Άρθρο
Περιοδικό «Αρχειοτάξιο» τ.16 - Η ακροδεξιά στο φως της Ιστορίας

Εξώφυλλο του τευχους 109

Βαθιές ρίζες

Περιοδικό «Αρχειοτάξιο» τ.16 - Η ακροδεξιά στο φως της Ιστορίας

Τιμή 16 €, 240 σελίδες Εκδόσεις Θεμέλιο, Νοέμβρης 2014

Το αντιφασιστικό κίνημα στην Ελλάδα βρίσκεται σε μια κρίσιμη καμπή. Μπορεί η, έστω και μικρή, πτώση της Χρυσής Αυγής στις τελευταίες εκλογές να ήταν μια ευχάριστη εξέλιξη, ο κίνδυνος του ναζισμού όμως κάθε άλλο παρά έχει κατατροπωθεί. Στις νέες συνθήκες, με το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση και τη δίκη της Χρυσής Αυγής να έχει επιτέλους δρομολογηθεί, η αντιφασιστική κινητοποίηση πρέπει να ενταθεί. Σ’ αυτήν την προσπάθεια έρχεται να συμβάλει το περιοδικό «Αρχειοτάξιο» που θέτει «την ακροδεξιά στο φως της Ιστορίας» με άρθρα που δίνουν απαντήσεις σε πολυσυζητημένα ερωτήματα και προσφέρουν αφορμές για μια πιο προωθημένη συζήτηση. Με τα λόγια του Στρατή Μπουρνάζου, το αφιέρωμα «ιστορικοποιεί τον λόγο και την πολιτική της Ακροδεξιάς, μας οδηγεί στα ευρύτερα σύνολα, τις δεξαμενές από τις οποίες αντλεί».

Στις μελέτες της Δέσποινας Παπαδημητρίου, του Κώστα Κατσούδα και του Στράτου Δορδανά ξεδιπλώνεται η ιστορία της ακροδεξιάς από τους επίστρατους του Ά Παγκοσμίου Πολέμου (οι οποίοι όμως, όπως σωστά παρατηρεί η Δ. Παπαδημητρίου, δεν συγκρότησαν αυτόνομο κίνημα σε σχέση με την αντιβενιζελική μήτρα τους), την 3Ε, τα Τάγματα Ασφαλείας και τους Χίτες μέχρι τις αντικομμουνιστικές οργανώσεις μετά τον εμφύλιο και τους χουντικούς. Η ιστορία αυτή δεν αφορά απλά ιδέες αλλά υλικά συμφέροντα. Η άκρα δεξιά πάντα είχε ως «εργοδότη» το «βαθύ κράτος», ιδιαίτερα μετά τα Δεκεμβριανά όταν το μεταπολεμικό κράτος στήθηκε με βάση την αντικομμουνιστική εθνικοφροσύνη. Βέβαια, αυτή η σχέση δοκιμάστηκε στις περιπτώσεις που η άκρα δεξιά προσπάθησε να ξετυλίξει το δικό της πολιτικό σχέδιο. Η συγκρότηση των Χιτών σε κόμμα, όπως την περιγράφει ο Κ. Κατσούδας, είναι χαρακτηριστική: οι χίτες ήταν χρήσιμοι όταν εξαπέλυσαν τη «Λευκή τρομοκρατία» μετά τα Δεκεμβριανά καθώς το επίσημο κράτος δεν είχε στηθεί ακόμα στα πόδια του έξω από την Αθήνα, αλλά η κυρίαρχη τάξη δεν τους πριμοδότησε σε πολιτικό επίπεδο επιλέγοντας να αντιπροσωπευτεί επίσημα από τα παραδοσιακά της κόμματα. Έτσι, ενώ οι φασίστες είχαν την προσδοκία ότι η κυρίαρχη τάξη θα τους αντάμειβε για τις υπηρεσίες τους βάζοντάς τους στα σαλόνια της εξουσίας, εκείνη τους άφησε με την αίσθηση της στυμμένης λεμονόκουπας. Η ιστορία του Κώστα Πλεύρη που αφηγείται με γλαφυρότητα και ζωντάνια ο Δημήτρης Ψαρράς συμπυκνώνει αυτήν την αντιφατική σχέση με μοναδικό τρόπο. Ο Πλεύρης ήταν χαϊδεμένο παιδί του μετεμφυλιακού κράτους και το παρακράτος τον στήριξε στον αγώνα του «να παύση πλέον ο μπολσεβίκος να έχη σαν μόνον αντίπαλον τον αστυφύλακα», αλλά ποτέ δεν του έδωσε το πράσινο φως να προωθήσει τη δική του καθαρόαιμη φασιστική ατζέντα. Ακόμα και στην περίοδο της δικτατορίας, ο Πλεύρης ανέλαβε μεν θέσεις και επηρέασε πολιτικές αποφάσεις του καθεστώτος, δεν έπεισε όμως τους χουντικούς να ακολουθήσουν το πρότυπο του φασιστικού ολοκληρωτικού κράτους και κατέληξε μάλιστα για λίγες μέρες στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ του Ιωαννίδη. Αυτές οι εμπειρίες έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της γενιάς που ίδρυσε και έχτισε τη Χρυσή Αυγή με δομή παρόμοια με εκείνη του προδικτατορικού «Κόμματος 4ης Αυγούστου» του Πλεύρη.

