Άρθρο
Πέρα από τους «έντιμους συμβιβασμούς»

Πρωτομαγιά 2015 στην Αθήνα

H Μαρία Στύλλου απαντάει στο ερώτημα αν και πώς μπορούμε να προχωρήσουμε πέρα από τις επιλογές της κυβέρνησης.

Πώς διαμορφώνεται το τοπίο μετά το πρώτο τρίμηνο της κυβέρνησης που σχημάτισε ο ΣΥΡΙΖΑ μαζί με τους ΑΝΕΛ ύστερα από τον εκλογικό θρίαμβο της 25 Γενάρη; Είναι εξόφθαλμη η εικόνα των αντιφάσεων ανάμεσα στις υποσχέσεις και στις πράξεις.


Οι ελπίδες του κόσμου ότι η νίκη της Αριστεράς στις κάλπες θα μεταφραστεί σε αλλαγές, αν όχι ανατροπές, προς όφελος της εργατικής τάξης παραμένουν ακέραιες και αυτό φαίνεται με πολλούς τρόπους. Φαίνεται με το πρωτοφανές δημοσκοπικό προβάδισμα του κυβερνητικού κόμματος απέναντι στην ηττημένη δεξιά, ακροδεξιά, κεντροδεξιά και «κεντροαριστερά».

Φαίνεται με τις πιέσεις που ασκούν αυτές οι προσδοκίες πάνω στην κυβέρνηση, έτσι ώστε να διστάζει να βάλει την υπογραφή της σε μια νέα συμφωνία με τους «εταίρους-δανειστές». Φαίνεται και στους δρόμους σε πολλές στιγμές και συγκεντρωμένα την Πρωτομαγιά, όπου οι συγκεντρώσεις με χρώμα αριστερής αντιπολίτευσης ήταν πολύ πιο μαζικές από αυτές που τιμήθηκαν με την παρουσία υπουργών.


Παράλληλα, όμως, ο κυβερνητικός απολογισμός των 100 πρώτων ημερών είναι γεμάτος ψυχρολουσίες για αυτόν τον κόσμο. Όχι μόνο με τους οικονομικούς συμβιβασμούς που ξεκίνησαν με τη συμφωνία της 20 Φλεβάρη στο Eurogroup και έχουν φτάσει να παράγουν πρωτογενές πλεόνασμα πέρα από το προβλεπόμενο (από τη συγκυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου!) μέσα στο πρώτο τρίμηνο του 2015. Αλλά και με τους πολιτικούς συμβιβασμούς της «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής που έφερε τον Τσίπρα να σφίγγει το χέρι του Στρατάρχη Σίσι της Αιγύπτου.


«Αριστερή» λιτότητα και «όαση» στη Μεσόγειο


Η νέα κυβέρνηση ξεκίνησε τη διαπραγμάτευση με την ΕΕ με δηλώσεις του Βαρουφάκη ότι δεν θέλει άλλα δανεικά από τους «θεσμούς», ότι πιστεύει πως η ΕΚΤ δεν υπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και άρα θα συνεχίσει να προσφέρει ρευστότητα στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα και ότι οι «εταίροι» θα πεισθούν από τη «δύναμη της λογικής». Σήμερα, έχουμε φτάσει στο σημείο όπου ο συντονιστής της «ανασχηματισμένης» διαπραγματευτικής ομάδας Ευκλείδης Τσακαλώτος λέει ότι ήταν λάθος που η κυβέρνηση δεν εξασφάλισε χρήματα μαζί με τη συμφωνία της 20 Φλεβάρη και ελπίζει ότι με την ψήφιση ενός πολυνομοσχέδιου που κάνει νέες υποχωρήσεις μπορεί να εξασφαλίσει μια χαλάρωση της ασφυξίας που έχει επιβάλει η ΕΚΤ.


Είναι ολοφάνερο ότι η κυβέρνηση έχει μπει σε έναν φαύλο κύκλο οικονομικών συμβιβασμών και υποχωρήσεων. Ο πιο αδιάψευστος μάρτυρας είναι τα επίσημα στοιχεία που ανακοίνωσε το υπουργείο Οικονομικών για την πορεία του προϋπολογισμού στο πρώτο τρίμηνο του 2015. Σύμφωνα με αυτά,1 δημιουργήθηκε πρωτογενές πλεόνασμα 1,732 δις ευρώ, ενώ ο στόχος ήταν 0,119 δις και το αντίστοιχο περσινό νούμερο ήταν 1,541 δις. Τα έσοδα ήταν αυξημένα κατά 0,8% έναντι του στόχου, ενώ οι πρωτογενείς δαπάνες μειώθηκαν κατά 1,181 δις.


