Επίκαιρo
Andy Durgan, Tony Cliff - Ισπανία 1936, Λαϊκό Μέτωπο και επανάσταση ενάντια στο φασισμό
Τιμή 8,52 €, 144 σελίδες Eκδόσεις Μαρξιστικό Βιβλιοπωλείο
Το Φλεβάρη του 1936 οι εκλογές στην Ισπανία ανέδειξαν μια αριστερή κυβέρνηση. Η μαζική ριζοσπαστικοποίηση, που είχαν φέρει τα προηγούμενα πέντε χρόνια αγώνων στις πόλεις και στην ύπαιθρο, οδήγησε στην εκλογική νίκη του Λαϊκού Μετώπου. Το πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου – μιας εκλογικής συμμαχίας του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού Κόμματος με Δημοκρατικά αστικά κόμματα – χαρακτηριζόταν από μετριοπάθεια και είχε πολύ περιορισμένους στόχους για να μην τρομάξει την άρχουσα τάξη, το στρατό και την Καθολική εκκλησία, αλλά και τις «δημοκρατικές» κυβερνήσεις της Ευρώπης – κύρια της Γαλλίας και της Βρετανίας. Όμως, τους μήνες που ακολούθησαν οι εργάτες και οι αγρότες προχώρησαν σε απεργίες και καταλήψεις, διεκδικώντας να γίνουν πράξη οι ελπίδες που έσπειρε η εκλογική νίκη της αριστεράς.
Τον Ιούλη του 1936, η άρχουσα τάξη πέρασε στην αντεπίθεση με ένα στρατιωτικό πραξικόπημα, που είχε επικεφαλής τον στρατηγό Φράνκο. Μπροστά στην παγωμένη αμηχανία της Δημοκρατικής κυβέρνησης, εκατοντάδες χιλιάδες εργάτες και αγρότες πήραν τον αγώνα στα χέρια τους: με πρωτοβουλία των οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς και των αναρχικών – που είχαν τεράστια επιρροή μέσα από τη συνδικαλιστική ομοσπονδία τους, την CNT – έφτιαξαν αντιφασιστικές επιτροπές και πολιτοφυλακές, οπλίστηκαν με ό,τι μπορούσαν και ρίχτηκαν στη μάχη για να σταματήσουν τους φασίστες. Η Ισπανική Επανάσταση είχε αρχίσει.
Και μόνο η παραπάνω σύντομη περιγραφή αυτής της εικόνας αρκεί για να δείξει το πόσο επίκαιρη είναι η νέα έκδοση του Μαρξιστικού Βιβλιοπωλείου με τίτλο «Ισπανία 1936, Λαϊκό Μέτωπο και επανάσταση ενάντια στο φασισμό».
Το βιβλίο, που είναι βασισμένο σε κείμενα των Andy Durgan και Tony Cliff, πετυχαίνει να συνδυάσει δυο πράγματα. Από τη μια να αποδώσει με πολύ ζωντανό τρόπο το επίπεδο της μαζικής πρωτοβουλίας από τα κάτω, του εργατικού και λαϊκού έλεγχου και του κοινωνικού πειραματισμού στην επαναστατημένη Ισπανία. Και από την άλλη, να αναδείξει όλα τα καίρια ζητήματα στα οποία κλήθηκε να απαντήσει η ισπανική επαναστατική αριστερά: Πώς αντιμετωπίζει το εργατικό κίνημα μια εκλεγμένη αριστερή ρεφορμιστική κυβέρνηση; Ποια έπρεπε να είναι η ανταπόκριση στη μανιασμένη αντίδραση της άρχουσας τάξης και των στηριγμάτων της; Η ρήξη και το βάθεμα των αλλαγών ή η μετριοπάθεια και ο αυτοπεριορισμός; Ήταν η επανάσταση εμπόδιο ή αναπόσπαστο μέρος της στρατιωτικής πάλης ενάντια στο φασισμό; Χρειαζόταν το – οργανωμένο σε συμβούλια, επιτροπές, κολεκτίβες – εργατικό κίνημα να προχωρήσει και στην κατάληψη της κεντρικής εξουσίας;
Οι Durgan και Cliff αφιερώνουν τρία από τα κεφάλαια του βιβλίου («Αντίσταση και επανάσταση», «Πλάθοντας το καινούργιο», «Κολεκτιβοποίηση») για να περιγράψουν την τεράστια επαναστατική δυναμική που σάρωνε την Ισπανία:
«Παρ’ όλες τις ουσιαστικές διαφορές με τη Ρωσία μετά την επανάσταση του Φλεβάρη 1917, η εικόνα στη Δημοκρατική ζώνη ήταν η εικόνα δυο εν δυνάμει διαφορετικών εξουσιών. Η μια εξουσία, αυτή της κυβέρνησης, αποτελείτο από μια χούφτα φιλελεύθερους αστούς πολιτικούς, αποκομμένους από την ίδια τους την κοινωνική βάση και χωρίς καμιά μαζική επιρροή. Ήταν μια ‘σκιώδης αστική τάξη’, όπως τη βάφτισε ο Τρότσκι, αφού η τάξη που εκπροσωπούσαν αυτοί οι πολιτικοί είχε περάσει με τη μεριά των φασιστών. Η πολιτική τους επιβίωση εξαρτιόταν αποκλειστικά από την υποστήριξη που τους έδιναν το Σοσιαλιστικό και το Κομμουνιστικό Κόμμα. Η άλλη – εμβρυακή έστω – εξουσία ήταν αυτή του οπλισμένου προλεταριάτου. Η κυβέρνηση ήταν πολύ αδύνατη για να μπορέσει ν’ αντικρούσει την δύναμη της εργατικής τάξης. Όμως, από την άλλη πλευρά, ούτε το οπλισμένο προλεταριάτο ήταν αρκετά συνειδητό για να κάνει ένα βήμα παραπέρα και να ξεφορτωθεί και την κυβέρνηση».
