις κατάλληλες απαντήσεις.

Οι συσχετισμοί

Αφετηρία μας πρέπει να είναι η δυναμική που εκφράστηκε με το αποτέλεσμα των εκλογών του Γενάρη. Η στροφή προς τα αριστερά πήρε τις μεγαλύτερες διαστάσεις εδώ και δεκαετίες και συγκλόνισε την κοινή γνώμη σε όλη την Ευρώπη και ακόμη πιο πέρα. Για να βρει κανείς ιστορικά προηγούμενα πρέπει να ανατρέξει στη δεκαετία του 1930,  στο τέλος του Β΄Παγκόσμιου Πόλεμου ή στα χρόνια μετά τον Μάη του 68. 

Η ριζοσπαστικοποίηση της εργατικής τάξης φάνηκε και με το γεγονός ότι πέρα από το άλμα του ΣΥΡΙΖΑ κατά περίπου οκτώ ποσοστιαίες μονάδες σε σύγκριση με τις εκλογές του 2012, άνοδο κατέγραψαν και οι ψήφοι του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Το άθροισμα των ποσοστών της Αριστεράς έφτασε το 42,6% πανελλαδικά, ενώ στις εργατογειτονιές της δυτικής Αθήνας και της Β΄Πειραιά ξεπέρασε το 50%. Σε αυτές τις περιοχές η ψαλίδα ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ είναι τεράστια καθώς το δεύτερο κόμμα πέφτει κάτω από το 20%, ενώ το ΚΚΕ είναι τρίτο κόμμα πάνω από ΧΑ, Ποτάμι, ΑΝΕΛ και ΠΑΣΟΚ.1

Το μαζικό αυτό ρεύμα χτύπησε σκληρά τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα αλλά και τα επίδοξα «αναχώματα». Η ΔΗΜΑΡ εξαφανίστηκε, το «Κίνημα» του Γ. Παπανδρέου δεν μπήκε στη Βουλή, οι Οικολόγοι διασπάστηκαν και το Ποτάμι έμεινε πολύ μακριά από τα διψήφια ποσοστά που του έδιναν οι ευσεβείς πόθοι των δημοσκοπήσεων όταν πρωτοεμφανίστηκε. 

Πέρα από τα νούμερα, όμως, ίσως το πιο ενδεικτικό στοιχείο για τους συσχετισμούς είναι οι υποκλίσεις που αναγκάστηκαν να κάνουν τα ηττημένα κόμματα στη συνέχεια. Οι σκέψεις για γρήγορες ρεβάνς και «αριστερές παρενθέσεις» κρίθηκαν ανεπίκαιρες και επικράτησαν τακτικές «συναίνεσης» και προτροπών προς τη νέα κυβέρνηση να επιδείξει πνεύμα «ρεαλισμού». Η ΝΔ του Σαμαρά που έλεγε ότι δεν δέχεται ούτε προεκλογικό διάλογο με τους «υβριστές», ανακάλυψε τις ανθοδέσμες του Μεϊμαράκη για τη νέα Πρόεδρο της Βουλής.

Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι έχουν ξεπεράσει το σοκ ή, πολύ περισσότερο, την πολιτική κρίση των κομμάτων της άρχουσας τάξης. Το ΠΑΣΟΚ του Βενιζέλου έχει κι άλλο κατήφορο μπροστά του μετά τη Παπανδρεϊκή διάσπαση. Όσο για τη ΝΔ, η αμφισβήτηση της ηγεσίας Σαμαρά ήδη έχει ξεκινήσει και η αλλαγή της κάθε άλλο παρά ομαλή προβλέπεται. 

Επιπλέον, για τη σωστή εκτίμηση των συσχετισμών είναι απαραίτητο να βλέπουμε ότι η κρίση της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ είναι τμήμα ενός γενικότερου προβλήματος για τα κυβερνητικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη.

Στο προηγούμενο τεύχος αυτού του περιοδικού, η Μαρία Στύλλου αναφερόταν στον Γκράμσι για να υπογραμμίσει τη σημασία που έχει η εξασθένιση των κομμάτων που παίζουν το ρόλο του «ιμάντα» ή του «μεσάζοντα» ανάμεσα στην κυρίαρχη τάξη και τις λαϊκές τάξεις.2 Στο ίδιο μοτίβο, ο Άλεξ Καλλίνικος γράφει στο International Socialism Journal:

«Ο θρίαμβος του νεοφιλελευθερισμού στις δεκαετίες του 1980 και του 1990 οδήγησε τα κατεστημένα κόμματα να συγκλίνουν στο ίδιο καθεστώς μακροοικονομικής διαχείρισης (με στόχο όχι πλέον την πλήρη απασχόληση, όπως ήταν στην περίοδο του Κεϊνσιανισμού, αλλά τη συγκράτηση του πληθωρισμού και κατά συνέπεια την εξυπηρέτηση των χρηματαγορών), καθώς επίσης να συγκλίνουν στις ίδιες πολιτικές ιδιωτικοποιήσεων, απελευθέρωσης των αγορών και εργασιακής ευελιξίας. … Αυτό που προέκυψε ήταν η έλλειψη ουσιαστικών πολιτικών επιλογών και η αρνητική επίδραση αυτών των πολιτικών στις ζωές των ανθρώπων. Και οι δυο αυτοί παράγοντες έχουν συντελέσει στην αποξένωση των ψηφοφόρων από αυτά τα κόμματα και στην προτροπή να αναζητήσουν λύσεις αλλού».3

Οι επιπτώσεις αυτών των διεργασιών μπορεί να έχουν, για πολλούς λόγους, την πιο οξυμένη έκφρασή τους στην Ελλάδα, αλλά δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Είναι ορατές σε όλη την Ευρώπη, προφανώς στην Ισπανία με την εκρηκτική εμφάνιση του Podemos, και στην Ιρλανδία με την άνοδο του Sinn Fein, αλλά και στις άλλες χώρες.

