Πανεργατική 27 Νοέμβρη 2014
Τίποτα δεν είναι όπως πριν, υποστηρίζει η Μαρία Στύλλου. Όμως, το πώς μπορεί η Αριστερά να αξιοποιήσει την πολιτική κρίση της άρχουσας τάξης απαιτεί ξεκάθαρες επιλογές.
Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Το εργατικό κίνημα μετά από σκληρή και παρατεταμένη μάχη με τη λιτότητα και τα μνημόνια, ανέτρεψε την συγκυβέρνηση-ελπίδα για τους καπιταλιστές, ανέδειξε εκλογικά την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα συνειδητοποιεί ότι για την ΕΛΠΙΔΑ – το προεκλογικό σύνθημα του ΣΥΡΙΖΑ – έχει να δώσει μάχες.
Τι σημαίνει αυτό; Τι σημαίνουν οι γρήγοροι συμβιβασμοί της κυβέρνησης της Αριστεράς; Μήπως ότι οι πολιτικές εξελίξεις κάνουν στροφή 360 μοιρών και βρισκόμαστε εκεί απ’ όπου ξεκινήσαμε; Ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τον Καμμένο είναι μια επανάληψη της τρικομματικής κυβέρνησης που στήθηκε τον Ιούνη του 2012; Και άρα το μόνο που μένει στο εργατικό κίνημα είναι να ψηφίσει την επόμενη φορά μια πιο συνεπή αριστερά;
Τέτοιες απόψεις υποστηρίζει το ΚΚΕ και κάποια κομμάτια της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, και αυτό επιδρά και στην τακτική τους, δυσκολεύοντας το ξεδίπλωμα της δυναμικής που φάνηκε με τα αποτελέσματα των εκλογών της 25 Γενάρη. Μια τέτοια αντιμετώπιση παλινδρομεί ανάμεσα σε δυο λάθη. Το ένα λάθος είναι η προσαρμογή, το κατέβασμα του πήχη των προσδοκιών, αφού τίποτα δεν άλλαξε, απλά ένας κόσμος «πήρε μεταγραφή από το ΠΑΣΟΚ στον ΣΥΡΙΖΑ». Η άλλη όψη, το δεύτερο λάθος, είναι η περιθωριοποίηση και ο σεκταρισμός. Και τα δύο ξεκινάνε από την ίδια αφετηρία: την υποτίμηση των συσχετισμών για το εργατικό κίνημα μέσα στην κοινωνία.
Η πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ έχει προκαλέσει ρήγματα πανικού μέσα στην κυρίαρχη τάξη της Ευρώπης και στην Ελλάδα, και έχει ανεβάσει την αυτοπεποίθηση του κόσμου που συγκρούστηκε με τα Μνημόνια και τη λιτότητα σε όλη την Ευρώπη. Οι από πάνω ανησυχούν, όχι τόσο για τη νέα κυβέρνηση, όσο για τη δύναμη που της έδωσε την εκλογική νίκη. Και οι από κάτω έχουν την αίσθηση της νίκης και την προσδοκία κατακτήσεων.
Αυτή είναι η δύναμη που μπορεί να συγκρουστεί και με τους ευρω-εκβιασμούς και με την καινούργια κυβέρνηση, να βαθύνει την κρίση της κυρίαρχης τάξης και να ανοίξει την εναλλακτική προοπτική και για την ίδια την εργατική τάξη και για την κοινωνία συνολικά.
Κυβερνήσεις της Αριστεράς
Δεν είναι η πρώτη φορά που φτάνουμε σε ένα τέτοιο σημείο. Υπάρχει μια μεγάλη ιστορική εμπειρία από κυβερνήσεις της Αριστεράς. Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο και την ανατροπή του Κάιζερ το 1918 στη Γερμανία, δημιουργήθηκε κυβέρνηση της αριστεράς με συνεργασία Σοσιαλδημοκρατών με το κόμμα των Ανεξάρτητων Σοσιαλδημοκρατών. Στην Γαλλία και την Ισπανία οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων το 1936. Μεταπολεμικά στη Χιλή του Αλιέντε, στη Γαλλία οι κυβερνήσεις Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών με το Κοινό Πρόγραμμα το 1981 με πρόεδρο τον Μιττεράν και το 1997 με πρωθυπουργό τον Ζοσπέν (η «πληθυντική αριστερά»). Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της κυβέρνησης του ΑΚΕΛ στην Κύπρο.