Η επιλογή της ηγεσίας του Λαϊκού Μετώπου (πρωτοστατούντος του Κομμουνιστικού Κόμματος) ήταν να συγκρουστεί με αυτή την επαναστατική δυναμική. Πατώντας πάνω στην – πραγματική – ανάγκη κεντρικού πολιτικού και στρατιωτικού συντονισμού για να αποκρουστεί ο στρατός του Φράνκο (που δεχόταν άφθονη βοήθεια από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι), στράφηκε ενάντια στις πολιτοφυλακές και τις εργατικές επιτροπές. Την ίδια ώρα, για να καθησυχάσει τις «δημοκρατικές» κυβερνήσεις της Ευρώπης άρχισε να ξαναδίνει στους βιομήχανους τα απαλλοτριωμένα εργοστάσιά τους και στους γαιοκτήμονες τα κατηλημμένα κτήματά τους. Απόσυρε ακόμα και το στόλο (που είχε μείνει πιστός στη Δημοκρατία) από τη Μεσόγειο για να μην ενοχληθούν τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα Βρετανίας και Γαλλίας στην περιοχή. Όμως, η στήριξη που περίμενε από τις ευρωπαϊκές «δημοκρατικές» κυβερνήσεις δεν ήρθε ποτέ. Είναι τραγικό το γεγονός ότι η Γαλλία, που είχε κι αυτή κυβέρνηση Λαϊκού Μετώπου την ίδια περίοδο, ποτέ δεν έστειλε την πολυπόθητη βοήθεια στην «αδελφή» αριστερή κυβέρνηση της Ισπανίας. Oι συγγραφείς αναλύουν αυτή την καταστροφική πολιτική των ρεφορμιστών στα κεφάλαια «Η αναστύλωση του κράτους», «Ο Λαϊκός Στρατός» και «Η διάλυση της εργατικής εξουσίας».
Το Μάη του 1937, αυτή η πολιτική κατέληξε στην ανοικτή καταστολή του εργατικού κινήματος από την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στην καρδιά της επανάστασης στη Βαρκελώνη. Ακολούθησαν οι διώξεις των αναρχικών και του μαρξιστικού POUM – και η δολοφονία του ηγέτη του Αντρές Νιν. Η επανάσταση τσακίστηκε, αλλά αυτό δεν εξασφάλισε ούτε την υποστήριξη των «δημοκρατικών» κυβερνήσεων, ούτε επιτυχίες στη διεξαγωγή του πολέμου. Για να κερδηθεί η σύγκρουση χρειαζόταν η επανάσταση, κι όχι το αντίστροφο, όπως υποστήριζε η ρεφορμιστική αριστερά. Από τη στιγμή που το επαναστατικό κύμα κάμφθηκε, ήταν ζήτημα χρόνου η πλάστιγγα να γύρει στο πλευρό του πιο ισχυρού στρατιωτικά, δηλαδή του Φράνκο.