Ακόμη και στη Γερμανία που είναι η ισχυρότερη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και θεωρείται το επιτυχημένο πρότυπο αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης με αυστηρή δημοσιονομική πολιτική, ο παραδοσιακός «Μεγάλος Συνασπισμός» της Χριστιανοδημοκρατίας με τη Σοσιαλδημοκρατία δυσκολεύεται να αποτρέψει τις «διαρροές προς τα άκρα».

 Ένα χαρακτηριστικό δείγμα για τη δυσαρέσκεια που υποβόσκει ήταν το ξέσπασμα των κινητοποιήσεων υπέρ και κατά της κίνησης Pegida: οι φασίστες και η ακροδεξιά προσπάθησαν να αποπροσανατολίσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια με ρατσιστικές ισλαμοφοβικές διαδηλώσεις που πήραν μαζικές διαστάσεις, αλλά βρήκαν μπροστά τους ακόμη μεγαλύτερες αντιρατσιστικές και αντιφασιστικές κινητοποιήσεις που τους έφραξαν το δρόμο.4 Η Μέρκελ και ο Σόιμπλε ανησυχούν ότι το ελληνικό παράδειγμα μπορεί να είναι μεταδοτικό, όχι μόνο στην Ισπανία αλλά παντού.

Εκτός, λοιπόν, από τα προβλήματα της οικονομικής κρίσης, οι άρχουσες τάξεις των ευρωπαϊκών καπιταλισμών αντιμετωπίζουν και τις δυσκολίες μιας πολιτικής αστάθειας που έχει δομικές ρίζες. Αν χρησιμοποιούσαμε τη γλώσσα του Μάο που παλιότερα ήθελε να επικαλείται και ο Αλέξης Τσίπρας, θα λέγαμε ότι τα διευθυντήρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι «χάρτινες τίγρεις». 

Οι συμβιβασμοί

Έκανε προσπάθεια η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να αξιοποιήσει αυτή την εικόνα στη διαπραγμάτευση που άνοιξε; Η απάντηση είναι αρνητική σε κάθε βήμα.

Το πρώτο ήταν ο σχηματισμός της συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ. Η παράδοση του υπουργείου Άμυνας στον Πάνο Καμμένο είναι χωρίς καμιά αμφιβολία κίνηση κατευνασμού προς την άρχουσα τάξη και το στρατιωτικό κατεστημένο. Ένας συντηρητικός πολιτικός, γνωστός για τις αντιτουρκικές κραυγές του και ο οποίος στην προεκλογική περίοδο αυτοπροβλήθηκε ως δύναμη επιτήρησης του ΣΥΡΙΖΑ, ανταμείβεται με την εποπτεία του πιο νευραλγικού τομέα αυτού που ονομάζουμε «βαθύ κράτος». Ουσιαστικά είναι μια δέσμευση του Τσίπρα ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα θίξει αυτόν τον τομέα.

Μήπως, όμως, μια τέτοια κίνηση επιβλήθηκε από το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξασφάλισε την αυτοδύναμη πλειοψηφία στη Βουλή; Την απάντηση σε αυτό το ερώτημα την έδωσε ο ίδιος ο Καμμένος σε συνεντεύξεις του όπου υποστηρίζει ότι η κυβερνητική συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ θα προχωρούσε ακόμη και σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πάνω από 151 βουλευτές. Ο ισχυρισμός αυτός γίνεται πιστευτός γιατί και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει διακηρύξει ξανά και ξανά τον προσανατολισμό του προς την εξασφάλιση ευρύτερων συναινέσεων. Ακόμη και η φρασεολογία για «κυβέρνηση της Αριστεράς» είχε εγκαταλειφθεί με την υιοθέτηση του χαρακτηρισμού «κυβέρνηση κοινωνικής σωτηρίας». 

Περισσότερο από τα λόγια, όμως, μιλούν οι πράξεις. Ποια λύση στο πρόβλημα του σχηματισμού κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας πρόσφερε ο Πανούσης που ανέλαβε υπουργός Προστασίας του Πολίτη; Δεν διαθέτει καμιά βουλευτική έδρα, το μόνο του προσόν είναι η διακηρυγμένη πολιτική μετριοπάθεια που τον οδήγησε στο χώρο της πέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ κεντροαριστεράς και η εξοικείωσή του με τα ηγετικά κλιμάκια της Αστυνομίας με την ιδιότητα του καθηγητή εγκληματολογίας στις αστυνομικές σχολές. Η υπουργοποίησή του είναι άλλη μια χειρονομία καλής θέλησης προς τα δεξιά και επιβεβαιώθηκε με τις προκλητικές δηλώσεις του για τον φράχτη στον Έβρο. Αντίστοιχα συμπεράσματα μπορούν να αντληθούν από την ανάθεση του Υπουργείου Εξωτερικών στο Νίκο Κοτζιά, στέλεχος με θητεία συμβούλου στο ΠΑΣΟΚ και με θέσεις πιο κοντά στους ΑΝΕΛ παρά στην Αριστερά.

