Άρθρο
Η δίκη της Χρυσής Αυγής

18 Σεπτέμβρη 2014: Ένας χρόνος από τη δολοφον

 

 

Ο Θανάσης Καμπαγιάννης εξηγεί τη σημασία που έχει αυτή η μάχη.

Ποιά είναι η πιο συνηθισμένη αντίδραση για τα αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής μετά τις εκλογές; Αφενός απογοήτευση γιατί, παρά τις αποκαλύψεις για τη δολοφονική δράση της οργάνωσης, τα ποσοστά της κράτησαν, έστω και μειωμένα· αφετέρου προσδοκία ότι, με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, οι υλικές συνθήκες που έθρεψαν τους φασίστες θα εκλείψουν, οπότε η απειλή που αυτοί θέτουν είναι πλέον υπό έλεγχο. Αυτό το δεύτερο συναίσθημα, που είναι κυρίαρχο καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ εξακολουθεί να γεννά ελπίδες στη μεγάλη πλειοψηφία, δημιουργεί τον πειρασμό να προσπεράσουμε το 6,3% της Χρυσής Αυγής ως έναν ενοχλητικό μαύρο λεκέ στα γενικότερα θετικά και αριστερόστροφα αποτελέσματα.

 

Κι όμως, αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να σκύψουμε με προσοχή πάνω στα αποτελέσματα της Χρυσής Αυγής για να καταλάβουμε τις αλλαγές που έχουν συμβεί τα δύο τελευταία χρόνια, αλλαγές που δεν είναι ορατές με την πρώτη ματιά. Και ταυτόχρονα να επιμείνουμε, σήμερα περισσότερο από ποτέ, στην ανάγκη της αυτοτελούς αντιφασιστικής και αντιρατσιστικής δράσης. Όχι μονάχα γιατί τα αιτήματα του κινήματος μπορούν σήμερα να κερδηθούν. Αλλά και γιατί οι γενικότερες πολιτικές εξελίξεις θα κριθούν από το αν η αντιπολίτευση που θα αντιμετωπίσει η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι βασικά από τα αριστερά ή από τα δεξιά της.

Υπό το φως αυτό, η δυνατότητα της Χρυσής Αυγής να ξεπεράσει τον σκόπελο της επικείμενης δίκης και να ξανα-αποκτήσει ρόλο στα πολιτικά πράγματα δεν αποτελεί ενδιαφέρον κάποιας “θεματικής” δικαιωμάτων ή κάποιας ξεκομμένης αντιφασιστικής καμπάνιας, αλλά αποκτά κεντρική πολιτική σημασία.

Τα αποτελέσματα και η ερμηνεία τους

Η Χρυση Αυγή πήρε 388.447 ψήφους και ποσοστό 6,28%, εκλέγοντας 17 βουλευτές (έναν λιγότερο από όσους είχε). Οι 13 βουλευτές είναι ίδιοι με προηγουμένως (αποδεικνύοντας έτσι ότι ο ηγετικός πυρήνας της Χρυσής Αυγής είναι ουσιαστικά η κοινοβουλευτική της ομάδα). Αν και η εκλογική χρηματοδότηση του “κόμματος” έχει ανασταλεί, οι βουλευτές εξακολουθούν να δικαιούνται αποζημιώσεις, προνόμια, μετακλητούς υπαλλήλους και επιστημονικούς συνεργάτες, με αποτέλεσμα ο πυρήνας της ναζιστικής οργάνωσης να μισθοδοτείται εκ νέου από τον προϋπολογισμό της Βουλής.

Όπως φαίνεται και στον πίνακα, η πτώση της Χρυσής Αυγής σε ψήφους είναι μεγάλη σε σύγκριση με τις ευρωεκλογές του Μάη, περίπου 150.000. Επίσης, το ίδιο συμβαίνει σε σχέση με τις περιφερειακές/δημοτικές εκλογές, πράγμα βέβαια που οφείλεται και στα ψηλά αποτελέσματα που είχε κατορθώσει να κερδίσει η Χρυσή Αυγή, ιδίως στην Περιφέρεια Αττικής και στο Δήμο Αθήνας με υποψήφιους τον Παναγιώταρο και τον Κασιδιάρη. Έτσι, στην Περιφέρεια Αττικής ο Παναγιώταρος είχε πάρει 180.908 ψήφους (ποσοστό 11,13%), ενώ τώρα η Χρυσή Αυγή στην ίδια Περιφέρεια πήρε 130.017 ψήφους (ποσοστό 6,68%). Επίσης, στον Δήμο της Αθήνας ο Κασιδιάρης είχε πάρει 35.949 ψήφους (ποσοστό 16,12%), ενώ τώρα η Χρυσή Αυγή πήρε 20.030 ψηφους (ποσοστό 7,05%).

