Τάξεις και συμμαχίες
Σπύρος Σακελλαρόπουλος - Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα
Τιμή 20,90 €, 349 σελίδες Εκδόσεις Τόπος, 2014
Το σημαντικότερο προσόν του βιβλίου είναι ότι ανοίγει την συζήτηση για την εργατική τάξη σήμερα και εντάσσει αυτή τη συζήτηση στο συνολικότερο προβληματισμό για την πορεία του ελληνικού καπιταλισμού στην περίοδο της κρίσης και των μνημονίων.
Το βιβλίο χωρίζεται σε δυο μέρη· από μια άποψη πρόκειται για δυο μικρά βιβλία σε ένα. Το πρώτο μέρος (και το μεγαλύτερο) καταπιάνεται με την «οικονομική και πολιτική κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού (2009-2014)» και το δεύτερο με τη «θεωρία των τάξεων και [την] εξέλιξη της διαστρωμάτωσης στην ελληνική κοινωνία (1981-2014)».
Σε αυτό το δεύτερο μέρος, ο Σ. Σακελλαρόπουλος (Σ.Σ) αποτυπώνει, με λεπτομερή παράθεση στοιχείων από τις έρευνες εργατικού δυναμικού και τις απογραφές πληθυσμού της ΕΛΣΤΑΤ, την ανάπτυξη της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Το 1981 αποτελούσε το 43,2% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Το 2014 έχει φτάσει στο 55,3%. Ο Σ.Σ επισημαίνει μάλιστα ότι, για μια σειρά λόγους, αυτό το ποσοστό: «είναι μια πολύ μετριοπαθής εκτίμηση, το πιο πιθανό είναι να πλησιάζει τα 3/5 του εργατικού δυναμικού» (σελ. 320).
Ο Σ.Σ. χρησιμοποιεί μια σειρά βασικά μαρξιστικά κριτήρια για τον ορισμό της κοινωνικής τάξης, με βασικό τη σχέση με τα μέσα παραγωγής. Πολύ σωστά δεν περιορίζει την εργατική τάξη στα όρια των βιομηχανικών ή «παραγωγικών» εργατών, κάτι που έχουν κάνει στο παρελθόν μαρξιστές διανοούμενοι όπως ο Πουλαντζάς. Επίσης, με αυτή την προσπάθεια αντιμετωπίζει, επιτυχημένα, μια σειρά θεωρίες και αναλύσεις που κοινή συνισταμένη έχουν τη θέση περί εξαφάνισης ή παρακμής της εργατικής τάξης στη σύγχρονη κοινωνία: απ’ τις παλιότερες περί «τέλους της εργασίας» μέχρι τις πιο πρόσφατες περί «πλήθους». Η καπιταλιστική κρίση δεν έχει διαλύσει την εργατική τάξη, αντίθετα την έχει μεγαλώσει –κι αυτό είναι ένα στοιχείο πολύτιμο για την Αριστερά.
Παραδόξως, αν πρέπει να γίνει μια κριτική σε αυτό το επίπεδο είναι ότι ο Σ.Σ. διαστέλλει υπερβολικά τα όρια της εργατικής τάξης. Η «προλεταριοποίηση» παλιών και νέων μεσοστρωμάτων (ή τμημάτων της μικροαστικής τάξης, σύμφωνα με την ορολογία που προτιμά ο Σ.Σ) δεν είναι το ίδιο με την ένταξη στην εργατική τάξη, ούτε η κατηγοριοποίησή τους σε «οιονεί προλετάριους». Είναι σωστό ότι όπως έχει επισημάνει ο Λένιν και θυμίζει ο Σ.Σ. το προλεταριάτο δε χωρίζεται με σινικά τείχη από τις άλλες κοινωνικές τάξεις και στρώματα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι την εποχή της κρίσης τα όρια εξαφανίζονται.