Επιπλέον, η λογική της αναζήτησης ερεισμάτων προς τα δεξιά επιβεβαιώθηκε με τις επιλογές για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Εδώ, δεν υπήρχε θέμα κοινοβουλευτικών συσχετισμών, η συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ διέθετε την απαραίτητη πλειοψηφία. Παρόλα αυτά, η επιμονή στην αναζήτηση δεξιού υποψήφιου ήταν σκληρή. Όταν προέκυψαν δυσκολίες με την υποψηφιότητα Αβραμόπουλου (πιθανά εξαιτίας των αντιρρήσεων Γιουνκέρ που δεν ήθελε να ανασχηματίσει την Κομισιόν της ΕΕ τόσο γρήγορα και με τον κίνδυνο να βρεθεί ένας εκπρόσωπος της Αριστεράς στη θέση του Επίτροπου Μετανάστευσης), η επιλογή στράφηκε στον Προκόπη Παυλόπουλο.

Σαν πρόσωπο, ο νέος Πρόεδρος της Δημοκρατίας κουβαλάει ένα συντηρητικό βιογραφικό που περιλαμβάνει τις μέρες της δολοφονίας του Γρηγορόπουλου. Θα ήταν στοιχειώδες να αποκλειστεί για μόνο αυτό το λόγο, αντί να γίνεται αποδέκτης δημοκρατικών επαίνων από τη Ζωή Κωνσταντοπούλου. Αλλά ακόμη περισσότερο βαραίνει ο συμβολισμός της αποδοχής από τον ΣΥΡΙΖΑ της πάγιας διαδικασίας να προτείνεται μια προσωπικότητα από το χώρο της άλλης παράταξης (το ΠΑΣΟΚ τον Στεφανόπουλο, η ΝΔ τον Παπούλια). Για ένα κόμμα της ριζοσπαστικής αριστεράς που υπόσχεται ανατροπές σε ένα απονομιμοποιημένο πολιτικό σκηνικό, οι προεδρικές επιλογές του Τσίπρα αποδείχθηκαν και θεσμικά συντηρητικές.

Είναι τουλάχιστο άτοπο να φορτώνονται οι ευθύνες για αυτές τις εξελίξεις στην υπόλοιπη Αριστερά, στο ΚΚΕ και στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όσοι μιλούν με αυτόν τον τρόπο μάλλον εκφράζουν τη δική τους προτίμηση να στρέψουν τα βέλη της κριτικής τους προς τα εκεί παρά στην ηγεσία Τσίπρα.

Η διαπραγμάτευση

Επιβεβαίωση των κάθε άλλο παρά ριζοσπαστικών προσανατολισμών της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η συμφωνία στο Eurogroup στις 20 Φλεβάρη. Εκεί είχαμε τη μεγαλύτερη υπαναχώρηση από τις δεσμεύσεις του ΣΥΡΙΖΑ και τις βαρύτερες απώλειες εξαιτίας της πολιτικής του κατευνασμού απέναντι στο ντόπιο και ευρωπαϊκό κατεστημένο.

Η κυβέρνηση μπήκε στη διαπραγμάτευση με την όπισθεν και αυτό φάνηκε με τρεις κινήσεις.

Η πρώτη ήταν η υπουργοποίηση του Βαρουφάκη, ο οποίος ήταν γνωστός για τις «μετριοπαθείς» απόψεις του.5 Αντιρρήσεις για την πολιτική Βαρουφάκη είχε εκφράσει όχι μόνο η Αριστερή Πλατφόρμα που επέμενε να μην είναι υποψήφιος στις Ευρωεκλογές, αλλά και ο υπεύθυνος οικονομικής πολιτικής Γιάννης Μηλιός που τον θεωρούσε γέφυρα με τις νεοφιλελεύθερες απόψεις. Ένας ακόμη από τους οικονομολόγους που έχουν στηρίξει το ΣΥΡΙΖΑ, ο μαρξιστής Michael Roberts, έχει χαρακτηρίσει τον Βαρουφάκη «περισσότερο περιστασιακό παρά μαρξιστή», με βάση τα ίδια τα γραφόμενά του ότι «το ιστορικό καθήκον της Αριστεράς στη συγκεκριμένη συγκυρία είναι να σταθεροποιήσει τον καπιταλισμό, να σώσει τον Ευρωπαϊκό καπιταλισμό από τον εαυτό του και από τους ανόητους διαχειριστές της αναπόφευκτης κρίσης της Ευρωζώνης».6

Παρόλα αυτά, ο Τσίπρας τον επέβαλε και του άναψε το πράσινο φως για να ξεκινήσει τις διαπραγματεύσεις με την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ.

Η δεύτερη κίνηση αναδίπλωσης ήταν η παραβίαση της δέσμευσης που είχε αναλάβει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας στη Θεσσαλονίκη: “Αναλαμβάνουμε την ευθύνη και δεσμευόμαστε απέναντι στον Ελληνικό λαό για ένα Εθνικό Σχέδιο Ανασυγκρότησης, με το οποίο θα αντικαταστήσουμε το μνημόνιο από τις πρώτες κιόλας μέρες της νέας διακυβέρνησης, προτού και ανεξάρτητα από την έκβαση της διαπραγμάτευσης…” Aλέξης Τσίπρας, 13 Σεπτεμβρίου 2014, ομιλία στην ΔΕΘ.7 Αντί να πάει ο Βαρουφάκης στο Eurogroup με το μνημόνιο καταργημένο, οι δηλώσεις ότι δεν θέλουμε τα λεφτά της τρόικας εγκαταλείφθηκαν και η διαπραγμάτευση απέκτησε ως περιεχόμενο τους όρους και τις προϋποθέσεις για την εκταμίευση της δόσης των 7,5 δις που υπολείπονται από το προηγούμενο μνημόνιο.