Ωστόσο, πιο αντιπροσωπευτική, και γι' αυτό σημαντική, είναι η πτώση της Χρυσής Αυγής συγκρινόμενη με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών του Ιούνη του 2012. Κι αυτό γιατί, αν και μοιάζει μικρή (κάτι λιγότερο από 40.000 ψήφους), η πτώση αυτή είναι πιο ενδεικτική των αλλαγών που έχουν συμβεί.

Η πτώση ειναι συγκεντρωμένη στα μεγάλα αστικά κέντρα και ιδιαίτερα στα εργατικά προάστια που αποτελούσαν και το βασικό προπαγανδιστικό όπλο για την “αντισυστημικότητα” της Χρυσής Αυγής. Έτσι, η συνολική ποσοστιαία πτώση στην Περιφέρεια της Αττικής είναι -0,90% (μεγαλύτερη δηλαδή από το πανελλαδικό -0,64%).1 Η πτώση όμως στην Δυτική Αττική φτάνει το -1,27% (από 7,87% στο 6,60%).2 Και, παραπέρα, η πτώση στην Β' Πειραιά φτάνει στο -1,48% (από 9,28% στο 7,80%), με το ΚΚΕ να επανακτά πλέον την τρίτη θέση.3 Πρόκειται για εντυπωσιακή συγκέντρωση της υποχώρησης της Χρυσής Αυγής στις εργατογειτονιές, που δείχνει ότι οι μετακινήσεις είναι κατά πολύ συνθετότερες από τη συνήθη περιγραφή στα ΜΜΕ για τα αποτελέσματα της ΧΑ: “μικρή μείωση με συγκράτηση δυνάμεων”.

Πως όμως κατόρθωσε η Χρυσή Αυγή να αναπληρώσει, έστω και μερικά, αυτό το κομμάτι των χαμένων ψήφων; Η απάντηση βρίσκεται στη δεξαμενή των απογοητευμένων δεξιών ψηφοφόρων που αποδεσμεύτηκαν από την κομματική επιλογή που είχαν κάνει τον Ιούνη του 2012: οι πρώην ψηφοφόροι του ΛΑΟΣ, των ΑΝΕΛ και της ΝΔ που μετέβαλαν την ψήφο τους τον Γενάρη του 2015 αποτελούσαν μια αρκετά μεγάλη δεξαμενή από την οποία η Χρυσή Αυγή άντλησε, έστω και αν τελικά άντλησε λίγο.

Η εκτίμηση αυτή αποδεικνύεται τόσο από την εκλογική γεωγραφία όσο και από τα δημοσκοπικά στοιχεία. Η συγκράτηση δυνάμεων ή η όποια μικρή άνοδος της Χρυσής Αυγής καταγράφεται κατά κύριο λόγο στην επαρχία (βασικά έξω από τα αστικά κέντρα, αν εξαιρέσει κανείς το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης) και σε παραδοσιακά προπύργια της Δεξιάς (ιδίως στη Μακεδονία, με αποτέλεσμα, για παράδειγμα, την άνοδο σε ψήφους και την εκπροσώπηση στο Κιλκίς). Μέσα από τα στοιχεία των exit polls, προκύπτει μάλιστα και η ηλικιακή μετάλλαξη των ψηφοφόρων της: η ψήφος στη Χρυσή Αυγή εξακολουθεί να είναι συγκεντρωμένη στις ηλικίες κάτω των 60, αλλά η μεγαλύτερη πτώση της παρατηρείται στις νεαρές ηλικίες: -2,7% στις ηλικίες 18-24 και -3,4% στις ηλικίες 25-34.4 Αντίθετα η συγκράτηση ή η όποια μικρή αύξηση παρατηρείται στις μεγαλύτερες ηλικίες και, κοινωνικά, στους αγρότες, τους συνταξιούχους και τις νοικοκυρές (ακροατήρια δηλαδή που είναι συνήθως συντηρητικότερα).

Το γενικό συμπέρασμα είναι πως, ενώ η πτώση σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του Ιούνη του 2012 μοιάζει μικρή, είναι δυσανάλογα συγκεντρωμένη στα αστικά κέντρα και ειδικά στις εργατογειτονιές και στις νεαρότερες ηλικίες.