Θα ήταν πιο γόνιμο αν ο Σ.Σ εξέταζε κάποιες άλλες αλλαγές στη σύνθεση της σύγχρονης εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά στην ιστορία της οι γυναίκες αποτελούν ένα τόσο μεγάλο ποσοστό, σχεδόν το μισό. Μια άλλη αλλαγή είναι η μαζική ένταξη μεταναστών στις γραμμές της –κάτι που αποσπά μόνο κάποια σκόρπια σχόλια στο βιβλίο. Μια ακόμα αλλαγή των τελευταίων δεκαετιών είναι η διαμόρφωση μαζικών τμημάτων της εργατικής τάξης που απασχολούνται συλλογικά στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης όλης της τάξης (εκπαίδευση, υγεία-πρόνοια για παράδειγμα).
Αυτή η παρατήρηση έχει σημασία και όχι μόνο «ακαδημαϊκή». Η εργατική τάξη δεν είναι μια αφηρημένη σχέση. Γεννιέται και αναπλάθεται κάθε στιγμή, ως τάξη «ενάντια στον καπιταλισμό» για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του Μαρξ. Και γίνεται «τάξη για τον εαυτό της» όταν οργανώνεται και παλεύει συνειδητά για τα συμφέροντά της. Αυτοί οι αγώνες, η ταξική πάλη, καθορίζουν την πορεία της ιστορίας. Όχι γενικά, αλλά στην Ελλάδα των Μνημονίων: αγώνες της «παλιάς» εργατικής τάξης (συγκοινωνίες, βιομηχανία –μην ξεχνάμε τη Χαλυβουργική) της «νέας» (μετανάστες εργάτες γης στη Μανωλάδα ή την Γενική Ανακύκλωση πρόσφατα), της οργανωμένης (δημόσιο, πρώην ΔΕΚΟ όπως η ΕΡΤ) και της ανοργάνωτης που οργανώνεται (COSCO).
Αν εξετάσουμε το πρώτο μέρος του βιβλίου υπό αυτή την οπτική, τότε η απουσία της εργατικής τάξης είναι εντυπωσιακή. Στις δέκα σελίδες που αφιερώνονται στην «αντίδραση των κυριαρχούμενων τάξεων» υπάρχει «λαός» και «λαϊκά στρώματα» που συγκροτήθηκαν, όσο συγκροτήθηκαν, σε υποκείμενα με τις μεγάλες διαδηλώσεις, τις «πλατείες» και τις «πρακτικές κοινωνικής αλληλεγγύης», αλλά δεν υπάρχει εργατικό κίνημα πέρα από κάποιες τηλεγραφικές αναφορές.
Έτσι όμως χάνεται η σοβαρότητα της πολιτικής κρίσης που αντιμετωπίζει η άρχουσα τάξη. Ο Σ.Σ είχε γράψει μερικά χρόνια πριν ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο για την «Ελλάδα στη Μεταπολίτευση» όπου εξέταζε το φαινόμενο της ανάδυσης του ΠΑΣΟΚ. Σήμερα αυτό το κόμμα που, όπως εξηγούσε ο Σ.Σ., στηριζόταν στις σχέσεις του με τα οργανωμένα τμήματα της εργατικής τάξης, είναι συντρίμμια (το άλλο κόμμα που διαχειριζόταν τις τύχες του ελληνικού καπιταλισμού, η ΝΔ, δείχνει να βαδίζει στα χνάρια του).
Το κεφάλαιο για την «κρίση του κομματικού συστήματος», περιλαμβάνει μια λεπτομερή παρουσίαση της αποσάθρωσης των δυο μεγάλων κομμάτων. Συνοψίζει, τα ευρήματα των ερευνών για την ταξική γεωγραφία της εκλογικής ανόδου της Αριστεράς. Οι αγώνες παλιών και νεότερων κομματιών της εργατικής τάξης όλα αυτά τα χρόνια μαζί με τις πολιτικές και οργανωτικές εμπειρίες που είχαν συσσωρεύσει πριν ακόμα την επιβολή των Μνημονίων, είναι ένα μεγάλο μέρος της εξήγησης για το γιατί η κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας τροφοδότησε την Αριστερά.