Οι διακηρύξεις ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα λειτουργούν υφεσιακά για την οικονομία θυσιάζονται στο βωμό της προσπάθειας να τηρηθούν οι δεσμεύσεις ότι η Ελλάδα θα πληρώνει κανονικά τους τόκους και τις δόσεις προς τους δανειστές. Η Λαγκάρντ και η Μέρκελ έχουν μια χειροπιαστή απόδειξη ότι η κυβέρνηση της Αριστεράς μπορεί να εξασφαλίζει πρωτογενές πλεόνασμα περικόπτοντας δαπάνες και εντείνοντας τη φοροεισπρακτική προσπάθεια. Και ποιό είναι το αντάλλαγμα; Οικονομικά, ΕΕ, ΕΚΤ και ΔΝΤ απαιτούν νέες θυσίες κατοχυρωμένες με την ψήφιση πολυνομοσχέδιου και πολιτικά έχουν φτάσει να διεκδικούν ότι μπορούν να ορίζουν ακόμη και τη σύνθεση της κυβέρνησης! Εκτός από τους πανηγυρισμούς «ευρωπαίων αξιωματούχων» για τον ανασχηματισμό της διαπραγματευτικής ομάδας, είχαμε δει ανοιχτές παραινέσεις προς τον Τσίπρα να διώξει υπουργούς του ΣΥΡΙΖΑ και να συμπεριλάβει στην κυβέρνηση υπουργούς από το Ποτάμι και το ΠΑΣΟΚ.


Και σε αυτόν τον τομέα, όμως, την προθυμία του να κάνει πολιτικά ανοίγματα προς τα δεξιά είχε φροντίσει να τη δείξει ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας. Αναπόσπαστο κομμάτι της διαπραγματευτικής τακτικής της κυβέρνησης είναι αυτό που η ίδια ονομάζει «αξιοποίηση της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας». Ο Κοτζιάς από τη θέση του υπουργού Εξωτερικών που του πρόσφερε ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ δεν κουράζεται να επαναλαμβάνει ότι η Ελλάδα είναι μια όαση σταθερότητας μέσα σε μια ασταθή περιοχή που συγκλονίζεται από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία και το Ιράκ και στην οποία η Δύση συνολικά και η ΕΕ έχουν ζωτικά συμφέροντα.
Το πώς μπορεί να εξυπηρετήσει αυτή η «όαση σταθερότητας» αυτά τα συμφέροντα ανέλαβαν να το δείξουν έμπρακτα ο Καμμένος ως υπουργός Άμυνας και ο Πανούσης ως πολιτικός προϊστάμενος της ΕΛΑΣ. Ο Καμμένος πήγε στην Αίγυπτο, προετοίμασε τις χειραψίες του Τσίπρα με τον Σίσι, οργάνωσε την κοινή άσκηση Ηνίοχος με το Ισραήλ και δήλωσε:
«Στις αρχές Ιουνίου ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ θα βρίσκεται στην Αίγυπτο (…) ένα κλιμάκιο της Πολεμικής Αεροπορίας με Μιράζ 2000, με τα οποία πετάει και η αεροπορία της Αιγύπτου, θα κάνουμε και μια άσκηση τις πρώτες μέρες του Ιουνίου. Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί τέτοιου είδους συνεργασίες θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας ασφαλούς περιοχής που ξεκινά από την Αίγυπτο, μια χώρα που αντιστέκεται στον ισλαμικό φονταμενταλισμό, και από το Ισραήλ».2