Από τις στήλες αυτού του περιοδικού, είχαμε γράψει τον Μάη του 2012 ότι η προέλευση της ψήφου στη Χρυσή Αυγή χωριζόταν σε τρεις ομόκεντρους κύκλους: “Ο πρώτος κύκλος – που είναι και ο ευρύτερος – είναι αυτός της πλατιάς αντιμνημονιακής-αντισυστημικής ψήφου από όπου κατόρθωσε να ψαρέψει η Χρυσή Αυγή... Ο δεύτερος ομόκεντρος κύκλος είναι στενότερος και αφορά την «δεξιά πολυκατοικία». Ο πολιτικός χώρος για την Χρυσή Αυγή διευρύνθηκε απότομα μέσα από την φιλομνημονιακή κωλοτούμπα της Νέας Δημοκρατίας και την κατάρρευση του ΛΑΟΣ... Ο τρίτος ομόκεντρος κύκλος είναι ο στενός ναζιστικός πυρήνας που συγκροτεί η Χρυσή Αυγή και οι επιρροές της”.5 Αυτό που μπορούμε να πούμε σήμερα είναι ότι η Χρυσή Αυγή έχασε δυσανάλογα από τον πρώτο ευρύτερο κύκλο, ενώ κατόρθωσε να διατηρήσει και να κερδίσει κάποιες παραπάνω προσβάσεις στον δεύτερο, στενότερο, κύκλο της επιρροής της.

Το γεγονός αυτό σήμανε ότι, σε αντίθεση με τον Μάη του 2012, η Χρυσή Αυγή του Γενάρη του 2015 είναι λιγότερο “αντισυστημική” και περισσότερο “δεξιά”: έπαψε έτσι να αποτελεί ανερχόμενη δύναμη, εξαναγκαζόμενη πλέον να δίνει μάχη οπισθοφυλακών, μάχη συντήρησης των δυνάμεών της. Η 3η θέση που κατέλαβε αποτελεί περισσότερο αποτέλεσμα της αδυναμίας των κεντρώων/κεντροαριστερών ψηφοδελτίων να την ξεπεράσουν (Ποτάμι και ΠΑΣΟΚ), παρά οποιασδήποτε δικής της δυναμικής. Ο Ηλίας Νικολακόπουλος και ο Παναγιώτης Κουστένης έκαναν, με τον δικό τους τρόπο, μια παρόμοια εκτίμηση για την μεταλλαγή που έχει υποστεί η ψήφος στη Χρυσή Αυγή:

“... το εκλογικό ακροατήριο της ΧΑ εν μέρει έχει διαφοροποιηθεί τα δύο τελευταία χρόνια. Η θεαματική της εκτίναξη το 2012 είχε διαμορφωθεί από δύο διακριτά ρεύματα, την ακροδεξιά πολιτική παράδοση και την τιμωρητική ψήφο απογοητευμένων και οικονομικά εξουθενωμένων λαϊκών στρωμάτων. Το πρώτο ρεύμα εκπροσωπούσαν πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ και του ΛΑΟΣ (το 2009), που ποσοτικά αντιπροσώπευαν περίπου το 5% του συνολικού εκλογικού σώματος και το δεύτερο πρώην ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ (το 2009) - περίπου 2% του συνολικού εκλογικού σώματος -ρεύμα που αποτυπώθηκε ιδιαίτερα σε περιοχές όπως η Β' Πειραιώς καθώς και η δυτική ζώνη της Β' Αθηνών. Οι μεταλλαγές που καταγράφονται στο εκλογικό σώμα της ΧΑ, με βάση τα αποτελέσματα της 25ης Ιανουαρίου, οδηγούν στην υπόθεση ότι το δεύτερο ρεύμα που αρχικά την τροφοδότησε έχει αποδυναμωθεί πλέον, γεγονός που αποτυπώθηκε και στις διαρροές που καταγράφηκαν απευθείας προς τον ΣΥΡΙΖΑ (περίπου 1% του συνολικού εκλογικού σώματος, με σημείο αναφοράς για τη ΧΑ την ψήφο της στις ευρωεκλογές). Αντίθετα, το πρώτο ρεύμα μιας μακράς ακροδεξιάς παράδοσης συχνά με σημαντικό ιστορικό βάθος, φαίνεται να αποτελεί πλέον το κυριότερο στοιχείο που προσδιορίζει την ψήφο προς την ΧΑ”.6