Εδώ δυο σημεία θέλουν ξεκαθάρισμα. Το πρώτο ότι κυβέρνηση της Αριστεράς δεν σημαίνει έλεγχος της αριστεράς πάνω στα κλειδιά του καπιταλισμού – ούτε στην οικονομία ούτε στο κράτος, ούτε στις ιδέες. Για να αποκτήσει τον έλεγχο πάνω σ’ αυτά, χρειάζεται διαφορετική στρατηγική, χρειάζεται να συγκρουστεί με ένα σύστημα που ανέχεται προσωρινά και σαν διάλειμμα αυτή την πολιτική εξέλιξη – ταυτόχρονα, όμως, κάνει συνεχώς την προσπάθεια να πιέσει για την προσαρμογή των κομμάτων της αριστεράς που πήραν την κυβέρνηση.
Το δεύτερο είναι ότι η κυρίαρχη τάξη αναγκάζεται να αποδεχτεί τέτοιες πολιτικές λύσεις όταν βρίσκεται με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο. Ενδεικτικό στην Ελλάδα, η πολιτική κρίση έφτασε στο σημείο να διαλυθούν τα κόμματα που κυβερνούσαν μέχρι τώρα. Σε τέτοιες στιγμές η άρχουσα τάξη διχάζεται ανάμεσα σε δυο επιλογές: ή να κάνουν πραξικόπημα – όπως το ’67 – ή να αποδεχτούν προσωρινά την αριστερά στην κυβέρνηση σαν παρένθεση. Αυτό μας έχει δείξει η ιστορική εμπειρία και δεν μπορούμε να την αγνοήσουμε γιατί ούτε ο καπιταλισμός έχει αλλάξει ούτε ο ρεφορμισμός.
Τι σημαίνει αυτό; Μολονότι η ανάδειξη της αριστεράς στην κυβέρνηση δεν ανοίγει τις πύλες για τον σοσιαλισμό, οι επαναστάτες δεν είναι αδιάφοροι απέναντι σε ένα τέτοιο γεγονός, ούτε στην κρίση των από πάνω, ούτε στη δυναμική των από κάτω. Κι αυτό, γιατί ανοίγονται μπροστά τεράστιες δυνατότητες και ευκαιρίες.
Γαλλία
Τον Γενάρη του 1936 στη Γαλλία το Σοσιαλιστικό, το Κομμουνιστικό και το Ριζοσπαστικό Κόμμα, παρουσίασαν ένα κοινό πρόγραμμα που μ’ αυτό κατέβηκαν στις εκλογές. Το Λαϊκό Μέτωπο, όπως ονομάστηκε αυτή η συνεργασία, μετά από δυο γύρους, κέρδισε τις εκλογές τον Μάη και προχώρησε στον σχηματισμό μιας κοινής κυβέρνησης στις 4 Ιούνη.
Οι εργάτες δεν περίμεναν. Οπλισμένοι και με την αυτοπεποίθηση της εκλογικής νίκης άρχισαν να διεκδικούν από μόνοι τους. Σ’ όλα τα μεγάλα εργοστάσια προχώρησαν σε απεργίες και καταλήψεις. Ακόμα και πριν ορκιστεί η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου, οι εργάτες ύψωσαν κόκκινες σημαίες στα εργοστάσια και άρχισε ο συντονισμός ανάμεσα στα μεγάλα εργοστάσια. Διεκδικούσαν μεγάλες αυξήσεις, συλλογικές συμβάσεις, αναγνώριση των συνδικάτων από την εργοδοσία, μείωση των ωρών δουλειάς και πληρωμένη άδεια για διακοπές. Στην αρχή η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου προσπάθησε με πιέσεις, ελιγμούς και υποσχέσεις να σταματήσει την εργατική εξέγερση αλλά δεν τα κατάφερε. Έτσι, κάτω απ’ αυτή την πίεση, αφεντικά και Λαϊκό Μέτωπο υποκύπτουν και υπογράφουν τη συμφωνία της Ματινιόν. Αναγνωρίζουν όλες τις εργατικές διεκδικήσεις, και γίνεται το πρώτο παράδειγμα της δεκαετίας του ’30, το τι μπορεί να κερδίσει η εργατική τάξη.
Η ηγεσία της CGT (αντίστοιχη της ΓΣΕΕ), σε συνεργασία με το ΓΚΚ, έριξε όλες της δυνάμεις της για να βάλει φρένο στη δυναμική σ’ αυτό το κίνημα των εργατικών καταλήψεων. Έχει μείνει στην ιστορία η φράση ότι «πρέπει να ξέρουμε να σταματάμε απεργίες, όχι μόνο να τις ξεκινάμε». Ήταν μια αντιμετώπιση που πριόνισε το ίδιο το κλαδί πάνω στο οποίο στεκόταν η κυβέρνηση της αριστεράς. Αλλά αυτή η εξέλιξη δεν ήταν μονόδρομος, ούτε σβήνει από την ιστορία τη φανταστική έφοδο που έκανε η εργατική τάξη της Γαλλίας το 1936.