Κάπως έτσι, με κυβέρνηση της Αριστεράς για πρώτη φορά θα δούμε τα ελληνικά Μιράζ να πετάνε στο Σινά. Αντίστοιχα ο Πανούσης φρόντισε να ακυρώσει τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το φράχτη στον Έβρο και την Αμυγδαλέζα. Ανοιχτά, προκλητικά, δήλωσε ότι είναι υπέρ του φράχτη, ενώ για τα στρατόπεδα κράτησης μεταναστών δούλεψε υποκριτικά: αρχικά είπε ότι αισθάνεται ντροπή γι’ αυτά και ύστερα πέρασε από ΕΔΕ τον αξιωματικό της ΕΛΑΣ που προώθησε εγκύκλιο για το άνοιγμά τους. Λίγο αργότερα, όταν έστειλε την αστυνομία να μπει στην Πρυτανεία του Πανεπιστήμιου της Αθήνας, εξασφάλισε τη στήριξη του Πρωθυπουργού. Και βέβαια ενισχύθηκε με την απόφαση της έκτακτης συνόδου της ΕΕ για τους πρόσφυγες που υιοθέτησε τις προτάσεις Αβραμόπουλου-Μογκερίνι για μεγαλύτερη αποτροπή των προσφύγων στα ευρωπαϊκά σύνορα ακόμη και με καταστροφή των «δουλεμπορικών» πλοίων στις αφρικανικές ακτές της Μεσογείου.


Τίποτε από αυτά, όμως, ούτε το πρωτογενές πλεόνασμα ούτε οι κοινές ασκήσεις ελέγχου της Ανατολικής Μεσογείου δεν έχουν πείσει την ΕΕ να σταματήσει τους εκβιασμούς.


Εκβιασμοί εσωτερικού


Όπως οι συμβιβασμοί στις διαπραγματεύσεις με τους «θεσμούς» ενθαρρύνουν τους εκβιαστές του εξωτερικού, έτσι και τα δεξιά ανοίγματα αποθρασύνουν τις κραυγές των Σαμαροβενιζέλων εδώ. Αυτό φαίνεται και στα οικονομικά ζητήματα και στα πολιτικά.
Η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ δεν περιορίζονται «μόνο» να κουνάνε το δάχτυλο λέγοντας ότι ο συμβιβασμός με την ΕΕ είναι μονόδρομος που ο ΣΥΡΙΖΑ ανακαλύπτει με καθυστέρηση. Προσπαθούν να αντλήσουν δύναμη και από τα σενάρια για κυβέρνηση Εθνικής Σωτηρίας που θα φροντίσει να ψηφιστεί από τη Βουλή μια συμφωνία με τους δανειστές. Όσο ο Τσίπρας επιμένει στην αναζήτηση του πολιτικού συμβιβασμού  με την Μέρκελ, τόσο ο Σαμαράς και ο Βενιζέλος ελπίζουν ότι μια τέτοια συμφωνία θα σημάνει ότι η αριστερά είναι «παρένθεση» και τα φυσιολογικά στηρίγματα της συμφωνίας είναι τα κόμματά τους, έστω μαζί με έναν «μεταμελημένο» ΣΥΡΙΖΑ.


Για να κρατήσουν ανοιχτή αυτή την ελπίδα τους, κραυγάζουν και για την «ασφάλεια του πολίτη» που κινδυνεύει επειδή η κυβέρνηση «κάνει διάλογο με τους τρομοκράτες, τους λαθρομετανάστες και τους κουκουλοφόρους». Όσο πιο δεξιά πάει ο Πανούσης, τόσο πιο δικαιωμένος εμφανίζεται ο Γεωργιάδης.


Το θράσος που αποκτούν τα ηττημένα κόμματα της προηγούμενης συγκυβέρνησης μέσα από αυτή τη διαδικασία, φάνηκε και από την απόπειρα να οργανώσουν διαδήλωση «κατσαρόλας» σε συνεργασία με την Eldorado Gold που κατέβασε πούλμαν από τις Σκουριές στην Αθήνα. Παρά τη στάση της Αστυνομίας, όμως, που δημιούργησε εκείνη τη μέρα επεισόδια στα Προπύλαια δυσκολεύοντας τη συγκέντρωση αλληλεγγύης για τον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής, η διαδήλωση των αλληλέγγυων αποδείχθηκε ισχυρότερη από την «κατσαρόλα».
Αντίστοιχη αποτυχία γνώρισε και η ρατσιστική κινδυνολογία για τις «ορδές λαθρομεταναστών». Πάνω που πήγαινε να κορυφωθεί, η τραγωδία με τα ναυάγια στα ανοιχτά της Ιταλίας έδωσε αφορμή να φανούν οι αντιρατσιστικές διαθέσεις του κόσμου. Αυτό που επικράτησε ήταν η συμπαράσταση των απλών ανθρώπων της Ρόδου για τους τσακισμένους πρόσφυγες.