Η Χρυσή Αυγή έχασε, συνολικά, την πολιτική ευκαιρία που της ανοιγόταν με την κατάρρευση της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας, αντίθετα με τον ΣΥΡΙΖΑ που αξιοποίησε το 2012 την πτώση της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ. Η βασική αιτία αυτής της ήττας της Χρυσής Αυγής σ' αυτή τη φάση ήταν τα γεγονότα του Σεπτέμβρη του 2013, δηλαδή η αντιφασιστική έκρηξη μετά τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, η άρση της ασυλίας που απολάμβανε η οργάνωση από την κυβέρνηση και το κράτος και η έναρξη της ποινικής δίωξης σε βάρος της Χρυσής Αυγής ως εγκληματικής οργάνωσης. Η πολιτική εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα θα μπορούσε να είναι δραματικά διαφορετική, αν η Χρυσή Αυγή κατόρθωνε να ξεμπερδέψει με τον Ρουπακιά παρουσιάζοντάς τον ως έναν ακόμα “Περίανδρο”, έναν “θερμόαιμο” οπαδό που έδρασε αυτοβούλως.

Βέβαια, η πολιτική στροφή που αναγκάστηκε να κάνει η Χρυσή Αυγή την τελευταία χρονιά, αποσύροντας τα τάγματα εφόδου και αγκαλιάζοντας το προφίλ μιας λεπενικής ακροδεξιάς, είχε ως αποτέλεσμα να αναπληρώσει κάποιες από τις χαμένες της ψήφους με αυτές δεξιών απογοητευμένων ψηφοφόρων. Όμως οι νέες ψήφοι που κερδήθηκαν με προφίλ ακροδεξιάς “υπευθυνότητας” απέχουν μακράν από τον οργανωμένο φασιστικό στρατό που επιθυμεί διακαώς να χτίσει η ηγεσία της Χρυσής Αυγής. Η στροφή από τα τάγματα εφόδου στους ακροδεξιούς στρατηγούς ταρακούνησε ήδη την οργάνωση και θα ήταν λάθος να υποτιμήσουμε τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε η Χρυσή Αυγή αν ξανα-επέστρεφε συνολικά στη στρατηγική του δρόμου, πέραν από μεμονωμενες επιθέσεις. Εξακολουθεί δηλαδή να ισχύει αυτό που γράφαμε μετά τις εκλογές του Μάη του 2014: “η ναζιστική συμμορία αντιμετωπίζει μια αυξανόμενη ένταση ανάμεσα στο στρατηγικό πολιτικό της σχέδιο (την οικοδόμηση ταγμάτων εφόδου) και στον τακτικό ελιγμό της κοινοβουλευτικής της παρουσίας και του “ανοίγματος” στην παραδοσιακή δεξιά για να αντιμετωπίσει την ποινική δίωξη σε βάρος της. Το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να νομιμοποιεί εκ νέου τη συμμορία ως “πολιτικό κόμμα”, αλλά δεν θεραπεύει αυτή την (όχι πλέον τόσο) υποβόσκουσα ένταση”.7

Στην πραγματικότητα, ο μόνος τρόπος να επανακτήσει η Χρυσή Αυγή κεντρικό πολιτικό ρόλο και να επιστρέψει στο στρατηγικό πολιτικό της σχέδιο, δηλαδή στα τάγματα εφόδου στο δρόμο, είναι να κερδίσει την επικείμενη δίκη, πετυχαίνοντας μια πανηγυρική αθώωση των ηγετών της ή μια βελούδινη (“στα μαλακά”) καταδίκη. Αυτός είναι και ο λόγος που καμία πτέρυγα του αντιφασιστικού κινήματος δεν μπορεί να υποτιμήσει τα καθήκοντα που συνεπάγεται η δίκη και τη σημασία που θα έχει η έκβασή της.

Οι φασίστες στο εδώλιο

Μέσα στην Αριστερά και στον αντιεξουσιαστικό χώρο, η κυρίαρχη αντίληψη ήθελε την ποινική δίωξη κατά της Χρυσής Αυγής να είναι κομμάτι ενός οργανωμένου κρατικού σχεδίου εξάρθρωσης “των δύο άκρων”. Η άποψη αυτή έπαιρνε την υπαρκτή επιθυμία του αστικού κράτους να κινηθεί ποινικά σε βάρος της Αριστεράς και τη βάφτιζε τετελεσμένο γεγονός, παραβλέποντας το μαζικό αντιφασιστικό κίνημα που αναγκασε την κυβέρνηση Σαμαρά να κινηθεί εναντίον των “δικών της παιδιών”. Τελικά, βέβαια, οι διώξεις κατά του... ΣΥΡΙΖΑ έμειναν μονάχα στις ονειρώξεις του Λαζαρίδη της Νέας Δημοκρατίας ή του Κασιμάτη της Καθημερινής. Ωστόσο, οι λάθος απόψεις δεν σβήνουν τόσο εύκολα.