Ισπανία
Στην Ισπανία, μετά τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου στις εκλογές ξέσπασαν 113 γενικές απεργίες. Στην ύπαιθρο επικρατούσε επαναστατική κατάσταση, οι αγρότες προχώρησαν σε καταλήψεις εκτάσεων που άνηκαν στους γαιοκτήμονες.
Το φασιστικό πραξικόπημα του Φράνκο τον Ιούλη του 1936 προκάλεσε τεράστιες αντιστάσεις, στην πραγματικότητα ήταν το ξεκίνημα της επανάστασης. Οι εργάτες απαιτούσαν όπλα. Δίπλα στην επίσημη κυβέρνηση δημιουργήθηκε η ανεπίσημη εξουσία των εργατών. Ήταν αυτό που ο Λένιν είχε ονομάσει στη Ρωσία «δυαδική εξουσία». Η Βαρκελώνη είχε γίνει το σύμβολο της επαναστατικής αλλαγής. Οι εργάτες χρησιμοποίησαν την εξουσία τους για να απαλλοτριώσουν τους καπιταλιστές. Το πραγματικό ζήτημα που έμπαινε το φθινόπωρο του ’36, ήταν το ποια από τις δυο εξουσίες θα τσάκιζε τους φασίστες και θα επικρατούσε: η αστική δημοκρατική ή η προλεταριακή επαναστατική;
Ο Τρότσκι, στις πρώτες μέρες του εμφύλιου πολέμου, στις 30 Ιούλη 1936, γράφει
«Η Ισπανική Επανάσταση είναι πολύ πιο αδύνατη σε σχέση με τον εχθρό της, από την καθαρά στρατιωτική άποψη των πραγμάτων. Η δύναμή της έγκειται στην ικανότητά της να ξεσηκώσει στη δράση τις μεγάλες μάζες. Μπορεί ακόμα και να στερήσει τους αντιδραστικούς αξιωματικούς από το στρατό τους. Για να το κατορθώσει, το μόνο που χρειάζεται είναι να εφαρμόσει θαρρετά και με σοβαρό τρόπο το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Είναι αναγκαίο να διακηρυχθεί ότι από δω και πέρα, όλη η γη, τα εργοστάσια, τα καταστήματα, περνάνε από τα χέρια των καπιταλιστών στα χέρια το λαού. Είναι αναγκαίο να προχωρήσει άμεσα η εφαρμογή αυτού του προγράμματος στις επαρχίες όπου την εξουσία την κατέχουν οι εργάτες. Ο φασιστικός στρατός δεν θα μπορούσε να αντισταθεί ούτε επί ένα εικοσιτετράωρο στην επιρροή αυτού του προγράμματος: οι στρατιώτες του θα δένανε χειροπόδαρα τους αξιωματικούς και θα τους παρέδιδαν στο πιο κοντινό αρχηγείο της εργατικής πολιτοφυλακής».
Χιλή
Ο Σαλβαδόρ Αλιέντε κέρδισε τις εκλογές το 1970, ως υποψήφιος μιας συμμαχίας έξι κομμάτων που ονομαζόταν Λαϊκή Ενότητα. Βασικές συνιστώσες αυτής της συμμαχίας ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα που ανήκε και ο Αλιέντε και το Κομμουνιστικό Κόμμα της Χιλής. Οι δυο οργανώσεις είχαν την ηγεσία της εργατικής τάξης. Επειδή η εκλογική νίκη ήταν αποτέλεσμα της ανόδου των μαζικών αγώνων, η εργατική τάξη κα οι αγρότες δεν έβλεπαν το λόγο γιατί έπρεπε να σταματήσουν.
Η κοινή δράση βιομηχανικών εργατών και των εργατών γης, ανέδειξε μια νέα μορφή οργάνωσης που ονομάστηκε «cordones industriales» («βιομηχανικά δίκτυα»). Μια σειρά απ’ αυτά τα δίκτυα προχώρησαν σε αποφάσεις που μιλούσαν για εργατικό έλεγχο στην παραγωγή και για την αντικατάσταση του Κοινοβουλίου από συνέλευση εργατών αντιπροσώπων. Οι cordones που απλώνονταν δεν ήταν επιτροπές εφαρμογής των κυβερνητικών αποφάσεων, όπως κάποιοι τις παρουσίαζαν, αλλά εργατικά όργανα που άνοιγαν την προοπτική μιας διαφορετικής πολιτικής και κοινωνικής οργάνωσης.
Οι cordones προχώρησαν στη συγκρότηση Συντονιστικής Επιτροπής για να μπορούν να παίξουν ένα μεγαλύτερο και κεντρικότερο ρόλο στις εξελίξεις μέσα στη Χιλή. Από τη μια μεριά οι επιθέσεις της αστικής τάξης απέναντι στην κυβέρνηση και από την άλλη οι υποχωρήσεις και οι συμβιβασμοί του Αλιέντε έκαναν καίριο το ρόλο που διεκδικούσαν οι cordones.