Έστω κι αν τα δεξιά ανοίγματα του Τσίπρα ανοίγουν τις ορέξεις της ΝΔ κα του ΠΑΣΟΚ, υπάρχει ένας βασικός συσχετισμός που δεν τους επιτρέπει να αναπτύξουν δυναμική. Ο ένας λόγος γι’ αυτό είναι η τεράστια πολιτική κρίση αυτών των κομμάτων. Η 25 Γενάρη δεν ήταν μια απλή εκλογική ήττα, ήταν μια κατάρρευση. Και ο δεύτερος και πιο σημαντικός είναι η δύναμη της εργατικής τάξης.


Το εργατικό κίνημα


Η αντίληψη ότι η εργατική τάξη σήμερα είναι αποδυναμωμένη και δεν μπορεί να δώσει μάχες, να ακυρώσει τους κυβερνητικούς συμβιβασμούς και να καθορίσει την προοπτική, είναι ένα πολύ μεγάλο (και αρκετά συνηθισμένο) λάθος.


Το πρώτο πράγμα που ξεχνούν τέτοιες απόψεις είναι το πώς φτάσαμε να καταρρέουν τα παραδοσιακά κόμματα της κυρίαρχης τάξης και να κερδίζει τις εκλογές η Αριστερά. Η εκτίναξη του ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 37% και η πτώση της ΝΔ στα επίπεδα του 20% (για να μην μιλήσουμε για τη συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ) είναι αποτέλεσμα των αγώνων και της ριζοσπαστικοποίησης της εργατικής τάξης μέσα από τις μάχες που έδωσε όλα τα τελευταία χρόνια.


Το ότι αυτή είναι η πραγματικότητα, το επιβεβαιώνει και η εικόνα αυτών των πρώτων μηνών μετά τις εκλογές. Αυτοί που βγήκαν στις πλατείες όταν ξεκινούσε η διαπραγμάτευση της νέας κυβέρνησης με την ΕΕ, απαιτώντας σκληρή στάση είναι οι ίδιοι εργάτες και εργάτριες που διεκδικούν να πάρουν πίσω τις δουλειές τους, να σώσουν τις υπηρεσίες τους από τις ιδιωτικοποιήσεις και να γίνουν προσλήψεις στα Νοσοκομεία, στα Σχολεία, στους Δήμους.
Και δεν είναι απλά «αντιμνημονιακοί». Τέτοια εργατικά κομμάτια μαζικοποίησαν τα συλλαλητήρια ενάντια στο ρατσισμό στις 21 Μάρτη, έδειξαν τη συμπαράστασή τους στους εξεγερμένους μετανάστες της Αμυγδαλέζας και έφεραν την ΑΔΕΔΥ και άλλα συνδικάτα να κηρύξουν αντιφασιστική στάση εργασίας στις 20 Απρίλη, τη μέρα που ξεκινούσε η δίκη της Χρυσής Αυγής.


Αυτά τα προχωρήματα στις ιδέες και το κύμα ριζοσπαστικοποίησης προς τα αριστερά δεν είναι κάποιος αυτόματος καρπός της κρίσης. Η κρίση έφερε χτυπήματα για την εργατική τάξη μέσα από τη μαζική ανεργία κατά κύριο λόγο. Όμως, υπάρχουν αλλαγές στην ίδια τη σύνθεση της εργατικής τάξης που της δίνουν δύναμη και αποτελούν βάση για τα προχωρήματά της.


Ένα στοιχείο είναι η μαζική συμμετοχή των γυναικών που φτάνει στα επίπεδα του 50%. Με αυτό συμβαδίζει η συμμετοχή της νεολαίας. Σήμερα πια έχει γίνει καθαρό ότι οι νέοι και οι γυναίκες δεν είναι κάποια χωριστή ευκαιριακή κατηγορία «πρεκαριάτου» αλλά αναπόσπαστο κομμάτι της τάξης. Και βέβαια η εικόνα της μαζικοποίησης συμπληρώνεται με την παρουσία των μεταναστών που στην συντριπτική τους πλειοψηφία προσφέρουν εργασία από τα φραουλοχώραφα μέχρι τα φασονάδικα και μεγάλες επιχειρήσεις όπως η Γενική Ανακύκλωση.