Μία άποψη που έχει βρει και δημόσια έκφραση αντιμετωπίζει τη δίκη της Χρυσής Αυγής με βασικό άξονα τη χρήση του άρθρου 187 του Ποινικού Κώδικα περί εγκληματικής οργάνωσης, του άρθρου δηλαδή που χρησιμοποιήθηκε ως αντιτρομοκρατική νομοθεσία για την εξάρθρωση της 17 Νοέμβρη. Η αντίθεση των προοδευτικών νομικών στο άρθρο 187 είναι αυτή που πρέπει να καθορίσει τη στάση του κινήματος απέναντι στη δίκη της Χρυσής Αυγής, λέει αυτή η άποψη, προτείνοντας την αποχή από κάθε ενασχόληση μαζί της. Πρόκειται για μια κοντόθωρη αντιμετώπιση, με ελάχιστο ιστορικό βάθος.

Αν η δίκη της Χρυσής Αυγής ανήκει σε κάποια ιστορική συνάφεια, δεν είναι με τις αντιτρομοκρατικές δίκες της τελευταίας δεκαπενταετίας, αλλά με εκείνες τις δικαστικές υποθέσεις στις οποίες το αστικό κράτος αναγκάστηκε να δικάσει τις παρακρατικές του αποφύσεις και τις συνεργαζόμενες μαζί του φασιστικές οργανώσεις. Μιλώντας για τον ελληνικό 20ό αιώνα, αυτό σημαίνει βασικά τις δίκες των δοσιλόγων και των ταγματασφαλιτών μετά την Κατοχή, τη δίκη των δολοφόνων του Λαμπράκη τη δεκαετία του '60 ή τις δίκες των συνταγματαρχών και των βασανιστών της Χούντας στη Μεταπολίτευση. Μονάχα θέτοντας τη δίκη της Χρυσής Αυγής σε μία τέτοια συνάφεια, μπορούμε να την κατανοήσουμε και να ορίσουμε σωστά τα καθήκοντα που μπαίνουν στο αντιφασιστικό κίνημα.

Πρόσφατα εκδόθηκε το νέο βιβλίο του ιστορικού Δημήτρη Κουσουρή (παρολίγον δολοφονημένου από τη Χρυσή Αυγή το 1998) για τις δίκες των δοσιλόγων της Κατοχής.8 Για το βιβλίο αυτό θα γράψουμε σε επόμενο τεύχος του περιοδικού μας. Αυτό που χρειάζεται να κρατήσουμε είναι το βασικό του συμπέρασμα: οι δίκες των δοσιλόγων κατέληξαν σε λιγοστές καταδίκες (σε σχέση όχι μόνο με τους συνεργάτες των Γερμανών αλλά με τους ίδιους τους ποινικά διωχθέντες), τα περισσότερα “μεγάλα ψάρια” κατάφεραν να τη γλιτώσουν, οι κρατικοί υπάλληλοι κατά βάση απαλλάχτηκαν. Οι δίκες λειτούργησαν τελικά περισσότερο ως βάση νομιμοποίησης της νέας αστικής εξουσίας και του αντικομμουνιστικού κράτους της, αποκαθάροντας το στίγμα της συνεργασίας με τους κατακτητές. Η ήττα της Αριστεράς τον Δεκέμβρη του 1944 στη μάχη της Αθήνας ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των ποινικών διώξεων μέσα στις δικαστικές αίθουσες.