Τέλος, μια τρίτη κίνηση ήταν η εγκατάλειψη του αιτήματος για μερική, έστω, διαγραφή του χρέους και η αντικατάστασή του με άλλες «τεχνικές λύσεις» όπως τα ομόλογα χωρίς ημερομηνία λήξης, τα περιβόητα perpetual bonds που έριξε σαν ιδέα ο Βαρουφάκης στις περιοδείες του στο Παρίσι και στο Σίτι του Λονδίνου πριν καθήσει στο τραπέζι του Eurogroup. Έτσι, με τα βασικά του χαρτιά καμένα, έφτασε να αποδεχθεί την παράταση της αξιολόγησης για τέσσερις μήνες με μόνο αντάλλαγμα μια «δημιουργική ασάφεια» που ήδη ερμηνεύεται από τον Σόιμπλε ως αυστηρή τήρηση όλων των δεσμεύσεων που είχαν αναλάβει οι Σαμαροβενιζέλοι.

Όσο κι αν η κυβέρνηση επιχειρεί να δείξει ότι υπάρχουν περιθώρια «ευελιξίας» φέρνοντας τα πρώτα νομοσχέδια στη Βουλή, αναγκάζεται και η ίδια να δηλώνει ότι οι προτάσεις νομοσχεδίων ξεφεύγουν από την επιτήρηση των «θεσμών» μόνο όταν δεν έχουν αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις. Καμιά χαλάρωση της λιτότητας, δηλαδή. Αντίθετα, ασφυκτική πίεση για να αποδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο τετράμηνο ότι είναι σε θέση να κρατάει σφιχτά τα λουριά της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ανοιχτές τις πόρτες των ιδιωτικοποιήσεων.

Μήπως, όμως, είμαστε υπερβολικά αυστηροί και δεν παίρνουμε υπόψη την ανάγκη ελιγμών και συμβιβασμών απέναντι σε τόσο σκληρούς αντίπαλους; 

Υπάρχουν πολλές φωνές που θυμήθηκαν τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ αυτόν τον καιρό. Φωνές από τα δεξιά, όπως του Πρετεντέρη, που έγραψε στα Νέα ότι όταν διαπραγματεύεσαι με έναν ισχυρότερο αντίπαλο πρέπει να συμβιβάζεσαι με την πρώτη προσφορά που θα σου κάνει, γιατί η δεύτερη, αν απορρίψεις την πρώτη, θα είναι χειρότερη. Απόδειξη; Οι Μπολσεβίκοι που καθυστέρησαν τις διαπραγματεύσεις με τη Γερμανία αναγκάστηκαν στο τέλος να παραχωρήσουν το 30% του Ρωσικού εδάφους για να σταματήσουν τις εχθροπραξίες. Και φωνές από την αριστερά, όπως η αρθρογραφία στην Αυγή κατά του αριστερισμού που ξεχνάει ότι ακόμη και οι πιο σκληροτράχηλοι επαναστάτες, οι Μπολσεβίκοι, αναγκάστηκαν να κάνουν συμβιβασμούς όπως στο Μπρεστ Λιτόφσκ.

Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες ιστορικές «λεπτομέρειες» που ξεχνούν αυτές οι φωνές. Οι Μπολσεβίκοι είχαν διακηρυγμένο αίτημα τον τερματισμό του πολέμου και το υλοποίησαν ακόμη και αν χρειάστηκε να θυσιάσουν την «εδαφική ακεραιότητα της πατρίδας». Ακόμη και μέσα στην ώρα του συμβιβασμού κράτησαν όρθια την προτεραιότητα των εργατικών απαιτήσεων για τερματισμό του πολέμου. Και βέβαια κράτησαν ανοιχτή την πύλη της επανάστασης που λίγους μήνες αργότερα ανέτρεψε τη Συνθήκη του Μπρεστ Λιτόφσκ γκρεμίζοντας τον Κάιζερ στο Βερολίνο.8

Υπάρχουν, δηλαδή, συμβιβασμοί και συμβιβασμοί. Ποια εργατική προοπτική μπορεί να ισχυριστεί ότι υπηρέτησε η συμφωνία στο Eurogroup της 20 Φλεβάρη;

Τέσσερις μήνες και τέσσερα χρόνια

Το τελευταίο επιχείρημα των υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ που υπερασπίζονται τη συμφωνία είναι ότι πρόκειται για δέσμευση μόλις ενός τετράμηνου, ενώ ο ορίζοντας της κυβέρνησης είναι η τετραετία. Το τετράμηνο θα είναι μια ανάσα και η κυβέρνηση μετά θα έχει το χρόνο να υλοποιήσει το πρόγραμμά της. 