Αυτές δεν είναι απλά αριθμητικές αλλαγές, είναι πολιτική δύναμη για όλους τους εργάτες και εργάτριες. Είναι εξελίξεις που συγκρούονται με τις κυρίαρχες ιδέες του σεξισμού και του ρατσισμού, της ισλαμοφοβίας και της ομοφοβίας. Ενάντια σε αυτές τις ιδέες που χρησιμοποιεί η άρχουσα τάξη για να διαιρεί και να αποπροσανατολίζει την εργατική τάξη, είδαμε πρωτοπόρα κομμάτια της πάλης ενάντια στα Μνημόνια, όπως οι καθαρίστριες και οι σχολικοί φύλακες να πρωταγωνιστούν στο γιορτασμό της 8 Μάρτη για την απελευθέρωση των γυναικών και να χαιρετίζουν τη διαδήλωση του Gay Pride ενάντια στην ομοφοβία.


Πάνω σε αυτή τη δύναμη στηρίχτηκε η μαζική εργατική συμπαράσταση στους μετανάστες της Μανωλάδας, αλλά και το κίνημα αλληλεγγύης στην ΕΡΤ που είχε και έχει σημαία του το σύνθημα «ΕΡΤ ανοιχτή, φωνή για κάθε αγωνιστή». Γι’ αυτό σε κάθε απεργιακή διαδήλωση των νοσοκομείων ακούγεται το σύνθημα «Δωρεάν υγεία για όλο το λαό, για κάθε μετανάστη και ανασφάλιστο». Τα μαζικά συλλαλητήρια για τις Σκουριές στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα δεν θα μπορούσαν να υπάρχουν χωρίς αυτή την εικόνα.


Θα μπορούσαμε να πολλαπλασιάσουμε τα παραδείγματα, αλλά αυτό που χρειάζεται πάνω απ’ όλα είναι να κρατήσουμε τις δυνατότητες και τη δυναμική που ανοίγεται για να πάμε πέρα από τους συμβιβασμούς, αν η Αριστερά και  ιδιαίτερα η αριστερή αντιπολίτευση βάζει στο κέντρο αυτή τη δύναμη.


Τα όρια του ρεφορμισμού


Για να προσανατολιστεί η Αριστερά στις ανατρεπτικές δυνατότητες της εργατικής τάξης πρέπει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της μεταρρυθμιστικής στρατηγικής. Καλλιεργείται η αυταπάτη ότι ο δρόμος της σταδιακής αλλαγής, η επιδίωξη έστω επιμέρους μεταρρυθμίσεων με συμβιβασμούς που αποφεύγουν να θίξουν ζητήματα ευρύτερων ανατροπών, είναι πιο ρεαλιστικός και βατός.


Η πραγματικότητα δείχνει το αντίθετο. Χωρίς συνολική στρατηγική σύγκρουσης, ούτε οι επιμέρους μεταρρυθμίσεις δεν κερδίζονται. Αυτό το βλέπουμε και στο ευρωπαϊκό επίπεδο και στο εσωτερικό.


Δεν είναι μόνο ο Βαρουφάκης που προσπάθησε να πείσει τα επιτελεία της ΕΕ με τη φωνή της λογικής. Συνολικά ο ΣΥΡΙΖΑ υιοθετεί την προσέγγιση «All we ask is that Europe give Greece a chance» (όπως ήταν ο τίτλος άρθρου του Δραγασάκη στους Financial Times).3 Αντί να αφήσουν την κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα να πειραματιστεί έστω με μετριοπαθή κεϊνσιανά αναπτυξιακά μέτρα, οι άρχουσες τάξης της ΕΕ στηρίζουν τις επιλογές της λιτότητας με νύχια και με δόντια. Έχουν αποδειχθεί οι πιο σκληροί υποστηριχτές της «συνέχειας του κράτους» απαιτώντας ότι η νεοεκλεγμένη κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει όλες τις δεσμεύσεις της προηγούμενης. Το κενό από την ήττα του Σαμαρά και του Βενιζέλου το καλύπτουν οι Σόιμπλε και Ντάισελμπλουμ.