Αυτά είναι σημαντικά κρατούμενα για το τι περιμένουμε και επιδιώκουμε σαν αντιφασιστικό κίνημα στην επικείμενη δίκη. Δίνουμε τη μάχη για την καταδίκη των νεοναζιστών χωρίς καμία εμπιστοσύνη ότι “η δικαιοσύνη θα προχωρήσει απερίσπαστη στο έργο της”, όπως είχε δηλώσει μετά τις συλλήψεις ο Αλέξης Τσίπρας. Επιδιώκουμε την καταδίκη όλων των φυσικών αυτουργών της φασιστικής βίας. Ταυτόχρονα θέλουμε να τιμωρηθούν οι ηθικοί αυτουργοί, οι οργανωτές και εκπαιδευτές αυτής της βίας: αυτό περνάει σήμερα μέσα από την αναγνώριση της Χρυσής Αυγής ως “εγκληματικής οργάνωσης” και την καταδίκη των ηγετών της. Θέλουμε ακόμα να αναδείξουμε την συνενοχή του κράτους και των μηχανισμών του, που ήδη η Εισαγγελία του Αρείου Πάγου φρόντισε – πλην μίας αστυνομικού! – να απαλλάξει πριν καν γίνει το δικαστήριο. Στο τέλος αυτής της διαδικασίας, θέλουμε να έχουμε πλήξει τον ναζιστικό πυρήνα και να έχουμε ξηλώσει όσες περισσότερες από τις χρυσαυγίτικες διασυνδέσεις με το κράτος, κερδίζοντας τους εργαζόμενους και τη νεολαία σε μια καλύτερη κατανόηση του τι ειναι ο φασισμός και ποιά είναι η σχέση του με το κράτος και το κεφάλαιο.

Η καμπάνια αυτή πρέπει να έχει το υλικό της αποτύπωμα μέσα και έξω από τη δικαστική αίθουσα. Αυτο σημαίνει: διαρκής κινητοποίηση και παρουσία αντιφασιστών στο χώρο της δίκης, με σταθμό την πρώτη μέρα και αδιάκοπη συνέχιση τους επόμενους μήνες, στήριξη των μαρτύρων και των θυμάτων που θα κληθούν να καταθέσουν, στήριξη της πολιτικής αγωγής του αντιφασιστικού κινήματος, εξασφάλιση πλατιάς δημοσιότητας με συνεχείς εκδηλώσεις και παρεμβάσεις στα ΜΜΕ, μαζική προπαγάνδιση του στόχου της καταδίκης των νεοναζί στις γειτονιές και στους χώρους των εργαζόμενων και της νεολαίας. Μόνο με μια τέτοια καμπάνια η δικαστική και ευρύτερα η κρατική εξουσία θα αναγκαστούν, ακόμα και αν δεν το επιθυμούν, να άρουν τελειωτικά την ασυλία που απολάμβαναν επί χρόνια οι χρυσαυγίτες και να κλείσουν τους ηγετες τους για πολλά χρόνια στη φυλακή.

Το κίνημα στο δρόμο και η παγίδα της ισλαμοφοβίας

Η μάχη της απονομιμοποίησης της Χρυσής Αυγής δεν θα κριθεί μόνο στο πεδίο της δίκης, αλλά σε όλα τα πεδία. Αυτό που πάντως γίνεται όλο και πιο καθαρό είναι ότι στη μάχη αυτή η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στην απέναντι όχθη. Τα περιστατικά είναι πολλά για να είναι μεμονωμένα: η Δούρου που έδωσε γραφεία στους Χρυσαυγίτες στην Περιφέρεια, ο Βούτσης και ο Φίλης που έχουν επανειλημμένα αμφισβητήσει το κατηγορητήριο, τελευταία η Κωνσταντοπούλου που επιδίωξε την αναβολή της συνεδρίασης της Βουλής αν δεν μεταχθούν οι προσωρινά προφυλακισμένοι χρυσαυγίτες.

Η στάση αυτή συνδυάζει τα χειρότερα στοιχεία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του '20 και του '30 απέναντι στη ναζιστική απειλή: μια θεσμολαγνική προσήλωση στην αστική νομιμότητα (“αφού τους ψήφισε ο κόσμος, είναι νόμιμο κόμμα”, λες και τον Χίτλερ δεν τον ψήφισε “ο κόσμος”) μαζί με μια άρρητη στρατηγική διάσπασης της Δεξιάς σε πολλά μικρά κόμματα, με τους ΑΝΕΛ στην κυβέρνηση και τη Χρυσή Αυγή στην αντιπολίτευση, προκειμένου να μην ορθοποδήσει ποτέ η Νέα Δημοκρατία. Πρόκειται για στρατηγική που μπορεί να αποβεί ολέθρια και είναι περαιτέρω δείγμα της ανευθυνότητας της ρεφορμιστικής Αριστεράς απέναντι στα συγκεκριμένα ζητήματα της συγκυρίας. Η επανασταστική Αριστερά που πρωτοστατεί στην απονομιμοποίηση της Χρυσής Αυγής αποδεικνύεται ακόμα μια φορά ως η κατεξοχήν υπεύθυνη Αριστερά, με την πραγματική σημασία της λέξης.