Το αφιέρωμα δεν περιορίζεται στην ιστορική αναδρομή του φασιστικού φαινομένου, όσο χρήσιμη και αν είναι αυτή. Η άνοδος της Χρυσής Αυγής έχει πίσω της τις προσπάθειες της Εθνικής Παράταξης, της ΕΠΕΝ και του ΛΑΟΣ, αλλά δεν είναι μια απλή συνέχειά τους. Έτσι, ο Τάσος Κωστόπουλος αναλύει την υπόθαλψη των νεοναζί της ΧΑ από το «βαθύ κράτος» από το Δεκέμβρη του 2008 και μετά ως μια προσπάθεια να στηθεί ένας μηχανισμός «αντιεξέγερσης», που να μπορεί να αντιμετωπίσει την Αριστερά και το εργατικό κίνημα στο πεζοδρόμιο. Όπως τονίζει χαρακτηριστικά, «η πειραματική εφαρμογή του νέου μοντέλου πρωτοβάθμιας καταστολής» έγινε στον άγιο Παντελεήμονα με τη στήριξη του τότε υπουργού Δημόσιας Τάξης Χ. Μαρκογιαννάκη και της Αστυνομίας. Από την πλευρά του, ο Παναγιώτης Κουστένης αναδεικνύει την εκλογική συγγένεια μεταξύ Χρυσής Αυγής και ΛΑΟΣ σε κοινωνιολογικό και γεωγραφικό επίπεδο αλλά επισημαίνει ταυτόχρονα ότι η πλειοψηφία του εκλογικού κοινού της ΧΑ προήλθε γενικά από τη δεξιά πολυκατοικία, καθώς και το γεγονός ότι οι νεοναζί απέκτησαν ευρύτερες προσβάσεις χάρη στην απελπισία που σκόρπισε η οικονομική κρίση. Με μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή του φασιστικού φαινομένου ασχολείται η Αγγέλικα Ψαρρά, ερευνώντας τις έμφυλες πτυχές του ελληνικού νεοναζισμού, ο οποίος συνδυάζει την παραδοσιακή επιμονή στη βιολογική καθαρότητα και την κατωτερότητα των γυναικών με τη σύγχρονη συντηρητική ρητορεία χριστιανικών οργανώσεων κατά των εκτρώσεων. Τέλος, η Βασιλική Γεωργιάδου θέτει το φαινόμενο στη διεθνή του διάσταση, η οποία είναι αξεδιάλυτα δεμένη με τις επιμέρους εθνικές ιστορίες, καθώς η άκρα δεξιά έχει μια ιδιαίτερη πολιτική διαδρομή σε κάθε χώρα. Ιδιαίτερα σημαντική σήμερα είναι η πανευρωπαϊκή προσπάθεια της άκρας δεξιάς να μπει σφήνα στην κρίση της Δεξιάς και να εκμεταλλευτεί το ρατσισμό και την οικονομική κρίση. Όπως όμως η Δεξιά του Βορρά δεν είναι ίδια με εκείνη του Νότου, έτσι και οι ακροδεξιές ποικίλουν χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει ότι κάποια είναι καλύτερη ή χειρότερη.

Συνολικά λοιπόν, το αφιέρωμα του «Αρχειοτάξιου» συμβάλλει στην καλύτερη γνώση του φασιστικού φαινομένου και δίνει πλούσια εμπόδια στο κίνημα που παλεύει για να κλείσει οριστικά το δρόμο στους νοσταλγούς του Χίτλερ.