Οι συνέπειες της ρεφορμιστικής αποδοχής της «συνέχειας του κράτους» φαίνονται καθοριστικά στο εσωτερικό. Η νίκη της Αριστεράς στις εκλογές εξασφαλίζει μόνο μια πλειοψηφία στη Βουλή και την είσοδο στελεχών της στην κορυφή κάποιων υπουργείων. Όλα τα μη εκλεγμένα όργανα του κράτους και της οικονομίας παραμένουν έξω από τον έλεγχό της. Αυτά είναι πολύ περισσότερα και πιο σημαντικά από τα εκλεγμένα: η γραφειοκρατία, ο στρατός, η αστυνομία, το καθηγητικό και το θρησκευτικό κατεστημένο και βέβαια οι διοικήσεις των επιχειρήσεων. Αν οι δυνατότητες να ασκούν πιέσεις αφήνονται άθικτες, τότε μπλοκάρουν ακόμη και τις «μετριοπαθείς» αλλαγές.


Την Κυριακή 3 Μάη η Καθημερινή είχε πρωτοσέλιδο θέμα την απαίτηση μεγαλόσχημων από τον ΣΕΒ, τις τράπεζες, τους εξαγωγείς κλπ να προχωρήσει ο Τσίπρας σε συμβιβαστική συμφωνία. Η ρεφορμιστική στρατηγική σημαίνει περιθώρια στους καπιταλιστές να σηκώνουν κεφάλι.


Τα κενά που αφήνει ο ρεφορμιστικός προσανατολισμός δεν καλύπτονται με «πατριωτικές» στρατηγικές. Η αντίληψη ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς θα αξιοποιήσει τη γεωστρατηγική θέση της χώρας για να διαπραγματευτεί είναι αδιέξοδη από τη ρίζα της.


Ένας πρώτος λόγος είναι το γεγονός ότι από την αρχή προσανατολίζεται στο «δούναι και λαβείν» (όπως ήταν ένας πρόσφατος τίτλος της Αυγής). Δηλαδή, όχι σύγκρουση αλλά συνεργασία με τα ισχυρά συμφέροντα της ΕΕ: η ελληνική κυβέρνηση παραιτείται από τη διαγραφή του χρέους, αλλά περιμένει ανταλλάγματα γιατί η Ελλάδα είναι «μπαλκόνι» της ΕΕ στη Μέση Ανατολή.


Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι αυτό οδηγεί σε σύμπλευση με τους στρατιωτικοπολιτικούς θεσμούς που διαχειρίζονται τη γεωστρατηγική θέση της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι η Αριστερή Πλατφόρμα και ο Παναγιώτης Λαφαζάνης που υιοθετούν τέτοιες στρατηγικές δεν έχουν ασκήσει κριτική στον Καμμένο και στον Κοτζιά που βρίσκονται επικεφαλής της στρατιωτικής και της διπλωματικής γραφειοκρατίας. Έτσι έχουμε το παράδοξο η πιο αριστερή πτέρυγα του ΣΥΡΙΖΑ να μην μιλάει για την πιο δεξιά πλευρά της κυβέρνησης.


Η διαμόρφωση ταξικής στρατηγικής για την ανατροπή των καπιταλιστών και του κράτους τους είναι απαραίτητη προϋπόθεση ακόμη και για την πιο μικρή κατάκτηση του εργατικού κινήματος στις σημερινές συνθήκες.


Πώς προχωράμε;


Αυτή η συζήτηση δεν ανοίγει μόνο στην Ελλάδα. Για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες, η αναζήτηση νικηφόρας στρατηγικής για την Αριστερά γίνεται θέμα που απασχολεί χιλιάδες αγωνιστές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Ευρώπης και όχι μόνο. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν αναπτερώσει τις ελπίδες σε πολλές χώρες ότι η Αριστερά μπορεί να βρεθεί στο προσκήνιο. Βλέπουμε κινήσεις συμπαράστασης και έναν ολόκληρο διάλογο για το πώς προχωράμε.


Στη δεκαετία του 1970, μετά το Μάη του ’68, η ανάπτυξη οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς είχε προκαλέσει μια πλούσια συζήτηση. Η προσήλωση των παραδοσιακών εργατικών κομμάτων στον κοινοβουλευτικό δρόμο, η καθήλωση των συνδικάτων στην προσδοκία κατακτήσεων μέσα από την ψήφο, όλα αυτά είχαν μπει σε αμφισβήτηση. Εκτός από τις επαναστατικές φωνές που είχαν αρχίσει να ανατρέχουν στην ξεχασμένη παράδοση της ρώσικης επανάστασης και της Τρίτης Διεθνούς, εμφανίστηκαν προσπάθειες «σύνθεσης» της άμεσης δημοκρατίας με τον κοινοβουλευτισμό, του «από τα κάτω» με το «από τα πάνω», προσπάθειες ανανέωσης της ρεφορμιστικής προοπτικής.