Η διετία 1972-’73 έδωσε μια γεύση εργατικής εξουσίας στη Χιλή, όπως το ’36 στη Γαλλία και στην Ισπανία. Όμως έδειξε με τραγικό τρόπο ότι ο ρεφορμισμός είναι εχθρός της επανάστασης. Αυτή είναι η κατάληξη μιας πολιτικής εκείνων των δυνάμεων που είναι περισσότερο αφοσιωμένες στη υπεράσπιση του αστικού κράτους, απ’ ότι στην πάλη για να αλλάξουμε τον κόσμο.
Μετά την καταστροφή στη Χιλή η πραγματική ιστορία ξαναγράφτηκε για να προστατευτούν οι ρεφορμιστές σε όλο τον κόσμο από τις συνέπειες της πολιτικής των συμβιβασμών. Το πραξικόπημα που έβαλε τέλος στους αγώνες του 1972-73 ήταν μια τρομερή και άγρια ήττα για την εργατική τάξη. Όμως, δεν ήταν μοιραίο, ούτε ήταν αναπόφευκτο. Στην ημερήσια διάταξη των εξελίξεων εκείνα τα χρόνια οι εργάτες της Χιλής είχαν ανοίξει και μια άλλη δυνατότητα, που δεν πρέπει να αφήσουμε να θαφτεί. Η σημασία της Χιλής του 1972-73 είναι κληρονομιά για τους αγώνες του μέλλοντος.
Είναι ο ΣΥΡΙΖΑ διαφορετικό κόμμα;
Και στην προεκλογική περίοδο αλλά και μετεκλογικά υπάρχει η άποψη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ένα κλασικό ρεφορμιστικό κόμμα, ότι η συμμετοχή ομάδων από την εξωκοινοβουλευτική αριστερά, και ταυτόχρονα η αναφορά του και η σύνδεση του με τα κινήματα το κάνει ένα διαφορετικό κόμμα. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, ο ΣΥΡΙΖΑ εκφράζει την αριστερά του μέλλοντος και όχι του παρελθόντος.
Απέναντι σε τέτοιες αντιλήψεις, είναι απαραίτητο να θυμόμαστε και τα ιστορικά παραδείγματα, αλλά και να βλέπουμε τις «μετατροπές» του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στον πρώτο μήνα της κυβέρνησής του, και γιατί τις κάνει.
Όποιος θεωρεί τον ΣΥΡΙΖΑ ένα καινούργιο πολυσυλλεκτικό και πλατύ κόμμα όπου μπορούν να συνυπάρχουν για πρώτη φορά η παραδοσιακή, η κινηματική και η επαναστατική αριστερά, χρειάζεται να θυμηθεί και να ανατρέξει στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας (SPD) από τη δημιουργία του μέχρι τον πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Στην ηγεσία του SPD συνυπήρχαν ο Έντουαρντ Μπέρνσταϊν, ο Κάρλ Κάουτσκι και η Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο Μπέρνσταϊν ανέπτυξε την άποψη ότι ο καπιταλισμός έχει αλλάξει, ότι οι θεωρίες του Μαρξ για την κρίση είναι ξεπερασμένες, ότι η κοινωνία δεν αλλάζει με επαναστάσεις, και ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορεί να φέρει τη σοσιαλιστική προοπτική. Ο Μπέρνσταϊν επαναπροσδιόρισε τον βασικό χαρακτήρα του εργατικού κόμματος σαν ένα «δημοκρατικό σοσιαλιστικό μεταρρυθμιστικό κόμμα» και όχι ένα κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ στο βιβλίο της «Μεταρρύθμιση ή επανάσταση» αποδομεί ένα προς ένα τα επιχειρήματα του Μπέρνσταϊν και για τον ίδιο τον καπιταλισμό και εάν έχει απαλλαγεί από τις οικονομικές κρίσεις, και για το αστικό κράτος («το παρόν κράτος δεν είναι μια «κοινωνία» που εκπροσωπεί την ανερχόμενη εργατική τάξη, αλλά αντίθετα είναι ο εκπρόσωπος της καπιταλιστικής κοινωνίας») και συνέχιζε αντιπαραθέτοντας το χάσμα που χωρίζει την ρεφορμιστική από την επαναστατική στρατηγική.
«Γι’ αυτό όσοι υποστηρίζουν τις μεταρρυθμίσεις σαν έναν άλλο δρόμο για την πολιτική εξουσία και τη σοσιαλιστική επανάσταση, δεν διαλέγουν κάτι που οδηγεί στον ίδιο στόχο, αλλά ένα διαφορετικό στόχο. Αντί για θέση υπέρ της καθιέρωσης μιας νέας κοινωνίας, παίρνουν θέση για επιφανειακές αλλαγές της παλιάς.»