Ένα από τα μεγάλα πλεονεκτήματα του βιβλίου είναι ο αναλυτικός τρόπος που εξετάζει τις πολιτικές που είχαν οι δυνάμεις που υποστήριζαν την επανάσταση – τις απόψεις που κυριαρχούσαν στις ηγεσίες της CNT-FAI και του POUM. Οι αναρχικοί διακήρυτταν για δεκαετίες την απέχθειά τους για οποιαδήποτε επαφή με την «πολιτική». Απέρριπταν κάθε κράτος – και το εργατικό. Όμως, για να κερδηθεί ο πόλεμος ενάντια στους φασίστες χρειαζόταν οργανωμένη, συγκεντρωτική βία – δηλαδή κράτος. Και μιας που στη θεωρία των αναρχικών δεν υπήρχε καμιά θέση για το κράτος της εργατικής τάξης, παραδόθηκαν πανηγυρικά στο αστικό κράτος βαφτίζοντας το κρέας ψάρι: το κράτος ήταν πλέον «αντιφασιστικό», όχι «δεσποτικό». Η κατάληξη ήταν η είσοδος δυο αναρχικών υπουργών στην κυβέρνηση το Νοέμβρη του 1936. Έτσι, «το Μάη του 1937 τα καλέσματα των αναρχικών υπουργών Χουάν Γκαρθία Όλιβερ και Φρεντερίκα Μοντσενί για κατάπαυση του πυρός [στη Βαρκελώνη], οδήγησαν στη διάλυση των οδοφραγμάτων».
Η ηγεσία του POUM από τη μεριά της είχε πολύ συγχυσμένες (και καθόλου ενιαίες) απόψεις για το πώς θα έπρεπε να αντιμετωπίσει την αριστερή κυβέρνηση και πώς να προωθήσει την επανάσταση. Ενώ έβαζε το ζήτημα της ανάγκης για κατάληψη της κεντρικής εξουσίας και τη δημιουργία ενός στρατού στα πρότυπα του Κόκκινου Στρατού στον εμφύλιο πόλεμο στη Ρωσία, περιόριζε την παρέμβασή του στο να πείσει την ηγεσία της CNT να πάρει εκείνη την πρωτοβουλία να το κάνει. Μπροστά στην άρνηση της κατέληξε και το ίδιο να καλεί σε υποχώρηση χωρίς να προβάλλει καμιά εναλλακτική. Ένα από τα ενδιαφέροντα κεφάλαια του βιβλίου αναφέρεται στις προσπάθειες του Τρότσκι να επηρεάσει τις εξελίξεις στην Ισπανία. Από το 1931, αν και κάτω από τις δύσκολες συνθήκες της εξορίας, προσπάθησε με ξεκάθαρο τρόπο να συνδέσει την πάλη ενάντια στο φασισμό με την σοσιαλιστική επανάσταση και την εργατική εξουσία. Τα άρθρα και τα γράμματα που έστελνε στους ισπανούς επαναστάτες, εξηγούσαν με αιχμηρότητα την κατάσταση και πρότειναν διεξόδους. Δυστυχώς η επιρροή του μεγάλου επαναστάτη ήταν πολύ μικρή για ν’ αλλάξει την πορεία του Εμφύλιου. Η τελική νίκη του Φράνκο το 1939 επέβαλλε μια από τις πιο στυγνές δικτατορίες για τα επόμενα σαράντα χρόνια.
Σε σχέση με ό,τι κυκλοφορεί στην ελληνική βιβλιογραφία για την Ισπανία, το βιβλίο των Durgan και Cliff, αποτελεί την πιο ολοκληρωμένη ανάλυση. Υπάρχουν ολόκληρα κεφάλαια αφιερωμένα στο παγκόσμιο κίνημα διεθνιστικής αλληλεγγύης και τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, στις στρατιωτικές τακτικές που ακολούθησαν οι αντίπαλοι στη διάρκεια του Εμφύλιου, στο ρόλο των ιμπεριαλιστικών αστικών δημοκρατιών της Ευρώπης, στο πώς ο Στάλιν καθόρισε την πολιτική του για την Ισπανία με βάση τις προτεραιότητες της εξωτερική πολιτικής της Σοβιετικής Ένωσης κ.ά. Στα πλεονεκτήματα του βιβλίου θα πρέπει να προστεθούν το πολύ βοηθητικό χρονολόγιο, οι χάρτες που δείχνουν την πορεία του πολέμου, καθώς και το φωτογραφικό υλικό (μεγάλο μέρος του από το «Ίδρυμα Αντρές Νιν») που το συνοδεύει.
Ο πρόλογος της έκδοσης καταλήγει: «Στην Ισπανία δόθηκε η μεγαλύτερη μάχη της εργατικής τάξης με στόχο τη δική της επαναστατική εναλλακτική διέξοδο από την προηγούμενη μεγάλη κρίση του καπιταλισμού τη δεκαετία του ’30. Σχεδόν 80 χρόνια αργότερα είναι σημαντικό να ανατρέξουμε και να αντλήσουμε τα διδάγματα – θετικά και αρνητικά – από την εμπειρία μιας αριστερής κυβέρνησης και ενός ριζοσπαστικού εργατικού κινήματος αντιμέτωπου με διλήμματα που η αντανάκλασή τους φτάνει μέχρι την Ελλάδα του σήμερα».