Στις 21 Μάρτη, διεθνή μέρα δράσης κατά του ρατσισμού και του φασισμού, το κίνημα θα έχει την ευκαιρία να προβάλλει μαζικά και εκ νέου τα αιτήματά του: να σταματήσει η πολιτική καταστολής της μετανάστευσης σε όλες τις της εκφάνσεις (φράχτης στον Έβρο, πνιγμοί στο Αιγαίο, Ξένιος Δίας, στρατόπεδα συγκέντρωσης και φυλακές), να νομιμοποιηθούν οι μετανάστες, να πάρουν ιθαγένεια τα παιδιά τους, να δοθεί άσυλο στους πρόσφυγες. Η πτώση της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου και η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ σημαίνουν ότι τα αιτήματα αυτά είναι σήμερα πιο ρεαλιστικά από ποτέ. Ωστόσο, η πραγματοποίησή τους δεν εξαρτάται από τα αντιρατσιστικά παράσημα της νέας Υπουργού Μετανάστευσης και του επιτελείου της, αλλά από τη δύναμη του κινήματος και την ικανότητά του να εξαναγκάζει την κυβέρνηση και να καθορίζει αυτό τις προτεραιότητές της.

Ένα κρίσιμο ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει το αντιρατσιστικό και αντιφασιστικό κίνημα είναι αυτό της ισλαμοφοβίας.10 Αυτό που κάνει τα πράγματα πιο επικίνδυνα είναι όχι μόνο η διεθνής συγκυρία, μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι και στην Κοπεγχάγη, αλλά το γεγονός ότι το ελληνικό κράτος αγκαλιάζει πλέον όλο και πιο ανοιχτά τον αντι-μουσουλμανικό ρατσισμό. Η Αθήνα, όπως είναι γνωστό, είναι η μόνη δυτική πρωτεύουσα στην οποία δεν λειτουργεί νόμιμα μουσουλμανικό τέμενος. Και, παρόλες τις υποσχέσεις, αντί για τζαμί για τις μουσουλμανικές κοινότητες, η Αττική απέκτησε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Αμυγδαλέζα και τα υπόλοιπα “προαναχωρησιακά κέντρα” (όπως τα βάφτισε η προηγούμενη κυβέρνηση) αφορούν κατά 90% μουσουλμάνους μετανάστες, από το Πακιστάν, το Αφγανιστάν, το Μπαγκλαντές και αλλού, που προορίζονται για απέλαση. Στο μεταξύ, ολοένα και περισσότερο το προσφυγικό και μεταναστευτικό ρεύμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση περιγράφεται από τα πιο επίσημα χείλη ως “απόπειρα εισβολής εκατοντάδων χιλιάδων τζιχαντιστών”, που πρέπει να καταπολεμηθεί ακόμα και με στρατιωτικά μέσα.

Τα πρώτα δείγματα της νέας κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν μάλλον προς την εθνικοποίηση της ισλαμοφοβίας, παρά προς την αμφισβήτησή της. Χαρακτηριστικές είναι οι κινήσεις του νέου Υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά που θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε προκεχωρημένο φυλάκιο του “αντι-τζιχαντιστικού αγώνα”. Το ελληνικό ΥΠΕΞ διεκδικεί πανελλήνιο (αν όχι παγκόσμιο) ρεκόρ έκδοσης ανακοινώσεων κατά των τζιχαντιστών: επίθεση σε στρατιώτες στο Σινά (30/01), δολοφονία ιάπωνα δημοσιογράφου (01/02), δολοφονία ιορδανού πιλότου (04/02), επίθεση στην Κοπεγχάγη (14/02), δολοφονίες 21 χριστιανών στη Λιβύη (16/02). Στην τελευταία ανακοίνωση, μάλιστα, αναφέρεται η ανάγκη για την “...υλοποίηση της ελληνικής πρωτοβουλίας για την προστασία των χριστιανικών κοινοτήτων στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και Βόρειας Αφρικής, η οποία παρουσιάστηκε κατά το πρόσφατο Συμβούλιο Εξωτερικών Υποθέσεων της ΕΕ στις Βρυξέλλες (09.02.2015) από τον Υπουργό Εξωτερικών, Ν. Κοτζιά, και υποστηρίζεται και από την Κυπριακή Δημοκρατία”.10 Ο Κοτζιάς επιχειρεί έτσι να δώσει στον άξονα Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου-Ισραήλ καθαρά αντι-ισλαμικό χαρακτήρα, με προφανή σκοπό την αναβάθμιση της Ελλάδας στη σύγκρουσή της με την Τουρκία.