Ο Κάρλ Κάουτσκι ήταν στη μέση σ’ αυτή τη διαμάχη, άλλοτε υποστηρίζοντας τη μια και άλλοτε την άλλη πλευρά. Όμως η πραγματικότητα είναι ότι στις μεγάλες επιλογές συντάχτηκε με τον Μπέρνσταϊν. Έφτασε σ’ αυτό το σημείο μέσα από δυο βασικά λάθη που έκανε. Το πρώτο ήταν η υποτίμηση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και το δεύτερο ήταν η υπερτίμηση του κοινοβουλευτικού δρόμου.
Το πρώτο λάθος ξεκινούσε από τη θεωρία ότι ο ιμπεριαλισμός έχει αλλάξει. Στην περίοδο καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, υποστήριζε, οι ανταγωνισμοί ανάμεσα στα κεφάλαια δίνουν τη θέση τους σε συμφωνίες και συνεργασίες. Γι’ αυτό ακόμα και τις παραμονές του Α’ Π.Π. ο Κάουτσκι θεωρούσε ότι αυτός ο πόλεμος δεν θα γινόταν.
Η δεύτερη αυταπάτη του ήταν ότι το SPD και η εργατική τάξη μπορούσαν να ελέγξουν το κράτος, αποκτώντας την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο. «Ο αντικειμενικός στόχος της πολιτικής μας πάλης παραμένει ο ίδιος: να κερδίσουμε την κρατική εξουσία, κερδίζοντας την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, και θα ανεβάσουμε το κοινοβούλιο σε δεσπόζουσα θέση μέσα στο κράτος. Σίγουρα όχι στην καταστροφή της κρατικής εξουσίας».
Πού οδηγήθηκε το μαζικότερο αριστερό κόμμα, που είχε τον έλεγχο των συνδικάτων, που στο εσωτερικό του είχε την μεγαλύτερη πολυφωνία από την επαναστατική μέχρι την ρεφορμιστική αριστερά και που ο Μπέρνσταϊν έκανε δηλώσεις ότι «τίποτα άλλο δεν αξίζει όσο τα κινήματα»; Η ηγεσία του συμμετείχε στην σφαγή του Α’ Π. Πολέμου, αφοπλίζοντας την εργατική τάξη να αντισταθεί σ’ αυτό το σφαγείο και μετά τον πόλεμο προχώρησε να σχηματίσει την κυβέρνηση που τσάκισε τη Γερμανική Επανάσταση και τους πρωταγωνιστές της.
Μεταβατικό πρόγραμμα
Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα που σχημάτισε κυβέρνηση μέσα σε περίοδο παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μεταρρύθμιση υπέρ της εργατικής τάξης οδηγεί σε σύγκρουση. Και αυτή την σύγκρουση δεν είναι διατεθειμένη να τη δώσει η νέα κυβέρνηση.
Δεν είναι δική μας η διαπίστωση ότι δεν θέλει να συγκρουστεί, το επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Τσίπρας όταν στην κριτική για τη Συμφωνία που υπέγραψε στο Eurogroup, η τοποθέτηση του ήταν «Πηγαίναμε για συμβιβασμό και όχι για σύγκρουση».
Για να δούμε πιο συγκεκριμένα την αναγκαιότητα της σύγκρουσης, ας σταθούμε σε ένα παράδειγμα: το ποιος ελέγχει τις τράπεζες, και άρα τη ρευστότητα της οικονομίας, και έτσι τη δυνατότητα να γίνουν προσλήψεις, να δοθούν αυξήσεις, να αυξηθούν οι δαπάνες για το κράτος πρόνοιας, ενώ πριν από μερικές δεκαετίες αυτές οι επιλογές ανήκαν στις κυβερνήσεις, τώρα είναι μια απόφαση που παίζεται ανάμεσα στις Βρυξέλες, την ΕΚΤ και την Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδας.
Στη δεκαετία του 1970, ο Παπαληγούρας, υπουργός Συντονισμού του Καραμανλή, απέκτησε το παρατσούκλι «σοσιαλμανής» επειδή προχώρησε σε κρατικοποίηση μιας σειράς ιδιωτικών τραπεζών. Όχι γιατί αγάπησε το σοσιαλισμό, αλλά γιατί οι πιέσεις της κρίσης είχαν φέρει κομμάτια των τραπεζών στο χείλος του γκρεμού. Σήμερα ο έλεγχος του τραπεζικού συστήματος, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την Ευρωζώνη, ανήκει στην Ε.Κ.Τ. Είναι κομμάτι της προσπάθειας για ενιαία νομισματική πολιτική και ενιαίο νόμισμα μέσα σε μια συμφωνία συνύπαρξης διαφόρων καπιταλιστικών χωρών.