Σήμερα, τέτοιες συζητήσεις ξανάρχονται με πιο σύγχρονες εκδοχές. Αυτό είναι ένα προχώρημα αλλά και μια πρόκληση για πιο ξεκάθαρες απαντήσεις. Η ιδέα ενός «καταμερισμού εργασίας» όπου η ρεφορμιστική αριστερά είναι στην κυβέρνηση και η κινηματική αριστερά στους δρόμους συγκινεί διάφορα κομμάτια: και παραδοσιακά τμήματα αλλά και τμήματα της αυτονομίας με την αντίληψη των «ρωγμών» που θα επιτρέψουν να αλλάξουμε την κοινωνία χωρίς να μπλέξουμε με την εξουσία.


Όλα αυτά μπορεί να συνυπήρχαν στην πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς την εκλογική νίκη, αλλά τώρα γίνεται πιο πιεστική η αναζήτηση απαντήσεων απέναντι στους κυβερνητικούς συμβιβασμούς.


Η στρατηγική της αντικαπιταλιστικής ανατροπής παίρνει ως αφετηρία το ξεκαθάρισμα του Μαρξ ότι η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι έργο της ίδιας της τάξης. Απορρίπτει τις εκκλήσεις μιας κυβερνητικής αριστεράς για αυτοσυγκράτηση στα συνδικάτα, για κινήσεις στήριξης προς την κυβέρνηση και όχι απεργίες που την πιέζουν. Βάζει στο κέντρο του προσανατολισμού της το δυνάμωμα του εργατικού κινήματος αξιοποιώντας τις δυνατότητες που ανοίγει η δυναμική της τάξης. Με στόχο τη σύγκρουση με τους καπιταλιστές και το κράτος τους, με προοπτική την ανατροπή τους και την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη.


Μια τέτοια στρατηγική δεν σημαίνει σεχταριστική αντιμετώπιση, όπως κάνει το ΚΚΕ. Αντίθετα, έχει στο κέντρο της την επιδίωξη της κοινής δράσης, τη λογική του ενιαίου εργατικού μετώπου. Οι προσδοκίες των εργατών και των εργατριών είναι και δικές μας προσδοκίες, η κοινή δράση μπορεί να ανοίγει δρόμους για νίκες και παράλληλα να ξεκαθαρίζει τους ορίζοντες για το πώς θα φτάσουμε στην ανατροπή.


Αυτό δεν είναι σχήμα λόγου. Είναι χειροπιαστή τακτική για τα μέτωπα που ήδη ανοίγουν. Στις 7 του Μάη συνεχίζεται η δίκη της Χρυσής Αυγής και την ίδια μέρα απεργούν τα λιμάνια ενάντια στην ιδιωτικοποίηση. Λίγο πιο μετά, στις 20 του Μάη απεργούν τα Νοσοκομεία για προσλήψεις και χρηματοδότηση. Η αντικαπιταλιστική αριστερά δίνει όλες τις δυνάμεις της για να στηριχτεί και να αναπτυχθεί αυτό το απεργιακό κίνημα μαζί με κάθε αγωνιστή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ που μπαίνει σε αυτή την προσπάθεια.


Με κάθε τέτοιο βήμα αποκτάμε καλύτερη εικόνα για τις δυνάμεις που στέκονται από τη μια ή την άλλη πλευρά της ταξικής αντιπαράθεσης. Οι δυνάμεις που πιέζουν για την υποχώρηση και το συμβιβασμό δεν πρόκειται να βοηθήσουν να τσακίσουμε τους εκβιαστές, ντόπιους και διεθνείς. Είναι ώρα για τον καθένα και την καθεμιά που θέλει να βγούμε νικητές να δυναμώσει το στρατόπεδο της ανατροπής.

Σημειώσεις


1.    www.minfin.gr/?q=el/content/εκτέλεση-κρατικού-προϋπολογισμού-ιανουαρίου-μαρτίου-2015
2.    βλέπε σχετικά στον Ριζοσπάστη, Κυριακή 3 Μάη, σελ 8.
3.    http://tinyurl.com/p8x5c2q