Δυστυχώς, δεν είναι καθόλου έτσι. Τίποτε δεν δείχνει ότι μετά από ένα διάστημα συμμόρφωσης με τη μνημονιακή λιτότητα, αυτό που θα ακολουθήσει είναι μια βελτίωση των συνθηκών. Όποιος βλέπει έτσι τα πράγματα, απλά επαναλαμβάνει τις αυταπάτες ενός «success story» με χρονοκαθυστέρηση μερικών μηνών σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μύθο του Σαμαρά. Πρέπει να είμαστε ξεκάθαροι πάνω σε αυτό το ζήτημα για να μην περνάνε τα ψεύτικα «επιχειρήματα» του στιλ «κάντε υπομονή για τέσσερις μήνες και έρχονται τα καλύτερα».

Ας υποθέσουμε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ υλοποιεί τη συμφωνία αυτούς τους μήνες και επίσης ας υποθέσουμε ότι ως ανταμοιβή παίρνει από τους «θεσμούς» κάποιες «τεχνικές ρυθμίσεις» για το χρέος που περιορίζουν το στόχο για το πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού στο 2-3% του ΑΕΠ. Και οι δυο αυτές υποθέσεις δεν πατάνε καθόλου στην πραγματικότητα, αλλά ας αφήσουμε να επανέλθουμε σε αυτό το ζήτημα παρακάτω. Ακόμη και σε ένα τέτοιο εξωπραγματικό σενάριο, προκύπτει το ερώτημα: από πού θα βρεθούν ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας ικανοί να εξασφαλίσουν τέτοια πλεονάσματα;

Ήδη η ΕΛΣΤΑΤ αναθεώρησε προς τα κάτω τις εκτιμήσεις της για το τι έγινε στην οικονομία το 2014. Το τελευταίο τρίμηνο της χρονιάς υπήρξε συγκράτηση της ανάκαμψης. Οι προβλέψεις για το πρώτο τρίμηνο του 2015 είναι αρνητικές λόγω των πιέσεων πάνω στις τράπεζες. Υπήρξε φυγή καταθέσεων και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδείνωσε την κατάσταση με τους πολιτικούς εκβιασμούς περιορισμού στη χορήγηση ρευστότητας.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι περιορισμοί της ΕΚΤ υπηρετούσαν και υπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες. Δεν έχει περάσει και τόσος καιρός από τον περασμένο Σεπτέμβρη, όταν ο Μάριο Ντράγκι ανακοίνωνε ότι η ΕΚΤ θα έβαζε μπροστά την αγορά “asset-backed securities” για να διευκολύνει τη ρευστότητα των ευρωπαϊκών τραπεζών.9

Αυτά τα τραπεζικά προϊόντα θεωρούνταν μέχρι τότε ως υπερβολικά επισφαλή για να γίνονται δεκτά από την ΕΚΤ. Είχαν παίξει κρίσιμο ρόλο στο ξέσπασμα της τραπεζικής κρίσης στην Αμερική το καλοκαίρι του 2007 και γι’ αυτό υπήρχαν περιορισμοί για τη χρήση τους στην Ευρώπη. Τώρα ο ίδιος κύριος Ντράγκι που χαλάρωσε τους περιορισμούς σε τέτοια ενδυνάμει τοξικά προϊόντα για χάρη των μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, αποφάσισε να γίνει αυστηρός με τις ελληνικές τράπεζες. Αυτή είναι άλλη μια ένδειξη ότι η διαπραγμάτευση στο Eurogroup έγινε και γίνεται με κριτήριο όχι «μόνο» τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους αλλά και την πολιτική επιδίωξη να παταχθεί κάθε αμφισβήτηση της λιτότητας μέσα στην Ευρωζώνη.10

Με το επόμενο τετράμηνο αφιερωμένο σε σκληρές προσπάθειες δημιουργίας πλεονασμάτων για την αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων, όπως προβλέπει η συμφωνία της 20 Φλεβάρη, η όποια ώθηση για επανεκκίνηση της οικονομίας αναβάλλεται. Με άλλα λόγια, από οικονομική άποψη, τίποτα δεν προϊδεάζει ότι οι ρυθμοί θα τρέξουν πιο γρήγορα ώστε να δημιουργήσουν καλύτερα περιθώρια χαλάρωσης της λιτότητας αργότερα. Το αντίθετο ισχύει: η συμφωνία και οι πιέσεις του Eurogroup για περικοπές οδηγούν στον ίδιο φαύλο κύκλο που έχουμε γνωρίσει.

Μήπως υπάρχει ελπίδα για βελτίωση του διεθνούς περιβάλλοντος ώστε να έρθουν από εκεί τα περιθώρια χαλάρωσης; Ούτε από εκεί προκύπτει κάτι τέτοιο. Η πτώση της τιμής του πετρέλαιου έχει αρχίσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις μέσα στην ίδια την αμερικάνικη οικονομία που μέχρι πρόσφατα θεωριόταν εστία ανάκαμψης για την παγκόσμια οικονομία. Ο ρυθμός των περικοπών των επενδύσεων και των δραστηριοτήτων στις πετρελαιοπηγές του Τέξας έφτασε να γίνει τόσο ανησυχαστικός ώστε οι Financial Times να υπενθυμίζουν πώς το 1980 η κρίση μεταφέρθηκε από την πετρελαϊκή βιομηχανία στις τράπεζες και από εκεί στην ευρύτερη οικονομία των ΗΠΑ και διεθνώς.11

Αν η αμερικάνικη οικονομία μπαίνει ξανά στον αστερισμό της αβεβαιότητας, στην Ευρώπη οι προοπτικές είναι χειρότερες. Η υπόσχεση του Ντράγκι για «ποσοτική χαλάρωση» έχει σε μεγάλο βαθμό προεξοφληθεί από τις αγορές, αλλά αυτό δεν βελτίωσε τις επιδόσεις ούτε της Γαλλικής ούτε της Ιταλικής οικονομίας που είναι τα επίκεντρα της στασιμότητας. Ούτε ο Ολάντ, ούτε ο Ρέντσι δεν έχουν κάποια αχτίδα βελτίωσης να προσφέρουν για το επόμενο διάστημα.