Αυτό το παράδειγμα με τις τράπεζες επισημαίνει πώς χοντραίνουν τα στοιχήματα και οι πιέσεις πάνω σε μια κυβέρνηση της ρεφορμιστικής αριστεράς. Το ζήτημα είναι ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος μιας αριστερής αντιπολίτευσης μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες.
Το μεταβατικό πρόγραμμα που διαμόρφωσε ο Τρότσκι το ’30 είναι η προσπάθεια να συνδέσει τα εργατικά αιτήματα και διεκδικήσεις με την πάλη των ίδιων των εργατών και όχι με την ανάθεση σε μια αριστερή ή προοδευτική κυβέρνηση. Στη δεκαετία του ’30, στην προηγούμενη διεθνή οικονομική ύφεση, έγιναν οι μεγαλύτεροι αγώνες σε όλον τον κόσμο. Εκτός από τις καταλήψεις στη Γαλλία και την Επανάσταση στην Ισπανία, παντού το εργατικό κίνημα έδωσε τις πιο σκληρές μάχες. Ο Τρότσκι πρότεινε το μεταβατικό πρόγραμμα σαν «γέφυρα που συνδέει τις μάχες που δίνουν οι εργάτες στις σημερινές συνθήκες και τη σημερινή συνείδηση πλατιών στρωμάτων της εργατικής τάξης και που οδηγεί (αναπόφευκτα) στο τελικό συμπέρασμα: την κατάκτηση της εξουσίας από το προλεταριάτο».
Το νόημα της αναφοράς στον Τρότσκι δεν είναι να αντιγράψουμε το πρόγραμμα που έβαλε κάτω.Τα αιτήματα που πρότεινε τότε το μεταβατικό ήταν διαφορετικά (κάποια ναι και κάποια όχι) από τα σημερινά. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι η αντιμετώπιση ότι μέσα σε περίοδο οικονομικής κρίσης η εργατική τάξη χρειάζεται ένα πρόγραμμα με αιτήματα κλειδιά που θα της δώσει τις δυνατότητες και να παλεύει για να καλυτερέψει άμεσα τη ζωή της αλλά και να ανοίγει το δρόμο για τον έλεγχο όλης της κοινωνίας.
Το μεταβατικό πρόγραμμα ξεφεύγει από τη διάκριση ανάμεσα στο μάξιμουμ και στο μίνιμουμ πρόγραμμα των ρεφορμιστικών κομμάτων, όπου τα δυο είναι τελείως ασύνδετα, και η προοπτική του σοσιαλισμού που είναι το μάξιμουμ, πηγαίνει στις καλένδες συνήθως από την αρχή που σχηματίζεται αριστερή κυβέρνηση. Αυτή είναι η εμπειρία απ’ όλες τις προηγούμενες φορές, αυτή είναι η εμπειρία και σήμερα.
Το εργατικό κίνημα
Οι επαναστάτες υποστηρίζουν ότι η εργατική τάξη είναι το κλειδί για να αλλάξει η κοινωνία. Οι καπιταλιστές δεν μπορούν να συνεχίζουν χωρίς να βγάζουν κέρδη, αλλά δεν μπορούν να το πετύχουν εάν δεν εκμεταλλεύονται την εργατική τάξη. Παρ’ όλες τις αμφισβητήσεις και τις διάφορες θεωρίες που ακούγονται, η εργατική τάξη συνεχίζει να είναι έτσι όπως τους χαρακτηρίζει το Κομμουνιστικό Μανιφέστο «ο νεκροθάφτης» του καπιταλισμού.
Η συνείδηση των εργατών δεν είναι μονολιθική αλλά αντιφατική. Οι μάχες για να αλλάξουν τη ζωή τους, τους φέρνει αντιμέτωπους με το σύστημα και έτσι αλλάζουν και τις ιδέες τους. Αυτή την αλλαγή τη ζούμε τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα. Έτσι εξηγείται όχι μόνο η κυβέρνηση της αριστεράς αλλά και η συζήτηση που γίνεται σήμερα μέσα σε όλους τους εργατικούς χώρους.
Το ότι οι καθαρίστριες του Υπουργείου Οικονομικών ταυτόχρονα με τα χαρτιά για να πάρουν ξανά τη δουλειά τους, κρατάνε και τις σκηνές στην Καραγεώργη Σερβίας, οι διοικητικοί του Πανεπιστημίου οργανώνουν απεργιακή κινητοποίηση και συγκέντρωση όταν θα γίνει το ραντεβού με τον Υπουργό Παιδείας, οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία οργανώνουν συνελεύσεις κα προετοιμάζονται για κινητοποιήσεις, δείχνουν τις αλλαγές που έχουν υπάρξει και στις ιδέες αλλά και στην οργάνωση του εργατικού κινήματος και σε κομμάτια της εργατικής πρωτοπορίας.