Αυτή η νομιμοποίηση της ισλαμοφοβίας, και μάλιστα από μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά είναι βούτυρο στο ψωμί της Χρυσής Αυγής και τη διευκολύνει να πάρει πρωτοβουλίες που θα τη βγάλουν από την πολιτική της απομόνωση. Γι' αυτό και πρέπει να αναδείξουμε την ισλαμοφοβία ως βασικό μέτωπο του αντιρατσισμού και αντιφασισμού: ειδάλλως κινδυνεύουμε να δούμε και τα αιτήματα του αντιρατσιστικού κινήματος να μένουν στα χαρτιά με πρόσχημα “τον κίνδυνο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού”, και τη Χρυσή Αυγή να επανακτά την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Η άνοδος της ακροδεξιάς είναι μια πανευρωπαϊκή εξέλιξη. Το γεγονός ότι στην Ελλάδα, μέσα από τις στροφές και τα γυρίσματα της κρίσης, μια ναζιστική συμμορία κατόρθωσε να καταλάβει τον πολιτικό αυτό χώρο αποτελεί μια ξεχωριστή όντως περίπτωση, σε ένα διεθνές όμως ψηφιδωτό. Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στην Ελλάδα θα εξαρτηθεί από την πορεία της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και την ικανότητα του εργατικού κινήματος να προβάλλει ανεξάρτητα τη δική του εναλλακτική απέναντι στα αδιέξοδα του “συμβιβασμού με τους δανειστές”. Το αντιφασιστικό κίνημα έχει ένα εξαιρετικά σημαντικό καθήκον: να εξασφαλίσει ότι οι φασίστες δεν θα κατορθώσουν να παρέμβουν στις νέες φάσεις της οικονομικής και πολιτικής κρίσης, αφήνοντας έτσι ελεύθερο το πεδίο στην αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Σημειώσεις

1. Όλα τα στοιχεία προέρχονται από τον ιστότοπο του Υπουργείου Εσωτερικών, εκτός του ποσοστού των περιφερειακών εκλογών (8,10%) που αποτελεί υπολογισμό της Public Issue.

2. Ο πίνακας για τη Δυτική Αττική (Αγία Βαρβάρα, Άγιοι Ανάργυροι-Καματερό, Αιγάλεω, Ίλιον, Περιστέρι, Πετρούπολη, Χαϊδάρι) δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, 27/01/2015.

3. Ο πίνακας για την Β΄Πειραιά (Κερατσίνι-Δραπετσώνα, Κορυδαλλός, Νίκαια-Αγ. Ιωάννης Ρέντη, Πέραμα, Σαλαμίνα) δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, 28/01/2015.

4. Τα στοιχεία δημοσιεύτηκαν στον Ελεύθερο Τύπο, 01/02/2015.

5. Θανάσης Καμπαγιάννης, “Κοινός αγώνας ενάντια στους νεοναζί”, ΣΑΚ, τχ.92, Μάης-Ιούνης 2012.

6. Ηλίας Νικολακόπουλος, Παναγιώτης Κουστένης,“Χρυσή Αυγή: Τρίτο κόμμα, αλλά με πορεία φθίνουσα (πλέον)”, Τα Νέα, 07/02/2015.

7. Θανάσης Καμπαγιάννης, “Φασισμός και αντιφασισμός μετά τις εκλογές”, ΣΑΚ, τχ.105, Ιούλης-Αύγουστος 2014.

8. Δημήτρης Κουσουρής, Δίκες των δοσιλόγων 1944-1949, Δικαιοσύνη, συνέχεια του κράτους και εθνική μνήμη, εκδόσεις Πόλις, Αθήνα 2014.

9. Στην ισλαμοφοβία έχουμε αναφερθεί αρκετά σ' αύτο το περιοδικό: Νίκος Λούντος, “Ο ρατσισμός δεν είναι “ελευθερία του λόγου””, ΣΑΚ, τχ. 95, Νοέμβρης-Δεκέμβρης 2012· Θανάσης Καμπαγιάννης, “Ισλαμοφοβία και ρατσισμός”, ΣΑΚ, τχ. 81, Ιούλης-Αύγουστος 2010.

10. “Ανακοίνωση Υπουργείου Εξωτερικών για τη δολοφονία 21 Χριστιανών στη Λιβύη”, 16/02/2015, στο www.mfa.gr