Στην αντίσταση η ελπίδα

Πολύ πιο ρεαλιστικό είναι ένα αντίθετο σενάριο, δηλαδή ότι ο δρόμος προς τη βελτίωση περνάει από την πάλη ΕΝΑΝΤΙΑ στη συμφωνία που προσπαθεί να επιβάλει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Πόσο εφικτή είναι αυτή η προσπάθεια και πού μπορεί να στηρίζεται μια τέτοια προοπτική;

Από οικονομική άποψη, τα πλεονεκτήματα είναι ασύγκριτα. Μια στάση πληρωμών του ελληνικού δημόσιου απέναντι στους «θεσμικούς δανειστές» αυτή τη στιγμή σημαίνει να αποφύγει να δώσει περίπου 5,3 δις ευρώ στο ΔΝΤ μέχρι τον Ιούνη και άλλα 6,7 δις στην ΕΚΤ τον Ιούλη. Ποσά αρκετά μεγάλα ώστε να ακυρώνουν τους εκβιασμούς του Eurogroup για άμεση συνέχιση των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων και να αφήνουν περιθώριο για υλοποίηση όλων των υποσχέσεων που παγώνει η συμφωνία. Αντί να ψάχνει η κυβέρνηση πώς κάθε κίνησή της δεν θα έχει «αρνητική επίδραση στα δημοσιοοικονομικά μεγέθη», θα βρεθούν ο Ντράγκι και η Λαγκάρντ να ψάχνουν τρόπους για να περιορίσουν την αναταραχή στο διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα.

Είναι φανερό ότι μια τέτοια κίνηση χρειάζεται να συνδυαστεί με μέτρα απάντησης στα «αντίποινα» που θα προκαλέσει από την ΕΕ, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, ντόπια και ξένα. Ο έλεγχος των τραπεζών, του νομίσματος και της κίνησης κεφαλαίων δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια τους, όπως είναι σήμερα. Αυτή τη στιγμή, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί ούτε τις διοικήσεις των τεσσάρων «συστημικών» τραπεζών να αλλάξει σύμφωνα με την εκφρασμένη επιθυμία της, χωρίς έγκριση από την εποπτική αρχή των τραπεζών της Ευρωζώνης. Η ρήξη με αυτούς τους περιορισμούς είναι απαραίτητη και βάζει στην ημερήσια διάταξη τον αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα αυτής της αναμέτρησης.

Ο Michael Roberts, παραδείγματος χάρη, περιγράφει με αυτά τα λόγια ένα εναλλακτικό σχέδιο: «Η ελληνική κυβέρνηση και ο λαός της πρέπει να πάρουν τον έλεγχο των κλειδιών της οικονομίας. Αυτό σημαίνει δημόσια ιδιοκτησία και δημοκρατικό έλεγχο των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Έναρξη ενός προγράμματος δημοσίων επενδύσεων για τη δημιουργία θέσεων εργασίας και έκκληση αλληλεγγύης σε όλη την Ευρώπη για στήριξη της ελληνικής εναλλακτικής λύσης απέναντι στις νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις της Ευρωζώνης. Αυτό πιθανά οδηγεί σε πέταγμα της Ελλάδας από την ΕΕ με τους σημερινούς πολιτικούς συσχετισμούς. Αλλά τουλάχιστο ο ελληνικός λαός και οι άλλοι στην Ευρώπη θα έβλεπαν γιατί το κάνουν οι ηγέτες του ευρώ και θα είχαν ένα καθαρό σχέδιο Β να εφαρμόσουν».12

Το ζήτημα του ποιος ελέγχει τα κλειδιά της οικονομίας αναδεικνύεται ως κεντρικό και βέβαια φέρνει μαζί του το ερώτημα: μπορεί το εργατικό κίνημα να στηρίξει μια στρατηγική εργατικού ελέγχου;

Μπορούμε

Η απάντηση πατάει πάνω στη δυναμική των αγώνων που μας έφεραν ως εδώ. Μπορεί κάποιοι φίλοι του Τσίπρα να τον θεωρούν ως πρωταγωνιστή της νίκης της Αριστεράς. Ο Στέλιος Κούλογλου, παραδείγματος χάρη, φέρεται από τους Financial Times να έχει δηλώσει ότι «Έχουμε ένα φαινόμενο τύπου Μαραντόνα. Πήρε μια παρακατιανή ποδοσφαιρική ομάδα και την οδήγησε στην κορυφή. Αυτός το κατάφερε. Χωρίς τον Τσίπρα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι τίποτα. Αλλά εξακολουθούμε να θέλουμε να καυγαδίζουμε για το ποιος θα χτυπάει τα πέναλτι».13