Εάν οι εργάτες έχουν ψευδαισθήσεις ότι οι ίδιοι έχουν πάρει την εξουσία, και όχι ότι έκαναν μόνο ένα βήμα, εάν στηριχτούν στην κυβέρνηση και όχι στην δική τους δράση, τότε το προχώρημα θα σταματήσει και μετά από λίγο θα χάσουν και αυτά που κέρδισαν. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα παράδοξο. Η εργατική τάξη θα κερδίσει από μια αριστερή κυβέρνηση εάν παλέψει η ίδια και δεν στηρίξει τις ελπίδες της στην κυβέρνηση. Όσο περισσότερο δυναμώσουν οι μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης, τα συνδικάτα, οι επιτροπές βάσης μέσα στους χώρους, το κομμάτι της εργατικής πρωτοπορίας, τόσο μεγαλύτερη πίεση βάζουν στην αριστερή κυβέρνηση, τόσες περισσότερες κατακτήσεις μπορούν να έχουν, και τόσο μεγαλύτερα εμπόδια μπορούν να βάλουν στην ανασύνταξη της κυρίαρχης τάξης.
Γι’ αυτό είναι λάθος η άποψη που ακούγεται από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, ότι χρειάζεται το εργατικό κίνημα και τα συνδικάτα να κάνουν υπομονή και να μπουν σε αναμονή, «να δώσουν χρόνο στην κυβέρνηση» και να σταματήσουν να διεκδικούν γιατί έτσι βάζουν τρικλοποδιά στην κυβέρνηση.
Ο στόχος των επαναστατών είναι να σπάσουν τις αυταπάτες που υπάρχουν, και αυτό σημαίνει ότι στηρίζουν και οργανώνουν από τους μικρούς αγώνες που ξεσπάνε μέχρι τους μεγάλους. Οι αυταπάτες δεν εξαφανίζονται μέσα από την προπαγάνδα αλλά κύρια μέσα από την κοινή δράση.
Στρατηγική και τακτική
Η αριστερή αντιπολίτευση για να κερδίσει την εργατική τάξη στην προοπτική της απελευθέρωσης της κοινωνίας από την εκμετάλλευση, τις διακρίσεις και την καταπίεση, χρειάζεται να έχει επαναστατική στρατηγική, ενιαιομετωπική τακτική και ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση.
Η άποψη ότι οι εργατικές επαναστάσεις ανήκουν στο παρελθόν, ότι χρειάζεται η σύγχρονη αριστερά να ψάξει για νέα υποκείμενα και νέους δρόμους, έχει διαψευστεί ξανά και ξανά. Τα ιστορικά παραδείγματα επιβεβαιώνουν τρία πράγματα. Το πρώτο ότι ο πρωταγωνιστής σε όλα αυτά τα ιστορικά γεγονότα ήταν η εργατική τάξη, που έδωσε την έμπνευση και τράβηξε μαζί της και άλλα κομμάτια. Το δεύτερο ότι σχεδόν παντού ήταν τα εργατικά συμβούλια ή αντίστοιχες μορφές που έφτιαξε το εργατικό κίνημα σε διάφορες χώρες, που λειτούργησαν σαν το αντίπαλο δέος απέναντι στο αστικό κράτος. Και τρίτο, εκεί που το εργατικό κίνημα υπέκυψε στις πιέσεις των αριστερών κυβερνήσεων, κέρδισε η αντεπανάσταση και όχι απλά μια αστική κυβέρνηση. Το παράδειγμα της Ρώσικης Επανάστασης συνεχίζει να είναι επίκαιρο και σήμερα. Όχι μόνο πώς οργανώνεται μια νικηφόρα εργατική επανάσταση, αλλά και τι μπορεί να κάνει η εργατική τάξη όταν πάρει την εξουσία.
Η τακτική του ενιαίου μετώπου συζητήθηκε με μεγάλη επιμονή στο Γ’ συνέδριο της Γ’ Διεθνούς. Το 1921 η περίοδος άλλαζε, η κυρίαρχη τάξη ξαναποκτούσε τον έλεγχο στις διάφορες χώρες και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ξανασυσπείρωναν κόσμο και έτσι μετατράπηκαν σε υπαρκτή πολιτική δύναμη στα αριστερά των αστικών κομμάτων. Το ενιαίο μέτωπο ήταν η τακτική των νέων επαναστατικών κομμάτων να ανοίξουν δίαυλους επικοινωνίας με τους εργάτες που συσπειρώνονταν στη σοσιαλδημοκρατία. Δυο ήταν τα χαρακτηριστικά αυτής της συνεργασίας – από τη μια κοινή δράση και από την άλλη, ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση. Το δεύτερο σημαίνει ότι οι επαναστάτες, ενώ από τη μια οργάνωναν κοινές μάχες μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες, από την άλλη επέμεναν ιδιαίτερα για τις ιδέες τους και την πολιτική τους. Δεν υπάρχει ενιαίο μέτωπο χωρίς πολιτική συζήτηση, διαφωνίες και επιχειρήματα, είτε τότε είτε σήμερα.