Όμως, με τον παράγοντα αυτό ουσιαστικά να απουσιάζει από το βιβλίο, αντί για στοιχείο της κρίσης, αυτή η εικόνα μετατρέπεται, σε απόδειξη μιας νέας στρατηγικής της άρχουσας τάξης, μιας μεταμόρφωσης του αστικού κράτους που ο συγγραφέας ονομάζει «αυταρχικό κρατισμό». Μια κατάσταση δηλαδή όπου: «Το κράτος παρεμβαίνει αδιαμεσολάβητα υπέρ των στενών συμφερόντων των πιο ισχυρών μονοπωλιακών μερίδων» (σελ. 111)
Χωρίς να είναι κατά πιθανότητα στις προθέσεις του συγγραφέα αυτή η διατύπωση θυμίζει τον παλιό ορισμό του φασισμού από τον Δημητρόφ στο 7ο Συνέδριο της Κομιντέρν το 1935 ως την: «πιο ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Αυτή η εκτίμηση τότε ήταν η δικαιολογία για την στρατηγική της συμμαχίας με τα «μη-αντιδραστικά» τμήματα της αστικής τάξης και για την σύμπηξη των περίφημων Λαϊκών Μετώπων που παρουσιάζονταν από τα Κομμουνιστικά Κόμματα ως μια φυσιολογική επέκταση του ενιαίου εργατικού μετώπου στα «μεσοστρώματα».
Σήμερα, αντιλήψεις για την «αντιδραστική μετάλλαξη του κράτους» μπορούν να γίνουν η δικαιολογία για παρόμοιες στρατηγικές: σύγχρονα λαϊκά μέτωπα που θα αποσπάσουν το κράτος από τα χέρια «μονοπωλιακών μερίδων». Ιδιαίτερα αν συνδυαστούν με αντιλήψεις που βλέπουν τον ελληνικό καπιταλισμό ως «οιονεί προτεκτοράτο» (σ.σ. 129-134) όπου η άρχουσα τάξη παραχωρεί «εθνική κυριαρχία» σε ένα αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό με τις «κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις».
Στα «γενικά συμπεράσματά» του ο Σ.Σ όταν προσπαθεί να ερμηνεύσει «γιατί αναγκαστικά περιορίζεται με ριζικό τρόπο η λειτουργία των ενσωματωτικών μηχανισμών και ενισχύονται οι διαδικασίες αυταρχικοποίησης του κράτους» (σελ. 324) δίνει όλη του την έμφαση στα χτυπήματα της κρίσης στη «μικροαστική τάξη» κάτι που οδήγησε στην διάρρηξη της «σταθερής κοινωνικής συμμαχίας» με την αστική τάξη.
Είναι μια στενή αντίληψη. Η εργατική τάξη οι αγώνες της και οι αλλαγές στις ιδέες της ήταν και παραμένει το κλειδί για να κατανοούμε τις αλλαγές. Μια ανάλυση που επικεντρώνει στα μικροαστικά στρώματα ανοίγει δρόμο για τις νέες εκδοχές της στρατηγικής των «λαϊκών μετώπων».
Η συζήτηση για την στρατηγική και την τακτική ανοίγει σε όλη την Αριστερά, στην Ελλάδα και διεθνώς. Οι ιστορικές αναφορές είναι απαραίτητες σε αυτή την προσπάθεια, αλλά δεν αρκούν· ιδιαίτερα όταν γίνονται εκτός πλαισίου. Χρειάζεται και η θεωρία και τα εμπειρικά στοιχεία. Το βιβλίο τροφοδοτεί αυτή τη συζήτηση, με σοβαρό και συστηματικό τρόπο και αυτό είναι το δεύτερο προσόν του, όποιες διαφωνίες και αν έχουμε με τις απαντήσεις που δίνει.