Ακόμη και ποδοσφαιρικά η παρομοίωση είναι αποτυχημένη, καθώς ο Μαραντόνα ποτέ δεν έβαλε τα αυτογκόλ που ήδη βλέπουμε από τον Τσίπρα. Ωστόσο η πραγματικότητα είναι λιγότερο γηπεδική. Η μαζική εργατική ριζοσπαστικοποίηση που εκφράστηκε στα εκλογικά αποτελέσματα και έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση πατάει σε μεγάλα κύματα αγώνων.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα πριν από τις εκλογές, ήταν ανοιχτή μέσα στην Αριστερά μια συζήτηση για την κατάσταση του κινήματος. Μια άποψη υποστήριζε ότι υπάρχει κάμψη και κόπωση μετά τις μεγάλες κινητοποιήσεις του 2010-12. Από αυτή την εκτίμηση, πολλοί έβγαζαν το συμπέρασμα ότι πρέπει να κατεβάσουμε τον πήχη των προσδοκιών. Το αποτέλεσμα των εκλογών διέψευσε αυτές τις απόψεις και επιβεβαίωσε ότι οι μάχες όπως της ΕΡΤ και του αντιφασιστικού κινήματος έχουν ανεβάσει την αυτοπεποίθηση και τις προσδοκίες της εργατικής τάξης. 

Εργατογειτονιές όπου η Αριστερά παίρνει την απόλυτη πλειοψηφία στις εκλογές δεν πέφτουν από τον ουρανό, είναι καρπός μακρόχρονων διεργασιών, ανθεκτικότητας των συλλογικοτήτων της τάξης στα χρόνια των νεοφιλελεύθερων επιθέσεων και έντονης ριζοσπαστικοποίησης στα χρόνια της μνημονιακής κρίσης. Ούτε η ύπαρξη ενός πολιτικού χώρου στα αριστερά της ρεφορμιστικής αριστεράς προκύπτει από παρθενογένεση. Πατάει σε ένα επίσης μακρύ κύμα που ξεσηκώθηκε με την εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, τροφοδοτήθηκε με ρήξεις όπως της Β΄ Πανελλαδικής από το ΚΚΕ εσωτερικού το 1979 και της ΚΝΕ από το ΚΚΕ το 1989 και φτάνει ως το σήμερα με τη δημιουργία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το 2009.

Η αριστερόστροφη δυναμική δεν εξαντλήθηκε με τις εκλογές, αντίθετα ενισχύθηκε. Το εκλογικό αποτέλεσμα έκανε να αναθαρρήσουν ακόμη και όσους αμφέβαλαν ότι η ανατροπή των Σαμαροβενιζέλων είναι εφικτή. Η μετεκλογική δημοσκοπική εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ και η αντίστοιχη κατάρρευση της ΝΔ αυτό δείχνει. Αυτός ο κόσμος δεν είναι κυβερνητικοί χειροκροτητές, είναι γεμάτος προσδοκίες.

Αυτό εκφράζεται και με το γεγονός ότι η ηγεσία Τσίπρα βρίσκεται υπό πίεση από τα αριστερά της από την πρώτη στιγμή. Οι κινητοποιήσεις στις πλατείες την ώρα της διαπραγμάτευσης πήραν σχεδόν από την αρχή περισσότερο χαρακτήρα πίεσης παρά στήριξης για την κυβέρνηση. Οι εργαζόμενοι της ΕΡΤ έγιναν το πρώτο εργατικό κομμάτι που βγήκε στο δρόμο απαιτώντας δικαίωση. Όταν ο Βαρουφάκης έβαλε την υπογραφή του στη Συμφωνία, οι πρώτες διαδηλώσεις ενάντια στο συμβιβασμό έγιναν από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ αρχικά και το ΚΚΕ στη συνέχεια. Μέσα στον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ άνοιξε το χορό της διαφωνίας από τα αριστερά ο Μανώλης Γλέζος και ακολούθησαν φωνές στην Κοινοβουλευτική Ομάδα και στην Κεντρική Επιτροπή.

Οι δυνατότητες για να αναπτυχθεί ένα κίνημα που υπερβαίνει τους συμβιβασμούς της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι ορατές. Το θέμα είναι να τις αξιοποιήσουμε. Την παραμονή των εκλογών, η Εργατική Αλληλεγγύη στο πρωτοσέλιδό της καλούσε για στήριξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με το σύνθημα «Για να έχει η ΕΛΠΙΔΑ της ΑΝΑΤΡΟΠΗΣ συνέχεια και την επόμενη μέρα». Η επόμενη μέρα είναι εδώ, ας φροντίσουμε να έχει συνέχεια η ελπίδα.

 

Σημειώσεις

1. Βλέπε και στον Ριζοσπάστη 27 Γενάρη: το αθροιστικό αποτέλεσμα στους δήμους Αγ. Βαρβάρα, Αγ. Ανάργυροι-Καματερό, Αιγάλεω, Ίλιον, Περιστέρι, Πετρούπολη, Χαϊδάρι δίνει ΣΥΡΙΖΑ 42,34%, ΝΔ 19,55%, ΚΚΕ 8,53%, ΧΑ 6,60%, Ποτάμι 5,67%, ΑΝΕΛ 5,18%, ΠΑΣΟΚ 3,09%, ΚΙΔΗΣΟ 2,10%, ΑΝΤΑΡΣΥΑ 0,97%, ΔΗΜΑΡ 0,49%, Λοιπά 5,49%

2. Μαρία Στύλλου, «Η πτώση της συγκυβέρνησης, η πιο βαθιά κρίση για την άρχουσα τάξη», Σοσιαλισμός από τα κάτω, Νο 108, Γενάρης-Φλεβάρης 2015.