Υπάρχουν δυο λάθος απόψεις για σήμερα. Η πρώτη ότι ενιαίο μέτωπο με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει μέτωπο για στήριξη της κυβέρνησης. Και η δεύτερη είναι αυτή που χαρακτηρίζει εναιομετωπική συνεργασία κάθε συνεργασία και κάθε μέτωπο.
Η αριστερή αντιπολίτευση επιδιώκει την συνεργασία πάνω σε όλες τις μάχες, οικονομικές και πολιτικές με εργάτες/τριες που τρέφουν αυταπάτες για τον ρόλο της αριστερής κυβέρνησης. Η συνεργασία δεν γίνεται πάνω σε ιδεολογικές συμφωνίες και πλατφόρμες αλλά πάνω στην κοινή ανάγκη να ανατρέψουμε τη λιτότητα και τα Μνημόνια, να πάρουν οι απολυμένοι πίσω τις δουλειές τους, να ανοίξει η ΕΡΤ, να ανοίξουν τα κλειστά νοσοκομεία και σχολεία. Είναι η κοινή δράση με όλον τον κόσμο που ψήφισε αριστερά, να οργανώσουμε τη μάχη για να τσακίσουμε τους φασίστες και να μπει η ηγεσία της Χρυσής Αυγής βαθειά στη φυλακή, για να ανοίξουν όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και μαζί να παλέψουμε ενάντια στην ισλαμοφοβία. Όποιος αρνείται αυτή την κοινή δράση, στην πραγματικότητα απέχει από τις μάχες και αφήνει το έδαφος ανοιχτό για να ξαναοργανώσει η κυρίαρχη τάξη την επιστροφή της.
Ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση
Η κοινή ενιαιομετωπική δράση μέσα στο εργατικό κίνημα, όμως, δεν επεκτείνεται μέχρι το σημείο της συμμετοχής των επαναστατών στην κυβέρνηση της αριστεράς. Η αυταπάτη ότι μπορεί να την αλλάξει κάποιος από τα μέσα, έχει οδηγήσει επανειλημμένα σε δυο καταστροφικές εξελίξεις: τη διάλυση των επαναστατικών οργανώσεων, και την υποχώρηση του εργατικού κινήματος. Η συμμετοχή οργανώσεων της επαναστατικής ή αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε κυβερνήσεις, ή ακόμα και η στήριξη τους, ενισχύει τις αυταπάτες μέσα στην εργατική τάξη. Αυταπάτες για τον κοινοβουλευτικό δρόμο και για το ότι η αριστερά στην κυβέρνηση σημαίνει κυβέρνηση των εργατών.
Στο ίδιο αποτέλεσμα οδηγεί και η άποψη ότι η συμμετοχή στο αριστερό ρεφορμιστικό κόμμα, στην προκειμένη περίπτωση στον ΣΥΡΙΖΑ, λειτουργεί σαν εμπόδιο για το δεξιό κατρακύλισμα της κυβέρνηση. Ότι η λειτουργία αριστερής τάσης σε ένα ρεφορμιστικό κόμμα είναι εγγύηση για να μην πάει η κυβέρνηση πιο δεξιά.
Ανεξάρτητη επαναστατική οργάνωση σήμερα είναι απαραίτητος όρος για να μπορεί να ανταποκριθεί στις ευκαιρίες και στις προκλήσεις που ανοίγουν. Να μπορεί να παίρνει τις πρωτοβουλίες που στηρίζουν τους εργατικούς αγώνες και αναδεικνύουν τα αιτήματα του μεταβατικού προγράμματος. Για να παίζει αυτό το ρόλο χρειάζεται να έχει ρίζες μέσα στους εργατικούς χώρους, να συσπειρώνει και να κερδίζει τους πιο μαχητικούς εργάτες με τη μεριά της, να λειτουργεί κάθε μέλος της όπου και να βρίσκεται, όπου και να παρεμβαίνει, όχι απλά σαν συνδικαλιστής του χώρου του, αλλά σαν ο ντελάλης ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση όλης της τάξης και κάθε καταπιεσμένου.
Μόνον έτσι μπορούμε να εξασφαλίσουμε ότι το πρώτο βήμα που είναι η κυβέρνηση της αριστεράς δεν είναι και το τελευταίο, αλλά μπορεί να έχει συνέχεια. Στόχος μας δεν είναι μια αριστερά που μπορεί να διαχειρίζεται «ανθρώπινα» τον καπιταλισμό μέσα στην κρίση του, αλλά η απελευθέρωση όχι μόνο της εργατικής τάξης αλλά και όλης της κοινωνίας.