3. Alex Callinicos, Britain and the crisis of the neoliberal state, ISJ 145, winter 2015

4. Βλέπε το κείμενο της βουλευτίνας του Die Linke Christine Buccholz στην Εργατική Αλληλεγγύη στο http://ergatiki.gr/article.php?issue=1162&id=11274

5. Βλέπε σχετικά και το άρθρο «Μετριοπαθής, ριζοσπαστική ή αντικαπιταλιστική πρόταση από την Αριστερά» στο «Σοσιαλισμός από τα κάτω» Νο 107, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2014.

6. https://thenextrecession.wordpress.com/2015/02/10/ yanis-varoufakis-more-erratic-than-marxist/

7. βλέπε το άρθρο του Γιώργου Πίττα στην Εργατική Αλληλεγγύη στις 25 Φλεβάρη.

8. Τόνι Κλιφ, Λένιν 1917-23, «Πολιορκημένη Επανάσταση», κεφάλαιο 4 «Η ειρήνη του Μπρεστ Λιτόφσκ», εκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο.

9. Βλέπε σχετικό άρθρο μου στην εφημερίδα Socialist Worker του Λονδίνου http://socialistworker.co.uk/art/38990/Far+right+threat+looms+over+Europe+as+its+economy+stagnates

10. Άρθρο του Άλεξ Καλλίνικος στην Εργατική Αλληλεγγύη στις 25 Φλεβάρη και στο http://www.socialistworker.co.uk/art/40009/Greece+deal+is+about+more+than+just+debt 

11. Financial Times, 27 Φλεβάρη 2015, «Texas shale boom town ‘hurting bad’ in crude slide».

12. https://thenextrecession.wordpress.com/2015/02/20/ troika-grexit-or-plan-b/«we must remember that the cause of all this mess is the failure of capitalism in Europe and Greece.»

13. Financial Times, 21-22 Φλεβάρη 2015 «Aegina gang holds key to Greece’s eurozone crisis». 

 

"Εξημέρωση" της ακροδεξιάς;

 

Ένα στοιχείο της νέας συγκυρίας που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ιδιαίτερη προσοχή έχει να κάνει με τις απόπειρες των φασιστών και της ακροδεξιάς να ελιχθούν απέναντι στο κύμα αριστερής ριζοσπαστικοποίησης που σηματοδότησε το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ελλάδα.

Όπως συνήθως, η πρωτοβουλία προήλθε από τη Μαρίν Λεπέν και το κόμμα της, το Εθνικό Μέτωπο στη Γαλλία. Έτρεξε να κάνει δηλώσεις ότι παρόλο που διαφωνεί με τη μεταναστευτική πολιτική του, βρίσκει μια νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θετικό βήμα απέναντι στην υπερεθνική κυριαρχία των Βρυξελλών. 

Αντίστοιχα, εδώ εμφανίστηκε ο Μπαλτάκος να κάνει δηλώσεις εκτίμησης («χτυπάω προσοχή») για τον Αλέξη Τσίπρα που «ιδρώνει τη φανέλα στην εθνική προσπαθεια». Και από κοντά ο συνομιλητής του Μπαλτάκου, Κασιδιάρης εμφανίστηκε στη συζήτηση των προγραμματικών δηλώσεων της νέας κυβέρνησης στη Βουλή με εξυπνακισμούς περί «κυβίστησης» και άλλα παρόμοια.

Κάποιοι σχολιαστές «διάβασαν» αυτές τις κινήσεις ως αριστερή στροφή της Χρυσής Αυγής ή έστω αναθέρμανση των σεναρίων για μια «σοβαρή» ακροδεξιά που αφήνει πίσω της τις νεοναζιστικές ακρότητες.

Αυτή είναι μια επιπόλαιη και επικίνδυνη ανάγνωση. Η φασιστική δεξιά έχει κάθε λόγο να προσπαθεί να εξωραϊσει το πρόσωπό της και να αποκτήσει επαφή με τα ακροατήρια που κοιτάζουν προς την Αριστερά όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλη την Ευρώπη. Η Αριστερά, όμως, δεν έχει κανένα λόγο να αποδεχθεί αυτό τον ελιγμό ή να ενθαρρύνει μια τέτοια στροφή. Κάθε άνοιγμα προς μια τέτοια κατεύθυνση απλά νομιμοποιεί τους φασίστες ως δύναμη που δικαιούται όπως και οι άλλες πολιτικές δυνάμεις να στηρίζει αλλά και να αντιπολιτεύεται την κυβέρνηση, ελπίζοντας να αντλήσει από την όποια απογοήτευση.

Ο Λεπέν και η κόρη του που τον διαδέχθηκε στην ηγεσία του Εθνικού Μετώπου στη Γαλλία εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τέτοιου είδους λάθη εκεί. Ας μην τα αντιγράψουμε εδώ.

Κάτι τέτοιο θα ήταν ρήγμα στο τείχος απομόνωσης των νεοναζί που χτίζει το αντιφασιστικό κίνημα. Καθήκον της Αριστεράς δεν είναι να «εξημερώσει» τη Χρυσή Αυγή, αλλά να την περιθωριοποιήσει και να τσακίσει τους δολοφονικούς μηχανισμούς που προσπαθεί να θρέψει.